"μουσικολογώντας 5" για το ρεσιτάλ του Ρολάντ Ντιένς στην αίθουσα "Φιλιππος Νάκας"(19/1/07)
Όσοι βρέθηκαν στο ρεσιτάλ του Ρολάντ Ντιένς (RolandDyens) στην αίθουσα Φίλιππος Νάκας (2/2/07) βρέθηκαν μπροστά σε δύο πρόσωπα καλλιτεχνικής οντότητας. Στον δεινό αυτοσχεδιαστή από τη μια, και στον παρωχημένο ερμηνευτή έργων της κλασικής περιόδου από την άλλη. Αυτές τις δυο οντότητες θα προσπαθήσω να καταγράψω στο σημείωμα αυτό γιατί, κατά γενική ομολογία, ο δεινός αυτός κιθαριστής –συνθέτης –αυτοσχεδιαστής –διασκευαστής –δάσκαλος και (για πολλούς) σύγχρονος μέντορας της κιθάρας, μας έκανε όλους να συζητάμε γύρω από το αιώνιο ερώτημα: τι στο καλό είναι αυτό που ως τώρα ονομάζουμε κλασική κιθάρα; Το ερώτημα, όσο περνάει ο καιρός (και όσο τα όρια μεταξύ των μουσικών ειδών ανατρέπονται), θα αιωρείται και θα απασχολεί το κοινό: μήπως το μόρφωμα που ονομάζεται κλασική κιθάρα περιέχει τα πάντα μέσα; Και την αναγέννηση, και το μπαρόκ, και τον κλασικισμό, και τον ρομαντισμό, και τα λάτιν και την τζαζ και τους αυτοσχεδιαστικούς πειραματισμούς και ότι άλλο χωράει στις έξη χορδές και στα δεκαεννέα τάστα; Όλα χωράνε; Τίποτα να μείνει απ’ έξω; Εάν είναι έτσι, τότε θα πρέπει να επανατοποθετήσουμε ξανά σε νέα διάσταση την έννοια του κλασικού κιθαριστή, αφού το μοντέλο Ρολάντ Ντιένς έχει προ πολλού ανακατέψει την τράπουλα και έχει πολιτογραφήσει τον όρο με διαφορετική έννοια από αυτό που γνωρίζαμε ως τώρα. Ομολογώ πως τέτοιες σκέψεις είναι καιρός που στριφογυρίζουν στο μυαλό μου και το ρεσιτάλ του Ντιένς τις ξανάφερε στην επιφάνεια, κάνοντάς με (μαζί με πολλούς άλλους) να ξεσκονίσω τη σκόνη του χρόνου που έχει καλύψει το παλαιό μπαούλο των γνώσεων και των εμπειριών… Παρεμπιπτόντως, το τελευταίο διάστημα, στο forum του TaR, οι αναγνώστες θίγουν τέτοια ζητήματα και τα βρίσκω πολύ ενδιαφέροντα. Παρακολουθήστε τα. Πάντως, την αφορμή για όλα αυτά την έφερε η …ομιχλώδης ερμηνευτική αντιμετώπιση από τον Ντιένς, των δυο κλασικών συνθετών της κιθάρας, του Μάουρο Τζουλιάνι (MauroGiuliani 1781 – 1829, VariazionisuuntemadiHandel, op. 107) καθώς και του Φερνάντο Σορ (FernandoSor, 1778 – 1839. Grandesolo, op. 15). Έργα που δεινοπάθησαν από τον σολίστα στιλιστικά και υφολογικά, αφήνοντας εμάς να αναζητούμε ένα (κάποιο) νήμα του χρόνου που θα μας κάνει να αντιληφθούμε πως κάποιες μουσικές (παλαιότερες) έχουν διαφορετικούς κώδικες βρε αδερφέ, και θα πρέπει να συμπεριφερόμαστε απέναντί τους διαφορετικά από εκείνες του Αριέλ Ραμίρεζ (Ariel Ramirez, 1921 -), του Αντόνιο Κάρλος Τζομπίμ (Antonio Carlos Jobim, 1927 - 1994), του Ντίζι Γκιλέσπι (John –Dizzy Gillespie 1917 - 1993) και του δικού μας Μάνου Χατζιδάκι… Μοιραία, ο Ντιένς ένοιωσα πως ήταν πολύ μέσα στους σύγχρονους και πολύ έξω στους παλαιούς. Δύο όψεις που ήσαν ανάγλυφα διχασμένες από έναν ερμηνευτή που δεν του λείπει ούτε η δεξιοτεχνία, ούτε η εμπειρία, ούτε η φιλοσοφική αναζήτηση, ούτε η σφαιρική γνώση. (Η συνέντευξή του στην περίοδο του Οκτωβρίου του 2006 στο TaR ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και προκάλεσε συζητήσεις). Οι ερμηνευτικές του υπερβολές όμως, με τα απόλυτα pianissimo (όσο πατάει η γάτα) μας έκανε να προσπαθούμε να ακούσουμε «προς μάτην»! Σαν κιθαριστής με σπασμένα νύχια… Δεν ήταν αδυναμία παιξίματος αυτό αλλά θέση – άποψη! Σαν να μας έλεγε: «Εξασκηθείτε σε τεστ ακρόασης. Επινοήστε τις νότες που παίζω για σας»! Δεν ήταν όμως εύκολο να αναγνωρίσεις νότες τις οποίες τα δάχτυλα δεν ήθελαν να αποκαλύψουν. Αυτό διήρκεσε σε όλη τη βραδιά. Το βάρος της όλης εμφάνισης του Ντιένς δόθηκε (και πάλι) στα κομμάτια που αναδύθηκαν από τη μεγάλη δεξαμενή του αυτοσχεδιασμού και των επιρροών που αποκομίζει από τη τζαζ. Εκεί η τεχνική έδρασε κατάλληλα και η κιθάρα απόκτησε ξεχωριστή διάσταση. Οι μελωδίες έγιναν ανάγλυφες και η αντιστικτική πολυπλοκότητα έκανε το θαύμα της ανατρέποντας την παρ’ ολίγο κούραση που κινδύνεψε να απλωθεί μέσα στην αίθουσα Στο φινάλε το «θάλασσα πλατιά» του Μάνου Χατζιδάκι, μας έδωσε στιγμές ανεπανάληπτου λυρισμού. Μια διασκευή που θα είχε ενδιαφέρον να την ακούμε συχνότερα. Θα ομολογήσω πως υπήρξαν πολλές στιγμές που ένοιωσα πως ο Ντιένς περνούσε από την Ιπποκράτους, βρήκε την πόρτα του Νάκα ανοιχτή, και είπε να μπει μέσα… Το όλον είχε μια αίσθηση πως βρέθηκε με τους φίλους του (με την παρέα του) και τους έπαιξε λίγο κιθάρα… Αυτό όμως δεν είναι αναγκαία κακό. Περιέχει και συναίσθημα, και ζεστασιά, και αυθορμητισμό. Είναι καλό για τις παρέες, αλλά ο θεσμός του ρεσιτάλ προϋποθέτει μια άλλη αντιμετώπιση που έχει από πίσω (από παλιά) μια διαφορετική παράδοση, με «προδιαγραφές» που δύσκολα μπορείς να τις ακυρώσεις, παρ’ όλη την αμφισβήτηση και τις συνεχόμενες ανατροπές των καιρών Γι αυτό επανέρχομαι και αναρωτιέμαι: τι είναι η κλασική κιθάρα; Μήπως η μοίρα της είναι οι συνεχόμενοι πειραματισμοί και η επιμονή των νεότερων γενεών (και του Ντιένς συμπεριλαμβανομένου) να εστιάζουν την ματιά τους κυρίως προς τις νέες τεχνικές και τα ηχητικά εφέ, γυρίζοντας τις πλάτες προς το παλαιότερο ρεπερτόριο, καταθέτοντας σαθρές και κουρασμένες ερμηνείες, βάζοντας επί πλέον σε δοκιμασία ό,τι πέρασε στον παρελθόντα χρόνο ως μουσική κατάκτηση του οργάνου; Μην ξαφνιάζεστε. Το ερώτημα δεν είναι καινούργιο. Απλώς μας το θύμισε ο Ρολάν Ντιένς με ένα πρόγραμμα που ποτέ εξ’ άλλου δεν θα μείνει στα χαρτιά, γιατί -απλούστατα- δεν τυπώθηκε ποτέ, και δε σας κρύβω πως κι αυτό μου έλειψε. Μου έλειψε αυτή η ζεστασιά να κρατάω (και να φυλάω) σε έντυπο τις βραδιές που διαλέγω να ακούσω ή να δω. Τους συνθέτες, τα έργα, τις ημερομηνίες, τους τόπους, τους χώρους! Είναι ίσως ένα φετίχ που το έχω αποκομίσει από παλιά, καθ’ ότι παλαιός κι εγώ και οι συνήθειες, οι παραδόσεις, έχουν να κάνουν και με αυτά τα κομμάτια χαρτί που στοιχειοθετούν την ιστορία. Τη δική μας ιστορία…