"ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΩΝΤΑΣ 6" για το ρεσιτάλ του Ανδρέα Καρακατσάνη στο Athenaeum
Η βραδιά στην αίθουσα του Athenaeum στις 8/2/07 ήταν ήρεμη και λυρική και σε αυτό συνέβαλε ο κιθαριστής (και γιατρός) Ανδρέας Καρακατσάνης (γεννημένος το 1980). Να πω πως και πάλι ο κρινόμενος είναι και συνεργάτης του TaR και να επαναλάβω πως αυτό δεν έχει σχέση με το κείμενο που ακολουθεί. Εδώ, το σύνηθες «ο παπάς ευλογάει τα γένια του» θα ήταν κακοήθεια… Η αλήθεια είναι πως βρεθήκαμε μπροστά σε έναν κιθαριστή με στέρεη τεχνική, με δουλεμένο ήχο και με ευφάνταστες καλοτοποθετημένες ερμηνείες, χαρακτηριστικά που γέμισαν την αίθουσα και διατήρησαν το ενδιαφέρον του κοινού, παρ’ όλη τη δυσκολία του Β' μέρους της συναυλίας που είχε κομμάτια που δημιουργούν πάντα συζητήσεις με ασαφή συμπεράσματα. Αναφέρομαι (και πάλι) στην αιώνια θεματολογία της μουσικής του 20ου αιώνα, με τα παράγωγα «σύγχρονη»- «πειραματική»- «δωδεκαφθογγική»- progressive - «μινιμαλιστική» - «avant garde» και ότι άλλο ξέχασα από τον ευρύ κατάλογο των ετικετών που κατά καιρούς προσδίδουν σε μουσικά είδη που προσπαθούν να επικρατήσουν και να σταθούν μπροστά στις αισθήσεις και τις συνήθειες του κόσμου… Το πρόγραμμα του Ανδρέα Καρακατσάνη στο Α' μέρος ήταν εντυπωσιακό με τα κομμάτια του Narvaez (1500 - 1555) και τη σουϊτα για λαούτο (BWV 997) του J.S. Bach Πλημμύρισα σε ηχοχρωματισμούς, παρατήρησα σκέψεις και μελέτη των φράσεων, πειθαρχία και αυτοσυγκέντρωση. Σκέφτηκα: «να, η παλαιά μουσική που (επί τέλους) δεν είναι αποστεωμένη από τους κανόνες και τις απαγορεύσεις των μεταγενέστερων που έχουν βγάλει τα συμπεράσματά τους για τα πώς θα πρέπει να παίζονται εκείνοι του παλιού καιρού…» Ο σολίστας απεδείχθη ανώτερος των περιστάσεων, διότι, αναγνώστη μου, ο κίνδυνος μιας προσωπικής ερμηνείας, ιδιαίτερα σε παλαιούς συνθέτες, είναι να εκτεθείς στα πηγαδάκια των λογής- λογής «ειδικών» που είναι πρόθυμοι πάντα (με το φτυάρι και τον κασμά) να σου πουλήσουν πνεύμα πάνω στο …πτώμα του εκτιθέμενου κάθε φορά κιθαριστή, ιδιαίτερα όταν είναι νέος, γιατί κουτοπόνηρα ξεχωρίζουν τον δημοφιλή και λένε: «ο παλιός είναι αλλιώς…». (Πώς θα τολμήσουν δηλαδή να πουν κάτι για τις ελεύθερες ερμηνείες του Σεγκόβια, του Μπρημ, του Γουϊλιαμς, του Ράσελ, του Ντυένς, κ.α. ;) Προσωπικά, άκουσα τον Καρακατσάνη για πρώτη φορά και ένιωσα πως έχει μπει μέσα στη κιθαριστική φιλοσοφία ελέγχοντας το όργανο απόλυτα. Έχει χωνεμένες τις μουσικές φόρμες και τούτο είναι εντυπωσιακό για τη νεαρή ηλικία του. Γρήγορα κατάλαβα πως είχα μπροστά μου έναν ώριμο σολίστα. Αλλά όλα τα καλά (που άκουσα στο ρεσιτάλ αυτό) έχουν και τα αντίθετά τους. Εκείνο το Equinox του ToruTakamitsu (1930 - 1996) με το κούρδισμα των χορδών σε μι, σι ύφεση, σολ, ρε, λα, μι ύφεση, ανάμεσα στον Ναρβάεζ και τον Μπαχ, τι ρόλο έπαιζε; Ανάμεσα σε δύο παλαιούς τι γύρευε ο Γιαπωνέζος που επί πλέον η μουσική του μας έκανε να αναρωτηθούμε: τι ήθελε να πει ο ποιητής ; Η αλήθεια είναι πως δεν μπόρεσα να συγκεντρωθώ στην μουσική μου (και πνευματική) όποια υπόσταση και δεν κατάφερα να βρεθώ μέσα στην ατμόσφαιρα και το σκεπτικό των συνθετών MaurisOhana(1913 - 1992), Νίκου Κηπουργού (1952) και AaronJayKernis (1960). Μουσικές γραμμένες για κιθάρα από πιανιστική οπτική γωνία. Ένοιωσα έναν φλύαρο μινιμαλισμό που ανακηρύσσει ήρωες τους κιθαριστές –δεξιοτέχνες, που επιχειρούν να τα παρουσιάσουν. Συνθέσεις που θαρρείς και γεννήθηκαν για κάποια αιτία που δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε, αλλά πάντως για να κάνουν τη ζωή του κιθαριστή δύσκολη πάνω στην τεχνική, δίχως να αφήνουν (οι συνθέσεις) περιθώριο για ερμηνευτική φαντασία. Η σύνθεση του Γιώργου Μουλουδάκη (1964) δυναμική και οικεία μας κράτησε το ενδιαφέρον, καθώς και το επί πλέον κομμάτι «φέργουελ» του Sergio Assad με την ονειρική του διάσταση. Βρισκόμαστε πάντα στον ίδιο προβληματισμό γύρω από το ρεπερτόριο στα κιθαριστικά προγράμματα σχετικά με την μουσική των νέων συνθετών. Η περίπτωση του Ανδρέα Καρακατσάνη μας έφερε και πάλι μπροστά στους γνωστούς γρίφους. Παρακολουθούσα τη ροή των κομματιών και τις τεχνικές δυσκολίες που απαιτούσε το κάθε σύγχρονο έργο. Είναι αυτονόητο πως ο κιθαριστής κατέθεσε χρόνο και πολύ κόπο για να φτάσει στο σημείο να παρουσιάσει τέτοια δύσκαμπτα έργα. Σκεφτόμουν πως ένα τέτοιο ρεπερτόριο που έχει μια τόσο δύσκολη παρτιτούρα, με τόσο δύσκολο κώδικα επικοινωνίας προς το κοινό, δεν αφήνει περιθώρια για πολλές εκτελέσεις σε ελληνικές αίθουσες συναυλιών. Τα έργα αυτά παίζονται μονάχα όταν ο εκτελεστής δεθεί πνευματικά (ιδεολογικά) με μια τέτοια μουσική φιλοσοφία. Με λίγα λόγια, τα έργα του σύγχρονου ρεπερτορίου που μελέτησε ο Καρακατσάνης, πιθανότατα δεν θα δουν το φως της δημοσιότητας σε μορφή συναυλιών, επειδή δεν υπάρχει κοινό για να τα υποστηρίξει. Με αυτή την έννοια, η προσπάθεια του, τον κατατάσσει στους Δον Κιχώτες της εποχής μας που επιλέγουν κομμάτια (μουσικές) που χρησιμεύουν για να ακούμε- έστω- δυσνόητες φράσεις ώσπου (ποιος ξέρει πότε) να εξοικειωθούμε και να συμφιλιωθούμε με ομιχλώδεις (προς το παρόν) μουσικούς κώδικες. Το ευτύχημα είναι πως υπάρχουν τέτοιοι ερμηνευτές που δεν επιλέγουν τον εύκολο δρόμο του επαναλαμβανόμενου παραδοσιακού πλέον ρεπερτορίου. Παρ’ όλη την δική μας δυσκολία επικοινωνίας με τέτοια μουσικά ιδιώματα, θαυμάζουμε την θέση –στάση –άποψη, που μας βάζει στο μονόδρομο της περίσκεψης, ώστε να καταφέρουμε να συμφιλιωθούμε με μορφές τέχνης που αναζητούν μια διαφορετική, έστω ανατρεπτική σκέψη. Δύσκολα, πολύ δύσκολα πράγματα δηλαδή. Το ρεσιτάλ του Ανδρέα Καρακατσάνη, μας οδηγεί κατ’ ευθείαν σε μια τέτοια συζήτηση και προβληματισμό. Ένας προβληματισμός που χρονολογείται από τη δεκαετία του ’70. Με το ερώτημα: Ποιοι είναι επί τέλους οι νέοι δρόμοι της μουσικής κιθαριστικής γραφής που να γοητεύουν ένα σημερινό ακροατήριο; Όποιος βρει την απάντηση, θα (ξανα)ανακαλύψει την άλλη Αμερική… Κι ένα εύλογο ερώτημα διαβάζοντας το βιογραφικό του: γιατί η ιδιότητα του γιατρού δεν αναγράφεται;