ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΥΓΕΝΙΟ ΣΠΑΘΑΡΗ
(2/1/1924 - 9/5/2009)
Θέατρο Σκιών – θέατρο της ζωής…
Είναι γεγονός. Η φωνή, η παρουσία, του Ευγένιου Σπαθάρη ήταν η απόλυτη ταύτιση της φιγούρας του Καραγκίοζη στο εθνικό μας υποσυνείδητο. Ό,τι εισχώρησε στο μυαλό γύρω από το θέατρο Σκιών μετουσιώνεται με την παρουσία αυτού του επίμονου γελωτοποιού που ψυχαγώγησε μικρούς και μεγάλους, γενιές και γενιές ελλήνων, μέσα από την τέχνη του Καραγκόζη· μια τέχνη που εντάσσεται στις λαϊκές (τέχνες) αφού όλα όσα την αποτελούσαν ήταν μία απόλυτη χειροτεχνία!
Η γενιά μου είναι εκείνη που πρόλαβε να δει το θέατρο Σκιών με τα μπουλούκια των καραγκιοζοπαιχτών σε αυλές και σε πλατείες, στην παλαιά Καλλιθέα, εκεί κοντά στην παραλία, στις Τζιτζιφιές και ανάμεσα στους προσφυγικούς καταυλισμούς των ποντίων και μικρασιατών. Το θέατρο Σκιών, ατόφια λαϊκή τέχνη, γεννήθηκε από τα φτωχά λαϊκά στρώματα· σ’ αυτά αποτάνθηκε και άντλησε τη θεματολογία του, από αυτή τη συγκεκριμένη κοινωνική τάξη που πλειοψηφούσε στην ελληνική κοινωνία.
Ο Καραγκιόζης, σύμβολο ενός πονηρού τζαναμπέτη, ενός υποτακτικού μεν, αλλά και εν αγνοία του, ανατρεπτικού, που λέει αλήθειες δίχως να το γνωρίζει, που σαρκάζει, ειρωνεύεται, χλευάζει, κριτικάρει, αμφισβητεί, απομυθοποιεί, αποκρύπτει, αποκαλύπτει, ένας άσχημος καμπούρης, μακρυχέρης, ρακένδυτος, στερημένος, πεινασμένος, διψασμένος, ένας εξαθλιωμένος ιδιόμορφος "οικογενειάρχης" (με πολλά εισαγωγικά) ένας πρόθυμος να συμβιβαστεί με τον εξουσιαστή μόνο και μόνο για να φτάσει στο στόχο του, που δεν είναι άλλος από το ψωμάκι του…
Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε μία τέτοια φιγούρα έξω από την εποχή που την γέννησε. Γέννημα-θρέμμα ενός κρατικού μορφώματος, η Ελλάδα με Τούρκους, Οθωμανούς, Ρώσους, Γάλλους και άλλα φυντάνια που θα ευδοκιμήσουν στην ενδοχώρα, είναι μια γεωγραφική περιοχή που φιλοξενεί πρόσφυγες, εγχώριους, μπουλούκια και νομάδες που προσπαθούν να συστήσουν κράτος!
Ο Καραγκιόζης είναι γέννημα θρέμμα μιας τέτοιας κουλτούρας που γεννήθηκε (ως φιγούρα) από την Ανατολή, πήρε στοιχεία και ιδέες από την απεικόνιση αντίστοιχων μορφών· απλά διαμόρφωσε διαφορετικά τα στοιχεία και επινόησε έναν πειναλέοντα που εξέφραζε την ένδεια που υπήρχε στην εποχή του. Δεν ωραιοποίησε τίποτα. Δεν έφτιαξε καμία απολύτως ευχάριστη εικονική πραγματικότητα όπως έκανε (με το αζημίωτο) η τηλεόραση από το τέλος του 20ου αιώνα. Απεναντίας, άφησε τον ρεαλισμό της εποχής του να αναδειχτεί και να επικρατήσει όπως ακριβώς ήταν. Ο Καραγκιόζης δεν έπαιξε ποτέ με το ψέμμα και την αλλοίωση των γεγονότων και της αλήθειας. Πήρε την πραγματικότητα και την τοποθέτησε ατόφια επί σκηνής. Ντόμπρα και άμεσα, ήδη από το πρώτο σκηνικό, μόλις ανοίξει η σκηνή.
|
|
Από τη μία το Σεράι του Πασά και του Βεζύρη (πολιτικός άρχοντας των μουσουλμάνων της Ανατολής· «γενικός δερβέναγας» όπως θα λέγαμε σήμερα: ανώτατος άρχοντας), από την άλλη, η παράγκα του Καραγκιόζη. Ένα ερείπιο κατασκεύασμα, ετοιμόρροπο και τρύπιο από παντού. Δύο αντίθετοι κόσμοι, δύο ξεχωριστές κοινωνίες. Οι πολλοί και οι λίγοι. Οι φτωχοί και οι πλούσιοι· οι μη έχοντες και οι κατέχοντες· το μαύρο και το άσπρο ενός κόσμου που ως φαίνεται, δεν θεραπεύεται και, δεν θα βρει ποτέ την ισορροπία του. Αυτή η απλή αλήθεια εμφανίζεται εξ’ αρχής στην σκηνή. Στην αρχή με κεριά, ώστε να εμφανίζεται ο σχηματισμός της σκιάς της φιγούρας. Ύστερα με λάμπες. Παράσταση με τον απόλυτο αυτοσχεδιασμό της φαντασίας του καραγκιοζοπαίκτη. Αυτοσχέδια όλα όσα εργαλεία χρειάζονται.
Ο Ευγένιος Σπαθάρης με την απουσία του, μας ανοίγει θέματα με πολύ βάθος.
Ο Χατζηαβάτης O Μπαρμπα - Γιώργος
Με τον Καραγκιόζη ασχολήθηκαν όλοι οι πρωταγωνιστές των πνευματικών κινημάτων μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο. Σε μια αναστατωμένη Ελλάδα από πολέμους, φτώχεια και πείνα, ο Καραγκιόζης και τα σύμβολά του ενέπνεαν τους πνευματικούς ανθρώπους του ’50 και του ’60 για να καταθέσουν τις σκέψεις και τους στοχασμούς τους γύρω από την παράδοση και τον λαϊκό πολιτισμό. Ένα μεγάλο θέμα, πολιτιστικής υπόστασης, ιδιαίτερα σε εποχές που μία ολόκληρη χώρα προσπαθούσε να μαζέψει τα κομμάτια της και να στηριχτεί στις παλαιότερες εθνικές αξίες της παράδοσης. Ένα θέμα που θα μας κεντρίζει το ενδιαφέρον αέναα, όσο θα επιμένουμε (ορθώς) να συνδέουμε τον παρελθόντα χρόνο με τον σύγχρονο και -ίσως- με εκείνον του μέλλοντος.
η εποχή μας…
Δεν θα μπορούσαμε σήμερα να μιλάμε για το ζωντάνεμα αυτής της αυτοσχεδιαστικής λαϊκής τέχνης. Αντιθέτως, θα έλεγα πως είναι μια τέχνη που εδρεύει προς τη λήθη, σαν εκείνα τα παλαιά επαγγέλματα που οι ανάγκες της ζωής και η εξέλιξη της τεχνολογίας, τα έχουν ακυρώσει. Επί πλέον, ο ρόλος των μαζικών μέσων ενημέρωσης, καθώς και τα νέα ψυχαγωγικά μέσα, έχουν παρασύρει τις λαϊκές μάζες σε μία άνευ προηγουμένου σαρωτική συμπεριφορά ως προς τις λαϊκές τέχνες αλλοτινών χρόνων. Αυτή η εξελιξη κατέστησε και τον Καραγκιόζη γραφική και ανούσια τέχνη που δεν αφορά τον σημερινό κόσμο, αφού οι αναφορές του, έπαψαν να υπάρχουν και το τοπίο μετασχηματίσητκε (προ πολλού) σε ένα εντελώς διαφορετικό μόρφωμα κοινωνικό και πολιτισμικό. Ας σκεφτούμε λίγο: τόσο η τηλεοπτική εικόνα, όσο και οι γραφικές τέχνες, έχουν ήδη υιοθετήσει εισαγώμενα μοντέλα, με φιγούρες που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με λαϊκές ζωγραφιές και ασφαλώς με εκείνες του θεάτρου σκιών. Αντ’ αυτών, κόμικ και στρουμφάκια και Λούκυ-Λουκ και φιγούρες του Ντίσνεϋ, Αστερίξ και Τεν-τεν και πλήθος από άλλα εν αφθονία προϊόντα κατάκλυσαν την αγορά και εγκαταστάθηκαν στο συλλογικό υποσυνείδητο.
Ο Μπέης Ο Διονύσιος
για την μορφή του.
Ο Ευγένιος Σπαθάρης, σε αυτή την φάση, σε αυτή την ζοφερή εποχή για όλα τα είδη της λαϊκής τέχνης, ιδιαίτερα που έχουν ρίζες στα βάθη του χρόνου, ήταν το σημείο αναφοράς του θεάτρου Σκιών. Ήταν η ταύτιση του, η προσωποποίηση του και ο εμψυχωτής του. Αεικίνητος και πεισματάρης, θα τον συναντήσουμε μέσα σε κάθε κατάσταση πραγμάτων που αφορά το θέατρο Σκιών. Ενεργό, αφοσιωμένο, διψασμένο για να φτάσει η φωνή του στο τελευταίο άκρο της γης. Δεν υπήρξε ασφαλώς ο μόνος υπερασπιστής του Καραγκιόζη. Από τον πατέρα του τον Σωτήρη, καθώς και από παλαιότερους και σύγχρονούς του καραγκιοζοπαίχτες, κατάφερε και κράτησε όλα εκείνα τα στοιχεία που καταγράφουν αυτή την καρικατούρα της πραγματικής ζωής.
Αγλαΐα Βεζυροπούλα
ξεκίνημα - δράσεις.
Έχει ενδιαφέρον να διαβάσω απόσπασμα για το ξεκίνημα του, όπως το μεταφέρει ο ίδιος:
«Από τον πατέρα μου δεν έμαθα τίποτε, επειδή δεν με άφηνε να μπω στη σκηνή. Πήγαινα για αρχιτέκτονας και ήθελε να με αποκλείσει από το θέατρο σκιών. Είχε τόσο ταλαιπωρηθεί από τη δουλειά αυτή που δεν ήθελε με τίποτε να τη συνεχίσω εγώ. Λογάριαζε, όμως, χωρίς το θεατρώνη, που λένε. Μια μέρα το 1942 έπαιζε στο Μαρούσι και ο θεατρώνης με φώναξε σώνει και καλά να παίξω, για να τραβήξει κι άλλο κόσμο. "Τι να παίξει το παιδί; Δεν ξέρει που του παν τα τέσσερα", είπε ο πατέρας μου, χωρίς να καταφέρει να του αλλάξει τη γνώμη. Πραγματικά δεν ήξερα τίποτε. Έπεσα στα βαθιά με τη μία και άρχισα τσάτρα πάτρα ακούγοντας ό,τι μου έλεγε ο βοηθός μου. Στην αρχή έπαιζα κωμωδίες, που ήταν ελαφριά έργα -τα ηρωϊκά ήρθαν αργότερα. Αλλά διάβαζα πολλά ιστορικά βιβλία. Ήξερα πού χτυπήθηκε ο κάθε ήρωας, πόσοι σκοτώθηκαν από τους Έλληνες και πόσοι από τους Τούρκους. Δεν γέμισα απλώς το πανί με εχθρούς. Οι άλλοι δηλαδή τι ήταν; Δεν πολέμησαν κι αυτοί στις μάχες; Γι’ αυτό, νομίζω, ότι ο κόσμος με αγάπησε. Και ο ίδιος μου ο πατέρας κατέβηκε μια μέρα από την Κηφισιά πολύ άρρωστος για να μου πει τελικά: "Έφτασες εκεί που ήθελα. Τώρα θα συνεχίσεις μόνος σου"»
Ο Μορφονιός
Και όντως συνέχισε μόνος ο Ευγένιος Σπαθάρης "Μοναχός και ολόλαμπρος" όπως λέει και ο ποιητής. Με μεγάλα βήματα αφού με την επιμονή του κατάφερε να συνδέσει το όνομα και την τέχνη του με τον Τσαρούχη, τον Χατζιδάκι, τον Σαββόπουλο, λογοτέχνες, λαογράφους, ζωγράφους, ποιητές, θεατρικούς σκηνοθέτες. Ο Καραγκιόζης και η ελληνική του εκδοχή κράτησε πάνω από μισόν αιώνα. Μία φυσιογνωμία που έφτιαξε τα δικά της ελληνικά χαρακτηριστικά, παρ’ όλο που εκινείτο μέσα στο νωπό σκηνικό της τουρκοκρατίας με τα ηθογραφικά και γλωσσικά ιδιώματα μιας ανατολίτικης έως βυζαντινής κουλτούρας.
Ο Ευγένιος Σπαθάρης το υποστηρίζει αυτό λέγοντας:
«Ακούω τους Τούρκους που θέλουν τον Καραγκιόζη μόνο δικό τους και δεν το καταλαβαίνω. Απλώς, η εντύπωση δημιουργήθηκε γιατί, μετά την εμφάνιση του Καραγκιόζη, η τουρκική κυριαρχία απλώθηκε σ’ όλες τις χώρες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και επόμενο ήταν το θέατρο σκιών να πάρει μορφή και έκφραση σύμφωνα με τις νέες κοινωνικές συνθήκες, δηλαδή, οθωμανική. Ο Καραγκιόζης παιζόταν στην ελληνική γλώσσα ακόμη και το 1821, αλλά ήταν ένα θέαμα ακατάλληλο για γυναίκες και παιδιά. Επρόκειτο άλλωστε για θέατρο που περιόδευε από περιοχή σε περιοχή ξεκινώντας κυρίως από την Κωνσταντινούπολη. Ο πρώτος που έφερε την τέχνη στην Ελλάδα ήταν ο Γιάννης ο Μπράχαλης, μεταξύ 1850 και 1860 αλλά είναι στις αρχές του 1900 που μπορούμε να μιλάμε για ελληνικό Καραγκιόζη, δηλαδή χωρίς τουρκικά στοιχεία στη θεματολογία. Αν και ο εξελληνισμός του ξεκίνησε στην Ήπειρο, κορυφαίος δημιουργός αναδείχτηκε ο Πατρινός ψάλτης Δημήτριος Σαρδούνης, γνωστός ως, "Μίμαρος"»
Ο Σταύρακας Ο Εβραίος
Στο μουσικό υλικό το σχετικό με την περίπτωση του Ευγένιου Σπαθάρη και της εποχής που έδρασε δεσπόζουσα θέση έχει η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Έχει να κάνει κυρίως με "Το καταραμένο φίδι", "χορόδραμα σε δύο πράξεις", όπως το χαρακτηρίζει ο συνθέτης. Ανεβασμένο το 1950 από το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου και σε μορφή σουίτας για δύο πιάνα και φωνή (εκείνη του τενόρου Γιώργου Μούτσιου). Στα δύο πιάνα ερμηνεύουν ο Γιάννης Παπαδόπουλος κα ο Αργύρης Κουνάδης. Σ’ εκείνη την παράσταση, ο Ευγένιος Σπαθάρης παίζει σημαντικό ρόλο, προσαρμόζοντας το όλο σκηνικό και τον τρόπο διεκπεραίωσης γύρω από το θέατρο Σκιών και τον Καραγκιόζη.
Ο ίδιος λέει για τη περίπτωση:
«Με το Ελλληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου σκηνοθέτησα και σκηνογράφησα το "Μεγαλέξανδρο και το καταραμένο φίδι" το 1950. Στην αρχή μου έδωσαν τα βιβλιαράκια που πουλούσαν στα περίπτερα, για να βγει από εκεί το σενάριο. Η Ραλλού δεν ήξερε τι εστί Καραγκιόζης και νόμιζε ότι μπορεί να ανεβάσει χορόδραμα με αυτό το υλικό. "Κανένα απ’ αυτά δεν κάνει" της είπα. Ήθελε δουλειά από την αρχή. Κι έτσι έβγαλα το Μεγαλέξαντρο στο χορό... Η μουσική που έμεινε στην ιστορία ήταν βέβαια του Μάνου Χατζιδάκι, με τον οποίο είχαμε συνεργαστεί ήδη μία φορά σε συναυλία του Κολεγίου. Βοήθησα λοιπόν σε όλα τη Ραλλού, αλλά υπήρχε ακόμη μία λεπτομέρεια: ποιος θα μπει στο φίδι για να το κουμαντάρει. Σκεφτείτε μόνο ότι η ουρά του έφτανε τα πέντε μέτρα. Μπήκα λοιπόν εγώ και όταν ο κόσμος χειροκροτούσε εγώ τους άκουγα μέσα από το κουστούμι. Ποτέ δεν με είδαν. Εγώ σήκωνα το κεφάλι για να χαιρετήσω, αλλά απλώς άκουγα το χειροκρότημα».
Θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε πως ο Ευγένιος Σπαθάρης ήταν ένας μεγάλος λαϊκός του 20ου αιώνα. Συμπορεύτηκε με ό,τι δρόμους χάραζε η διατήρηση κι η αντοχή των υλικών της σύγχρονης λαϊκής δημιουργίας μέσα στον αιώνα της παραδοσιακής απομυθοποίησης. Το θέατρο Σκιών -είπαμε- ήταν η πιο αυτοσχέδια τέχνη που συγκέντρωνε ολόκληρη την φαντασία των ανθρώπων του λαού. Όπως έγραφε και ο Μενέλαος Λουντέμης στα κείμενά του για τον Καραγκιόζη:
«Αυτή η δύναμη να ανθρωπίζει τ’ άψυχα, να δίνει φωνές στους ίσκιους και -με τούτα τα λιτά μέσα- να μπορεί να προκαλεί στην ανθρώπινη ψυχή "τον οίκτον και τον έλεον", αυτό πια δεν είναι τέχνη. Είναι ένα σεπτό απόρρητο, που μεταφέρεται μέσα απ’ τους αόρατους δρόμους του πάθους, από μύστη σε μύστη, ώσπου φτάνει στο Μίμαρο και περνάει στο Μόλλα· κι απ’ το Μόλλα πάει στο Χαρίδημο κι απ’ το Χαρίδημο στο Σπαθάρη, ώσπου παίρνει σβάρνα τα χωριά και φτάνει στο Μέγα Γιαραμούκη».
Ο Πασάς Ο Βεληγκέκας
Και η μουσική ήταν σπουδαίο εργαλείο δουλειάς για το θέατρο Σκιών. Εκεί, τα τραγούδια της Σμύρνης των προσφύγων, τα ρεμπέτικα και τα δημοτικά, οι αμανέδες και οι Βυζντινοί Ύμνοι, όλα ετέθησαν στην υπηρεσία των αναγκών των παραστάσεων μια που ανήκαν σε όμορους χώρους. Μπαγλαμάδες και μπουζούκια, κλαρίνα και βιολιά, λύρες, ούτια και κεμεντζέδες, κανονάκια και σαντούρια, φωνές γυναικείες και αντρικές, λαϊκές και κανταδόρικες, ένα μίγμα μουσικού πολιτισμού που όμοιό του δεν υπήρξε.
Ο Καραγκιόζης υπήρξε ο συντονιστής ρευμάτων και στέγη φιλοξενίας ιδιωμάτων μουσικής που έψαχνε θαρρείς να στεγαστεί σε αγκαλιές των απλών ανθρώπων.
Τώρα, στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα είναι, είδος προς εξαφάνιση. Έχασε και έναν από τους πιο άξιους εκπροσώπους του και μας φέρνει όλους στη θέση να φτιάχνουμε μνημόσυνα και τελετές για τη μνήμη.
ΑΚΟΥΣΤΕ: |
Εάν αυτό σε κάποιους φαίνεται λίγο, δεν γνωρίζουν πού πατούν και πού βαδίζουν...
Νότης Μαυρουδής
(από την εκπομπή του –αφιέρωμα στον Ε. Σπαθάρη,
στο Τρίτο πρόγραμμα της ΕΡΑ, στις 12/5/2009)
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΕΛΙΔΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΗ ΕΙΚΟΝΩΝ:
Κώστας Γρηγορέας