“μουσικός στο ντιβάνι”
Αιθέριες φωνές, ουράνιες κιθάρες...
(Nostalgia (2007) by Yori Price) [more at http://www.yoriprice.com/]
“Νοσταλγία”….
Λέξη κι αυτή, ρε γιατρέ! Τι όμορφα που τα λέγανε οι αρχαίοι (ημών;… άντε ημών!) πρόγονοι: Άλγος ψυχής για την επιστροφή στην πατρίδα. Τη μία και μοναδική πατρίδα. Την “προς τα πίσω” γενικώς και, συνήθως, όχι αορίστως.
Για βοήθα κι εσύ λίγο, γιατρέ! Πες κι εσύ κάτι, μπας και βρούμε καμιάν άκρη…
(……………)
Λοιπόν, καλό το παράδειγμα που είπες, αν και κοινότοπο: “Επιστροφή στα όμορφα χρόνια των νεανικών ερώτων μας”. Σωστά. Όντως, κάπως μου ’ρχεται που τις φέρνω στο μυαλό μου όλες...
Όμως για στάσου ρε γιατρέ, καλά αυτές που καταχωρήθηκαν ως ελεύθερα πουλιά και μας την ‘κάνανε’ με συνοπτικές (ή όχι) διαδικασίες. Εδώ καλώς πονάει η ψυχή και θέλει να γυρίσει πίσω, μπορεί και για να πάρει εκδίκηση. Αλλά οι άλλες; Αυτές που μόλις φιληθήκαμε (ή χαστουκιστήκαμε) σταυρωτά ήτανε λες και ξημέρωσε Πάσχα! Που με το που στρίψανε τη γωνιά κάναμε ένα σταυρό σαν αυτόν που κάνουν οι γιαγιάδες στην εκκλησία, που ακουμπάνε το χέρι μέχρι το πάτωμα!... Γιατί αυτές λοιπόν να τις σκεφτόμαστε και να δακρύζουμε; Τι διάολο αποστείρωση είναι αυτή που κάνει το μυαλό σε όλα τα παρελθόντα σκατά; Και πώς 'να το παλέψει' το έρημο το παρόν, όταν η ψυχή είναι τυφλωμένη από ακαθόριστα ροζ συννεφάκια, όταν το μυαλό έχει μπλοκάρει από τα σαχλά χνουδωτά αρκουδάκια ανόητων ερώτων; Που ανάθεμά με αν ήταν κι έρωτες κιόλας;
(Nostalgia (2001) by Oleg Sheludyakov)
Και τώρα, άκου λοιπόν γιατρέ την ιστορία που ξεχείλισε το ποτήρι και μ’ έκανε να ’ρθω να σε βρω. Για να ξεφύγουμε κι από το θέμα του έρωτα που, είτε φρέσκος είτε μπαγιάτικος, είναι γνωστό ότι τον χαζεύει τον άνθρωπο.
Είχα πάει λοιπόν σε ένα από τα μέρη που υπηρέτησα ως φαντάρος και είπα: Άντε να πάω να δω και το στρατόπεδο της φρίκης, εκεί που πέρασα την πιο άχρηστη, ξερή και ανικανοποίητη φάση της ζωής μου. Παίρνω λοιπόν κι ένα φίλο μαζί κι ανηφορίζοντας το Γολγοθά της (τότε) μελαγχολικής νυχτερινής επιστροφής, του εξηγώ την αντίθεσή μου περί στρατού και μπλα… μπλα… μπλα.
Φτάνουμε λοιπόν στο συρματόπλεγμα της αφόρητης πλήξης, του δείχνω τη σκηνή του θεάτρου του παραλόγου και… δακρύζω!
“Εεε… άει σιχτίρ κωλομυαλό!” Μου την έδωσε. Θόλωσα. Τέτοια προδοσία από τον ίδιο σου τον εγκέφαλο; Που τον ταΐζεις τις βιταμίνες του, τον προσέχεις, τον γυμνάζεις με τα σταυρόλεξά του! Κι αυτός να σε ξεφτιλίσει έτσι ξαφνικά;
Ε, όχι. Γύρισα κι έριξα ένα φτύσιμο προς το στρατόπεδο, τόσο δυνατό που ο φανταράκος που γυάλιζε τα παπούτσια του κοντά στο συρματόπλεγμα κατατρομοκρατήθηκε! (Σου λέει, αυτός για να ξεκινάει με φτύσιμο, αναρχοαυτόνομος θα είναι, τώρα θα μου ρίξει και τίποτε άλλο όπως δείχνει και η τηλεόραση!)
Ως εδώ λοιπόν, το πήρα απόφαση. Από δω και πέρα θα αντισταθώ γερά. Δεν θα επιτρέψω να ζει το παρελθόν εις βάρος του παρόντος μου. Διότι ρε γιατρέ, έτσι όπως την πάμε τη δουλειά, οι προπέρσινες αιμορροΐδες θα καταχωρηθούν στο σύστημα ως “μια διακριτικά ευχάριστη αίσθηση”.
(The Persistence of Memory (1931) by Salvador Dali)
Για μίλα κι εσύ λοιπόν! Τι σε έχω εδώ;
(... ...)
Τι είπες; Η επιστήμη προτείνει να ξεφορτώσω; Να ξε-στοκάρω; Να βγάλω στη φόρα, εδώ και τώρα, ό,τι ροζ, σιελ και χνουδωτό έχει στοιβαχτεί μέσα μου; Γιατρέ, πρόσεχε! Είναι επικίνδυνα πράγματα αυτά, δεν φοβάσαι μην επηρεαστείς και σε πάρει κι εσένα από κάτω; Μην το ξεχνάς, ίδια γενιά είμαστε.
Εντάξει λοιπόν. Αφού λες ότι αυτά, λόγω επιστημονικής ανάλυσης, τα έχεις ξεπεράσει κι εγώ προχωράω:
Άκου λοιπόν μπαλάντες με αιθέριες φωνές και ουράνιες κιθάρες και να δούμε για πόση ώρα θα αντέξεις να μου το παίζεις αποστασιοποιημένος “επιστήμων-αναλυτής”. Για άκου την Karen Carpenter, τους Simon & Garfunkel, τους Beatles, τους Moody Blues, τους New York Rock ’n’ Roll Ensemble (Χατζιδάκις μαγικός, ροζ και πουπουλένιος).
Σ’ τα βάζω λοιπόν όλα να τα ακούσεις και να μου πεις: Φταίω εγώ που έτυχε να έχω πίσω μου μια εποχή που τα μελό και τα (πολλάκις) νερόβραστα ήσαν (τόσο συχνά) αριστουργήματα; Διότι βεβαίως θα μπορούσα να παλέψω εύκολα το θεριό της νοσταλγίας αν είχε τη φωνούλα του Ρουβά και τα πλαστικά midi samplers του “ενορχηστρωτή υπηρεσίας”. Αλλά όταν το θεριό έχει την αγγελική φωνή του Art Garfunkel, και στο κορμί του καρφιτσωμένα τα αστεράκια από την ουράνια ακουστική κιθάρα του Paul Simon, τότε (για πες μου) σου κάνει καρδιά να το καμακώσεις; Μπα... Απλά, παίρνεις τη λόγχη σαν τον Άι Γιώργη, κι ενώ ξεκινάς με αλαλαγμούς για να το ξεκάνεις το ζωη-φάγο και παρον(το)βόρο τέρας… καταλήγεις με δακρυσμένα μάτια να του χαϊδεύεις το πιγούνι.
(……………)
Γιατρέ, τι κάνεις εκεί; Α, να βράσω κι εσένα και την επιστήμη σου! Εγώ ήρθα να μου βρεις την άκρη κι εσύ έβγαλες το χνουδωτό αρκουδάκι από το συρτάρι και το χαϊδεύεις;
(……………)
Τελικά, πάλι μπερδευτήκαμε φίλε.
Αλλά δε βαριέσαι. Θεριό αυτό, άνθρωποι εμείς…
*********************
(κάντε κλικ στις εικόνες για να ακούσετε τραγούδια από τους δίσκους, στο tar-radio.com)
Κώστας Γρηγορέας
grigoreas@tar.gr
(Φεβρουάριος 2008 –
- μια μέρα μετά τη γιορτή του χνουδωτού και ροζ Άγιου Βαλεντίνου)