[μουσικός στο ντιβάνι]
ΓΥΑΛΙΑ ΜΥΩΠΙΑΣ
(με αφορμή το κείμενο του Γιώργου Μουλουδάκη «Γυαλιά Ηλίου»
http://www.tar.gr/content/content.php?id=1778
Γεννήθηκα γιατρέ και μεγάλωσα σε μια εποχή που: «κλασική μουσική ίσον σοβαρότης». Άσε που κάθε φορά που ακουγόταν κλασική από το ραδιόφωνο (εκτός Τρίτου), αμέσως αναρωτιόμασταν: «ποιος να πέθανε άραγε;» Αλλά αυτά μάλλον στα έχω ξαναπεί. Όπως και σου έχω ξαναπεί πιθανότατα ότι εγώ είχα την τύχη να μεγαλώσω σε περιβάλλον που την κλασική μουσική την είχαμε και για τις χαρές μας. Όμως το ‘αντι-κλασικό’ ήταν το γενικότερο κλίμα στην Ελλάδα των παιδικών μου χρόνων και δεν είναι τυχαίο ότι ένας από τους βασικούς στόχους που μου προέκυψε στη ζωή ήταν το να παλέψω ώστε αυτό το υπέροχο είδος τέχνης να απαλλαχτεί από τη σαχλαμάρα της σοβαροφάνειας και τη ψευτιάς που αυτή περιέχει.
John Williams with Julian Bream (1978)
Όμως, δεν έχω παράπονο, μου ήρθε κουτί το κλίμα της τότε εποχής και η κληρονομιά από τις δεκαετίες 60 & 70. Τότε που άρχισαν πια όλοι οι σύγχρονοι σπουδαίοι καλλιτέχνες να υποστηρίζουν με κάθε τρόπο την απαλλαγή από τη ρετσινιά ότι η λόγια μουσική είναι η μουσική των «επιφανών», «αρχόντων», «επιστημόνων» και των κηδειών τους. Τα φράκα στυλ μπάτλερ και οι τουαλέτες στυλ «κυρία επί των τιμών» άρχισαν να παραχωρούν τη θέση τους σε χαλαρές όμορφες πουκαμίσες και όμορφα χρωματιστά φορέματα. Το να πει στο ρεσιτάλ δυο κουβέντες ο καλλιτέχνης, το να γελάσει το κοινό, ακόμα και ο βήχας άρχισε να μη θεωρείται πλέον πράξη βεβήλωσης των αχράντων μουσικών μυστηρίων. Η συμμετοχή του κοινού στο έργο άρχισε να γίνεται πραγματικότητα, ακόμα και σε ακραίες πειραματικές μορφές της. Άρχισε να υπάρχει λοιπόν ελπίδα! Και άλλα έντεχνα είδη την είδαν την ευκαιρία, την άρπαξαν (όπως πχ η σύγχρονη Τζαζ) και άρχισαν να «σκίζουν» φτιάχνοντας πολυπληθές και ενθουσιώδες κοινό.
Η «κλασική» όμως;
(Χμμμμ….)
«Πίσω τα καράβια Γιάννη!»
Προσωπικά έχω κάνει αμέτρητες ‘κλασικές’ συναυλίες σε χώρους παντελώς… ακατάλληλους. Όσο κι αν δυσκολεύτηκα, έμαθα να ζω και με τον ψίθυρο και με το βήχα, ακόμα και με το θόρυβο του ακροατή που αποχωρούσε διότι είτε δεν του άρεσα εγώ, είτε η μουσική που έπαιζα.
ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ έλεγα πάντα!
Διότι ο ακροατής είναι ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΜΕΝΟΣ μου. Με τιμά με την προσέλευση του, το αν εγώ δεν τον κέρδισα μπορεί να είναι ίσως και πρόβλημα δικό του, αλλά κυρίως είναι πρόβλημα δικό μου. Δεν έχω κανένα δικαίωμα να του απαγορεύσω να μπει, κι ούτε δικαίωμα να του απαγορεύσω να βγει. Το αν κάνει οποιοδήποτε θόρυβο είναι πρόβλημα των άλλων ακροατών να τον κάνουν να γίνει πιο διακριτικός, δεν είναι δικό μου. Αλλα σε καμία περιπτωση δεν είναι δικαίωμα του ‘σεκιουριτά’ η ταξιθέτη (που υποτίθεται ότι με προστατεύει) το να προσβάλλει τον άνθρωπο που (επαναλαμβάνω) με τίμησε με την παρουσία του. Κι ο οποίος φυσικά έχει κάθε δικαίωμα να μην γουστάρει αυτό που κάνω και να θέλει να αποχωρήσει. Ότι ώρα θέλει.
Όπως κι εγώ δεν έχω κανένα δικαίωμα να προφασιστώ ότι η αποχώρηση του μπορεί να έπαιξε κάποιο ρόλο ώστε εγώ, ένας επαγγελματίας μουσικός, να χάσω τη συγκέντρωση μου.
Πιστεύω λοιπόν ότι όλα τα ‘αστυνομικά’ μέτρα επ’ ουδενί λόγω παίρνονται για να προστατευτεί ο καλλιτέχνης και το έργο. Ειδικά μάλιστα το γεγονός της προσέλευσης ενός ακόμα ακροατή έστω και καθυστερημένου (ένα παρόμοιο γεγονός ήταν η αφορμή του κειμένου του Μουλουδάκη) είμαι σίγουρος ότι μόνο χαρά και ανακούφιση μπορεί να δώσει στον επί σκηνής καλλιτέχνη.
Προς τι λοιπόν αυτή η σκληρότατη παράσταση αυστηρότητας;
Μα για να δημιουργείται το «δέος», η ατμόσφαιρα εξουσίας.
FACE CONTROL λοιπόν: «Εδώ για να υπάρξεις κύριε η κυρία μου πρέπει να έχεις κάποιες προδιαγραφές. Εδώ έρχεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο πρέσβης των ΗΠΑ, ο αρχιεπίσκοπος, ο πρόεδρος του συλλόγου βιομηχάνων…. Έστω κι αν τους φέρνουνε εδώ σέρνοντας, εσύ είσαι υποχρεωμένος να τηρείς προδιαγραφές. Κι αν δεν στις έμαθε η μάνα σου, θα στις μάθουμε εμείς!»
Όμως εγώ, ο ασήμαντος μουσικός, αλλιώς λειτούργησα 30 χρόνια τώρα και, πιστέψτε με, καθόλου δεν έχασα!
Ανάμεσα σε μικρούς θορύβους, ψιθύρους, και με τη συνοδεία (κάποιες φορές) ακόμα και των κρουστών από την ορχήστρα των ποτηριών του μπαρ, σχεδόν πάντοτε έβγαινα νικητής. Και, μην με παρεξηγήσετε, όχι με την έννοια ότι ήμουνα τόσο υπέροχος, απλά εννοώ ότι με ανοιχτή την πόρτα και με τα σκυλιά δεμένα η παράσταση τελείωνε και μας εύρισκε πάντα όλους εκεί. Παρόλο που αν κάποιος ήθελε να φύγει κανένας δεν θα του ζητούσε το λόγο.
Τα χρόνια πέρασαν και γίναμε Ευρώπη. Επιτέλους φτιάξαμε και σπουδαίες αίθουσες συναυλιών κλπ κλπ. Χάρμα οφθαλμών και ακοής. Κι αντί να τα ανοίξουμε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ όλα αυτά τα αγαθά στο ευρύ, καλοπροαίρετο και με καλλιτεχνικές ανησυχίες κοινό, τα μετατρέψαμε σε παραρτήματα του… Αρείου Πάγου.
ΣΟΒΑΡΟΤΗΣ!
Στις αίθουσες νεκρική σιγή και ιερό ρίγος. Ο βήχας και το (θεέ μου συγχώρα με) φτάρνισμα τιμωρείται αυστηρά!
Σπαρμένοι έξω από την αίθουσα οι ταξιθέτες-σεκιουριτάδες.
Σπαρμένοι παντού μέσα στην αίθουσα οι άκρως συμπλεγματικοί αυτόκλητοι υπερασπιστές της «μουσικής ορθότητας», σαν τα κοράκια καραδοκούν και κατακεραυνώνουν επιτόπου οποιονδήποτε είχε το θράσος να φάει λάχανο, με αποτέλεσμα να γουργουρίζει το έρμο το στομάχι του, στερώντας με αυτόν τον τρόπο την ανεπανάληπτη εμπειρία από τους υπολοίπους, που έχουν προ πολλού ξεπεράσει το ποταπό επίπεδο του βήχα, του φτερνίσματος, του γουργουρίσματος.
Εδώ κύριε είναι Ναός!!!
Στο φουαγιέ (αν θέλεις) κάνουμε συναυλίες για ατελείς ανθρώπινες υπάρξεις σαν και σένα και για κατώτερα είδη μουσικής, αλλά εδώ μέσα να μάθεις να σέβεσαι.
Να μην τρως πριν έρθεις. Να πάρεις αντιβηχικό. Να κάνεις κλύσμα ώστε να μην υπάρχει περίπτωση να γουργουρίσει το έντερο σου!
{Κι εγώ ρε παιδιά (πες το εσύ Διονύση) «που είμαι δεκαεξάρης και σας γαμώ τα λύκεια» θα έρθω να κλειστώ δυο ώρες μέσα στην αίθουσα του καθαρτηρίου; Δε μου φτάνει δηλαδή η πρέσα που έχω με τα σχολεία, φροντιστήρια, γλώσσες και δε συμμαζεύεται; Μόνο αυτό μου έλλειπε!}
**********
Εμείς κι εμείς λοιπόν ‘γεροντάκια’ μου!
Παίξαμε και χάσαμε.
Φτιάξαμε αίθουσες για Grand-Gala. Με κορυφαίες προδιαγραφές, αλλά για να τις χαίρονται μια χούφτα άνθρωποι. Οι μισοί «ταμένοι» και οι άλλοι μισοί συμπλεγματικοί, που όλα αυτά τα κάνουν για να δείξουν ότι τοιουτοτρόπως ξεχωρίζουν από την πλέμπα. Αίθουσες που ενίοτε τις γεμίζουμε μόνο όταν το «Lifo» μας κοπαδοποιήσει και μας στείλει σε κάτι που (και καλά) είναι must για τη νεόπλουτη κοσμική ζωή της πόλης.
Χάρηκα γιατρέ τον Mischa Maisky πριν από καιρό στο Μέγαρο και στο έχω ξαναπεί.
Βγήκε ντυμένος σαν να είχε έρθει να παίξει σε καζίνο του Λας Βέγκας, (διότι έτσι προφανώς ‘του βγαίνει’ του ανθρώπου).
Αλλά κυρίως χάρηκα την αίσθηση που μου έδωσε, ότι δηλαδή ακόμα κι αν όντως στο καζίνο έπαιζε με τη μπίλια να τριβελίζει στη ρουλέτα, αυτός θα έκλεινε τα μάτια του και θα ερμήνευε το ίδιο θεϊκά. Ακόμα και μόνο για τον εαυτό του.
Αυτό είναι Υψηλή Τέχνη!
Κι αυτό δεν χρειάζεται περιβάλλον προδιαγραφών αίθουσας αναμονής «Ιατρού Ογκολόγου».
Μπρρρρρ…..
ΥΓ. Τα παραπάνω είναι η απολύτως υποκειμενική, τελείως προσωπικη και 100% βιωματική γνώμη του Κώστα Γρηγορέα, που δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί τον εαυτό του σαν Κώστα «Φον» Γρηγορέα.
Αυτά και κάθε αντίλογος δεκτός… J
Κώστας Γρηγορέας
www.grigoreas.gr
www.myspace.com/kostasgrigoreas
(Φεβρουάριος 2009)