ΝΙΚΟΣ ΖΑΡΚΟΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Στην Τίνα Βαρουχάκη
Με μια εξαιρετική Παιδεία, αξιοθαύμαστης ευρύτητας, η οποία καλλιεργήθηκε από σπουδαίες προσωπικότητες της κλασικής κιθάρας και της μουσικής γενικότερα, τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε φημισμένες Μουσικές Ακαδημίες της Αγγλίας και της Γερμανίας, ο Νίκος Ζάρκος διαθέτει ένα καταπληκτικό γνωστικό οπλοστάσιο. Συζητώντας μαζί του, δεν απόλαυσα μόνο τη ζεστή σοκολάτα μου, αλλά πολύ περισσότερο, τις εξόχως ενδιαφέρουσες γνώσεις του, όσο και τη βαθιά ευαισθησία του. Αυτή η συζήτηση αρκεί για να δει κανείς από άλλο πρίσμα τα έργα σύγχρονης μουσικής του 21ου αιώνα, στην ερμηνεία των οποίων ο ομιλών ειδικεύεται. Μέσα από τη συζήτησή μας, συνειδητοποίησα ότι δεν έχει μελετήσει μόνο κλασική κιθάρα. Γνωρίζει Θεόρβη και δεκάχορδη κιθάρα, αλλά παράλληλα έχει παρακολουθήσει μια σειρά θεωρητικών μαθημάτων όπως Ιστορία Τέχνης, (διαρκώς παρούσα στη διήγησή του) θεωρητικά μουσικής, τζαζ, διεύθυνση ορχήστρας και στοιχεία από άλλες παραστατικές τέχνες. Έτσι εξηγείται το σπάνιο βάθος και εύρος με το οποίο προσέγγισε τις ερωτήσεις μου. Όντας ο μόνος Έλληνας κιθαριστής που έδωσε ρεσιτάλ αποκλειστικά με έργα του αείμνηστου Ακαδημαϊκού, Επίτιμου Προέδρου της Ε.Ε.Μ., Θόδωρου Αντωνίου, σκοπεύει να τα ηχογραφήσει. Μεταξύ αυτών και η ιδιαίτερων ερμηνευτικών απαιτήσεων επταμερής Σονάτα για κλασική κιθάρα, που ο Θόδωρος Αντωνίου του είχε αφιερώσει.
Ενόψει του ρεσιτάλ του στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, «Από τον Ήλιο της Βραζιλίας στον ήλιο της Ελλάδας», σε συνεργασία με την Πρεσβεία της Βραζιλίας, 4 Μαρτίου, παραμονή επετείου γενεθλίων του Villa-Lobos, ο Νίκος Ζάρκος, εντάσσει τον αναγνώστη στο πνεύμα του Βραζιλιάνικου Μοντερνισμού. Επίσης υπογραμμίζει πόσο επωφελής για το κοινό είναι αυτή η «γέφυρα» ανάμεσα αφενός μεν στα έργα κλασικής κιθάρας των Villa-Lobos, Egberto Gismonti, Paulo Bellinati, Radamés Gnattali, Edino Krieger, Sérgio Assad, αφετέρου δε, στην αισθητική του αστικού τραγουδιού της Βραζιλίας (Chôro) που θα ερμηνεύσει το συγκρότημα De sol à sol στο β΄μέρος αυτής της πολλά υποσχόμενης μουσικής βραδιάς.
«Πολλές φορές ο συνθέτης, επειδή απευθύνεται κυρίως σε συναδέλφους του ή μουσικολόγους, θέλει συνειδητά να κάνει το άκουσμα λίγο πιο δύσκολο. Αλλά αυτό γίνεται πάντα ως απόφαση, δεν γίνεται ως αδυναμία, όπως μερικές φορές το ευρύ κοινό νομίζει. Αυτό είναι το ωραίο της σύγχρονης μουσικής. Πρέπει να υπάρχει μια ελευθερία να επιλέγει κανείς τα μουσικά του ιδιώματα. Δεν μπορεί το μουσικό ιδίωμα ενός συνθέτη να βασίζεται μόνο στην έννοια της δημοφιλίας και της αποδοχής. Αυτός δεν είναι ένας κόσμος ελευθερίας. Είναι ένας κόσμος φόβου και αγωνίας να είμαστε αρεστοί σε όλους. Εγώ ως ερμηνευτής οφείλω να το σέβομαι αυτό και να υποστηρίζω όσο μπορώ ένα έργο που πηγαίνει κόντρα στο να «υπηρετεί» αυτό που θα περίμενε το κοινό. Μου αρκεί ο ρόλος του να ερμηνεύω ως ηθοποιός των ήχων…»
Τ.Β. Έχετε κάνει εξαιρετικές σπουδές τόσο εντός συνόρων με κορυφαίους καθηγητές κλασικής κιθάρας, όσο και εκτός συνόρων, στο Guildhall School of Music & Drama του Λονδίνου, καθώς και τη Μουσική Ακαδηµία Νυρεµβέργης. Aπό ποιες απόψεις νομίζετε ότι επηρέασαν τη μουσική σας προσωπικότητα, οι σπουδές στις προαναφερόμενες μουσικές Ακαδημίες;
Νίκος Ζάρκος: Οι πρώτες μου σπουδές ήταν στο Guildhall School of Music & Drama, στο Λονδίνο. Ένα χαρακτηριστικό αυτής της μουσικής Ακαδημίας, είναι ότι έχει τμήμα θεατρικών σπουδών. Με το τμήμα κλασικής μουσικής, υπάρχει τμήμα ηθοποιίας, τεχνικού θεάτρου και σκηνοθεσίας παράλληλα. Αυτό σε κάνει να φεύγεις τον κιθαριστικό σου μικρόκοσμο. Σκέφτεσαι πιο καλλιτεχνικά, τόσο σε ό,τι αφορά το μουσικό μέρος, όσο γενικότερα για το τι είναι Τέχνη: γιατί την κάνουμε, ποιες ανάγκες καλύπτει και άλλα ερωτήματα πολύ ουσιώδη. Σε αυτή την ευρύτητα συμβάλλει το ότι από την πρώτη χρονιά συγκατοικείς με μουσικούς που ειδικεύονται σε διαφορετικά μουσικά όργανα. Αυτό σε κάνει να σκέφτεσαι έξω από τις «ευκολίες» σου, αυτό που λέμε “comfort zone” - κιθαριστικό και καλλιτεχνικό. Είναι κάτι που υφίσταται στις ωδειακές σπουδές στην Ελλάδα. Δηλαδή είσαι μέλος μιας Σχολής; μαθαίνεις να ερμηνεύεις με αυτό τον τρόπο και μέχρι εκεί. Είναι δύσκολο να κάνεις το βήμα παραπέρα. Από τη στιγμή που θα πας σε μια τέτοια Ακαδημία, κάνεις μια καινούργια εκκίνηση. Το να εκκινείς πολλές φορές τον τρόπο σκέψης σου, τη μουσική σου γνώση, την τεχνική σου, μόνο θετικά προσφέρει. Αυτό βέβαια συνέβη για πρώτη φορά όταν πρωτοπήγα στο Λονδίνο να σπουδάσω με τον Robert Brightmore και παράλληλα κάναμε Θεόρβη για δυο χρόνια με τον David Miller. Επίσης διδαχθήκαμε τζαζ, διεύθυνση Ορχήστρας, όλα τα θεωρητικά. Δεύτερη εκκίνηση, ήταν όταν πήγα να σπουδάσω με τον Franz Halasz στη Γερμανία, όπου εκεί πέρα έπρεπε να αναθεωρήσω πολλά …
Τ.Β. Να αναθεωρήσετε, πράγματα όπως;
Νίκος Ζάρκος: τεχνικά ζητήματα, μουσικά ζητήματα… Για παράδειγμα, ένας από τους πυλώνες της σκέψης του Franz Halasz, του δεύτερού μου δασκάλου στη Γερμανία, είναι η σύζυγός του, η πιανίστα, Débora Halasz, από τη Βραζιλία. Ο Halasz, την εντάσσει στους δασκάλους του, μαζί με τον Eliot Fisk που ήταν ο δάσκαλός του. Γιατί μέσα στον κοινό συζυγικό βίο εκείνος έμαθε να σκέφτεται πιο πολύ πιανιστικά. Εκεί έχουμε μια ανατροπή και πάντα με ενδιαφέρει αυτό: το πώς θα μπορέσουμε να φύγουμε από τη βεβαιότητά μας, από αυτό που μας είναι οικείο και να ανοίξουμε ένα άλλο παράθυρο, το οποίο θα ρίξει ένα καινούργιο φως σ΄αυτά που κάνουμε και θα δώσει μια καινούργια φρεσκάδα, προοπτική, σκέψη. Είναι πολύ καλό το να σπουδάσει κανείς σε μια τέτοια Ακαδημία στο εξωτερικό. Πέρα προφανώς από το πολύ καλό επίπεδο σπουδών, το όφελος είναι η σύμπλευση με άλλους μουσικούς, από άλλες χώρες, άλλα μουσικά όργανα… Αυτό «ανοίγει» κάπως το μυαλό μας, με έναν τρόπο που το εκάστοτε ωδείο στην Ελλάδα, δυσκολεύεται να επιτύχει.
Τ.Β. Ερμηνεύετε εκτός από κλασική και δεκάχορδη κιθάρα, καθώς και θεόρβη. Πώς ξεκίνησε αυτή η ενασχόλησή σας και για ποιο ρεπερτόριο ποιας περιόδου θεωρείτε ότι ενδείκνυται περισσότερο;
Νίκος Ζάρκος: Η Θεόρβη ήταν υποχρεωτικό όργανο στις σπουδές μου στο Λονδίνο, για τα δυο πρώτα χρόνια. Καθηγητής μου ήταν ο David Miller, ένας πολύ σπουδαίος μουσικός που έχει σόλο δισκογραφία. Έχει δουλέψει ως μπάσο κοντίνουο σε πολλές παραγωγές μπαρόκ μουσικής, με τουρνέ σε όλο τον κόσμο, υπό τη διεύθυνση σπουδαίων προσωπικοτήτων, όπως ο Sir John Eliot Gardiner. Τα μουσικά διδάγματα αναφορικά με το πώς κανείς πρέπει να προσεγγίζει την Παλαιά μουσική, είτε είναι Μπαρόκ, είτε Αναγεννησιακή, έχουν περάσει στο μυαλό μας με τρόπο ώστε πολλά στοιχεία προσπαθούμε να τα μιμηθούμε και να τα εφαρμόσουμε ερμηνεύοντας έργα στην εξάχορδη κιθάρα. Σε ό,τι αφορά τη σχέση μου με τη δεκάχορδη κιθάρα, είναι σχετικά πρόσφατη, το τελευταίο εξάμηνο περίπου. Αφορμή στάθηκε αυτό το project που κάναμε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, «Μια γέφυρα μουσικής πάνω από τη Συγγρού». Αυτό είχε ενδιαφέρον, γιατί η μισή συναυλία ήταν με κλασική κιθάρα και η άλλη μισή με ηλεκτρική. Ξεκινούσαμε τη συναυλία με έργο μιας Ελληνίδας συνθέτριας, της Φωτεινής Σαλμούκα, στην εξάχορδη κιθάρα. Στη συνέχεια, έπαιξα ένα έργο του Maurice Okana για δεκάχορδη κιθάρα και μετά ακολούθησε του George Crumb, σε ποίηση του Λόρκα στα Ισπανικά με τον Αρκάδιο Ρακόπουλο βαρύτονο και τον Μαρίνο Τρανουδάκη στα κρουστά. Θέλω να συνεχίσω ν΄ασχολούμαι με τη δεκάχορδη κιθάρα. Θα δω ρεπερτοριακά πώς μπορώ να το προσεγγίσω, είτε μπαρόκ μουσική, είτε σύγχρονη, είτε ρεπερτόριο του Narciso Yepes, υπάρχει πολύ υλικό.
Τ.Β. Το ρεπερτόριό σας εστιάζεται κυρίως στους συνθέτες του 20ου και 21ου αιώνα. Ποια στοιχεία των έργων σύγχρονης μουσικής βρίσκετε ελκυστικά και γιατί εμβαθύνατε περισσότερο στο σύγχρονο ρεπερτόριο;
Νίκος Ζάρκος: Μέσα στον 20ο αιώνα και τον 21ο χωράνε πολλά διαφορετικά είδη μουσικής. Για παράδειγμα, έχω ασχοληθεί με τη μουσική του Mario Castelnuovo-Tedesco, η οποία είναι πολύ τονική, νεορομαντική, προσιτή, δηλαδή ακόμα και για τους αμύητους. Μάλιστα, είμαστε σε επαφή με την εγγονή του, η οποία ενδιαφέρεται να το παρουσιάσουμε αργότερα στο εξωτερικό. Όλα αυτά είναι υπό συζήτηση και δισκογραφικά. Κάνουμε ένα ένα τα βήματα και ευελπιστούμε να προκύψει κάτι καλό. Αλλά έχει τύχει ν΄ασχοληθώ με μουσική από Έλληνες συνθέτες, η οποία ήταν αρκετά διάφωνη, πειραματική, αυτό που λέμε αβάντ γκαρντ. Εκεί χρειάζεται μια διαφορετική προσέγγιση. Φυσικά, υπάρχουν και όλα τα ενδιάμεσα στάδια, το νεορομαντικό, το μεταμοντέρνο κτλ Γιατί στην ουσία το μεγάλο ερώτημα είναι αν μια μουσική σύνθεση απευθύνεται σε όλους, ή σε ένα κοινό που αποτελείται κυρίως από μουσικούς, μουσικολόγους ή ανθρώπους που έχουν μεγαλύτερη διάθεση για καινούργια ακούσματα. Από την πλευρά του ερμηνευτή, είναι πολύ ενδιαφέρον να ασχολείσαι με ακούσματα πρωτόγνωρα από ένα όργανο, όπως η κιθάρα, που έχει μεγάλη ηχοχρωματική ευρύτητα. Από την άποψη του συνθέτη, ο οποίος καλείται να σκεφτεί ποιους αφορά το έργο του, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Πάντως, είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον να δουλεύεις με κάποιον, ο οποίος έχει οραματιστεί μουσική, σου την εμπιστεύεται και σου λέει: «κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς!» Έχει ενδιαφέρον, είτε συνεργάζεσαι με νέους συνθέτες, που έρχονται διερευνητικά και σου λένε: «γίνεται μήπως αυτό…», είτε με πιο καταξιωμένους, που έχουν βεβαιότητα για το έργο τους και σου το παραδίδουν λέγοντας: «αυτό είναι! …ερμήνευσέ το!»
Τ.Β. Ένα από τα ηχογραφήματά σας, τιτλοφορείται: «Ελληνική Μουσική του 21ου Αιώνα για Κιθάρα” (2011). Εντοπίζετε κάποια στοιχεία, (μορφολογικά, αισθητικά ή άλλα) βάσει των οποίων να καθίσταται αναγνωρίσιμη η «ελληνικότητα» των συνθέσεων, έναντι άλλων έργων σύγχρονης μουσικής του παγκόσμιου ρεπερτορίου;
Νίκος Ζάρκος: αυτό έχει να κάνει με τις προθέσεις του συνθέτη. Άλλοι θέλουν να υπερτονίσουν την καταγωγή τους και νοιώθουν ωραία μ΄αυτήν μέσα σε ένα μεταμοντέρνο πλαίσιο, το οποίο αναμειγνύει στοιχεία. Aντιθέτως, άλλοι θέλουν να είναι εντελώς «μη ελληνικό» το έργο τους. Αν υπάρχει το ελληνικό στοιχείο προσπαθώ να το αναγνωρίσω και να ρωτήσω σε ποιο βαθμό ο συνθέτης θέλει να είναι προφανές. Συνήθως πρόκειται για τροπικά στοιχεία, όπως κάποιοι δρόμοι ή τριημιτόνια, είτε μπορεί να είναι κάποιος ρυθμός, 9/8 ή 7/8 - όλα αυτά τα παραδοσιακά ακούσματα.
T.Β. Ανιχνεύετε επιρροές των Ελλήνων συνθετών από την παραδοσιακή μας μουσική;
Νίκος Ζάρκος: Είναι ένα πολύ συχνό φαινόμενο. Είτε ρυθμικά στοιχεία, είτε τροπικά, δηλαδή να βασίζονται σε κάποια επινοημένη μουσική κλίμακα. Είναι ένα γνωστό παιχνίδι με το νασιοναλισμό και πόσο κανείς τον προσεγγίζει, ή πόσο απομακρύνεται. Η παράδοση υπάρχει. Τι θα κάνει ο συνθέτης; θα την προσεγγίσει; θα την αρνηθεί; Θα κάνει πως δεν υπάρχει; Για παράδειγμα, μπορεί σε ένα έργο εναλλακτικά να «παίζει» με αυτό το στοιχείο και στη συνέχεια να το «αρνείται». Αυτά είναι τα δύσκολα ζητήματα στη σύγχρονη μουσική, που την κάνουν «μη προσβάσιμη» για το ευρύ κοινό. Πολλές φορές ο συνθέτης, επειδή απευθύνεται κυρίως σε συναδέλφους του ή μουσικολόγους, θέλει συνειδητά να κάνει το άκουσμα λίγο πιο δύσκολο. Αλλά αυτό γίνεται πάντα ως απόφαση, όχι ως αδυναμία, όπως μερικές φορές το ευρύ κοινό νομίζει. Αυτό είναι το ωραίο της σύγχρονης μουσικής. Πρέπει να υπάρχει μια ελευθερία να επιλέγει κανείς τα μουσικά του ιδιώματα. Δεν μπορεί το μουσικό ιδίωμα ενός συνθέτη να βασίζεται μόνο στην έννοια της δημοφιλίας και της αποδοχής. Αυτός δεν είναι ένας κόσμος ελευθερίας. Είναι ένας κόσμος φόβου και αγωνίας να είμαστε αρεστοί σε όλους. Εγώ ως ερμηνευτής οφείλω να το σέβομαι αυτό και να υποστηρίζω όσο μπορώ ένα έργο που πηγαίνει κόντρα στο να «υπηρετεί» αυτό που θα περίμενε το κοινό. Μου αρκεί ο ρόλος του να ερμηνεύω ως ηθοποιός των ήχων… Από κει και πέρα, μπορώ να σκεφτώ και στοιχεία που είναι ενάντια σε αυτό που λέμε μελωδία, πιο ηχοχρωματικά. Δεν είμαι πάνω στη σκηνή για να επιδείξω τη δεξιοτεχνία μου. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Ο Luciano Berio έλεγε για τη δεξιοτεχνία: δεν είναι πλέον κάτι μυϊκό, ούτε έχει να κάνει με την ταχύτητα. Στις μέρες μας είναι κάτι εγκεφαλικό, αισθητικό και πολλές φορές πνευματικό. Αυτό είναι το όλο νόημα της σύγχρονης μουσικής από το ΄70 και μετά.
Τ.Β. Προσφάτως ο χώρος της μουσικής είχε-όπως γνωρίζετε- μια πολύ σημαντική απώλεια: τον Ακαδημαϊκό, Συνθέτη, Δάσκαλο και Επίτιμο Πρόεδρο της Ε.Ε.Μ., Θόδωρο Αντωνίου (1935-2018). To 2014 σε ρεσιτάλ σας στο πλαίσιο συναυλίας της Ε.Ε.Μ., παρουσιάσατε τέσσερα έργα του για κλασική κιθάρα: Στιχομυθία ΙΙ (1977), Σουίτα (1994-95/2003), Fantasia in Memoriam (1996) και Σονάτα (2012). Θα θέλατε εν συντομία να μας περιγράψατε την αλληλεπίδρασή σας με τα προαναφερόμενα έργα;
Νίκος Ζάρκος: Νομίζω ότι προσωπικά για μένα το πιο σημαντικό είναι η σονάτα, γιατί την έγραψε ύστερα από δική μου προτροπή. Ίσως είναι το πιο σημαντικό έργο για κιθάρα, πρώτον γιατί είναι το πιο μεγάλο, (επταμερές), είναι πολύ φιλόδοξο και δεύτερον, γιατί το έγραψε έχοντας τη δική μου περίπτωση στο μυαλό του. Επίσης πέρασα πάρα πολύ χρόνο να το μελετάω, γιατί ήταν πάρα πολύ δύσκολο και αυτή η διαδικασία μας κάνει να «δεθούμε» με ένα έργο. Θυμάμαι ότι τότε που έγραφε τη σονάτα, είχε αγοράσει μια πολύ φθηνή κιθάρα για να βλέπει τις «αποστάσεις». Το άλλο έργο, είναι η “Fantasia in Memoriam”. Είναι εξίσου σημαντικό για μένα, για το λόγο ότι είναι το πρώτο έργο που έπαιξα στο πρώτο μου cd. Είναι γραμμένο πάνω στο «χάρτινο το φεγγαράκι» του Μάνου Χατζιδάκι, τον οποίο άκουγα από παιδί. Επίσης πρέπει να σημειώσω ότι όταν ρώτησα τον Θόδωρο Αντωνίου αν κάποιος κιθαριστής έχει κάνει ρεσιτάλ μόνο με δική του μουσική, μου απάντησε ότι κάτι τέτοιο δεν έχει ξαναγίνει. Το είχα κάνει με μεγάλη χαρά. Ο στόχος μου είναι πολύ σύντομα να κυκλοφορήσει σε cd αυτό το υλικό για να μείνει, γιατί είναι πολύ σημαντικό.
Τ.Β. Τι σημαίνει για σας ως μουσικό, η προσωπικότητα και το έργο του αείμνηστου Θόδωρου Αντωνίου;
Νίκος Ζάρκος: Ο Θόδωρος Αντωνίου, είχε το εξής χαρακτηριστικό: λειτουργούσε το μυαλό του με έναν τρόπο πολύ γρήγορο και τολμηρό. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην σκεφτεί κάτι το οποίο δεν έχει ξαναγίνει ποτέ πάνω στην κιθάρα! Ούτε να φοβηθεί να το προτείνει. Πάντα μια από τις αγαπημένες του εκφράσεις ήταν: «ε, να είναι και λίγο δύσκολο βρε παιδί μου! Να σου βάλω κάποια πρόκληση!» Κάποια στιγμή είχε γράψει μια συγχορδία όχι με έξι, αλλά με δέκα νότες. Απόρησα: «τώρα πώς θα παίξω δέκα νότες στην κιθάρα;» Μου απάντησε: «θα παίξεις τις έξι εδώ και μετά θα μετακινηθείς πολύ γρήγορα για να παίξεις τις άλλες τέσσερις. Δεν καταλαβαίνω γιατί σου φαίνεται περίεργο, επειδή δεν το έχεις ξανακάνει; Θα κάνουμε πάντοτε αυτά που έχουμε ξανακάνει;» Aυτός ήταν ο τρόπος σκέψης του. Χαρακτηριστικό το περιστατικό με την ερμηνεία του έργου «Στιχομυθία I» για φλάουτο -κιθάρα, που έχουμε ηχογραφήσει με την Ιβόνα Γκλίνκα. Αυτό το έργο την 6η χορδή, την έχει κουρδισμένη σε μι ύφεση, μια οκτάβα πιο χαμηλά. Στη συναυλία του 2014, είχα βάλει μια μπάσα χορδή σε άλλη κιθάρα. Όμως στην παρουσίαση του cd, έπαιξα με την ίδια κιθάρα, ξεκουρδίζοντας απλώς τη χορδή. Αυτό του είχε φανεί ότι δεν θα έπρεπε να γίνει. Ήθελε να είχα άλλη κιθάρα στη λογική ότι αξίζει να κάνουμε κάτι παραπάνω και να βγούμε από την ευκολία μας. Σου έβγαζε όλη αυτή την ενέργεια! Μετά από μια ώρα πρόβα στο σπίτι του, έφευγες με δέκα διαφορετικές ιδέες!
Τ.Β. Έχετε διερευνήσει και εν συνεχεία ερμηνεύσει και ηχογραφήσει συνθέσεις γυναικών, ως επί το πλείστον άγνωστων στο ευρύ κοινό, με τίτλο: “Γυναικεία Γραφή για Κιθάρα” (2013). Παρατηρείτε κάποια στοιχεία που να «μαρτυρούν» μια θηλυκή προσέγγιση στο ύφος αυτών των μουσικών συνθέσεων;
Νίκος Ζάρκος: Ναι. Αλλά δεν μπορώ να γίνω πολύ συγκεκριμένος, γιατί τα έργα ήταν πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Το ερώτημα είναι αν άκουγε κάποιος το cd χωρίς να γνωρίζει ότι πρόκειται για γυναίκες συνθέτες, θα το καταλάβαινε; Όταν γνωρίζουμε ότι πρόκειται για γυναίκες συνθέτες μπορεί να πει κάποιος: «κοίτα αυτό μου φαίνεται αρκετά, ευαίσθητο»… Βέβαια δεν υπάρχει μια γυναικεία ιδιοσυγκρασία, η οποία είναι απτή και καθορισμένη. Αλλά μπορούμε να φανταστούμε στοιχεία πιο χαμηλόφωνα και πάντα να έχουμε μια έξαρση που να μαρτυρά το αντίθετο. Αν θέλουμε να το απλοποιήσουμε, χωρίς να πέσουμε στην παγίδα της υπεραπλοποίησης. Κάθε γυναίκα συνθέτρια αισθάνεται σε ένα βαθμό ότι ασχολείται με τους ήχους περισσότερο σαν υλικό και δευτερευόντως με το θέμα ότι είναι γυναίκα. Μπορεί μια γυναίκα να είναι πάρα πολύ σημαντική και μια άλλη να μην είναι. Εμένα η διάθεσή μου ήταν να ξεπεράσω το κλισέ ότι στην κλασική μουσική οι άνθρωποι που ασχολούνται και συνθέτες που γράφουν είναι άνδρες. Είναι γεγονός ότι οι γυναίκες είναι λιγότερο γνωστές από κάποιους άνδρες κιθαρίστες. Δεν δίνονται οι ίδιες ευκαιρίες. Αυτό πρέπει να επισημανθεί και να δώσουμε το βήμα, ώστε κάθε συνθέτρια ας μιλήσει με τη μουσική της.
Τ.Β. To 2018, ερμηνεύσατε σε πρώτη Πανελλήνια εκτέλεση στο Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο, το έργο για κιθάρα Caprichos de Goya, op. 195 (1961) του Ιταλού συνθέτη Mario Castelnuovo-Tedesco (1895-1968), το οποίο αποτελεί μία σειρά μουσικών απεικονίσεων εμπνευσμένων από τα ομώνυμα χαρακτικά του Ισπανού ζωγράφου Francisco Goya(1746-1828), συνοδεία video art. Αυτή η διατομεακή προσέγγιση των τεχνών βοηθούσης και της τεχνολογίας, νομίζετε ότι συμβάλλει προς την κατεύθυνση εξοικείωσης ενός ευρύτερου κοινού με την τέχνη;
Νίκος Ζάρκος: Σίγουρα. Το φίλμ έχει μια οικεία για όλους μας διάσταση, με ένα τρόπο μη λεκτικό. Ειδικά όταν αυτό συνδυαστεί με μια μουσική όπως του Tedesco, η οποία είναι πολύ περιγραφική, ποικιλόμορφη, πολύ τρυφερή σε ένα μέρος και πάρα πολύ, ανεξήγητη, μυστηριώδης ή φρενήρης σε ένα άλλο. Δώσαμε το βήμα σε εννέα νέους καλλιτέχνες να ασχοληθούν με video art για κάθε χαρακτικό και είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Σημειωτέον ότι τα χαρακτικά ο Goya τα δημιούργησε στο τέλος του 18ου αιώνα, στο 1799 κυκλοφόρησαν. Πώς αυτό παραμένει επίκαιρο; Παραμένει πολύ επίκαιρο. Κάποια απ΄αυτά θα μπορούσαν να έχουν γίνει ακόμα και σήμερα! Σημαντική ήταν η βοήθεια της Εθνικής Πινακοθήκης, η οποία έχει στην κατοχή της όλα τα χαρακτικά του Goya και μας δώσανε αντίγραφα που εμείς χρησιμοποιήσαμε σε πολύ υψηλή ανάλυση. Δηλαδή έγινε εκ νέου φωτογράφηση από τα αρχεία τους (κάτι πολύ δύσκολο, γιατί μιλάμε για πολύ εύθραυστο υλικό). Τα εκτυπώσαμε και είχαμε μια έκθεση στο Ιταλικό Ινστιτούτο. Φροντίσαμε να υπάρχει ομοιογένεια στο υλικό και το παρουσιάσαμε σε δυο sold out παραστάσεις. Αυτό θέλουμε να επαναληφθεί. Και το καλοκαίρι θα μπορούσε να γίνει. Είναι το δεύτερο μεγάλο έργο του Tedesco με το οποίο ασχολήθηκα.
Τ.Β. Το πρώτο ποιο ήταν;
Νίκος Ζάρκος: «Ο Πλατέρο κι Εγώ» με τον Σπύρο Σακκά. Αυτό είναι επίσης ένα μεγάλο έργο. Στη δική μας παρουσίαση κράτησε μια ώρα και εικοσιπέντε λεπτά, χωρίς να εντάξουμε όλα τα κομμάτια. Φτιάξαμε μια μικρή παράσταση και φυσικά εμπιστεύτηκα τον Σπύρο Σακκά, γιατί έχει μεγάλη εμπειρία στην αφήγηση και μια δική του αίσθηση των πραγμάτων. Μιλάμε για ένα έργο που είναι εσωτερικοί ποιητικοί μονόλογοι του ποιητή με το γαϊδουράκι του. Πώς αυτό θα ακουστεί σημερινό; Κάθε ιδέα στην κλασική μουσική μπορεί να είναι ένας χρόνος δουλειάς. Θέλω να επαναλάβω τον Πλατέρο; Πρέπει να μελετήσω μήνες. Με το Σπύρο Σακκά, είχαμε κάνει πάνω από 30 πρόβες, από δυο το μεσημέρι έως έντεκα το βράδυ! Κάθε κομμάτι τρίλεπτο, τετράλεπτο μπορεί να το κάναμε πρόβα πάνω από εκατό φορές. Δοκίμαζε τη φωνή του, την απαγγελία του πάνω στην κιθάρα. Αυτό σημαίνει ότι θα έπαιζα είκοσι τριάντα, σαράντα φορές κάθε μέρος σε μια μέρα! Και εμείς παίρνουμε ένα μάθημα με αυτό τον τρόπο. Κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται και δεν κουράζονται! Πέρυσι έγινε επίτιμος διδάκτορας στο ΑΠΘ και κάναμε μια παρουσίαση με έργα του Χατζιδάκι.
Ο Σπύρος Σακκάς με τον Νίκο Ζάρκο, στο πλαίσιο των παραστάσεων του Θεάτρου Τέχνης «Ο Πλατέρο κι Εγώ»
Τ.Β. Στις 4 Μαρτίου, στο πλαίσιο της σειράς «Γέφυρες» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, πρόκειται να δώσετε ρεσιτάλ με συνθέσεις για κιθάρα, συνθετών από τη Βραζιλία των Villa-Lobos, Egberto Gismonti, Paulo Bellinati, Radamés Gnattali, Edino Krieger, Sérgio Assad. Πώς προέκυψε η ιδέα;
Νίκος Ζάρκος: Ξεκινήσαμε να κάνουμε τη συναυλία σαν ένα απλό ρεσιτάλ υπό την αιγίδα της Πρεσβείας της Βραζιλίας, που θα γινόταν σαν συνέχεια της περσινής εμφάνισης του δασκάλου μου Franz Halasz, με τη σύζυγό του Debora, η οποία είναι Βραζιλιάνα και θεωρείται πολύ σπουδαία ερμηνεύτρια του Villa-Lobos. Σημειωτέον ότι ο δάσκαλός μου έχει κερδίσει βραβείο Latin GRAMMY για το cd με έργα Gnattali. Η ιδέα ήταν μια συναυλία-φόρος τιμής στον Villa-Lobos ο οποίος πέθανε το 1959, οπότε στις 17 Νοέμβρη, συμπληρώνονται 60 χρόνια. Επίσης το ρεσιτάλ μας είναι στις 4 Μαρτίου. Στις 5 Μαρτίου 1887, είναι τα γενέθλια του Villa-Lobos, οπότε θέλαμε να δώσουμε επετειακή διάσταση. Αλλά αντί να κάνουμε ένα αφιέρωμα μόνο στον Villa-Lobos, ξεκινήσαμε από κει, αναδεικνύοντας και άλλες πλευρές της Βραζιλιάνικης μουσικής. Τα Chôros, στην ουσία είναι η βάση της μουσικής του. Όλα τα μέρη της σουίτας του έχουν σαν δεύτερο συνθετικό τη λέξη «Chôro», Gavota-Chôro, Mazurka-Chôro, vasle-Chôro κτλ Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι τη δεκαετία του 1920 ο Villa-Lobos έπαιζε κιθάρα, βιολοντσέλο, κλαρινέτο σε συγκροτήματα Βραζιλιάνικης μουσικής, οπότε αυτή τη μουσική (Chôro) την έκανε δική του. Όταν προτάθηκε από τον Οργανισμό Μεγάρου Μουσικής, η ένταξη της συναυλίας στη σειρά «Γέφυρες», βρήκα ενδιαφέρον το να έχει αυτή τη διπλή υπόσταση. Με ενδιαφέρει να προσελκύω καινούργιο κοινό και θεώρησα ως καλή ευκαιρία το κοινό του ενός μουσικού είδους, ν΄ ακούσει τη μουσική του άλλου. Οι άνθρωποι που ακούν κλασική μουσική ν΄ ακούσουν τα Chôros. Επίσης το κοινό που είναι φίλος αυτής της μουσικής και δεν ξέρει την κλασική ή την κλασική κιθάρα, είναι ευκαιρία να ακούσει και έτσι να υπάρξει ζύμωση.
T.B. Υπάρχουν κάποιες κοινές αναλογίες στην αισθητική των συνθέσεων των παραπάνω συνθετών;
Νίκος Ζάρκος: Θα πρέπει να κάνω μια μικρογραφία της Βραζιλιάνικης μουσικής του 20ου αιώνα. Ο Villa-Lobos θεωρείται ο «πατριάρχης» του Βραζιλιάνικου μοντερνισμού. Το οποίο τι σημαίνει; Σημαίνει ότι παίρνουμε τα νασιοναλιστικά στοιχεία (που έχουν να κάνουμε με το τι είναι η Βραζιλία) και τα κάνουμε σύγχρονη μουσική. Η μουσική, έχει επηρεαστεί από τη δεκαετία του ΄20 που ο Villa-Lobos έζησε σχεδόν όλη τη δεκαετία στο Παρίσι, καθώς και από το γενικότερο κίνημα του μοντερνισμού στη Βραζιλία, το οποίο ήταν σε όλες τις τέχνες. Έχει να κάνει με την «Εβδομάδα Σύγχρονης Τέχνης» του 1922 στο Σάο Πάολο, που είχε πρωτεργάτες τον Μάριο Ντε Αντράντε (Mário Raul de Morais Andrade 1893-1945) και άλλους διανοούμενους, οι οποίοι ήταν κάτι ανάμεσα σε μουσικοί και λογοτέχνες. Η σκέψη ήταν πώς θα δημιουργήσουν κάτι το οποίο θα είναι Βραζιλιάνικο, χωρίς να είναι φολκλόρ ή παρωχημένο. Το όλο θέμα αναλύεται μέσα από ένα κείμενο που αργότερα ονομάστηκε «ανθρωποφαγία». Σημειωτέον οι κανίβαλοι, όταν τους δινόταν η ευκαιρία να φάνε κάποιον λευκό, επέλεγαν τον αρχηγό, γιατί πιστεύαν ότι με αυτό τον τρόπο θα πάρουν το πνεύμα, τις δεξιότητές και τη σοφία του. Μέσα από τη μεταφορά του κανιβάλου, εννοούσαν το εξής: πώς εμείς ως Βραζιλιάνοι θα μπορέσουμε να «καταβροχθίσουμε» τη Γαλλική Πρωτοπορία, την Αμερικάνικη, τη Γερμανική, τον Εξπρεσιονισμό, το Φουτουρισμό, τον Κυβισμό, όλους τους τρόπους σκέψης και να κάνουμε κάτι δικό μας που να είναι Βραζιλιάνικο; Αυτό που ονομάζουμε «ανθρωποφαγία» έχει πολλές πτυχές και Βραζιλιάνικο μοντερνισμό.
T.Β. Με όρους μουσικής, τι χαρακτηριστικά έχει αυτό το κίνημα;
Νίκος Ζάρκος: αυτό έχει να κάνει με το ρυθμό, που έχει αυτές τις συγκοπές, ταχύτητες, κάποιες αρμονίες, πάντα μεγάλη μελωδικότητα, συναισθηματισμό. Στην ουσία είναι ένα Ρουμπάντο, ένας τρόπος λίγο ελεύθερος να παίξουν όλο το χρόνο, αλλά παράλληλα να μένουν λίγο σε ένα Βραζιλιάνικο πνεύμα.
Τ.Β. Θα θέλατε να μας δώσετε κάποιες πληροφορίες για τους συνθέτες;
Νίκος Ζάρκος: Οι συνθέτες του προγράμματος κάποιοι είναι αβάντ γκαρντ, άλλοι πολύ παραδοσιακοί. Η Βραζιλιάνικη Σουίτα, του Villa-Lobos, είναι το μόνο από τα έργα της επικείμενης συναυλίας που είχα παίξει ως μαθητής. Υπάρχει ένα κομμάτι του Dilermando Reis, το οποίο αποφάσισα εκ των υστέρων να το εντάξω στο πρόγραμμα, γιατί είναι σαν να συνεχίζει το 1953 και να ακροβατεί από εκεί που τελειώνει η Βραζιλιάνικη Σουίτα λίγα χρόνια μετά. Ο Dilermando Reis, ήταν ένας συνθέτης κλασικός υπό μια έννοια και πολύ λαϊκός από μια άλλη, τοποθετείται ενδιάμεσα στα έργα που ακολουθούν. Θα θέλαμε να υπάρχει και μια ιστορική διάσταση και ένα πλήθος ηχοχρωμάτων και διαφορετικών τεχνικών. Μετά ακολουθεί ένα έργο του Edino Krieger, ο οποίος ήταν πολύ φίλος με τον Villa-Lobos και άνθρωπος εμπιστοσύνης του, καθότι Πρόεδρος της Βραζιλιάνικης Ακαδημίας της μουσικής την οποία ίδρυσε ο Villa-Lobos. Σκεφτήκαμε ότι πρέπει να δώσουμε φόρο τιμής σε έναν τέτοιον άνθρωπο, ο οποίος ζει ακόμη. Ακολουθεί ένας χορός της Βραζιλίας, του Paulo Bellinati, το “Zongo”, το οποίο άκουγα από πολύ μικρός, αλλά ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να παίξω. Έπεται ένα έργο του Gismonti, που άκουγα ειδικά στα φοιτητικά μου χρόνια στην Αγγλία. Eίναι ένας φοβερός βιρτουόζος, ο οποίος όσο καλά παίζει κιθάρα, παίζει και πιάνο! Μάλιστα χρησιμοποιεί οκτάχορδες και δεκάχορδες κιθάρες. Αλλά το έργο που διάλεξα, είναι άβαντ γκαρντ. Είναι ένα από τα πρώτα του έργα, το 1973, τότε που σπούδαζε στο Παρίσι, με την Νάντια Μπουλανζέ, πριν ακολουθήσει αυτή την λίγο πιο τονική, πιο τζάζ καριέρα. Έχει μεγάλη δισκογραφική παρουσία στην ECM. Επίτηδες διάλεξα ένα έργο που δεν έχει παιχτεί φαντάζομαι ποτέ στην Ελλάδα και είναι από τα πιο δύσκολα να προσεγγίσει κάποιος. Μετά ακολουθεί ένα έργο του Gnattali, ο οποίος είναι ένας πολύ αγαπημένος μου συνθέτης. Αυτή τη σονάτα για τσέλο και κιθάρα την έχω παίξει πολλές φορές στην Αγγλία, τη Γερμανία και την Ελλάδα με το φίλο και συμφοιτητή μου στην Ακαδημία της Αγγλίας, Αστέριο Πούφτη, ο οποίος είναι κορυφαίος στην ΚΟΑ. Το τελευταίο έργο, του Sergio Assad, είναι γραμμένο το 2005 και έχει ελληνικό ενδιαφέρον. Μάλιστα ονομάζει τα μέρη «Ψ, Π, Σ» τρία ελληνικά γράμματα, ό,τι σημαίνουν τώρα για τον Assad... Δεν διευκρινίζει…
T.B. Yπάρχει κάποιος συνθέτης που νοιώθετε ότι είναι πιο σημαντικός για σας;
Νίκος Ζάρκος: Ο Villa-Lobos είναι πολύ σημαντικός, γιατί όταν ένα κομμάτι το έχεις παίξει μικρός και το ερμηνεύεις σήμερα, το βλέπεις με εντελώς διαφορετική ματιά και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Όταν ξεκινάς ως μαθητής ωδείου από την Καβάλα και φθάνεις κάποια στιγμή να παίζεις σε έναν σημαντικό χώρο με τη στήριξη της Πρεσβείας, νοιώθεις ότι ένας κύκλος συμπληρώνεται και άξιζε. Το έργο αυτό υπάρχει σαν σπόρος, που με συνδέει με την παιδική μου ηλικία. Την παρτιτούρα που είχα τότε, την έχω ακόμη…
Τ.Β. Θα θέλατε να συμπληρώσετε κάτι άλλο και δεν σας έδωσα την ευκαιρία στο πλαίσιο των ερωτήσεων;
Νίκος Ζάρκος: Οι «Γέφυρες» είναι συναυλίες που ενώνουν δυο διαφορετικά, είτε αντιφατικά, είτε συμπληρωματικά στοιχεία και προσπαθούν να δημιουργήσουν κάτι ενδιαφέρον. Αντί να κάνουμε μια συναυλία κλασικής κιθάρας που έχει ξαναγίνει, δίνουμε τη δυνατότητα στο κοινό να ακούσει μια ώρα κλασικής κιθάρας και μετά παραδοσιακή μουσική της Βραζιλίας. Πάντα μας ενδιαφέρει το να φτάσουμε σε καινούργιο κοινό. Το ίδιο έγινε και με το κοινό του Σπύρου Σακκά. Την παράσταση την είχαμε παρουσιάσει τέσσερις φορές, είχε έρθει μέχρι και η
τ. Υπουργός Πολιτισμού, Λυδία Κονιόρδου, Πρόεδροι Εθνικών Θεάτρων κτλ Αυτοί οι άνθρωποι γενικά δεν θα πήγαιναν σε μια συναυλία κιθάρας. Και όμως…βρέθηκαν να ακούν Castelnuovo-Tedesco επί μιάμιση ώρα! Αυτή δεν είναι μια ευκαιρία που δίνεται συχνά στους κλασικούς κιθαριστές. Πρέπει να προσελκύσουμε ανθρώπους. Εμείς κάνουμε μια προσπάθεια… Από κει και πέρα θέλει και λίγο τύχη και λίγο υποστήριξη.
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki.tar@gmail.com
Μάρτιος 2019
Επιλογή εικόνων και τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου