Για τον Δημήτρη Φάμπα (Ερημίτης μέσα στην πόλη…)
Ομιλία του Νότη Μαυρουδή από τη εκδήλωση της 19ης Μαΐου 2006 στην αίθουσα του Ωδείου Φίλιππος Νάκας με τίτλο "Δημήτρης Φάμπας, ο Δάσκαλος. 10 χρόνια μετά"
Είμαι μπροστά σε ένα λευκό χαρτί, πρόθυμος να γράψω για ένα πρόσωπο που όρισε την πορεία μου στο δικό μου χρόνο! Τον έζησα από το ’60 όταν μαθήτευσα σ’ αυτόν (μετά την δίχρονη μαθητεία μου στη Λίζα Ζώη), έως τον θάνατό του (1996) άλλοτε από πολύ κοντά, άλλοτε από απόσταση που δεν οριζόντουσαν από την κοινή μας διάθεση αλλά από τις συνθήκες.
Δυσκολεύομαι να ξεκινήσω τη γραφή γιατί οι μνήμες δεν είναι λίγες και η συναισθηματική φόρτιση σε στιγμές δημόσιας κατάθεσης είναι πάντα πιο ηλεκτρισμένες. Έχω να κάνω με τον Δάσκαλο κι εδώ, θα πρέπει να πω πως εκείνα τα χρόνια (του ’60 και του ’70) η έννοια του Δασκάλου είχε τη δική της διάσταση στις συνειδήσεις των δικών μας νεανικών χρόνων…
Από πού να αρχίσω και πού να φτάσω το κείμενό μου και πώς να τιθασεύσω ένα συναίσθημα που με διακατέχει όλο αυτό το διάστημα της προετοιμασίας αυτής της εκδήλωσης μνήμης που ετοιμάσαμε όλοι εμείς οι παλαιοί μαθητές του, με την συμπαράσταση των νεότερων και των νεότατων…
Ο Δημήτρης Φάμπας υπήρξε ο Δάσκαλός μας σε πολλά επίπεδα και όχι μονάχα στην εκμάθηση της κιθάρας. Και επειδή συνεχώς και αδιάλειπτα υποστηρίζω πως κάθε πράγμα οφείλουμε να το βλέπουμε μέσα στο χρονικό πλαίσιο που το γέννησε και το δημιούργησε, επαναλαμβάνω πως η έννοια του Δασκάλου, σε εκείνα τα χρόνια είχε διαφορετικές διαστάσεις από τις σημερινές. Οι έννοιες αυτές επεκτείνονταν και πέρα από τη μαθητεία. Άγγιζαν τις επικοινωνιακές σχέσεις, τους πνευματικούς προβληματισμούς , την πηγή των πληροφοριών, ακόμα και τις συναισθηματικές σχέσεις… Όποιος θεωρεί όλα ετούτα «υπερβολές» δεν έχει παρά να ρωτήσει παλαιότερους σε ηλικία και να τους εκμαιεύσει βιώματα ζωής…
Όλα αυτά έχουν να κάνουν και με την ιδιαιτερότητα του καθενός από εμάς κι εγώ είμαι η περίπτωση που με γοήτευε η εμπλοκή μου με έναν άνθρωπο που ήταν «εξουσιοδοτημένος» να μου δίνει τα φώτα του στην ακαλλιέργητη ακόμα νεαρή ψυχή μου… Οι έννοιες «μαθητής» και «Δάσκαλος» λειτουργούσαν κάτι περίπου σαν τη σχέση «στρατιώτη» προς «Ταγματάρχη» δίχως να συμπεριλαμβάνεται το στοιχείο της ηλιθιότητας στη σχέση του παραδείγματος… (εξ’ άλλου, ο Φάμπας δεν γνώριζε τι σημαίνει αυταρχισμός και διαταγές). Στη μνήμη μου έχουν έντονα χαραχτεί οι δύο φορές που ως στρατιώτης, το 1966 έλαβα έκπληκτος οικονομικά εμβάσματα από εκείνον!
Εποχές δίχως ευκαιρίες πληροφόρησης γύρω από τα κιθαριστικά (ποιος ενδιαφερόταν άλλωστε;). Ό,τι μαθαίναμε το πληροφορούμασταν από τον Δάσκαλο και ως γνωστό, όποιος κατέχει την πληροφόρηση ορίζει (τις περισσότερες φορές) και τις πόρτες των σκέψεων και των ιδεών. Όμως , η κιθαριστική τέχνη, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ήταν εκκολαπτόμενη-σε σπαργανική ηλικία. Ήταν τέχνη εν εξελίξει, που δουλευόταν κυρίως από τους δύο Δασκάλους σε παράλληλη γραμμή, Φάμπα και Μηλιαρέση. Ήταν μια τέχνη που είχε ανάγκη από καρπούς για να ευδοκιμήσει. Δηλαδή από αποδέκτες των προαναφερθέντων Δασκάλων, κι έτσι κι έγινε. Στα δύσκολα εκείνα χρόνια, άρχισαν δειλά – δειλά να παρουσιάζονται τα πρώτα δείγματα μαθητών, όχι περιστασιακών για μερικά ακκορντάκια που θα συνόδευαν τα τραγούδια του «τρίο μπελκάντο» και τους «Κορώνη – Φίλανδρο» αλλά μαθητές με τσαγανό για την εποχή: η Λίζα Ζώη ο Β. Ασημακόπουλος, ο Ν. Χαμηλοθώρης, ο Μιχ. Γιαννακόπουλος , ο Στ. Ροζάκος , ο Θοδ. Ρουμπούλης , ο Μιχ. Σουβατζόγλου , αλλά και μαθητές του Μηλιαρέση και του Εκμεκτσόγλου όπως ο Σπ. Θωμάτος, ο Γ. Μαυρέας , η Μαρ. Ράππα, ο Ν. Φρουδαράκης, και άλλοι…
Σε μία εποχή που φωτοτυπικά μηχανήματα δεν υπήρχαν για εύκολη απόκτηση ρεπερτορίου, ούτε τηλοψία για προβολή αλλά και οι παρτιτούρες ήταν δυσεύρετες και φτάνανε στην Ελλάδα ακόμα και ένα χρόνο μετά την παραγγελία! Όποιος ήθελε να αποκτήσει ένα κομμάτι, δεν είχε άλλη επιλογή: Το έπαιρνε από τον Δάσκαλο και το αντέγραφε με το χέρι! Με μολύβι και γόμα… Οι εποχές έδειχναν τα δόντια τους και πραγματικά ήταν ηρωισμός η ενασχόληση με ένα όργανο που δε σου εξασφάλιζε ούτε καν ένα κομμάτι ψωμί, μια δουλειά, μια στοιχειώδη ασφάλιση, μία δημιουργική προοπτική, ένα κύρος μέσα στον κόσμο που αποτεινόταν…
Ας αναρωτηθούμε όμως: Σε ποιον κόσμο; Να φτάσει σε ποιο κοινό; Σε ποιον αποδέκτη; Για, να σταθούμε λίγο σ’ αυτό το σημείο: Η ενασχόληση με την κλασσική κιθάρα σε εκείνα τα χρόνια ήταν ένα καπρίτσιο σπάνιο! Αυτό που λένε «ο τρελός του χωριού» ή , αν προτιμάτε, ήταν το πολύχρωμο …παπαγαλάκι που εκτίθεται στο κλουβί! Κοινώς:δακτυλοδεικτούμενο! Είναι η εποχή που η κιθάρα είναι οικεία μόνο ως όργανο ακομπανιαμέντου, σε παρέες , σε ταβέρνες και σε κουρεία… Ποιο κοινό θα αγκάλιαζε και θα συντηρούσε τον κόπο και τις προσπάθειες των λιγοστών εκείνων ανθρώπων μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού, σε μία μετεμφιλιακή περίοδο, με έναν κόσμο που προσπαθούσε να σώσει τις αξίες του από τη φωτιά των πολιτικών παθών και το κυνήγι των πολιτικών φρονημάτων;(σημειώστε ότι ως το 1964 υπήρχαν πολιτικοί κρατούμενοι και τρία χρόνια μετά, από το 1967, ξαναγέμισαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης… Για πιο κοινό μιλάμε;
Νάτο λοιπόν το μέγα πρόβλημα! Η απουσία κοινού. Συνεπώς , η μεγάλη κατάκτηση θα ήταν η δημιουργία ενός κοινού! Η κιθάρα (όπως και όλες οι Τέχνες) δίχως αποδέκτες (δίχως κοινό) δεν θα μπορούσε να ανθίσει γιατί το κοινό είναι αυτό που ποτίζει το χώμα για να ακολουθήσει η ανθοφορία… Έχουν παρέλθει προ πολλού οι εποχές που οι δημιουργίες περιοριζόντουσαν στο συρτάρι του δημιουργού και περίμεναν υπομονετικά κάποιες ευκαιρίες , προσδίδοντας στα χαρτιά το κίτρινο χρώμα του χρόνου που κυλάει… Επί πλέον, ένα όργανο, μια μουσική, ένα ιδίωμα, ένα μόρφωμα, ένας δημιουργός , στην εποχή της τηλοψίας, της επικοινωνίας και της πληροφορίας , έχει ανάγκη από το βασικό συστατικό, που είναι, το κοινό! Από το κοινό θα περάσει η φλόγα και αυτό είναι που τις περισσότερες φορές ορίζει και καθορίζει τη ζωή, το μαρασμό, το θάνατο ή την αναβίωση μιας μορφής τέχνης ή ενός μουσικού μορφώματος ή ενός οργάνου. Ό,τι περιέχει σπέρμα ζωής και πηγή σκέψης , θα υπάρχει και θα απασχολεί τις κοινωνίες, έως τη στιγμή που το αντικείμενο θα πάψει να λειτουργεί, ακόμα και ως ιδεολόγημα…
Είναι σίγουρο πως αυτή η σκέψη περί της δημιουργίας κοινού στην Ελλάδα γύρω από την κιθάρα, συνειδητά ή ασυνείδητα, απασχολούσε ιδιαιτέρως τον Φάμπα. Παρ’ όλο που ήταν ένας άνθρωπος δίχως ιδιαίτερα «επικοινωνιακά» χαρακτηριστικά με την τρέχουσα έννοια του όρου. Δεν κατείχε τέτοια μυστικά και δεν ήταν αφοσιωμένος στις όποιες «δημόσιες σχέσεις» για να τις αναπτύξει και να επωφεληθεί απ’ αυτές. Ήταν αφοσιωμένος αποκλειστικά στη μελέτη του, στους μαθητές του και στις παρτιτούρες του. Θα μπορούσα να ισχυριστώ πως ο Δ.Φ. υπήρξε, με τον δικό του τρόπο, ένας ιδιόμορφος «λαϊκός Ερημίτης» της κιθάρας , παρ’ όλο που το σπίτι του ήταν, τα χρόνια εκείνα, γεμάτα από τον κόσμο του. Την γυναίκα του (Τζένη), τα παιδιά του (Βαγγέλης και Εύα), τους συγγενείς , τους μαθητές και τους φίλους του. Ένα σπίτι που έσφυζε από ζωντάνια και πολυκοσμία! Με ορθάνοιχτες τις πόρτες. Μία γιάφκα της κιθάρας , καταφύγιο για όλους εμάς…
Μα, όμως , οι δημόσιες σχέσεις ανέκαθεν ήθελαν ενασχόληση, κυνηγητό, υποτακτικότητα εν μέρει, και (συνήθως) νοσηρή σκέψη! Επιβάλουν απροκάλυπτες κολακείες , να αποδέχεσαι τις «αυλές» , τους αυλάρχες , εξοικείωση με ιδιοτέλειες , με υποτακτικούς , λόμπι, γλείφτες , γλειψιματίες , αλχημείες και αλχημιστές , νοσηρούς μέσα στη νοσηρότητα… Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει, πετάει… Ο Φ. δεν είχε ιδέα από τέτοιες κοσμικές ανοησίες. Για το μόνο που νοιαζόταν ήταν ο μόχθος των ενδιαφερόντων του: Οι μαθητές του και το έργο του, καθώς και οι στόχοι που διεκδικούσε. Είχε την πεποίθηση πως ο σκοπός της ζωής του, η τέχνη της κιθάρας , αργά ή γρήγορα, θα καρποφορούσε. Σύστηνε σε όλους «δουλειά και πάλι δουλειά». Μας προετοίμαζε για τις ετήσιες συναυλίες της σχολής του με κομμάτια υψηλού επιπέδου όχι μόνο για εκείνη την εποχή. Έγραψε έξυπνη μουσική για κιθάρα που μας δυσκόλεψε στιλιστικά και υφολογικά. Οι ελληνικοί χοροί και οι σπουδές του (κατά τη γνώμη μου) θα πρέπει να πούμε πως είναι πάντα σημεία αναφοράς. Μας έσπρωχνε ώστε να μη χάνουμε ευκαιρίες για συμμετοχή σε φεστιβάλ, σε διαγωνισμούς , μας ωθούσε να ξεπερνάμε περιόδους οκνηρίας όταν αντιλαμβανόταν πως η απόδοσή μας έπεφτε. Μας είχε στην πρίζα! Παράλληλα ήταν πρώτος αυτός που πλούτισε με ιδιόμορφα αρπίσματα την ελληνική δισκογραφία παίζοντας σε δίσκους συνθέτες (όπως οι Χατζιδάκις , Θεοδωράκης , Ζαμπέτας , Ξαρχάκος κλπ. Έδινε ρεσιτάλ, και διαλέξεις για την καταγωγή του οργάνου. Ο βασικός καθηγητής κιθάρας στο Εθνικό Ωδείο της Αθήνας επί χρόνια (αργότερα μαζί με τη Λ. Ζώη και τον Ε. Ασημακόπουλο, τον Μπουντούνη, τον Γρηγορέα, κ.α. Α, ήμουν κι εγώ εκεί…) δημιούργησε στρατιές σπουδαστών που αναζητούσαν καλούς δασκάλους. Ενδεικτικά σας αναφέρω πως το 1981 μόνο στο κεντρικό Εθνικό Ωδείο (δίχως τα παραρτήματά του) φοιτούσαν μόνο στην κιθάρα, 587 σπουδαστές! Απίστευτες επιδόσεις! Καλούσε μαθητές και φίλους του οργάνου στο σπίτι του για φαγητό που εξελίσσονταν σε αξέχαστες κιθαριστικές βραδιές. Δίχως να το γνωρίζει, είχε φτιάξει έναν ζωντανό πυρήνα με επίκεντρο την κιθάρα και την φλόγα γι αυτήν. Θυμάμαι, ακόμα και όταν με πάντρεψε (το 1970) και γίναμε «κουμπάροι», το γλέντι του γάμου έγινε σε εκείνο το σπίτι της οδού Μελαντίας 57, με κιθάρες και φαγοπότι… Και ποιοι δεν πέρασαν από εκεί… Εκτός από εμάς τους ημεδαπούς ήταν και οι αλλοδαποί: ο Lagoya, η Ida Presti, ο Manuel Lopez Ramos, ο Robert Vidal…
Μαζί και ο άσπονδος φίλος του και συνεργάτης κος Κουράκος με το καλλιτεχνικό του γραφείο, που του οργάνωνε τις μαθητικές συναυλίες και τον υποχρέωνε να πουλάει εισιτήρια (κατά συνέπεια, να πουλάμε εμείς οι μαθητές του, σε φίλους και συγγενείς εισιτήρια, για να υπάρχει ικανοποιητική προσέλευση…) Εικόνες μιας εποχής που τις σκέφτεται κανείς μειδιώντας αλλά κανένας από εκείνη την ιδιόμορφη κιθαριστική παρέα δεν υποψιάστηκε πως αυτή η ατμόσφαιρα εποχής, αυτή η επιμονή και το αστείρευτο πάθος για μεταδοτικότητα του Φάμπα, θα έβγαζε καρπούς και θα έπειθε έναν ολόκληρο κόσμο, που θα γέμιζε (τότε) την αίθουσα του «Παρνασσού» και του θεάτρου «Γκλόρια», για να αναπτυχθεί αργότερα σε ένα κοινό που θα αναζητούσε αυτό το «παρά πέρα» που φτιάχνει την εξέλιξη και συμπληρώνει την ιστορία…
Η «δημιουργία κοινού» ήταν η πιο σημαντική κιθαριστική πράξη που έγινε στις δεκαετίες του ’60 και ’70. Σε συνδυασμό με τις όποιες κατακτήσεις στο χώρο της μουσικής έκφρασης μέσω του οργάνου, ο κιθαριστής είχε επί τέλους κοινό μπροστά του! Γεμάτη αίθουσα! Είχε αποδέκτες που αυτοί με τη σειρά τους επηρέασαν όλη την αλυσίδα, ανοίγοντας πόρτες και παράθυρα για να δημιουργηθεί ενδιαφέρον στην αγορά: Ωδεία, σπουδές, ιδιαίτερα μαθήματα, ρεσιτάλ, διαγωνισμοί, σεμινάρια, δισκογραφία, εκδόσεις , επί τέλους ελληνικό ρεπερτόριο, τίτλοι σπουδών, αναγνώριση-νομιμοποίηση (έστω σε σαθρό επίπεδο) από την πολιτεία και το ΥΠΠΟ, και ότι άλλο έχω ξεχάσει να αναφέρω εδώ…
Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστώ πως εκείνος ο Φάμπας των δίσεκτων χρόνων, ήταν ο εμπνευστής που άνοιξε τις μεγάλες πόρτες για να περάσουν όλα τα πρώτα σημαντικά στοιχεία και υλικά που διέθετε, σε εκείνο τον χρόνο, αυτός ο τόπος, στο χώρο της κιθαριστικής πραγματικότητας και γι αυτό σήμερα τιμούμε τη μνήμη του με παρρησία…
Το χαρτί που έχω μπροστά μου δε θα τελειώσει ποτέ αν πρέπει να καταγράψω ένα μεγάλο κομμάτι των νεανικών μου χρόνων με τον Δάσκαλο. Μνήμες –γεγονότα, μικρά ή μεγάλα, ομαλές και ανώμαλες καταστάσεις, δυσκολίες επικοινωνίας , αναπόφευκτες διαφορές απόψεων, διαφορετικότητες , όλα αυτά και άλλα πολλά, έκαναν ώστε οι δρόμοι να εξελίσσονται τόσο παράλληλοι, όσο και διαφορετικοί. Εξ’ άλλου, η ζωή είναι μια ακατάπαυστη σκυταλοδρομία που όλοι εμείς οι «δρομείς» οφείλουμε να παραδίδουμε την σκυτάλη παραπέρα γιατί ο χρόνος είναι που το απαιτεί, ίσως και το επιβάλλει…
Ο Δ.Φ. προς το τέλος της ζωής του υπέφερε από «κακιά αρρώστια» που τον ταλαιπώρησε με εγχειρήσεις και φαρμακευτικές αγωγές! Δεν τον θυμάμαι όμως ποτέ να χάνει την επιμονή του και το πάθος του. Καταπτοημένος και κουρασμένος συνέχιζε να είναι απόλυτος στους στόχους του (να μελετάει κιθάρα ακόμα και μέσα στο βαγόνι ενός τρένου ταξιδεύοντας) Ήταν η αρχή του τέλους. Ήταν ένα κεράκι που έσβηνε με περηφάνια και γενναιοδωρία. Ένοιωθε πως όλοι τον εγκατέλειπαν σε αυτά τα δύσκολα χρόνια της τελευταίας περιόδου. Σε σύντομο χρόνο, θαρρείς και η φύση του έπαιξε ύπουλο παιχνίδι, τον έθεσε εκτός , στερώντας του, τον ζωτικό του χώρο. Αφαιρώντας από τις δυνάμεις του να μελετάει κιθάρα και από τη διάθεσή του να ανοίγει δρόμους στις επερχόμενες γενεές… (Η συνέχεια από τους μεταγενέστερους μπορεί να έχει καλό δρόμο μόνο αν υπάρχουν αντίστοιχα οράματα…)
Το κεράκι αυτό έσβησε οριστικά στις 4 Μαΐου του 1996 σε ένα θλιβερό κρεβάτι του νοσοκομείου Σωτηρία μετά από 75 χρόνια ζωής… Αδύναμος , αλλοιωμένος και χαμένος σε έναν άλλον κόσμο, όχι δικό του! Μία θρυλική μορφή της κιθάρας , ένας λαϊκός Ερημίτης που δεν πρόλαβε να χαιρετίσει κανέναν! Έφυγε μοναχικά σιωπηλός και ένα κομμάτι της δικής μας νεότητας θρυμματίστηκε περιμένοντας από την μνήμη να κρατήσει εικόνες και ουσία και οξυγόνο και πλούσια παραδείγματα για μια ζωή με πείσμα και στωική υπομονή. Για ένα δικό του όνειρο ζωής, που ήταν η προετοιμασία εδάφους για τις επόμενες γενεές! Της δικής μας και των μεταγενέστερων…
Σας ευχαριστώ.
Νότης Μαυρουδής
(Απρίλης 2006)