Για τον Γεράσιμο Μηλιαρέση
(για τη μνήμη μιας εποχής…)
Ομιλία του Νότη Μαυρουδή στην εκδήλωση μνήμης για τον Γεράσιμο Μηλιαρέση με τίτλο "Γεράσιμος Μηλιαρέσης, αφιέρωμα σε έναν ευπατρίδη της κιθάρας" (Ωδείο Φίλιππος Νάκας, 2 Δεκεμβρίου 2005).
Μία αναφορά σε μία προσωπικότητα όπως αυτή του Γεράσιμου Μηλιαρέση μας υποχρεώνει να γυρίσουμε τη μηχανή του χρόνου προς τα πίσω. Να κοιτάξουμε και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε έναν διαφορετικό κόσμο, μία διαφορετική αντίληψη, έναν διαφορετικό πολιτισμό, έναν διαφορετικό ψυχισμό, έναν διαφορετικό ρεαλισμό από τον δικό μας…
Ο εκλιπών ονομάστηκε –δικαίως – «ευπατρίδης» και έτσι αναγράφηκε στην αφίσα. Δεν γεννάται αμφιβολία πως η αναφορά στο όνομά του, κινεί τη μνήμη όσων κιθαριστών έζησαν – βίωσαν τις σπαργανικές εποχές της κλασσικής κιθάρας στη χώρα μας, ανάμεσα σε έναν πόλεμο, σε έναν εμφύλιο σπαραγμό και σε μία Ελλάδα που προσπαθούσε να σκουπίσει τις στάχτες από τις φωτιές και να μαζέψει τα μπάζα από τα γκρεμισμένες πόλεις… Όποιος συζητά για τον Πατρώνα, τον Ιωάννου, τον Κουκούλη, τον Μηλιαρέση, τον Φάμπα, τον Εκμεκτσόγλου, τον Παλαιολόγο και άλλους ανώνυμους ενός «άλλου κόσμου», δίχως να λαμβάνει υπ’ όψη εκείνες τις εποχές και τις συνθήκες, δεν ξέρει πού πατά και πού βαδίζει…
Όλα εξ’ άλλου βρίσκονται «υπό το φως της ιστορίας» και ό,τι έχει συμβεί στο διηνεκές του χρόνου, καταγράφεται ιστορικά και κρίνεται με βάση το «τοπίο» που περιβάλλεται.
Αναφερόμενος λοιπόν στον Γεράσιμο Μηλιαρέση, σε αυτό το «παλαιό τοπίο της κιθάρας» θα στηριχτώ, γιατί στον εκλιπόντα, προς το τέλος της ζωής του, αυτό το «παλαιό τοπίο» τον απασχολούσε! Προτιμούσε να αναφέρεται σε εκείνες τις μνήμες και τις εποχές και παρακολουθούσα (όσες λιγοστές φορές συναντήθηκα μαζί του) την αγωνία του και την προσπάθειά του να αναλύει τα σημεία και τα σήματα εκείνης της ζωής, όταν πρυτάνευε στο χώρο της κιθάρας, σε μία μειονότητα που ήθελε να έρθει σε επαφή με ένα όργανο καινούργιο, παράξενο και συγχρόνως μαγευτικό!
Υπήρξε ο «εισηγητής» ενός νέου (τότε) ρεύματος στον τρόπο που παιζόταν η κιθάρα. Δεν άφησε τη ζωή να σαρώσει τη διάθεση και την επιθυμία του να γίνει ερμηνευτής και ολοκληρωμένος για την εποχή soloist αλλά προσέκρουε στην δεδομένη μουσική ζωή και στις συγκυρίες αυτής της χώρας που δεν είχε την κατάλληλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα και κοινό για να ακούσει συναυλίες και κονσέρτα κλασικής κιθάρας. Το κοινό της κιθάρας περιοριζόταν σε καμιά εκατοστή εραστές που είχαν ακούσει, δηλαδή είχε πάρει …κάτι το αφτί τους για κάποιον μάγο Segovia που μαγεύει τα πλήθη στην Ισπανία και σε άλλες χώρες του κόσμου! Ο Μηλιαρέσης είχε ήδη κάνει την υπέρβαση και ήταν ο πρώτος που είχε πάει στη …Μέκκα της κιθάρας για να πάρει τα φώτα από τον παγκόσμιο μέντορα και είχε αφοσιωθεί ολοκληρωτικά! Επί πλέον όρισε ως στόχο στη ζωή του να ταχθεί σε αυτόν τον σκοπό! Κατά κάποιον τρόπο (και τηρουμένων των αναλογιών) ο Μηλιαρέσης (καθώς και Δημήτρης Φάμπας λίγο αργότερα) θα μεταβληθούν ως …Ιεραπόστολοι και Μαθητές ενός διαφορετικού «δόγματος» που έμελλε να παίξει καταλυτικό ρόλο στο «κιθαριστικό γίγνεσθαι» των γενεών που ακολούθησαν παίρνοντας τη σκυτάλη για να διανύσουν τη δική τους διαδρομή.
Γνωρίζω πως ίσως κάποιες λέξεις μου, εμφανίζονται ως μεγαλόστομες και βαρύγδουπες αλλά σας διαβεβαιώνω πως η σκέψη μου δεν βρίσκει άλλες. «Μέκκα», «Ιεραπόστολοι», «Δόγμα», «κιθαριστικό γίγνεσθαι της εποχής», όντως είναι λέξεις που ίσως σκοντάφτουν μπροστά στο έλλειμμα ιστορικότητας και πληροφόρησης των νέων γενεών των κιθαριστών προς τον παρελθόντα χρόνο, δηλαδή στις ιστορικές προϋποθέσεις της δημιουργίας των πρώτων κιθαριστών στην Ελλάδα. Είναι και κάτι επί πλέον που θα πρέπει όλοι εδώ μέσα να παραδεχτούμε: η πάγια παντελής απουσία προγραμματικής ύλης των Ωδείων στο να φροντίσουν να δώσουν φώτα στους μαθητές ως προς αυτό που προϋπήρξε αφετηρία γνώσης για να βασιστεί και να δρομολογηθεί ένα όργανο σχετικά νέο, όπως είναι η κιθάρα. Δηλαδή, την ίδια την ιστορία της…
Η κιθάρα στην Ελλάδα έχει ασφαλώς διαφορετική αφετηρία και πορεία από εκείνη της γειτονικής μας Ιταλίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας, της Αγγλίας ή ακόμα, της Λατινικής Αμερικής. Ας το συμμαζέψουμε λοιπόν και ας πούμε πως η πορεία αυτού του οργάνου και η όποια ανάπτυξή του, οφείλεται εν πολλοίς σε εκείνους τους πεισματάρηδες και αμετανόητους εραστές των παλαιότερων χρόνων (λίγο πριν τον ΄Β πόλεμο που, ασφαλώς, δεν θα μπορούσαν να διανοηθούν πως με την πάροδο μισού αιώνα ζωής, θα έφτανε στο σημείο να εξελιχθεί το όργανο αυτό σε ένα επίκεντρο μουσικού ενδιαφέροντος στην Ελλάδα!
Ο ρόλος του Μηλιαρέση σε αυτή την εποχή ήταν θεμελιώδους σημασίας. Ο ίδιος υποστήριζε πως «το Σύμπαν συνωμότησε» ώστε να οδηγηθεί ο ίδιος προς την κιθάρα, παρ’ όλο που από το 1938 (σε ηλικία 20 χρονών) ήρθε στην Ελλάδα από την Ρουμανία και ασχολιόταν με διάφορες δουλειές για να μη νοιώθει εν απραξία. Αφορμή μία κιθάρα που είχαν κάνει δώρο στην αδερφή του έγινε η αιτία να ξεκινήσει το …φλερτ! Πάντως ασχολείται ερασιτεχνικά παίρνοντας κάποιες συμβουλές από έναν άλλο ερασιτέχνη της εποχής, τον Νίκο Πατρώνα και νοιώθει να συνδέεται σιγά-σιγά με τον ήχο του οργάνου. Το 1950 λοιπόν τον συναντάμε στη Σιένα της Ιταλίας ως μαθητή του Segovia και η μαγεία της μαθητείας έγινε για εκείνον κινητήριος δύναμη. Η τότε Αθήνα δεν μπορούσε να στεγάσει τα όνειρά του. Παρ’ όλα αυτά καταφέρνει να σχηματίσει γύρω του τους πρώτους μαθητές και να τους δίνει τις γνώσεις του. Αν όμως κάνει κανείς μία προσεχτικότερη παρατήρηση θα διαπιστώσει πως παρ’ όλο που διδάσκει στο Ελληνικό Ωδείο και στην ιδιωτική του σχολή επί πολλά χρόνια, το βάρος της παρουσίας του το κατανάλωσε στη μελέτη του οργάνου σε προσωπικό επίπεδο, τόσο ώστε να πολιτογραφηθεί ως ο αρτιότερος κλασικός κιθαριστής- soloist της εποχής στις δεκαετίες του ’40, του ’50 και του ’60, με ρεσιτάλ στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Θα τον συναντήσουμε και στη δισκογραφία με δίσκους σε δικά του κομμάτια, σε συνθέσεις του Νίκου Μαμαγκάκη (στην «Εκδρομή») αλλά και σε μικρά σύνολα του Μάνου Χατζιδάκι (βλέπε «Δεκαπέντε Εσπερινοί» μαζί με τον ομότεχνό του Δ. Φάμπα). Ήταν ένας ακούραστος εργάτης και –πάνω απ’ όλα – φιλομαθής και φιλότεχνος.
Το μαρτυρούσε ο χώρος που ζούσε και δεν θα ήταν περιττή μία ματιά στο σπίτι του. Βρέθηκα στους Θρακομακεδώνες αφού είχαμε κλείσει το ραντεβού μας για τις ανάγκες της συμμετοχής του στο άλμπουμ (MASTER CLASS) των ελλήνων κιθαριστών που οργάνωνα. Μπήκα σε ένα σπίτι ολόλαμπρο και με υποδέχτηκε με την κα Μαίρη. Ντυμένος κομψά και απέριττος με τα καλά του, περιποιημένος, γαλαντόμος, σαν να περίμενε τον Υπουργό Υγείας… Το σαλόνι με καλόγουστους πίνακες ζωγραφικής και με έπιπλα που ταίριαζαν αρμονικά μεταξύ τους. Κανένας παλαιομοδιτισμός, κανένας γεροντισμός. Το τζάκι καθόλου παράταιρο, ουδόλως νεοπλουτίστικο για να πουλήσουμε αρχοντιά… Η πρώτη του κουβέντα με ξάφνιασε… «Νότη –μου είπε- σήμερα είναι μία σημαντική μέρα για μένα. Έχω τα γενέθλιά μου. Συμπλήρωσα τα 87 μου χρόνια και θέλω να σου πω πως εσύ και κάποιοι συνάδελφοί μας, αυτό που μου οφείλετε είναι να έρχεστε να με επισκέπτεστε. Καταλαβαίνεις Νότη μου πως ο χρόνος για μένα μετράει πλέον αντίστροφα»!
Ένοιωσα την ανάγκη να αστειευτώ πάνω στην αναφορά του για τον χρόνο, ώστε να ισορροπήσω την ανησυχία του. Εκείνος, οξυδερκής και πνευματώδης άρχισε να μου μιλάει για το πρόβλημα της μέσης του και για πόνους που τον αναγκάζουν να μένει πολλές ώρες κλεισμένος στο σπίτι. Ύστερα ήρθε ο καφές από την συντρόφισσά του κα Μαίρη, και αμέσως η συζήτηση για το νέο κλίμα και τις γενιές των κιθαριστών που βελτιώνουν συνεχώς την τεχνική αλλά όπως τόνισε με σημασία: «Φοβούμαι πως το έλλειμμα των νέων κιθαριστών έχει να κάνει με την δυσκολία τους να ανακαλύψουν τον «νέο ρομαντισμό» και να επανατοποθετηθούν πάνω σ’ αυτόν! Η κιθάρα – τόνισε – δεν νοείται δίχως την κουλτούρα του 1820 που δημιουργήθηκαν τα πρώτα μουσικά ρομαντικά ρεύματα. Είναι το ίδιο το όργανο που προκαλεί τον ζεστό ήχο και το σκίρτημα» Ένοιωσα πως μου μιλούσε με ενθουσιασμό εφήβου και δεν ήθελα επ’ ουδενί να σταματήσω αυτό τον χείμαρρο σκέψεων και προβληματισμών.
«Και πώς θα στοιχειοθετηθεί μαέστρο μου ένας νέος ρομαντισμός στην εποχή της τόσης ανισότητας, της παγκοσμιοποίησης, του internet και της Γιουροβίζιον;» τον ρώτησα. Τα μάτια του έλαμψαν και πρόσεξα πως είχε ανάγκη να μη σταματήσει τον λόγο του. «Άκουσε –μου λέει- ο αιώνας του ρομαντισμού, γύρω στα 1820 με 1920, δεν υπήρξε αγγελικός αιώνας! Υπήρχε απόλυτη φτώχια και παράλογοι πόλεμοι. Οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες και οι πολλοί ήταν δούλοι των ολίγων. Μέσα σε αυτήν την αντιποίηση οι άνθρωποι έφτιαχναν τις δικές τους ισορροπίες βάζοντας μέλι εκεί που πονούσαν… Όταν έπαιζαν μουσική, την φορτώνανε με παραπανίσια καλολογικά στοιχεία για να εξαγνίσουν το συναίσθημα ακόμα περισσότερο! Τώρα, ο αιώνας μας είναι πιο βολικός, παρ’ όλο που έχει δημιουργήσει ανθρώπους εξαρτημένους από την ύλη, έχει ανάγκη και πάλι από τον δικό του ρομαντισμό για να απογειώσει τις ψυχές των ανθρώπων που τρέχουν σαν τα μυρμήγκια και να τους αποδεσμεύσει ενδεχομένως από την ύλη»… «Δηλαδή –του ξαναλέω- σκέφτεστε πως θα πρέπει να αποκτήσει και η εποχή μας τον δικό της Tarrega, Llobet, Fortea, Regino Sainz de la Maza;» «Όχι ακριβώς –μου ανταπαντά –έχει όμως η εποχή μας ανάγκη να ξαναβρεί το αιώνιο βάλσαμο της ψυχής του ανθρώπου για να καταπραΰνει τις αγωνίες του από το οικονομικό άγχος και την ανασφάλεια. Αυτό είναι, η απόλυτη μουσική τρυφερότητα και κάτι τέτοιο δίχως τη ρομαντική φιλοσοφική έκφραση, δεν υπάρχει. Ας ανακαλύψουν οι νεώτεροι όχι τον παλαιό αλλά τον σύγχρονο, τον δικό τους ρομαντισμό»!
Ένοιωσα πως ο Γεράσιμος Μηλιαρέσης, στο τελευταίο έτος της ζωής του, είχε την πνευματική διαύγεια ανθρώπου απόλυτα καλλιεργημένου. Ομολογώ πως δε γνώριζα αυτή του την πλευρά, παρ’ όλο που ο Ευάγγελος Ασημακόπουλος που τον έβλεπε συχνά και μιλούσαν, μου αναφερόταν στις πνευματικές του αρετές.
Πέρασαν 87 χρόνια για να αντιληφθώ αυτή του την διάσταση! Όσες φορές (λίγες δυστυχώς) συναναστράφηκα μαζί του δεν έχανε την ευκαιρία να μου μιλάει για την σημασία της τραγουδιστικής κουλτούρας. Γνώριζε ασφαλώς την σχέση μου με την τραγουδιστική φόρμα και τόνιζε την αναγκαιότητα της επαφής του σπουδαστή της κιθάρας με αυτήν την διάσταση. «Ο δρόμος για την ερμηνεία της μουσικής περνάει μέσα από την εξοικείωση μας από την φόρμα του σοβαρού μελωδικού τραγουδιού» έλεγε συνεχώς και παραθέτω σύντομη στιχουργία του από το βιβλίο του «Ήχοι και απόηχοι»:
«Από το κύμα ο αφρός
απ’ τη φωτιά η στάχτη
απ’ το τραγούδι ο αχός
σταγόνα απ’ το δάκρυ.» Από το ίδιο βιβλίο του διαβάζω:
«Το γεγονός ότι τραγουδούσα ακατάπαυστα από παιδί το θυμήθηκα και το αξιολόγησα πολύ αργά, μόλις πρόσφατα, στο πλαίσιο κάποιων μελετών μου γύρω από τη μουσική και τη συναισθηματική έκφραση του ανθρώπου και τότε το κατέγραψα ως θετικό στοιχείο της ψυχοπνευματικής μου υπόστασης.»
Νοιώθω πως ήταν ένας Μέντορας που πέρασε από τη ζωή μας όχι όπως θα του έπρεπε. Θυμάμαι πολύ καλά τα χρόνια του ’60 και του ’70, νέοι τότε κιθαριστές εμείς, να εγκλωβιζόμαστε στις παρέες των …Φαμπικών, των Μηλιαρεσηκών, των Εκμεκτσογλουκών και να καταναλώνουμε ανούσια …φαιά ουσία με τις «αυλές» και τις ομαδοποιήσεις, εκφυλιστικά φαινόμενα που ακόμα και σήμερα τα συναντάει κανείς στον ανιστόρητο χώρο του εγωπαθούς μας ελληνοκιθαροκεντρισμού...
Μεγαλώνουμε όμως και σεβόμαστε το ότι «ποτέ δεν είναι αργά» παρ’ όλο που «το γοργόν και χάριν έχει». Με την μόνιμη πλέον απουσία του Μηλιαρέση ολοκληρώνεται και ο κύκλος της πρώτης γενιάς ελλήνων κιθαριστών, που μέσα από απόλυτα αντίξοες συνθήκες κατάφεραν να μας δώσουν σπόρο ώστε να γεννηθούν καρποί! Ψάξτε και διαβάστε για την εποχή εκείνη όσοι δεν γνωρίζετε. Θα βρεθείτε σε ουσιαστικές αλήθειες πέρα από το λεγκάτο, την τρίλια, το απογιάντο και το τιράντο. Θα συναντήσετε τις διαχρονικές αλήθειες που είναι ο στόχος ζωής, το πείσμα, η πίστη και η αυτοθυσία για τις αξίες που έχεις ορίσει μέσα σου στο διηνεκές του χρόνου.
Ο εκλιπών συμβόλιζε (με τον δικό του τρόπο) όλα αυτά και άλλα πολλά. Έως το τέλος, με τα κουρασμένα δάχτυλα και τις αντοχές ενός ογδονταεπτάρη, μελετούσε κιθάρα καθημερινά! Σαν νεαρό παιδί, εκεί στην τελευταία συνάντησή μας, ζήτησε να μου παίξει την cello suite no 6 του Bach που είχε διασκευάσει για κιθάρα, αναζητώντας τη γνώμη μου για να λάβει υπ’ όψη τις παρατηρήσεις μου! Τόση ταπεινότητα! Μελετούσε καθημερινά γιατί, όπως έλεγε, «η κιθάρα ομόρφυνε τη ζωή μου. Είναι το μόνο πράγμα που μου δίνει καταφύγιο και με λυτρώνει από τον βανδαλισμό της αγοράς, του άσκοπου κέρδους και της ανούσιας συναλλαγής»…
Άφησε την τελευταία του πνοή (δες ειρωνεία) στη χώρα που τα χρόνια εκείνα της νεότητάς του τον συνέδεσαν πνευματικά με την κιθάρα! Στη χώρα του Segovia και των ψυχών που θαύμασε…
Ο ευπατρίδης της κιθάρας έχει τώρα ορίσει ως τόπο του το αέναο Σύμπαν! Είναι καλύτερα να τελειώσω με το τέλος του βιβλίου του που γράφει:
«Είναι Άνοιξη, τα δένδρα ανθίζουν, τα πουλιά κελαηδούν κι εγώ κιθαρίζω.
Είμαι μία μικρή φωνή της άνοιξης.»
Νότης Μαυρουδής
(Νοέμβριος 2005)