Οι μεταμορφώσεις του μουσικού ήθους ή
η Λιλιπούπολη σε νέες περιπέτειες
Όλο και περισσότερες φιλοσοφικές θεωρίες για τη μουσική αναδεικνύουν τη στενή σχέση της με την ανθρώπινη συμπεριφορά. Η μουσική εκφράζει συναισθήματα ευθυμίας, θλίψης, οργής, πραότητας, ονειροπόλησης, μελαγχολίας, ηρωισμού όχι απλά με το να τα συμβολίζει με κάποιο τρόπο, αλλά με το να είναι η ίδια εύθυμη, θλιμμένη, οργισμένη, πράα, ονειροπόλα, μελαγχολική, ηρωική. Αυτό που διαισθανόταν στην αρχαιότητα ένας Πλάτων, τείνει να γίνει σήμερα κοινός τόπος της θεωρίας. Η μουσική είναι, λοιπόν, η μόνη τέχνη που μπορεί να γίνει φορέας ηθικών χαρακτήρων, ήθους. Και το ήθος αυτό μπορεί εύκολα να μεταβληθεί. Αναλογιστείτε μόνο τι συμβαίνει σε ένα κομμάτι μουσικής γραμμένο σε μείζονα τρόπο αν απλώς το εκτελέσουμε στον ελάσσονα ή αν αλλάξουμε το tempo, το ρυθμό, την ενορχήστρωσή του. Φανταστείτε το πένθιμο εμβατήριο από την Ηρωική του Μπετόβεν παιγμένο στο διπλάσιο tempo ή το πρώτο μέρος παιγμένο στο μισό (μπορείτε να το κάνετε εύκολα στον υπολογιστή σας), ή, λίγο ακραίο, μια jazz εκδοχή της γνωστής μελωδίας του εμβατηρίου: ακόμα κι αν όλες οι νότες είναι στη θέση τους, η ρυθμική οργάνωση και το ύφος της νέας εκφοράς θα κάνουν όλη τη διαφορά, θα προσδώσουν νέο ήθος στην παλιά μουσική. Από εκεί και πέρα, τίθεται στην κρίση μας η θετική ή αρνητική αποτίμηση της ηθικής μεταμόρφωσης της μουσικής. Σε κάθε περίπτωση η μεταμόρφωση αυτή πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Οι μεγάλες φίρμες του λαϊκού τραγουδιού γερνάνε. Και όσο γερνάνε τόσο περισσότερο νιώθουν την ανάγκη να περάσουν στην ιστορία ως κάτι διαφορετικό από τραγουδιστές λαϊκού τραγουδιού. Το πρώτο βήμα έγινε και ξεπεράστηκε: τα λαϊκά τραγούδια απέκτησαν συμφωνική συνοδεία και οι λαϊκοί τραγουδιστές τοποθετήθηκαν καμαρωτοί-καμαρωτοί δίπλα στον μαέστρο με τη συμφωνική ορχήστρα πίσω τους, όπως ακριβώς και οι τραγουδιστές του κλασικού τραγουδιού. Έπρεπε τώρα να γίνει το δεύτερο βήμα: οι λαϊκοί τραγουδιστές να αλλάξουν ρεπερτόριο, να τραγουδήσουν κάτι «πιο σοβαρό», αλλά όχι και «πολύ σοβαρό», κάτι που να μην είναι λαϊκό τραγούδι, αλλά ούτε και άρια από όπερα (αυτό, ενδεχομένως, το αφήνουν για αργότερα, μέλει να το δούμε…) Και αυτό το κάτι οι λαϊκοί τραγουδιστές το βρήκαν: η Λιλιπούπολη! Τα συνδυάζει όλα: προσβάσιμη (και στο λαϊκό τραγουδιστή) μελωδική γραμμή, περίτεχνη αρμονία και υφή (ενίοτε πολυφωνική), περίτεχνη ενορχήστρωση, εξευγενισμένο στίχο (χωρίς να είναι δυσνόητος Σεφέρης) και το σημαντικότερο απ’ όλα, μοναδική δημοφιλία. Η Λιλιπούπολη αποτελεί ίσως την καλύτερη παρακαταθήκη της ραδιοφωνικής εποχής Χατζιδάκι και, σίγουρα, τη σημαντικότερη συνεισφορά των συνθετών της μεταπολιτευτικής γενιάς στην υπόθεση ποιοτικό τραγούδι για τη νεότητα (και όχι μόνο γι’ αυτήν!) Η Λιλιπούπολη, ωστόσο, είναι και κάτι παραπάνω: ονειρική αλληγορική μικρογραφία της σύγχρονης νεοελληνικής (και όχι μόνο) κοινωνικής πραγματικότητας: «Όλος ο κόσμος, σου λέω, είναι μια Λιλιπούπολη!» Αυτό είναι το ήθος της.
Το μουσικό ήθος όμως αυτό έχει ένα μικρό «πρόβλημα»: είναι υπερβολικά εσωστρεφές, ονειροπόλο, «κουλτουριάρικο» για τον λαϊκό τραγουδιστή που απευθύνεται στις τεράστιες εκείνες ανώνυμες μάζες που θα συρρεύσουν σε ένα κάπως μεγάλο «μαγαζί» σαν το Ηρώδειο και που, σε μέρες κρίσης σαν αυτές που περνάμε, θα ζητήσουν, μαζί με όλα τ’ άλλα, να «ξεδώσουν λιγάκι βρε αδερφέ». Η αρχική σύλληψη της Λιλιπούπολης, άρρηκτα συνδεδεμένη με το μουσικό της ήθος, είναι μια σύλληψη τύπου μουσικής δωματίου: λιτή, πλην όμως αποτελεσματική, ενορχήστρωση, διακριτικός ρόλος των κρουστών, ίσα-ίσα για να αναδεικνύουν τα βασικά ρυθμικά σχήματα του βαλς, του ταγκό και των όποιων άλλων λαϊκότροπων ειδών μουσικής, περιορισμένη και προσεκτική χρήση της παιδικής χορωδίας, εκτέλεση πρωτίστως από κλασικής παιδείας τραγουδιστές, που ξέρουν να ελέγχουν το φωνητικό τους όργανο προσδίδοντάς του όλη την πλαστική εκφραστικότητα που απαιτεί το νόημα των στίχων, αποφυγή κάθε είδους τεχνάσματος που θα προερχόταν από το χώρο της εμπορικής μουσικής και που θα αποπροσανατόλιζε το μαγευτικό και συνάμα λεπτοφυώς χιουμοριστικό μουσικό ήθος στην κατεύθυνση του ήθους του μουσικού εμπορεύματος.
Γιατί αυτό ακριβώς πέτυχε η νέα ηρωδειακή εκδοχή της Λιλιπούπολης: να την μετατρέψει σε εμπόρευμα, ευπώλητο στις διαπαιδαγωγημένες με το ήθος του καταναλωτισμού μάζες. Και το ήθος αυτό, όπως γνωρίζει καλά η κριτική θεωρία (βλ. Adorno), προκρίνει το οικείο έναντι του ανοίκειου, την άμεση ταύτιση έναντι της κριτικής απόστασης, τη συμμετοχή (σιγανοτραγούδισμα, παλαμάκια) έναντι της προσεκτικής, αισθητικής ακρόασης. Και για όλα αυτά υπάρχουν τα μέσα: βάλτε μπουζούκια, βραζιλιάνικες σφυρίχτρες, περισσότερη παιδική χορωδία (είναι εξοικειωμένα τα παιδιά σήμερα, ακούνε τα «Ζουζούνια»), περισσότερο ηλεκτρικό μπάσο, αλλοιώστε λίγο τη μελωδία για να γίνει πιο λαϊκή (χωρίς όμως να μπορείτε να κατηγορηθείτε ότι την αλλοιώσατε πλήρως, υπάρχουν δα και καταγεγραμμένες παρτιτούρες!), αλλάξτε λίγο την ενορχήστρωση ώστε να μην σολάρουν ξαφνικά ανοίκεια όργανα όπως το φαγγότο (τον ήχο του τρομπονιού τον ξέρει ο κόσμος· αν τώρα χαθεί και καμιά τρίλια, ε, δεν χάθηκε κι ο κόσμος…) και, το κυριότερο απ’ όλα, φέρτε τη μουσική όσο γίνεται πιο κοντά στα ερμηνευτικά προαπαιτούμενα του λαϊκού τραγουδιστή, να μην αισθάνεται τελείως άβολα. Γιατί ένα από τα «μειονεκτήματα» της Λιλιπούπολης είναι ότι οι συνθέτες της δεν σκέφτηκαν να εναλλάσσουν συμφωνικά και χορωδιακά μέρη, όπου τραγουδούν κλασικοί τραγουδιστές, με μέρη λαϊκά, γεμάτα μπουζούκια και διπλοπενιές, όπου οι λαϊκοί τραγουδιστές μπορούν να νιώθουν «σαν στο σπίτι τους» (βλ. τα λαϊκά ορατόρια του Θεοδωράκη). Προσοχή όμως: ακριβώς επειδή η Λιλιπούπολη είναι γραμμένη σε παρτιτούρα από συνθέτες κλασικής μουσικής παιδείας, οι όποιες αποκλίσεις ή προσθαφαιρέσεις πρέπει να είναι στοχευμένες, να μην παραμορφώνουν πλήρως την αρχική μουσική δομή. Άλλωστε, τι νόημα θα είχε τότε για τους λαϊκούς «ερμηνευτές» η νέα αισθητική τους «αναβάθμιση»;
Πολλοί ενδεχομένως θα υποστηρίξουν ότι όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν παρά υπερβολική αντίδραση από τη μεριά ενός μουσικολόγου απέναντι σε κάτι λιγότερο σημαντικό απ’ ότι εμφανίζεται («εδώ ό κόσμος χάνεται…»). Κι όμως, ας σκεφτούμε για μια στιγμή τι σημαίνει η μετάβαση από την «εντεχνοποίηση», τον «εκσυμφωνισμό» της λαϊκής μουσικής, στην «εκλαΐκευση» της μη λαϊκής. Γιατί, τονίζω για μία ακόμη φορά, τα τραγούδια της Λιλιπούπολης δεν είναι λαϊκά τραγούδια, δεν είναι λαϊκή μουσική. Είναι μουσική γραμμένη από πεπαιδευμένους επαγγελματίες συνθέτες, καταγεγραμμένη νότα-νότα μέχρι την ενορχήστρωση και το κυριότερο, γραμμένη με πρόθεση να αναβαθμίσει το αισθητήριο των νέων (και όχι μόνο) ακροατών της μεταπολιτευτικής ραδιοφωνίας. Η Λιλιπούπολη αποτέλεσε πρόταση μουσικής παιδείας και όχι ένα ακόμη μέσο πλουτισμού των συντελεστών της. Η Λιλιπούπολη δεν είναι εμπόρευμα αν και μπορεί, όπως κάθε είδος μουσικής άλλωστε, να λειτουργήσει ως τέτοιο. Σκεφτείτε όμως ότι οι συμφωνίες του Μπετόβεν και οι όπερες του Βέρντι δεν χρειάζεται να εκτελεστούν από ροκ συγκροτήματα ή από τον Σερ Έλτον Τζον και την Σακίρα για να γεμίσουν τα Ηρώδεια, τα γεμίζουν ούτως ή άλλως. Επιτυγχάνουν έτσι διπλό στόχο: ανεβάζουν το αισθητικό επίπεδο των ακροατών και συνάμα γεμίζουν τα ταμεία. Μήπως, λοιπόν, οι ιθύνοντες της όποιας ηρωδειοποίησης και δισκογραφικής εκμετάλλευσης, στους δύσκολους καιρούς που ζούμε και που τα χρήματα είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία, θα μπορούσαν στο μέλλον να σκεφτούν και αυτό το ενδεχόμενο, να γεμίζουν δηλαδή τα ταμεία τους χωρίς να στρεβλώνουν τα μουσικά έργα μέσα στην ίδια τη δομή τους, χωρίς, με άλλα λόγια, να αλλοιώνουν το μουσικό τους ήθος;
Μάρκος Τσέτσος
Νοέμβριος 2013
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας