Στοιχεία Κατασκευαστή
Άλκης Ευθυμιάδης
Αγωνιστών Στρατοπέδου Χαϊδαρίου 42
Τηλέφωνα: Εργαστηρίου 210.5815695
Email: alkis_athens@hotmail.com
Το πρώτο βήμα για μια καλή κιθάρα είναι η επιλογή των ξύλων και εκεί συνεργάζονται όλες οι αισθήσεις, ο όραση, η ακοή, η αφή ακόμα και η όσφρηση.
Η συνάντησή μας έγινε στις σχολικές διακοπές του Πάσχα. Η συζήτηση μαζί του έγινε στο εργαστήριό του και κράτησε περίπου δυο ώρες με μια ουσιαστική συζήτηση. Πρόκειται για τον οργανοποιό κλασικής κιθάρας Άλκη Ευθυμιάδη.
Ο Άλκης Ευθυμιάδης γεννήθηκε στην Ομαλί Τσοτυλίου Κοζάνης το 1942. Σπούδασε μαθηματικός και για 20 περίπου χρόνια εργάστηκε ως καθηγητής μαθηματικών διατηρώντας δικό του φροντιστήριο. Το 1984 άρχισε τις πρώτες δοκιμές κατασκευής κλασικής κιθάρας. Η σύντομη θητεία του στην κατασκευή επίπλων έπαιξε σημαντικό ρόλο στη γνώση του ξύλου και της κατεργασίας του.
Η αγάπη προς την κλασική κιθάρα αλλά και ο ρόλος της λαϊκής κιθάρας αποτέλεσαν την αιτία για να αρχίσει τις κατασκευές. Η αφορμή ήταν το βιβλίο του Irving Sloan στο οποίο είδε τις φωτογραφίες με τις διάφορες φάσεις της κατασκευής. Η εκμάθηση της κιθάρας έπαιξε επίσης τον ρόλο της «... από υπερβολική αγάπη για αυτόν τον πολύ ωραίο ήχο τον πολυφωνικό. Είναι ορχήστρα η κιθάρα και αυτό το πράγμα με γοήτευσε».
Οι πρώτες του προσπάθειες αφορούσαν το ακουστικό αποτέλεσμα. Το αισθητικό αποτέλεσμα αν και σήμερα παίζει πολύ σπουδαίο ρόλο στη δουλειά του δεν τον απασχολούσε στην αρχή. Το άγχος του και η έρευνα του ήταν προς την κατεύθυνση του ήχου. Το γεγονός κατά τον Άλκη Ευθυμιάδη ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε παράδοση στα κλασικά όργανα ήταν μια επιπλέον δυσκολία για τους πρώτους κατασκευαστές κλασικής κιθάρας. «Δεν υπήρχαν υλικά, δεν υπήρχε τεχνολογία, δεν υπήρχε εμπειρία δεν υπήρχε παράδοση. Όλα έπρεπε, και ας μιλήσω για τον εαυτό μου, να τα μάθω μόνος μου. Με λάθη, με καθυστέρηση, με περισσότερα έξοδα, με περισσότερο ουσιαστικό και ψυχικό κόστος». Ακόμα και για την προμήθεια των υλικών το κόστος σε χρόνο και χρήμα ήταν σημαντικό αφού ταξίδευε ο ίδιος στην Γερμανία για να τα επιλέξει και να τα προμηθευτεί.
Η προσπάθεια εκμάθησης του παιξίματος της κιθάρας τον έκανε να αντιμετωπίσει την κατασκευή με άλλη οπτική. Έκανε μαθήματα, κατασκεύαζε τις κιθάρες του και πήγαινε σε συναυλίες για να ακούσει τους κιθαριστές να παίζουν. Συσσωρευόταν έτσι μια ενέργεια που έβρισκε την δημιουργική εκτόνωση της στην κατασκευή.
Κάθε φορά σε κάθε κιθάρα που έφτιαχνε βελτίωνε και ένα μέρος της. Με μεγάλο κόστος, κατέστρεφε την κιθάρες για να κερδίσει εμπειρίες. Βελτίωνε το καπάκι ή διόρθωνε το μέρος του οπλισμού που θεωρούσε ότι ευθύνεται αν το αποτέλεσμα δεν έφτανε εκεί που το είχε οραματιστεί θεωρητικά. Οι γνώμες των κιθαριστών, επωνύμων και μη, για τη δουλειά του έπαιζαν ρόλο ώστε να βελτιώνει ή να τροποποιεί τις επόμενες κατασκευές.
«Η κλασική κιθάρα απαιτεί πολλά πράγματα, το ακουστικό αποτέλεσμα είναι αρκετά αυστηρό, πρέπει να είναι δυνατή, να έχει ισορροπία να έχει καθαρή Σολ χορδή, να έχει ισορροπημένα καθαρά καντίνια και να έχει και ποιότητα».
Πολλοί κιθαριστές θα έχουν παρατηρήσει την αδυναμία της Σολ που αναφέρει. Κατά την άποψη του αυτό οφείλεται στην μεγαλύτερη διατομή σε σχέση με τις άλλες πλαστικές χορδές γεγονός του δυσκολεύει τον ήχο να ακουστεί καθαρός και μόνο η συνισταμένη των προσπαθειών για καλό καπάκι βοηθά την καθαρότητα της Σολ. Σε γενικές γραμμές θεωρεί ότι ένας λιτός οπλισμός[1] ενισχύει περισσότερο τις χαμηλές αρμονικές με αποτέλεσμα πιο μπάσο και «συναισθηματικό ήχο» ενώ όσο περισσότερο οπλίζεται το καπάκι τόσο πιο λαμπερός γίνεται ο ήχος αλλά με την αδυναμία να «βγει στενός». «Θέλει μια χρυσή τομή, μια ισορροπία. Θέλει μια μεγάλη έρευνα δεν μπορούν να ειπωθούν σε δυο γραμμές ας μην επικεντρωθούμε σε λεπτομέρειες γιατί θα χαθούμε. Υπάρχει το μοντέλο Torres με τα 7 καμάρια[2] που έχει κάποια στάνταρτ, δεν σε προδίδει. Έτσι από ένα σημείο και μετά αρχίζεις να δουλεύεις με αυτό ».
Μου δείχνει αρκετά καπάκια τα οποία έχει καταστρέψει για να μελετήσει πως λειτουργούν και τι σφάλματα βγάζουν γιατί στο μυαλό του είχε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα το οποίο προσδοκούσε να ακούσει από την κιθάρα που κατασκεύαζε. «Μερικές φορές ήμουν τυχερός δηλαδή πάτησα καλά το μοντέλο και όταν λέμε μοντέλο εννοούμε κυρίως τη φόρμα του οπλισμού του καπακιού. Αλλά χρειάζεται και καλό υλικό, το σκάφος να περιέχει καλό παλίσανδρο. Θα παίξει ρόλο και το πάχος περισσότερο ή λιγότερο, ο οπλισμός της πλάτης[3] κυρίως όμως το ρόλο τον παίζει ένα καλά οπλισμένο με καλή ιδέα καπάκι».
Κατά περιόδους εργαζόταν σε ένα μοντέλο κιθάρας, το τελειοποιούσε και κατόπιν το επιδείκνυε υποστηρίζοντας το. Έτσι οι κιθαριστές μπορούσαν να αποφανθούν για τις προσωπικές τους προτιμήσεις.
Η προσπάθεια του για βελτίωση της κατασκευής δεν περιοριζόταν στο εργαστήριο αλλά παρακολουθούσε τις κιθάρες του και στα διάφορα ρεσιτάλ. «Μέσα σε ένα ρεσιτάλ, σε ένα κονσέρτο μπορώ να πω ότι ίσως είχα και περισσότερο άγχος εγώ από τον κιθαριστή για το πως θα ακουστεί η κιθάρα μου. Όταν δεν ακουγόταν καλά προσπαθούσα αυστηρά να δω αν φταίει η κιθάρα αν φταίω εγώ ή αν ο κιθαριστής δεν έδινε (όχι δεν μπορούσε) αυτά που είχε την δυνατότητα να αποδώσει η κιθάρα». Σκέψη, αναστοχασμός και πάλι πίσω στο εργαστήριο για να διορθωθούν τα όποια λάθη θεωρούσε ότι είχε κάνει στην κατασκευή.
Για τις κιθάρες του χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά καπάκι από έλατο ισόβενο[4] με χρυσαλίδα[5] γιατί εμπιστεύεται την ποιότητα του αν και θεωρεί ότι είναι δύσκολο υλικό γιατί αργεί να ωριμάσει, να ‘στρώσει’ δηλαδή το όργανο κάτι που εξαρτάται και από το παίξιμο του κιθαριστή «με σωστό δεξί χέρι για να εξελιχτεί και το όργανο». Οι ταστιέρες του είναι από έβενο όπου χρησιμοποιεί την σύγχρονη τεχνολογία για τελειοποίηση. Για τα πλαϊνά και την πλάτη έχει καταλήξει στον παλίσανδρο Ινδιών ή Βραζιλίας με ίσες βένες, « και ομοιοχρωμία, να είναι γιαλυστερός και όχι καμένος». Οι δοκιμές που έχει κάνει με άλλα ξύλα δεν είναι πολλές αλλά όπως λέει «έχω δοκιμάσει όμως κάποια ώστε φανατικά να καταλήξω στον παλίσανδρο». Σήμερα ύστερα από τόσο χρόνια δουλειάς έχει καταλήξει σε κάποιο μοντέλο «που δεν μπορεί να περιγραφεί η φόρμα του το οποίο με εκφράζει πολύ ικανοποιητικά. Από κει και πέρα τι θα συμβεί στο μέλλον δεν ξέρω· έχω καταλήξει αλλά παραμένω ανοιχτός».
Με καμάρι μου δείχνει την προετοιμασία του σκάφους, για να δεχτεί το μπράτσο «ώστε να δεθεί δυναμικά και ορθόδοξα το χέρι με το σκάφος». Η ταστιέρα τον απασχόλησε αρκετά και έκανε πολλές δοκιμές «για να μη σκεβρώνει για να ξέρω από την αρχή ότι αυτό που θα φτιάξω θα πληρεί κάποιες προϋποθέσεις». Εξηγεί και μου δείχνει τα διάφορα μέρη της κιθάρας και τον τρόπο που κολλιούνται. Το φινίρισμά του άψογο ακόμα και στα σημεία που δεν είναι εμφανή όπως ο ντάκος[6] στο εσωτερικό του ηχείου. Το καπάκι της κιθάρας κατεβαίνει αρκετά στο σημείο που ενώνεται με την ταστιέρα για να μπορεί ο κιθαριστής να χρησιμοποιεί τις ψιλές νότες μετά το δωδέκατο τάστο με μεγαλύτερη ευκολία. «Αυτό το μοντέλο κάνω τώρα».
Η ροζέτα[7] στο καπάκι, το φιλέτο στον καβαλάρη και όπου αλλού το χρησιμοποιεί είναι πατενταρισμένα όπως και οι συνδυασμοί των χρωμάτων σε γήινους τόνους του καφέ και του κίτρινου. Στα τελευταία του μοντέλα τονίζει τη χρυσαλλίδα του καπακιού με σκόνη από παλίσανδρο. Το αισθητικό μέρος της κατασκευής όχι μόνο τον ενδιαφέρει πολύ αλλά σε αντίθεση με το ξεκίνημά του φανερώνει μια γνώση στην διακόσμηση εξαιρετική. «Το τέλειο αισθητικά, το καλύτερο αισθητικά αποτέλεσμα δεν το ήξερα· ήρθε και αυτό σε μια πορεία. Δεν μπορούσα να καταλάβω ότι αυτό δεν είναι καλό· δεν με ενοχλούσε οπτικά. Σιγά σιγά όμως ωρίμαζε η αισθητική και ήμουν πολύ αυστηρός και σε αυτό και τα σημερινά μου όργανα δεν έχουν καμία απολύτως σχέση αισθητική και ακουστική με τα πρώτα μου όργανα. Και η αισθητική έχει ορίζοντες οι οποίοι δεν ξέρω αν τελειώνουν».
Στον τομέα της διδασκαλίας δεν δραστηριοποιήθηκε ιδιαίτερα. Κατά καιρούς είχε κάποιους μαθητές μερικοί από τους οποίους ασχολούνται με την κατασκευή. «Δεν φτάνει όμως να μάθεις τη δουλειά για να κάνεις μια κιθάρα. Πρέπει να έχεις πάθος γύρω από την κατασκευή». Και αυτό το πάθος ο Άλκης Ευθυμιάδης φαίνεται να το διαθέτει αλλιώς δεν θα άφηνε μια αρκετά κερδοφόρα δουλειά όπως ήταν του φροντιστή μαθηματικού για να ασχοληθεί με την αβεβαιότητα της κατασκευής της κλασικής κιθάρας. Και το σημαντικότερο δεν θα έφτανε σε αυτό το σημείο αισθητικού και ακουστικού αποτελέσματος διανύοντας μια μοναχική πορεία τόσων χρόνων.
Νικόλας Τσαφταρίδης
(Μάρτιος 2007)
[1] Ο οπλισμός, ενισχύσεις, καμάρια στο καπάκι μπορεί να είναι ακτινικά, πλέγμα ή συνδυασμός. Πρβλ. Και στις παρουσιάσεις του Τσόλη και των Αφων Κουκουρίγκου.
[2] Τα καμάρια που καθιέρωσε ο Torres και είναι ακτινικά, σαν βεντάλια.
[3]Η πλάτη, το πίσω μέρος του ηχείου, για να ενωθεί με τα πλαϊνά τοποθετούνται μια σειρά από ξυλάκια (kerfing) ή πηχάκια (lining) ως ενίσχυση των συγκολλήσεων.
[4] Βένες ή νερά στο ξύλο οφείλονται στους αυξητικούς δακτύλιους του δένδρου. Αν η κοπή είναι ακτινική τα νερά του ξύλου είναι παράλληλα και ίσα αν η κοπή είναι εγκάρσια τότε φαίνονται καθαρά οι αυξητικοί δακτύλιοι.
[5] Η χρυσαλλίδα σχηματίζεται στα δένδρα από τα αγγεία που διαπερνούν κάθετα τους αυξητικούς δακτυλίους και έχει σαν αποτέλεσμα να δημιουργεί ‘χρυσές’ ανταύγειες στο ξύλο.
[6] Το σημείο με το οποίο ενώνεται το μπράτσο με την πλάτη και τα πλαϊνά. Το εξωτερικό μέρος του ντάκου φαίνεται στο πίσω μέρος της κιθάρας σαν προέκταση του μπράτσου στην ένωση με το σκάφος. Το εσωτερικό φαίνεται αν κοιτάξουμε μέσα από την τρύπα του ηχείου.
[7] Το διακοσμητικό στοιχείο που μπαίνει στην τρύπα του ηχείου (sound hole). Στις κιθάρες μπαίνει γύρω από την τρύπα και μπορεί να είναι από συνθετικά υλικά ή φυσικά (καπλαμάδες, κόκαλο, όστρακα)