Η σύγχρονη κλασική κιθάρα
Μια συζήτηση του Νικόλα Τσαφταρίδη με τους
Γιάννη και Τάσο Κουκουρίγκο
«... δεν υπάρχουν μυστικά στην κατασκευή. Τα πάντα τα βρίσκεις στο διαδίκτυο. ‘Μυστικό’ είναι αυτό που δεν μπορεί να μεταφερθεί με λέξεις».
Συνεχίζουμε την περιπλάνησή μας στους κατασκευαστές μουσικών οργάνων με ένα δίδυμο που ζει και εργάζεται στη Βόρεια Ελλάδα. Πρόκειται για τον Γιάννη Κουκουρίγκο και τον αδελφό του Τάσο Κουκουρίγκο με τους οποίους είχα μια συζήτηση στο εργαστήριό τους στο Σιδηροχώρι Σερρών από όπου προέκυψε και το κείμενο που ακολουθεί.
Ο Γιάννης γεννήθηκε το 1963 και το 1986 τέλειωσε το φυσικό τμήμα του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου της Θεσσαλονίκης. Φοιτητής ακόμα άρχισε να τον ενδιαφέρει το κατασκευαστικό μέρος της μουσικής με αποτέλεσμα να αρχίσει να ψάχνει διέξοδο αρχίζοντας να «σκάβει ένα κομμάτι ξύλο για να το κάνει τζουρά». Τα πρώτα μαθήματα οργανοποιίας τα πήρε δίπλα στον εμπνευσμένο δάσκαλο και οργανοποιό Θανάση Βαλαβάνη το 1984, στη σχολή οργανοποιίας που είχε στηθεί στη ΝΕΛΕ Σερρών. Έτσι ενώ ήταν κάτοικος Θεσσαλικής ταξίδευε κάθε βδομάδα στις Σέρρες για να παρακολουθεί τα μαθήματα και να μαθαίνει τον τρόπο κατασκευής των εγχόρδων λαϊκών οργάνων. Σημαντικό ρόλο στην μαθητεία του έπαιξε επίσης ο Αργύρης Τσονίδης, πατέρας των οργανοποιών Αφοί Τσονίδη, από τον οποίο έμαθε πολλά για τις φέτες (ντούγες)[1] και το τρόπο που δουλεύονται.
Ο Τάσος γεννήθηκε το 1972 και μετά από μια σύντομη περιπλάνηση σε δουλειές που είχαν να κάνουν με χειροτεχνικές δεξιότητες άρχισε να μαθαίνει κοντά στον μεγάλο του αδελφό και γρήγορα εξελίχθηκε σε σπουδαίο μάστορα της φέτας. Από κει και πέρα αρχίζει σκληρή δουλειά με επισκέψεις σε εργαστήρια και μουσεία, ενημέρωση από τη διεθνή βιβλιογραφία, συζητήσεις με φίλους οργανοποιούς και ερμηνευτές. Οι κατασκευές αγγίζουν μια μεγάλη γκάμα εγχόρδων οργάνων όμως το επίκεντρό τους είναι η κιθάρα, κυρίως κλασική και ακουστική. Και αυτό γιατί «η διαχρονικότητα της κιθάρας που έφθασε ως τις μέρες μας αγκαλιάζοντας πολιτισμούς για να γίνει παγκόσμιο όργανο σήμερα, τους μάγεψε»
Ήδη με το τέλος του 20ου αιώνα έγινε μια μεγάλη και επαναστατική αλλαγή που αφορούσε το καπάκι. Η διαδικτυακή τους έρευνα αλλά και οι επαφές τους με κιθαριστές, τους οδήγησαν στις εργασίες του μεγάλου Αυστραλού κατασκευαστή Greg Smallman ο οποίος ζει και εργάζεται στην Μελβούρνη. Ο Smallman έκανε την πρώτη κιθάρα με πλέγμα[2] στο καπάκι (βλ. φωτό 6 bracing καπάκι των αδελφών Κουκουρίκου με καμάρια πλέγμα) σε συνεργασία με τον John Williams γύρω στο 1995. Μέχρι τότε οι ενισχύσεις στις κλασικές ακολουθούσαν τη διάταξη της βεντάλιας. Πειραματίστηκε επίσης με ανθρακονήματα και κατόρθωσε να κάνει καπάκι 0,8 χιλιοστών χωρίς τον φόβο της κατάρρευσης. Μια άλλη μορφή στο χώρο της κατασκευής ο Mathias Damman, βάζει σάντουιτς στο καπάκι από λεπτό ξύλο μερικών δεκάτων του χιλιοστού και κυψέλες από honey comp (μελισσοκερύθρα), ένα συνθετικό υλικό (φωτό honey_comp.jpg).
Αυτές είναι μεγάλες αλλαγές στην κατασκευή με αποτέλεσμα ο Γιάννης και ο Τάσος να πειραματίζονται συνέχεια. Βέβαια όπως τόνισαν στη συζήτησή μας «υπάρχει σεβασμός στην ιστορία της κλασικής κιθάρας αλλά προχωράμε πειραματιζόμενοι με τις νέες κατακτήσεις της επιστήμης και τις απαιτήσεις των καιρών. Πιθανότατα το όργανο αυτό, έχει ιστορία 5.000 χρόνια αφού ηχείο σε σχήμα 8 έχει βρεθεί σε απεικονίσεις σουμερικών ανάγλυφων».
Με καμάρια βεντάλια το καπάκι συνήθως δεν μπορεί να γίνει κάτω από 2 χιλιοστά, χωρίς να κινδυνεύει να σκεβρώσει ή να σπάσει από την τάση των χορδών. Έτσι οι ψηλές συχνότητες δεν μπορούν να αποδοθούν χωρίς αυτό βέβαια να είναι μειονέκτημα αφού ο ήχος είναι αρκετές φορές προσωπική υπόθεση του κάθε κιθαριστή. Η δικιά τους έρευνα αφορά περισσότερο το αντηχείο. «Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η χορδή ταλαντώνεται σε μια διάσταση, το καπάκι σε δυο, ενώ το αντηχείο σε τρεις διαστάσεις, αφού συντονίζεται για να εξάγει τον ήχο». Η μελέτη του Γιάννη για το αντηχείο γίνεται εδώ και 15 χρόνια και όπως λέει ο ίδιος αν και φυσικός, τώρα αρχίζει να καταλαβαίνει πως λειτουργούν ορισμένα πράγματα. Ουσιαστικά η μελέτη του αντηχείου αρχίζει μετά το 2000 μέχρι τότε «ζωγράφιζαν Σπιλιάδες και Τρίτωνες όπως οι παλιοί χαρτογράφοι» αναφέρει ο ίδιος. Κατά την άποψη τους τα στάσιμα κύματα, (όπως αντιμετωπίζονται) μέσα στο αντηχείο παίζουν κρίσιμο ρόλο στην διαμόρφωση του τελικού ήχου. Καθώς τα τοιχώματά του δεν είναι ακλόνητα, παύουν να είναι στάσιμα, βρίσκονται σε μια διαρκή επανάδραση με όλα τα μέρη του οργάνου και εκπέμπουν ένα σημαντικό ποσό ενέργειας. Αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό, εάν κλείσουμε την ηχητική οπή. Η κιθάρα θα συνεχίσει να ηχεί. Η πλούσια παράδοση της Μεσογειακής οργανοποιίας τους οδήγησε στην κατασκευή ενός ιδιαίτερου αντηχείου με διθολικό σχήμα που βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με τον θεμελιώδη νόμο της συμμετρίας του χώρου. Εκτενέστερη ανάλυση της λογικής τους θα υπάρχει στην νέα τους ιστοσελίδα, www.alectorguitars.com που σε λίγο θα καθελκυστεί. Πρότασή τους να επισκεφτούμε επίσης την «πραγματικά τρομερή ιστόσελίδα του Γιαπωνέζου οργανοποιού Makoto Tsuruta www.crane.gr.jp»
Σημαντικό ρόλο στη δουλειά τους παίζει και το hand tuning, κούρδισμα δηλαδή με το χέρι στο μασίφ καπάκι. Κατά την διαδικασία αυτή το καπάκι τρίβεται με το χέρι με αποτέλεσμα να μην είναι στην ουσία ισόπαχο για να μπορούν να βγαίνουν όλες οι αρμονικές και να αναδεικνύεται έτσι ο ήχος της κλασικής κιθάρας.
Οι πειραματισμοί δεν αφορούν μόνο την κατασκευή και τα υλικά του ηχείου αλλά και το σχεδιασμό (desing) της κιθάρας. Ο πρωτοποριακός σχεδιασμός της «γιαπωνέζας» όπως την ονομάζουν είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της δουλειάς (βλ. φωτό gallery). Ο χώρος που δουλεύει ο Γιάννης είναι και το εκθετήριο των οργάνων. Εκεί οι κιθάρες αποθηκεύονται χωρίς όμως ιδιαίτερη φροντίδα σε ότι αφορά την υγρασία ή την θερμοκρασία. Δεν υπάρχει αφυγραντήρας ούτε μόνιμη θέρμανση για να κρατούν σταθερή υγρασία και θερμοκρασία (φωτό 5ekthesi). «Επίτηδες το κάνουμε για να δούμε πως συμπεριφέρονται τα όργανα που κάνουμε. Έχουμε τις συνθήκες ενός φυσιολογικού χώρου σπιτιού, όπου δεν υπάρχει αφυγραντήρας ή συνεχής θέρμανση.» Τόσο από άποψη σχεδιασμού όσο και ήχου ενδιαφέρον έχουν και οι κιθάρες που το σκάφος τους είναι φτιαγμένο από φέτες. Στην πιο πάνω φωτογραφία από το εκθετήριο φαίνονται στην πρώτη σειρά 3 κιθάρες φτιαγμένες με φέτες. Τα υλικά που χρησιμοποιούν είναι ως επί το πλείστον φυσικά, τα δε ξύλα είναι καλά αποξηραμένα. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το ξύλο το οποίο χρησιμοποιείται για την κατασκευή του αρμονικού επιπέδου της κιθάρας, όπου και οι επιλογές είναι περιορισμένες. «Ευρωπαϊκή ερυθρελάτη και κέδρος είναι τα ξύλα που χρησιμοποιούμε, η επιλογή ανάμεσα στα δύο αυτά εξαρτάται από τις προτιμήσεις του κατασκευαστή. ¨Ένας καλός Ελβετός φίλος μας βοήθησε να βρούμε εξαιρετικής ποιότητας ερυθρελάτης, παλαιότητας 20 χρόνων(φωτό valter.jpg). Παλίσανδρος Ινδιών χρησιμοποιείται για τα πλαϊνά και την πλάτη χωρίς όμως να είναι αυστηρή επιλογή. Η σημασία του είδους του ξύλου για τα σημεία αυτά είναι ήσσονος σημασίας. Ας θυμηθούμε την κιθάρα από χαρτόνι του Τόρρες[3]». Για τα υπόλοιπα μέρη του οργάνου ακολουθούμε την πεπατημένη, φροντίζοντας μόνο για την ποιότητά τους. Στο χώρο τους υπάρχει μια μεγάλη αποθήκη όπου αποθηκεύονται τα ξύλα και τα καλούπια (βλ. φωτό 1woods, 2woods) διασφαλίζοντας έτσι την σωστή (ελάχιστη) υγρασία. Κατόπιν το χειροτεχνικό μέρος της δουλειάς γίνεται στο καθαυτό εργαστήριο «το βασίλειο του Τάσου» (φωτό. 7the luthiers). Εδώ μπαίνει πια σε πράξη ότι σχεδιασμός και μελέτη έχει γίνει στο γραφείο και στον υπολογιστή. Κατασκευάζονται τα όργανα και καταλήγουν στους οργανοπαίκτες ή στις εκθέσεις.
Μέχρι τώρα οι αδελφοί Κουκουρίγκου έχουν κάνει 2 ατομικές εκθέσεις. Η πρώτη έγινε στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης το 1997, η δεύτερη στο Μουσείο Λαϊκών Οργάνων στην Πλάκα το 1998. Μια σειρά φωτογραφιών, έφθασε στα χέρια, μέσω του ΜΑΘΡΑ (ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ – ΘΡΑΚΗΣ) του Σάκη Χατζηζαμάνη, διευθυντή της σχολής οργανοποιίας του Δήμου Καστοριάς ο οποίος εκτιμώντας τη δουλειά τους, τους κάλεσε να οργανώσουν τη νέα Σχολή και να διδάξουν. Η συνεργασία αυτή κράτησε για 5 χρόνια και καρπός της ήταν δυο εκθέσεις με όργανα δικά τους αλλά και των μαθητών της σχολής. Η πρώτη το 2000 στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο της Λευκωσίας και η δεύτερη το 2002 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις Βρυξέλλες. Για λόγους που ξεπερνούν αυτή την παρουσίαση διέκοψαν τη συνεργασία με τη Σχολή και αποφάσισαν να στήσουν πια μόνιμα το εργαστήριο τους στο Σιδηροχώρι Σερρών το 2003. Απομόνωση; Όχι γιατί όπως μας πληροφορούν «ως μέλη της GAL ( Guild of American Luthier) έχουμε συνεχή ενημέρωση με τις προόδους της κατασκευής ενημερωνόμαστε με άρθρα, βιβλία, σχέδια απόψεις κτλ.» Αξίζει να σημειωθεί η ιδιαίτερη διάκριση που τους έγινε από την συντεχνία αυτή η οποία αριθμεί περίπου 6.000 μέλη, συλλέκτες, ιδρύματα, προμηθευτές, εμπόρους. Σε μια ανθολόγηση 50 μελών συμπεριέλαβε δύο εργαστήρια. Το ένα ήταν το δικό τους, με τον πλέον τιμητικό χαρακτηρισμό, a radical view for guitar.
Άλλωστε πιστεύουν ότι «δεν υπάρχουν μυστικά στην κατασκευή. Τα πάντα τα βρίσκεις στο διαδίκτυο. Μυστικό είναι αυτό που δεν μπορεί να μεταφερθεί με λέξεις. Αυτό που διαφοροποιεί τον κάθε κατασκευαστή είναι η επένδυση που ο ίδιος κάνει στον τομέα της δουλειάς». Η εμπειρία δηλαδή. Μια εμπειρία που δεν έχει να κάνει με το πόσα χρόνια δουλεύει ο άλλος αλλά το πόσο αντιμετωπίζει την κάθε μικρή λεπτομέρεια με σεβασμό ώστε κάθε κομμάτι της κατασκευής να είναι μια σπουδή και να σε οδηγεί ένα βήμα πιο μπροστά. Μια εργοστασιακή κατασκευή όσο ακριβή και αν είναι πρέπει να πιάσει το μέσο όρο των απαιτήσεων. Το όργανο όμως του κατασκευαστή θα πρέπει να πιάσει τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του κάθε κιθαριστή. Εκτός αυτού η σχέση του κατασκευαστή με τον κιθαριστή δεν σταματάει εδώ. Η συντήρηση και η τυχών επιδιορθώσεις από την πάροδο του χρόνου ή την κακή χρήση (πέσιμο ή μη σωστή φύλαξη της κιθάρας) καλό είναι να γίνονται από τον ίδιο κατασκευαστή εφόσον βέβαια πρόκειται για επαγγελματία στη συνείδηση. «Όταν δειγματίζουμε μια δική μας κιθάρα, πέρα από τις θετικές κρίσεις, ιδιαίτερα μας ενδιαφέρουν οι σοβαρές αρνητικές επισημάνσεις των κιθαριστών, καθώς αποτελούν αφετηρία για ένα νέο προχώρημα».
Νικόλας Τσαφταρίδης
nikotsaf@ecd.uoa.gr
(Μάρτιος 2007)
[1] Ντούγες, δούγες ή φέτες λέγονται τα λεπτά πάχους συνήθως 3 χιλιοστών ξύλα τα οποία κολλώντας το ένα δίπλα στο άλλο φτιάχνουν το σκάφος οργάνων όπως του μαντολίνου ή του μπουζουκιού.
[2] Ενισχύσεις ή καμάρια μπαίνουν στο καπάκι των εγχόρδων για να μπορεί να αντέχει στην τάση των χορδών. Παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στην τελική διαμόρφωση του ήχου.
[3] Ο Torres για να αποδείξει ότι το καπάκι είναι το πιο σημαντικό μέρος μιας κιθάρας κατασκεύασε μια κιθάρα με πολύ καλής ποιότητας καπάκι αλλά με πλαϊνά και πλάτη από χαρτόνι. Πολλοί είπαν τότε ότι ο ήχος αυτής της κιθάρας ήταν καλύτερος από τις συμβατικά κατασκευασμένες.