Όνομα Σπύρος
Επώνυμο Μαμάης
Διεύθυνση Εμμ. Μπενάκη 101 Εξάρχεια
Τηλ. Εργαστηρίου 210. 3304198
Ιστοσελίδα www.santouri.gr & www.santouri.com
Email info@santouri.gr
‘Με tar, εκατό’
ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΟΡΓΑΝΟΠΟΙΟ
ΣΠΥΡΟ ΜΑΜΑΗ[1]
«Με γοήτευσε η κατασκευή του μουσικού οργάνου και όχι η ερμηνεία του, περισσότερο το όργανο, παρά το παίξιμο»
Με αφορμή την κιθάρα ή πιο σωστά με αφορμή το TAR (χορδή) αφού από εκεί ξεκινούν όλα τα χορδόφωνα έγινε και αυτή η συζήτηση με τον Σπύρο Μαμάη, οργανοποιό – κατασκευαστή σαντουριών. Η πρώτη επαφή με τον Σπύρο είχε γίνει το 2001 σε μια πολύ ενδιαφέρουσα Διεθνή Συνάντηση περί κατασκευή μουσικών οργάνων στην Καστοριά. Το 10ήμερο αυτό συνέδριο το είχε οργανώσει η Σχολή Κατασκευής και Μελέτης Παραδοσιακών Οργάνων του Δήμου Καστοριάς η πρώτη θεσμοθετημένη προσπάθεια οργανωμένης εκπαίδευσης για την οργανοποιία[2].
Ο Σπύρος Μαμάης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1969 και είχε την πρώτη του επαφή με την μουσική μέσω των μουσικών οργάνων που υπήρχαν στο σπίτι του. «στην οικογένεια πάντα υπήρχε κάποιο όργανο, θυμάμαι δηλαδή ότι γύρω στα 4, είχα τσακίσει ένα βιολί του πατέρα μου» ενώ μια κιθάρα κλεισμένη σε μια ντουλάπα θα γίνει ένας διάδρομος για τα αυτοκινητάκια του όπου θα ακουστεί και ο πρώτος ήχος. Από πολύ μικρός όμως θα έρθει σε επαφή και με την κατεργασία του ξύλου αφού ο ένας του παππούς ήταν ξυλουργός «έχω παίξει δίπλα στην «ξεχοντριστήρα», μες τα πριονίδια και στην κορδέλα, έχω μαγευτεί με τα σφυράκια και τα ροκάνια που ήταν στον πάγκο, σε κάποιο σημείο βέβαια κρεμασμένα και δεν μπορούσα να τα φτάσω, όπως καταλαβαίνεις υπάρχει μια έτσι... γοητεία μ’ αυτή την ιστορία». Αν και δεν πρόλαβε να εργαστεί με τον παππού του τα «δυο ροκάνια, δυο σκαρπέλα και τέσσερις σφιγκτήρες» που έχει από αυτόν του θυμίζουν τη αρχή της σχέσης του με το ξύλο και την κατασκευή.
ΔΕΙΤΕ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΙ ΑΚΟΥΣΤΕ ΗΧΗΤΙΚΑ ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΟΡΓΑΝΩΝ ΤΟΥ:
http://www.santouri.gr/Instruments_Gr.html
Στην εφηβεία του θα αρχίσει να παίζει κιθάρα σε διάφορα ροκ γκρουπάκια της εποχής και θα κάνει και κάποια ιδιαίτερα μαθήματα κιθάρας. Από πολύ νωρίς όμως θα τον γοητεύσει η κατασκευή του μουσικού οργάνου και όχι η ερμηνεία του «περισσότερο το όργανο, παρά το παίξιμο». Στα 14 του χρόνια βλέπει στα τουριστικά μαγαζιά της Αίγινας να πωλούν μικρά έγχορδα κατασκευασμένα μάλλον από τους τρόφιμους των Φυλακών Αίγινας τα οποία χρησιμοποιούσαν σκάφος από φλάσκες και κατασκευάζει με τον ίδιο τρόπο τον πρώτο του τζουρά. Ως παιδί της πολυκατοικίας όμως δεν είχε την δυνατότητα να συνεχίσει τις κατασκευές παρά μόνο μετά το στρατό όπου μένοντας πια μόνος διαμορφώνει ένα δωματιάκι σε πρόχειρο εργαστήριο με «ένα πάγκο και ψιλοεργαλειάκια». Τα βιβλία του Hideo Kamimoto αλλά και του Donald Brosnac του δίνουν και τα πρώτα «επιστημονικά» ερεθίσματα για την κατασκευή – επισκευή της κιθάρας. «Για την γενιά μου τουλάχιστον, δεν υπήρχε εύκολη πρόσβαση σε τέτοια πράγματα, σε βιβλία ... μόνο κατά τύχη δηλαδή αν τα ‘βρισκες, ή τουλάχιστον εγώ δεν ξέρω αν ... [και] που μπορούσα να τα βρω». Συνεχίζει έτσι τις κατασκευαστικές του αναζητήσεις χωρίς όμως να έχει έρθει σε επαφή ακόμα με την κατασκευή του σαντουριού. Σε αυτή τη φάση σημαντικό ρόλο θα παίξει και η σχέση του με τον θείο του Γιάννη Κοζαδίνο ο οποίος εκείνη την περίοδο ασχολιόταν με την οργανοποιία, παρέα και φίλος του Νικου Φρονιμόπουλου. Με τον Κοζαδίνο « αρχίσαμε να έχουμε (...) περισσότερες επαφές και συμπύκνωσε λιγάκι τις... σκόρπιες εικόνες που είχα στο μυαλό μου ας πούμε, ξέρεις τις έβαλε λιγάκι σε σειρά». Έτσι ουσιαστικά από αυτή την περίοδο αρχίζει να ασχολείται συστηματικά με την οργανοποιία πάντα όμως στα πλαίσια του ερασιτεχνισμού μιας και η κύρια δουλειά του ήταν ηλεκτρολόγος-κινηματογραφιστής, ως απόφοιτος Τεχνικής Επαγγελματικής Σχολής, χωρίς όμως να έχει έρθει σε επαφή ακόμα με την κατασκευή-επισκευή του σαντουριού. Η γνωριμία του με τον Δημήτρη Κοφτερό γύρω στα 1997 θα παίξει καθοριστικό ρόλο αφού θα έρθει σε επαφή με μια ιστορική κατασκευή, ένα σαντούρι του Γιάννη Ζαφειρόπουλου[3]. Ο Δημήτρης Κοφτερός τον βοήθησε να πάρει μέτρα, του επέτρεψε να βγάλει φωτοτυπίες με τις μετρήσεις του και τέλος τον ενθάρρυνε να μπει στον κόσμο της κατασκευής του σαντουριού.
«μου χάρισε και το βιβλίο εκείνο το απόγευμα, [....] τον ενόχλησα αρκετές φορές στο τηλέφωνο από τότε» και ο Δημήτρης ήταν « πολύ θετικός, πάρα πολύ θετικός, ήτανε πάρα πολύ... ευγενικός». Το βιβλίο Δοκίμιο για το Ελληνικό σαντούρι του Δημήτρη Κοφτερού είναι ένα από τα ελάχιστα σχετικά με την οργανοποιία τα οποία κυκλοφορούν στα ελληνικά. Οι παραινέσεις του Κοφτερού, το σχετικό βιβλίο και το μεράκι του εκκολαπτόμενου οργανοποιού θα έχουν ως αποτέλεσμα την κατασκευή του πρώτου του σαντουριού.
Το μαγαζί-εργαστήριο
Ήταν μια πρώτη προσπάθεια αλλά με την ενθάρρυνση του Κοφτερού είναι ουσιαστικά τα θεμέλια της μετέπειτα πορείας του Μαμάη ως κατασκευαστή σαντουριών. Η προσπάθεια συνεχίζεται και υπάρχει μια συνεχής βελτίωση τόσο στον ήχο όσο και από αισθητικής άποψης κάτι το οποίο φαίνεται στα σημερινά σαντούρια του. Η βασική του γραμμή όμως παραμένει αυτή που χάραξε ο Ζαφειρόπουλος. « ... προσπαθείς να βελτιώνεσαι συνέχεια ουσιαστικά όμως είμαι όλα αυτά τα χρόνια πάνω στα πρότυπα του Γιάννη του Ζαφειρόπουλου, δηλαδή... δεν έχω αλλάξει ούτε τα μέτρα μου, ούτε την φόρμα» Η άποψη του για το Ζαφειρόπουλο είναι ότι ως κατασκευαστής δεύτερης γενιάς ήταν « ο Τόρες ας πούμε του σαντουριού» τα λίγα δείγματα που έχουμε δείχνουν ότι επρόκειτο για «έναν πολύ κατασταλαγμένο κατασκευαστή». Σιγά σιγά αρχίζει και μαζεύει εργαλεία « δηλαδή απέκτησα την πρώτη μου πριονοκορδέλα, την πρώτη μου πλάνη, και κάποια στιγμή αποφάσισα ότι θα ασχοληθώ μόνο μ’ αυτό. Και... το ‘στησα εδώ στην Εμμανουήλ Μπενάκη...».
Το εργαστήριο αυτό ξεκινάει με λίγους πελάτες φίλους αλλά με την πίστη ότι αυτό του αρέσει να κάνει και από αυτό πρέπει να ζήσει. Η καλή δουλειά και η φιλική εξυπηρέτηση θα φέρει και τον βιοπορισμό. Η οργανοποιία είναι η αγάπη του, η κατασκευή του σαντουριού το τυχαίο γεγονός της σχέσης του με τον Κοφτερό και τα σαντούρια του Ζαφειρόπουλου. Από κει και πέρα όμως γίνεται το επίκεντρο των ανησυχιών του, της έρευνας και της εφαρμογής. Δεν έχει επιφέρει σχεδιαστικές τομές σε ότι αφορά το σχήμα ή το μέγεθος του οργάνου και ο λόγος γίνεται φανερός όταν μου αναφέρει ότι « βρίσκομαι συνεχώς απασχολημένος με το να... να βελτιώνομαι, να βελτιώνω τις κατασκευές μου. Κι αυτό [... ] είναι αρκετά χρονοβόρο. Γιατί... ένας κατασκευαστής σαντουριού, είναι και κατασκευαστής χορδών, είναι και λίγο τορναδόρος, είναι και λίγο...» από όλα. Οι σύγχρονες τεχνικές, τα σύγχρονα υλικά και εργαλεία συνυπάρχουν στο εργαστήριο του. «στο εργαστήριο μου υπάρχει το καπλαμαδόσφυρο[4], υπάρχει και η αντλία κενού.» Όσο όμως η συζήτηση προχωρά αντιλαμβάνομαι ότι το σαράκι της καινοτομίας είναι πολύ έντονο στον Μαμάη. Τα υλικά που χρησιμοποιεί είναι επιλεγμένα και μάλιστα πολλά από αυτά δικής του εισαγωγής. Τα ξύλινα μέρη του οργάνου είναι αυτά που παραδοσιακά έχουν δοκιμαστεί από τους Έλληνες κατασκευαστές σαντουριού, όπως ευρωπαϊκό αλπικό έλατο για καπάκι, κελεμπέκι ή οξιά για τη σκάφη (ηχείο). Οι καινοτομίες όμως που δοκιμάζει δεν είναι λίγες. Προτείνει μια σουρντίνα pedal την οποία έχει σχεδιάσει και πραγματοποιήσει και η οποία δεν καταπονεί το όργανο, δοκιμάζει το συνθετικό υλικό polyacetal[5] αντί για τους ορειχάλκινους ράβδους των καβαλάρηδων, και φτιάχνει το πρώτο σαντούρι χρησιμοποιώντας ανθρακονήματα (carbon fiber) με αποτέλεσμα να έχουμε μείωση κατά 30% του βάρους του σαντουριού. Η άποψη του όμως είναι ότι στο σαντούρι όπως και σε κάθε παραδοσιακό όργανο δεν γίνονται εύκολα αποδεκτές οι μεγάλες αλλαγές. Μένει να δούμε σε βάθος χρόνου την αποδοχή στις όποιες καινοτομίες.
Βέβαια οι παρεμβάσεις αυτές δεν γίνονται στα τυφλά αφού η μελέτες του για την χρήση του honeycomb στο καπάκι δείχνουν ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτή τη τεχνική για το σαντούρι επειδή το καπάκι του σαντουριού συμπεριφέρεται με τελείως διαφορετικό τρόπο από ότι της κιθάρας. Δοκιμάζει επίσης μπαγκέτες από διαφορετικά ξύλα τα οποία συμβάλλουν με την ελαστικότητα τους στο παίξιμο.
Η σχέση του με το διαδίκτυο είναι αρκετά καλή όπως φαίνεται και από την ιστοσελίδα του και έτσι έχει συνεχή ενημέρωση για τις όποιες τεχνολογικές εξελίξεις ή τις έρευνες που γίνονται γύρω από το σαντούρι. Άλλωστε είναι μέλος της Guild of American Luthiers (GAL) καθώς και του Αssociation of Stringed Instrument Artisans (ASIA). Η «μικρή Βαλκανική αγορά του σαντουριού» δεν βοηθά ώστε να γίνονται συστηματικά έρευνες γύρω από αυτό το θέμα. Το ουγγαρέζικο τσίμπαλο έχει αρκετή βιβλιογραφία αλλά οι ομοιότητες κατά τον Σπύρο, των δυο οργάνων περιορίζονται μόνο στο παίξιμο και αυτό υπό αίρεση. Αν και η κατασκευή του απορροφά τον περισσότερο χρόνο θεωρεί ότι το ιστορικό κομμάτι του σαντουριού είναι σημαντικό «αλλά προσπαθώ εκεί μες την επιβίωση ρε παιδί μου, μες τον αγώνα, ξέρεις για το καθημερινό, ας πούμε, νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό, ένα μαγαζί που ουσιαστικά... φτιάχνει σαντούρια, να βάζει ένα λιθαράκι στην ιστορία του σαντουριού». Το παλιότερο σαντούρι που του έχουν φέρει, όπως ανακάλυψε μετά από έρευνα, είναι του Στυλιανού Καραγεωργίου κατασκευασμένο στην Σμύρνη πριν το 22. Από τις φωτογραφίες που του έχουν φέρει κατά καιρούς διάφοροι θεωρεί ότι οι Έλληνες κατασκευαστές είχαν δική τους σχολή αφού εκτός από το μέγεθος και οι τραβέρσες[6] και το αρμάτωμα έχουν σαφείς διαφορές αν και δεν έχουμε τόσα πολλά στοιχεία ώστε να στοιχειοθετήσουμε επιστημονικά κάτι τέτοιο.
Οι έρευνες του Μαμάη όμως δεν περιορίζονται στα υλικά της κατασκευής αλλά εκτείνονται και στα εργαλεία και τις μηχανές. Στην Διεθνή συνάντηση της Καστοριάς είχε κάνει μια ανακοίνωση για μια μηχανή περιέλιξης χορδών με φτηνά υλικά την οποία όπως μου είπες χαριτολογώντας την έχει εξελίξει «σε μηχανή τρίτης γενιάς» με μεγάλη ακρίβεια στην περιέλιξη χορδών ενώ τώρα ετοιμάζει ένα μικρό παντογραφικό.
Υλικά, εργαλεία, μηχανήματα μα πάνω από όλα το μεράκι του μάστορα για την κατασκευή ενός προϊόντος υψηλού αισθητικού και ηχητικού αποτελέσματος που βάζει τη σφραγίδα του στην ελληνική μουσική. Μια σκάφη με πάνω από 100 χορδές τεντωμένες, ένα όργανο απλό στη σύλληψη μα τόσο περίπλοκο στην κατασκευή, το ελληνικό σαντούρι.
ΥΓ Επί του (ηλεκτρονικού) τυπογραφείου. Στη βιτρίνα του εργαστηρίου εκτός από το σαντούρι υπάρχει και μια ρεμπετοκιθάρα με όμορφες καμπύλες κατασκευασμένη από τον ίδιο. Οι παλιές αγάπες δεν ξεχνιούνται!
Νικόλας Τσαφταρίδης
nikotsaf@ecd.uoa.gr
(Ιούνιος 2009)
Επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
[1] Την απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης έκανε η συνάδελφος Κατερίνα Βασιλείου την οποία και ευχαριστώ.
[2] Η σχολή του Δήμου Καστοριάς, το Τμήμα Τεχνολογίας Ήχου και Μουσικών Οργάνων ΤΕΙ Ιονίων Νήσων και το Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής ΤΕΙ Ηπείρου είναι οι θεσμοθετημένες σχολές οι οποίες ασχολούνται με την οργανοποιία. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα μας απογοητεύσουν και θα συνεχίσουν να προσφέρουν στον υποτιμημένο αυτό χώρο.
[3] Υπήρξε από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές σαντουριών κάτι που φαίνεται από τις αναφορές όλων των Ελλήνων κατασκευαστών σαντουριού. Τα στοιχεία που έχουμε για τη ζωή του είναι ελάχιστα.
[4] Ξύλινο σφυρί για την κόλληση του καπλαμά.
[5] Το συνθετικό αυτό υλικό με την εμπορική ονομασία Delrin έχει αρχίσει να αντικαθιστά το ξύλο και το μέταλλο για τα Ιρλανδέζικα φλάουτα και τους αυλούς στις γκάιντες ενώ ήδη χρησιμοποιείται για πένες κιθάρας αλλά και για τις «πένες» των πλήκτρων στα harpsichords.
[6] Ενισχύσεις στη σκάφη του σαντουριού για μεγαλύτερη αντοχή στις τάσεις που αναπτύσσονται από τις χορδές