Στοιχεία κατασκευαστή:
Βασίλης Λαζαρίδης
Διεύθυνση: Καρυάτιδος 24
Τηλέφωνα: (Κινητό) 6947603529, (εργαστήριο) 2105759801
email: lazaridesv@yahoo.gr
Είναι σημειωμένο και στον πρόλογο της στήλης, το ήξερα τόσο από τους φίλους οργανοποιούς όσο και από τα μεγάλα ονόματα οργανοποιών που όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε, αλλά φαίνεται ότι με τους ρυθμούς που πάει η στήλη, δεν θα καταφέρουμε να παρουσιάσουμε το σύνολο των κατασκευαστών. Θα μου πείτε, μπορούμε να αλλάξουμε το κριτήριο παρουσίασης. Όμως έχω απορρίψει τα εξής κριτήρια: α) της αρχαιότητας – δεν θα ξέραμε τι γίνεται με τους νέους κατασκευαστές, β) της παραγωγής – ένας κατασκευαστής με μικρότερη παραγωγή δεν σημαίνει ότι δεν έχει άποψη και δεν προάγει τον κλάδο, γ) της φήμης – κάθε οργανοποιός προσθέτει ένα μικρό η μεγάλο λιθαράκι στην ελληνική οργανοποιία και δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Τέλος, υπάρχει και μια παράμετρος που παίζει έναν σημαντικό ρόλο στην παρουσίαση: το η έλλειψη χρόνου που απαιτείται για τέτοιου είδους προσπάθειες. Παρά λοιπόν το γεγονός ότι υπάρχουν στηριγμένες δικαιολογίες για την αργή παρουσίαση των συνεντεύξεων, προσπαθώ να βρω τρόπους ώστε να προσεγγίζουμε τους οργανοποιούς με ταχύτερους ρυθμούς. Γι’ αυτό το λόγο ξεκινάει ένα δίκτυο φίλων και συνεργατών σε όλη την Ελλάδα, ώστε να μπορέσουμε να γνωρίσουμε το σύνολο των οργανοποιών το συντομότερο δυνατό. Αν οι προσπάθειές μας θα στεφθούν με επιτυχία, θα το δούμε σύντομα. Πάντως δεν θα σταματήσουν να γίνονται.
Βασίλης Λαζαρίδης
(Η κλασική και η φλαμένκο κιθάρα
στην ελληνική οργανοποιία)*
{MOTTO 1} Όσο και αν ακούγεται περίεργο, ο πρώτος μου δάσκαλος ήταν το έντυπο ΤaR.[1]
{MOTTO 2} Η ευτυχία της άγνοιας έρχεται να διαταραχθεί στην πορεία από τη γνώση.
Η συζήτηση έγινε στο εργαστήριο του Βασίλη Λαζαρίδη, που βρίσκεται σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο πάνω από το σπίτι του. Αποτελείται από δυο δωμάτια, τα οποία χρησιμεύουν ως έκθεση και ησυχαστήριο μελέτης και περισυλλογής το ένα και ως εργαστήριο με τα υλικά και τα μηχανήματα το άλλο. Τακτικοί και περιποιημένοι και οι δυο χώροι. Αν και ήταν η πρώτη φορά που τον συναντούσα, η ατμόσφαιρα έγινε πολύ γρήγορα ζεστή και φιλική. Ο Βασίλης Λαζαρίδης γεννήθηκε το 1962 στην Αθήνα και έχει καταγωγή ποντιακή, από το χωριό Λευκότοπος των Σερρών. Το παλαιό όνομα του χωριού ήταν Καβάκι στα τούρκικα, τα οποία ήταν η δεύτερη γλώσσα των κατοίκων. Η πρώτη του τυχαία επαφή με την κατασκευή έγινε στα 12-13 χρόνια του, χωρίς να γνωρίζει τίποτα από την οργανοποιία. Είχε πάρει ένα κομμάτι πεύκο και άρχισε να το σκαλίζει για να διαμορφώσει το σκάφος ενός μπουζουκιού. “Ό,τι πιο άχρηστο, δηλαδή, και ούτε θυμάμαι πού κατέληξε αυτή η προσπάθεια…” Φαίνεται όμως ότι αυτό το παιγνίδι ήταν η απαρχή για την ενασχόλησή του στην αρχή με τη μουσική και κατόπιν με την οργανοποιία.Από τα 15 του χρόνια και μετά αρχίζει μια σταθερή πορεία, στην αρχή με μπουζούκι και αργότερα με ούτι και ποντιακή λύρα. Σπούδασε στα τότε ΚΑΤΕΕ τουριστικές επιχειρήσεις, αλλά δεν ασχολήθηκε ποτέ με κάτι σχετικό με το επάγγελμα.
Έπαιζε μπουζούκι, “από αυτά τα κατασκευάσματα με το μαύρο σκάφος, τις πλαστικές φιγούρες και τα συνθετικά σεντέφια[2] (την ασετόπαστα[3]). Αλλά αυτό που με έφτιαξε, μετά από καιρό, ήταν το τρίχορδο”. Είχε ξεκινήσει με ένα τετράχορδο μπουζούκι που βρέθηκε κοντά του γιατί δεν υπήρχε η δυνατότητα γνωριμίας με το τρίχορδο. Κάποια στιγμή, παίζοντας σε μια ταβέρνα, είδε ένα τρίχορδο μπουζούκι και ενθουσιάστηκε. “Έπαθα πλάκα! Ήταν από κελεμπέκι, χωρίς φιγούρες, με ένα λευκό καπάκι από έλατο με μια ροζέτα κεντημένη[4] στο χέρι. Πώς περπατάς στο δρόμο και βλέπεις μια κυρά και τη δαγκώνεις και πέφτεις ξερός και την ερωτεύεσαι;” Μου περιγράφει την πρώτη του επαφή σαν μια βαθιά ερωτική σχέση, η οποία υπήρξε η αφορμή για να αρχίσει πια την κατασκευή. Το μπουζούκι αυτό ήταν φτιαγμένο από έναν πολύ καλό (στη συνέχεια) φίλο του, τον Φώτη Μητσιάκη, ζωγράφο και οπερατέρ, ο οποίος ήταν και η πηγή της έμπνευσής του. Γύρω στα 1990 λοιπόν, ο Βασίλης άρχισε να κατασκευάζει τα πρώτα του όργανα. Έφτιαξε το πρώτο του καλούπι, γύρισε τις πρώτες ντούγες και κατασκεύασε το πρώτο μπράτσο. Όλα αυτά μέσα από τη διαδικασία της δοκιμής και λάθους, όπως κάθε αυτοδίδακτος οργανοποιός. Στη συνέχεια, άρχισε να ακολουθεί την προσφιλή μέθοδο του μαθητευόμενου μάστορα που θέλει να εξελιχθεί: “Άρχισα να καταστρέφω όργανα. Έμπαινα σε εργαστήρια για να μου τα επισκευάσουν, έβλεπα εικόνες…” Η ευαισθησία όμως του ανθρώπου που θέλει να μάθει αλλά δεν θέλει να ενοχλήσει, τον έκανε να μη ρωτά ποτέ. Έτσι δεν υπήρξαν κάποιοι να βοηθήσουν αποφασιστικά στην πορεία του. Άλλωστε, η παλιά άποψη του μάστορα ότι το “μυστικό” που ανακάλυψε δεν το μοιράζεται, υπάρχει (ή τουλάχιστον υπήρχε) και στην οργανοποιία. Αυτοί που τον βοήθησαν ήταν “φίλοι, αφού όμως είχα φτάσει στην πηγή, είχα δει το φως μου… Και δεν μου κρύβουν πράγματα, αλλά πια συζητάμε σε άλλο επίπεδο σήμερα, ανοιχτά”. Η άποψή του είναι ότι οι παλιοί μάστορες είχαν μια σεβαστή εμπειρία η οποία όμως δεν μπορούσε να μετουσιωθεί σε γνώση, γιατί υπήρχε η μυστικοπάθεια. Σήμερα, το διαδίκτυο μπορεί να προσφέρει μεγάλη βοήθεια σε μηχανήματα, εργαλεία, υλικά και γνώση. Χρειάζεται όμως σωστή διαχείριση. “Εκείνη την εποχή έμπαινα σε ένα εργαστήριο και ‘φωτογράφιζα’. Έβλεπα ένα μηχάνημα ή ένα εργαλείο και έλεγα: ‘A! Αυτό είναι για εκείνη τη δουλειά’. Και πήγαινα σπίτι και το έφτιαχνα”. Η κατασκευή εργαλείων και μηχανημάτων είναι ένας τομέας στον οποίο ο Βασίλης Λαζαρίδης επενδύει αρκετό χρόνο και σκέψη. Με πολλή υπερηφάνεια μου δείχνει μια γυαλοχαρτιέρα[5] που έχει φτιάξει εξ ολοκλήρου μόνος του.
Η επαγγελματική σχέση με την οργανοποιία αρχίζει αμέσως. “Ο πρώτος τζουράς που έφτιαξα μου πήρε δυο χρόνια, ο δεύτερος δυο μήνες. Έτσι μαθαίνεις”. Άνοιξε το εργαστήρι του το 1995, γιατί γρήγορα συνειδητοποίησε ότι για να φτιάξεις ένα όργανο δεν μπορείς να τρέχεις να κόβεις τα ξύλα στον ξυλουργό, ούτε να προσπαθείς να κόψεις[6] την ταστιέρα χωρίς το κατάλληλο πριόνι. Τα βιβλία με φωτογραφίες στα οποία φαίνονται τα μέρη του οργάνου τον βοήθησαν πολύ. Σήμερα η ξένη βιβλιογραφία, πλούσια και συνεχώς ανανεωμένη, παίζει και αυτή το ρόλο της. Το βιβλίο του Sloan (βλέπε προηγούμενες αναφορές) έπαιξε επίσης ένα ρόλο, μόνο που κατά την άποψή του είναι ξεπερασμένο, αν και βασικό, σε τεχνογνωσία.
Στην επαγγελματική του πορεία με την κατασκευή, ο Βασίλης Λαζαρίδης έχει ασχοληθεί με μεγάλο εύρος εγχόρδων μουσικών οργάνων. Τζουράδες, ποντιακές λύρες, μπουζούκια, ούτια. “Πήγαινα πέντε φορές την βδομάδα στο μουσείο λαϊκών οργάνων και ξεροστάλιαζα μπροστά στις προθήκες. Μέτραγα, παρατηρούσα, διαιρούσα…” Με την κιθάρα έχει “κολλήσει” τα τελευταία χρόνια και επενδύει σημαντικό χρόνο και ενέργεια σε αυτή την υπόθεση. “Μου αρέσει η κιθάρα, αλλά και ο κόσμος που ασχολείται με αυτήν.
Κατασκευαστικά είναι προκλητική από μόνη της”. Η άποψή του είναι ότι η κιθάρα δεν είναι μόνο ένα χρηστικό αντικείμενο ως μουσικό όργανο, ούτε μετράει μόνο ο ήχος, αλλά και όλα τα αισθητικά του στοιχεία, καθώς και ότι “εκεί βρίσκεις ένα κοινό τέτοιο που μπορεί να εκτιμήσει τη δουλειά σου”. Ο Βασίλης θεωρεί ότι οι οργανωμένες ωδειακές σπουδές της κλασικής κιθάρας δίνουν μια ομοιογένεια στους κιθαριστές, με αποτέλεσμα να μπορεί να επικοινωνεί μαζί τους διαφορετικά. Σε ό,τι αφορά τώρα τους ερμηνευτές λαϊκών και παραδοσιακών οργάνων, οι οργανωμένες σπουδές είναι υπόθεση των τελευταίων χρόνων και δεν έχουν φανεί ακόμα αποτελέσματα. Αν και οι βασικές του κατευθύνσεις στην κατασκευή είναι οι κλασικές και οι φλαμένκο κιθάρες, μια ενδιαφέρουσα παρένθεση στη δουλεία του ήταν η κατασκευή μιας ρεμπετοκιθάρας. Η περιγραφή που κάνει είναι γλαφυρή:
“Ρεμπετοκιθάρα… τι μέρος του λόγου είναι; Είναι μια κατάσταση μπερδεμένη. Στα πρώτα σχήματα που κλήθηκε να συνοδεύσει κάπου εκεί στο ’20 με ’30, αλλά και στη Σμύρνη ακόμα, ήταν βιομηχανικές κιθάρες με συρμάτινες χορδές, ακουστικές δηλαδή τύπου Martin. Στην πορεία, εδώ στην Ελλάδα κάποιοι κατασκευαστές όπως ο Παναγής έφτιαξαν λαϊκές κιθάρες που έπαιξαν σε κάποια πάλκα, αλλά ουσιαστικά δεν υπήρξε ποτέ όργανο που να μπορείς να το μορφοποιήσεις. Τι είναι αυτό που θα το χαρακτήριζα ‘λαϊκή κιθάρα’ και που θα μπορούσε να παίξει δίπλα σε ένα μπουζούκι, πάνω στο πάλκο; Έφτιαξα λοιπόν μια κιθάρα με κελεμπέκι και λευκό καπάκι από έλατο. Η διακόσμηση λιτή: ένα τσαμπί σταφύλι από ξύλο και όστρακα και έναν καβαλάρη ιδιαίτερο. Ο οπλισμός που χρησιμοποίησα ήταν ένας συνδυασμός στοιχείων δανεισμένων αφενός από τον κόσμο της κλασικής κιθάρας και αφετέρου από ακουστικές τύπου Martin, για να υποστηριχθεί το καπάκι απέναντι στις τάσεις των μεταλλικών χορδών. Τελικά προέκυψε μια πολύ όμορφη κιθάρα, με ήχο καθαρά ρεμπέτικο. Δεν έχω ξαναφτιάξει άλλη τέτοια και ούτε τρελαίνομαι να φτιάξω. Ήταν μια σπουδή”.
Από τη συζήτηση φαίνεται ότι για τις φλαμένκο κιθάρες ένιωσε έναν έρωτα παρόμοιο με τότε που είδε το τρίχορδο μπουζούκι. Η επιδίωξή του είναι να μπορεί να σταθεί με απαιτήσεις στο χώρο με την κλασική και τη φλαμένκο κιθάρα. “Η εξειδίκευση κάνει καλό, γιατί όσο περισσότερο ασχολείσαι με ένα αντικείμενο τόσο περισσότερο μπαίνεις στο βάθος του”. Και σε αυτή την περίπτωση, ένας φίλος του στάθηκε αφορμή για να γνωρίσει τη φλαμένκο κιθάρα. Ο Γιώργος Παπαθανασίου, ερασιτέχνης αλλά εραστής του φλαμένκο, με μια μεγάλη συλλογή από κιθάρες, τον ενθάρρυνε και του έδωσε τις πρώτες κατευθύνσεις. Έτσι ξεκίνησε να τις μελετά και να τις κατασκευάζει. Οι διαφορές με την κλασική, αρκετές. Το βασικό ξύλο, για την πλάτη και τα πλαϊνά, είναι από κυπαρίσσι. “Μια και αυτό το ξύλο υπήρχε σε αφθονία, συνδέθηκε με αυτή την κιθάρα. Όταν λέμε κλασική κιθάρα, το μυαλό σου πάει στον παλίσανδρο· αν πεις μπουζούκι τετράχορδο, θα σκεφτείς αμέσως μαύρη καρυδιά βαμμένη”. Φαίνεται από τα παραπάνω ότι κάποια υλικά συνδέονται με συγκεκριμένα όργανα, ανεξάρτητα αν πράγματι είναι τα καταλληλότερα, γι’ αυτό και ο Βασίλης πειραματίζεται και με άλλα ξύλα.
Το κυπαρίσσι λοιπόν συνδέθηκε με τη φλαμένκο και φαίνεται να παίζει και ρόλο όχι μόνο στην αισθητική του οργάνου αλλά και στον ήχο. Ξέρουμε βέβαια πια ότι το καπάκι παίζει τον καθοριστικό ρόλο στον ήχο, όμως και το ξύλο του ηχείου διαμορφώνει, δευτερευόντως, σημαντικά χαρακτηριστικά του ήχου. Τα κλειδιά είναι ξύλινα και φυσικά δεν παίζουν ρόλο στον ήχο, αλλά στο βάρος του οργάνου. “Για παράδειγμα, αυτή η κιθάρα (1.205 γρ.) αν και αρχικά είχε σχεδιαστεί να φορέσει κάτι εκπληκτικά κλειδιά allesi, στη συνέχεια τα απορρίψαμε εξαιτίας του βάρους τους (204 γρ.) και σχεδιάστηκε να φορέσει ξύλινα κλειδιά”. Μου δείχνει την κιθάρα με πολλή χαρά και συνεχίζει να μου εξηγεί τις διαφορές της με την κλασική. “Η φλαμένκο κιθάρα φτιάχνεται παραδοσιακά από κυπαρίσσι για την πλάτη και τα πλαϊνά και έλατο για το αρμονικό επίπεδο. Έχει συνήθως μικρότερο βάρος από την κλασική και το αρμονικό της επίπεδο είναι λεπτότερο και με ελαφρύτερο οπλισμό (fan bracing[7]). Επίσης, οι διαστάσεις όσον αφορά το βάθος του ηχείου είναι μικρότερες. Σχετικά με τα ύψη των χορδών είναι πολύ χαμηλότερη (ευκολόπαιχτη - low action), με ύψος χορδής στο F12[8] στη μι καντίνι κοντά στα δύο χιλιοστά, πράγμα που σημαίνει χαμηλότερος καβαλάρης και χορδές πιο κοντά στο αρμονικό επίπεδο. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της είναι η πάστα πλαστικού (golpeador) για να προστατεύεται από τα χτυπήματα του χεριού. Επίσης, εδώ είναι πολύ συνηθισμένη –σε αντίθεση με την κλασική– η χρήση καποτάστων (cejillas). H φλαμένκο κιθάρα λειτουργεί και σαν κρουστό, με χτυπήματα ρυθμικά στο αρμονικό επίπεδο ή τις χορδές. Ο ήχος της είναι δυνατός, για να μπορεί να συναγωνίζεται τα γεμάτα ένταση ρυθμικά χτυπήματα χεριών και ποδιών των χορευτών. Έχει λοιπόν, ως όργανο, έναν τελείως δικό της ξεχωριστό ήχο. Είναι ήχος κρουστού με μικρό sustain, γρήγορη εξασθένηση”.
Τα σχέδια της κιθάρας που χρησιμοποιεί είναι ιστορικά μοντέλα με μικρές παρεμβάσεις, “...μέχρι το σημείο που μπορώ να καταλάβω πώς θα λειτουργεί. Για παράδειγμα ο Smallman δεν έχει παρέμβει απλώς στον οπλισμό, αλλά έχει φτιάξει κάτι τελείως δικό του. Ο Humphrey έχει επίσης φτιάξει κάτι δικό του – αυτό το χαμήλωμα μετά το δωδέκατο τάστο για να διευκολύνει τον κιθαριστή. Αυτά είναι αλλαγές, όχι απλώς παρεμβάσεις”. Για τις κλασικές χρησιμοποιεί μοντέλα Torres, Hauser[9], Romanillos και Friendrich.
Το καπάκι για τον Βασίλη είναι ένας χώρος ανοιχτός για έρευνα και χρησιμοποιεί για όλες τις κιθάρες έλατο ή κέδρο. Στο μπράτσο δεν παρεμβαίνει παρά μόνο στην περίπτωση που έχουμε ιδιαιτερότητα στα χέρια του ερμηνευτή.
Το αισθητικό κομμάτι στα όργανα του Βασίλη παίζει σπουδαίο ρόλο. Συνεχίζει να δοκιμάζει νέα δικά του σχέδια στις ροζέτες. Τα φινιρίσματά του είναι εξαιρετικά και φαίνεται να απολαμβάνει πολύ αυτό το μέρος της δουλειάς. Αυτός είναι ίσως και ο λόγος που τα βερνίκια του είναι όλα στο χέρι με γομαλάκα[10]. “Δουλεύω πολύ τη γομαλάκα, όταν δουλεύω μπάλα[11] δεν πρέπει να υπάρχει καθόλου σκόνη μέσα στο εργαστήριο. Η κίνηση της μπάλας είναι συνεχής και δεν πρέπει κάποιος να σε αποσπά, γιατί αν κολλήσει η μπάλα πάει χαμένη όλη η δουλειά”. Φαίνεται να είναι ο αγαπημένος του τρόπος βερνικώματος όλων των μουσικών οργάνων, αν και πρόκειται για πολύ απαιτητική δουλειά, τόσο σε χρόνο όσο και σε προσοχή. Και τα δυο αυτά φαίνονται στα όργανα που έχει κατασκευάσει.
Δεν έχει ασχοληθεί με τη διδασκαλία σε μορφή μαθητείας, προσπαθεί όμως με κάθε τρόπο να συμβάλει στην εκπαίδευση των ερμηνευτών σχετικά με την οργανοποιία. Όταν κάνει εκθέσεις, εκτός από τις κιθάρες κουβαλά και διάφορα εργαλεία. “Αυτό γιατί είναι σημαντικό να γνωρίζουν οι κιθαριστές τα βασικά στοιχεία κατασκευής του οργάνου. Μπορεί να βγαίνουν από κάποια διαδικασία ενιαία (τα ωδεία), αλλά δεν γνωρίζουν τίποτα από τα κατασκευαστικά στοιχεία της κιθάρας”. Έτσι, δεν μπορούν να εκτιμήσουν μια κιθάρα και –το σπουδαιότερο, κατά την άποψή του– δεν ξέρουν και τι πρέπει να ζητήσουν από έναν κατασκευαστή.
“Δεν μπορεί π.χ. να σου ζητάει να φτιάξεις μια κιθάρα κλασική που να είναι τόσο μαλακή όσο η ηλεκτρική. Θα πρέπει ίσως ο κιθαριστής να σκεφτεί να αλλάξει χορδές, να βάλει μικρότερης τάσης ή μεγαλύτερης, ανάλογα με το παίξιμό του”. Με τις χορδές δεν έχει πειραματιστεί ιδιαίτερα. Χρησιμοποιεί την εμπειρία φίλων του, αν και θεωρεί ότι είναι προσωπική υπόθεση του κιθαριστή. Τονίζει όμως ότι και ο κιθαριστής δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι η κατασκευή μιας κιθάρας, από την κοπή του ξύλου μέχρι το αρμάτωμα, απαιτεί 300 ώρες δουλειάς. “Από τη solera[12] που είναι το καλούπι, μέχρι τη mouneca που είναι η μπάλα, η αρχή και το τέλος.
Είναι μοναχική η δουλειά του κατασκευαστή Ο χρόνος παίζει σημαντικό ρόλο, όπως και στο κρασί. Δεν αρκεί μόνο η σπουδή, κάποια πράγματα κατακτώνται με την εμπειρία”.
Νικόλας Τσαφταρίδης
nikotsaf@ecd.uoa.gr
*Στη συζήτηση συμμετείχε και βοήθησε ο συνάδελφος Κώστας Θεοφάνους, τον οποίο και ευχαριστώ.
[1] Για να ευλογήσουμε τα γένια μας! Έτσι άλλωστε ξεκίνησε η συνέντευξη με τον Βασίλη.
[2] Σεντέφι λέγεται το γυαλισμένο όστρακο, συνήθως από στρείδι, στο οποίο αναδεικνύονται όλοι οι ιριδισμοί του.
[3] Η ασετόπαστα είναι συνθετικό υλικό, το οποίο όταν εμβαπτιστεί σε ασετόν γίνεται εύπλαστο και μπορεί να ντύσει όποια επιφάνεια θέλουμε. Από ασετόπαστα είναι η εξωτερική γυαλιστερή επιφάνεια του ακορντεόν.
[4] Κεντημένη (από το κέντημα): εννοεί τα διακοσμητικά στοιχεία, τα οποία συνήθως έχουν ένθετα ή είναι κομμένα με λεπτή σέγα, αφήνοντας τρύπες όπως στο κοφτό κέντημα και στις δαντέλες.
[5] Γυαλοχαρτιέρα: μηχάνημα ακριβείας το οποίο δίνει στα ξύλα το επιθυμητό πάχος.
[6] Κόψιμο της ταστιέρας: το μέτρημα και χάραγμα για να μπουν τα τάστα.
[7] Οπλισμός βεντάλιας.
[8] Fret 12: το δωδέκατο τάστο.
[9] Η μάρκα Hauser υπάρχει από το 1875 περίπου, με ιδρυτή τον Josef Hauser. Στη συνέχεια ανέλαβαν ο γιος του, Ηermann Hauser I (1882-1952), ο εγγονός του, Ηermann Hauser II (1911-1988) και σήμερα ο δισέγγονός του, Ηermann Hauser III (γεν. 1958).
[10] Γομαλάκα: Φυτικές ρητίνες που διαλύονται συνήθως σε οινόπνευμα και χρησιμοποιούνται για βαφή, συντήρηση και κλείσιμο των πόρων του ξύλου.
[11] Η μπάλα για τη γομαλάκα είναι φτιαγμένη από βαμβάκι και τυλιγμένη σε γάζα ή τούλι.
[12] Πρόκειται για τον ισπανικό τρόπο κατασκευής, όπου το καπάκι μπαίνει πρώτο.