Θεόδωρος Κίτσος
(ένας κιθαρωδός μιας άλλης εποχής...)
(Μία συνομιλία με τον Γεράσιμο Χοϊδά)
Συνάντησα για πρώτη φορά τον Θεόδωρο Κίτσο πριν κάποιο καιρό σε μια συναυλία παλαιάς μουσικής. Η τύχη το έφερε και μερικές μέρες μετά, παίξαμε μαζί σε μια άλλη συναυλία στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, ανάμεσα στις νότες του Βιβάλντι (Antonio Vivaldi) και του Κορέλλι (Arcangello Corelli) γνώριζα έναν πολύ ενδιαφέροντα μουσικό, που με τις νότες της θεόρβης και της μπαρόκ κιθάρας έδινε ένα άλλο χρώμα στο κοντίνουο (continuo). Έτσι αποφάσισα να κάνουμε μια κουβέντα για τους αναγνώστες του TAR, για να μας πει λίγα λόγια για τα υπέροχα αυτά όργανα που είναι πρόγονοι της κλασικής κιθάρας, για τα όργανα που τόσο λίγο γνωρίζουμε εδώ στην Ελλάδα. ακόμα και το πρόγραμμα επεξεργασίας κειμένου που χρησιμοποιώ γράφοντας τούτες τις γραμμές, μου υπογραμμίζει τη θεόρβη με κόκκινο... ούτε αυτό την γνωρίζει.
Πρώην κιθαριστής με βραβεία σε ελληνικούς και διεθνείς διαγωνισμούς, ο Θεόδωρος Κίτσος είναι απόφοιτος του τμήματος Μουσικών Σπουδών της Κέρκυρας. Έκανε το Μάστερ του στο Γιορκ της Μεγάλης Βρετανίας όπως και το διδακτορικό του, σε πρακτικές εκτέλεσης στη θεόρβη και το μπάσο κοντίνουο της Ιταλίας του 17ου αιώνα. Κάπου εκεί στο ταξίδι, αποφάσισε να αφήσει στην άκρη την κιθάρα και να ασχοληθεί αποκλειστικά με την παλαιά μουσική.
Οι εμφανίσεις του, ουκ ολίγες: Ελλάδα, Ην. Βασίλειο, Ισπανία, Βουλγαρία, Ολλανδία, συμμετοχές σε συναυλίες και ηχογραφήσεις με σύνολα όπως Yorkshire Baroque Soloists, Concertare, και σολίστες όπως οι Lynne Dawson, James Bowman Steven Varcoe, Robin Blaze, Simon Jones και Peter και Yvonne Seymour. Είναι επίσης επιστημονικός συνεργάτης στο Τμήμα Τεχνολογίας Ήχου και Μουσικών Οργάνων του ΑΤΕΙ Ιονίων Νήσων (Ληξούρι Κεφαλληνίας). Αλλά ας μας τα πει καλύτερα ο ίδιος...
Γ. Χ. Η αφορμή της σημερινής μας συνάντησης και της συνέντευξης για την ενότητα Ηχητικό Ιδεώδες του TAR είναι η ενασχόλησή σου με την παλαιά μουσική. Άρχισες όμως από την κιθάρα. Μίλησε μας για την μετάβαση σου, τι σε έκανε να αφήσεις την κλασική κιθάρα και να στραφείς στα ιστορικά όργανα.
Θ. Κ: Όταν ήμουν μικρός είχα αγοράσει ένα δίσκο του Julian Bream που παίζει Dowland στο λαούτο. Θυμάμαι ότι αυτός ο ήχος με είχε συνεπάρει και ήταν ένας ήχος που ήθελα να βγάλω κι εγώ. Δυστυχώς στα τέλη της δεκαετίας του 80 στην Ελλάδα, με εξαίρεση τον Δημήτρη Ιωάννου που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, δεν υπήρχε κάποιος Έλληνας που να έχει ασχοληθεί με όργανα της οικογένειας του λαούτου. Έτσι τότε η ενασχόληση με το λαούτο και τα συγγενικά όργανα, έμεινε απλά ένα όνειρο. Μια πρώτη επαφή, με τη θεόρβη συγκεκριμένα, είχα ως τελειόφοιτος του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, όταν έπεσε στα χέρια μου μια θεόρβη (ήταν ένα μάλλον κακό όργανο!) και άρχισα να ψάχνω τους ήχους που βγάζει. Στη συνέχεια, όταν πήγα στο εξωτερικό να κάνω μεταπτυχιακό για τη σχέση ρητορικής και μουσικής στο 16ο αιώνα μου δόθηκε η ευκαιρία να μελετήσω λαούτο και θεόρβη με την Elizabeth Kenny, καθηγήτρια του Royal Academy of Music. Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στην Αγγλία άρχισα να ανακαλύπτω έναν κόσμο ο οποίος είναι παραμελημένος στην Ελλάδα: τον κόσμο της παλαιάς μουσικής και της εκτέλεσης με ιστορική προοπτική. Ήρθα σε επαφή με ένα ρεπερτόριο το οποίο είναι πολύ πιο ενδιαφέρον και πολυεπίπεδο από αυτό της κιθάρας και το αποτέλεσμα ήταν να αφοσιωθώ στην παλαιά μουσική και τα ιστορικά νυκτά όργανα, αφήνοντας τελικά την κλασική κιθάρα στην άκρη.
Γ. Χ. Τι είναι αυτό που σε κάνει να βρίσκεις το ρεπερτόριο αυτό πιο ενδιαφέρον, και τι ακριβώς εννοείς όταν λες πολυεπίπεδο;
Θ.Κ. Κακά τα ψέματα! Τα σημαντικά έργα που έχουν γραφτεί για κιθάρα είναι λίγα. Επιπλέον οι δυνατότητες που σου δίνονται να παίξεις με σύνολα μουσικής δωματίου είναι περιορισμένες. Σαφώς και οι μεταγραφές έχουν εμπλουτίσει πολύ το ρεπερτόριο της κιθάρας αλλά εκεί τίθεται ένα ερώτημα, το κατά πόσο είναι ορθότερο αυτά τα κομμάτια να παίζονται από τα όργανα ή τα σύνολα για τα οποία ήταν γραμμένα. Χωρίς να θέλω να αμφισβητήσω ότι ένας συνθέτης σαν τον Dowland δεν θα είχε συνεπαρθεί από τον ήχο της σύγχρονης κιθάρας ή δεν θα ενέκρινε να παιχτούν τα έργα του από αυτήν, σίγουρα αν την είχε στα χέρια του θα έγραφε διαφορετικά μουσική. Από την άλλη, το ρεπερτόριο που υπάρχει για τα όργανα της οικογένειας του λαούτου έχει να παρουσιάσει τους πιο μεγάλους συνθέτες και τα πιο κορυφαία έργα της εποχής, καθώς αυτά τα όργανα -κατά κύριο λόγο για την περίοδο της αναγέννησης αλλά και για τις αρχές του μπαρόκ- ήταν τα πλέον διαδεδομένα και αγαπητά. Όσον αφορά τον όρο πολυεπίπεδο που χρησιμοποίησα, οι απαιτήσεις για τον μουσικό είναι πολύ περισσότερες από ότι για έναν κλασικό κιθαριστή: πέρα από το σόλο ρεπερτόριο το οποίο πρέπει να διαβάζεις είτε από μετρική σημειογραφία (σε διάφορα κλειδιά) είτε από διαφόρων ειδών ταμπλατούρες, υπάρχει η πρακτική του μπάσο κοντίνουο για τα σύνολα, η οποία σε μεγάλο βαθμό είναι αυτοσχεδιαστική, καθώς και η ταυτόχρονη ανάγνωση όλων των φωνών μιας παρτιτούρας. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι στην παλαιά μουσική υπάρχει μια τελείως διαφορετική προσέγγιση όσον αφορά το μουσικό κείμενο και τον ήχο, καθώς δεν μπορούμε να μιλάμε για μια “αυτόνομη” μουσική με τη σημερινή έννοια, αλλά για μια μουσική η οποία υποτάσσεται στο λόγο και στις έννοιες του κειμένου, όταν αυτά υπάρχουν, ή σε μουσικές ρητορικές φιγούρες που προέρχονται από το λόγο.
Γ. Χ. Μίλησε μας λίγο για τα όργανα. Ποια είναι τα σημαντικότερα νυκτά όργανα της αναγέννησης και του μπαρόκ και με ποια ασχολείσαι;
Θ.Κ. Τα όργανα της οικογένειας του λαούτου είναι αρκετά και οι διαφορές τους οφείλονται τόσο στη χρονική περίοδο στην οποία αναφερόμαστε, όσο και στη γεωγραφική περιοχή, και γι αυτό θα αναφέρω μόνο τα σημαντικότερα. Ο καθιερωμένος τύπος αναγεννησιακού λαούτου είναι το εξάχορδο (με μία μονή χορδή και πέντε ζεύγη χορδών) που το συναντάμε με διάφορα κουρδίσματα (με βάση πάντα το αναγεννησιακό κούρδισμα 4η-4η-3η μεγάλη-4η-4η) ανάλογα με το μέγεθός του. Από κει και πέρα όσο προχωράμε χρονολογικά αρχίζει και αυξάνεται ο αριθμός των χορδών, που φτάνει μέχρι και τις 13, και κουρδίσματα όπως το λεγόμενο ‘d minor’ που οι πρώτες 6 ανοιχτές χορδές δίνουν τις νότες μιας συγχορδίας ρε μινόρε. Επιπλέον υπάρχουν λαούτα με μια προέκταση στο μπράτσο (και 2η κεφαλή), γνωστά ως αρχιλαούτα, με τις χορδές ταστιέρας να κρατούν το αναγεννησιακό κούρδισμα και τις χορδές που βρίσκονται εκτός ταστιέρας στη 2η κεφαλή διατονικά κουρδισμένες. Η θεόρβη είναι μια παραλλαγή του αρχιλαούτου, μεγαλύτερη σε μέγεθος, με μονές συνήθως χορδές και τις 2 πρώτες κατεβασμένες μια οκτάβα Πέρα από τα όργανα της οικογένειας του λαούτου υπάρχουν και τα όργανα της οικογένειας της κιθάρας: η βιχουέλα, η οποία έχει σχήμα κιθάρας αλλά κούρδισμα λαούτου, η τετράχορδη αναγεννησιακή κιθάρα, η πεντάχορδη μπαρόκ και η εξάχορδη ρομαντική κιθάρα, που μοιάζει κατά πολύ με τη σημερινή. Οι σύγχρονες ανάγκες επιβάλουν σε έναν εκτελεστή να έχει την ευελιξία να παίζει πολλά από αυτά τα όργανα ανεξαρτήτως εποχής. Είναι πολύ λίγοι οι σύγχρονοι εκτελεστές που βιοπορίζονται όντας απόλυτα εξειδικευμένοι σε κάποιο από τα παραπάνω όργανα. Παρόλο που θα ήθελα να έχω πολλά από αυτά τα όργανα στη συλλογή μου, λόγω του υψηλού τους κόστους, έχω περιοριστεί σε ένα οκτάχορδο λαούτο, μία θεόρβη, μία μπαρόκ κιθάρα και μια ρομαντική κιθάρα του 1800. Είναι στα σχέδιά μου να αποκτήσω ένα εξάχορδο λαούτο και ένα αρχιλαούτο (αν εντωμεταξύ δεν με χωρίσει η γυναίκα μου!!!).
Γ. Χ. Πώς χρησιμοποιούνται όλα αυτά τα όργανα στην πράξη και σε ποια είδη μουσικής; Πες μας ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το κάθε ένα.
Θ.Κ. Καταρχήν υπάρχει το σολιστικό ρεπερτόριο για όλα αυτά τα όργανα, και αναφέρω ενδεικτικά τη μουσική των Francesco da Milano, J. Dowland, J. S. Bach για διάφορους τύπους λαούτου, των G. G. Kapsberger, A. Piccinini, R. De Visee για αρχιλαούτο και θεόρβη και F. Corbetta, G. Sanz, F. Sor για κιθάρες διαφόρων περιόδων. Πολύ σημαντικά είναι έργα συνόλου με ομπλιγκάτο μέρος κιθάρας ή λαούτου, των A. Vivaldi, J. Haydn, L. Boccherini, F. Schubert. O κύριος όγκος όμως του ρεπερτορίου συνίσταται στα έργα με μπάσο κοντίνουο, όπου όργανα όπως το αρχιλαούτο, η θεόρβη και η μπαρόκ κιθάρα παίζουν καθοριστικό ρόλο. Τραγούδια, όπερες, καντάτες, ορατόρια αλλά και κοντσέρτα συνοδεύονται από αυτά τα όργανα στον ίδιο βαθμό που συνοδεύονται από το τσέμπαλο ή το εκκλησιαστικό όργανο, κάτι το οποίο αναδεικνύει το ιδιαίτερο χρώμα της εποχής και, ενώ θεωρείται απαραίτητο σε μια ιστορικά τεκμηριωμένη ερμηνεία, εντούτοις δεν έχει «περάσει» ακόμα στη συνείδηση των ελλήνων μουσικών και του ελληνικού κοινού.
Γ. Χ. Όλα αυτά είναι πολύ όμορφα, και κατανοητά αν θέλουμε να υπηρετούμε τη μουσική δίνοντας σωστές ερμηνείες. Αναμφισβήτητα διακατέχονται από τον ιδεαλισμό του μουσικού που σέβεται την ιστορική δημιουργία. Στην πράξη όμως αποδίδει αυτό για το σημερινό μουσικό; Μπορεί να τον ζήσει;
Θ.Κ. Στο εξωτερικό ναι, διότι γίνονται πολλές συναυλίες και υπάρχει δισκογραφική δραστηριότητα. Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι δύσκολα γιατί το ενδιαφέρον για την ιστορικά τεκμηριωμένη εκτέλεση παλαιάς μουσικής είναι σχετικά πρόσφατο. Μόλις τα τελευταία χρόνια άρχισε να υπάρχει ουσιαστικό ενδιαφέρον για τη χρήση των οργάνων αυτών στην ελληνική μουσική σκηνή και παρόλο που οι άνθρωποι που έχουμε σπουδάσει και ασχοληθεί συστηματικά με αυτά είμαστε μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, από όσο γνωρίζω δεν ζούμε αποκλειστικά από αυτό.
Γ. Χ. Πόσο εύκολο είναι για έναν κιθαριστή να μάθει αυτά τα όργανα, και ποια είναι τα κυριότερα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει;
Θ.Κ. Ερώτηση-κλειδί! Η πρώτη μου σκέψη όταν αποφάσισα να ασχοληθώ με τα όργανα αυτά ήταν “πόσο δύσκολο μπορεί να είναι; Αφού παίζω κιθάρα έχω την τεχνική και όλα θα κυλήσουν εύκολα ”. Μεγάλο λάθος! Το καθένα έχει τη δικιά του ιδιαίτερη τεχνική που βασίζεται στις μονές ή διπλές χορδές, στην τάση των χορδών, στη χρήση ή όχι νυχιών αλλά κατά κύριο λόγο στο στιλ της μουσικής που πρόκειται να παίξεις. Επιπλέον, πολύ χρόνο απαιτεί η εξοικείωση με τις ταμπλατούρες, το μπάσο κοντίνουο και το τρανσπόρτο. Το πιο βασικό πρόβλημα όμως υπάρχει στην έλλειψη εξοικείωσης με την παλαιά μουσική ή τη λανθασμένη προσέγγισή της. Και αυτό διότι, στην ελληνική ωδειακή εκπαίδευση, η παλαιά μουσική αντιμετωπίζεται με τη νοοτροπία που αντιμετωπιζόταν 100 χρόνια πριν. Όταν δηλαδή γνώριζαν ελάχιστα γι αυτήν. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η ιστορικά τεκμηριωμένη εκτέλεση είναι υπόθεση των τελευταίων 40 χρόνων. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι στο εξωτερικό ο πιανίστας πριν πάρει το δίπλωμά του καλείται να γνωρίσει και να ασχοληθεί για κάποιο διάστημα με τα ιστορικά πληκτροφόρα, το τσέμπαλο, το φορτεπιάνο κτλ. Ο κιθαριστής έρχεται υποχρεωτικά σε επαφή με τα όργανα της οικογένειας του λαούτου ή με ιστορικές κιθάρες.
Γ. Χ. Τι θα είχες να συμβουλεύσεις τους κιθαριστές που παίζουν ρεπερτόριο παλαιάς μουσικής στην κλασική κιθάρα;
Θ.Κ. Να συνεχίσουν να το κάνουν, αλλά να μην αρκεστούν σε μια επιφανειακή προσέγγιση και την πρώτη τυχαία έκδοση που θα βρεθεί μπροστά τους. Μεγάλη βοήθεια μπορεί να αποτελέσει η ακρόαση καλών ηχογραφήσεων από μουσικούς που έχουν εξειδικευτεί στην παλαιά μουσική και έχουν κατανοήσει τη γλώσσα της και την ποιητική της. Σημαντικότατη είναι η συζήτηση με ανθρώπους της παλαιάς μουσικής και η καθοδήγηση από αυτούς. Τέλος, η μελέτη πρωτογενών πηγών και η κατανόηση της ιδιαιτερότητας κάθε οργάνου και της μουσικής που είναι γραμμένη γι αυτό, ώστε να αποφευχθεί ο σκόπελος των κακών εκδόσεων και μεταγραφών που κυκλοφορούν στην αγορά, οι οποίες δεν σέβονται καθόλου το πρωτότυπο κείμενο και το στιλ.
Γ. Χ. Στην Ελλάδα ποιος είναι ο φυσικός χώρος της μουσικής που παίζεις και που μπορούμε να σε ακούσουμε στο εγγύς μέλλον;
Θ.Κ. Δυστυχώς δεν υπάρχει κάποιος χώρος ή θεσμός ο οποίος φιλοξενεί επί μονίμου βάσεως συναυλίες παλαιάς μουσικής στην Ελλάδα, με εξαίρεση το «Χριστουγεννιάτικο Φεστιβάλ Παλαιάς Μουσικής» που ξεκίνησε φέτος στην Αθήνα. Πέρα από μεμονωμένες συναυλίες που γίνονται στα μεγάλα αστικά κέντρα και σε διάφορα φεστιβάλ όπως αυτά του Ναυπλίου, της Κέρκυρας ή της Ρόδου , παραγωγές μπαρόκ όπερας γίνονται στο φεστιβάλ της Αρχαίας Κορίνθου, ενώ ενδιαφέρον έχουν αρχίσει να δείχνουν και οι κρατικές ορχήστρες Θεσσαλονίκης και Αθηνών και η Ορχήστρα της Πάτρας, υπό την καθοδήγηση μουσικών όπως ο Γιώργος Πέτρου, ο Σίμος Παπάνας και ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος. Για τους επόμενους 2 μήνες έχω 2 εμφανίσεις με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης (μπάσο κοντίνουο σε έργα Βιβάλντι και Κορέλλι 15/01 και 12/02), συμμετοχή στη όπερα Giustino του Α. Βιβάλντι στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (06/02), δύο ρεσιτάλ με τη σοπράνο Θεοδώρα Μπάκα στην Αγγλικανική Εκκλησία στην Αθήνα (24/02) και το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης (26/02) όπου θα παίξουμε Tonos Humanos (ισπανικά τραγούδια του μπαρόκ), καθώς και δύο συναυλίες στην Αγγλία (Fairy Queen του Purcell (28/02) και lieder του Schubert (03/03)).
Γ. Χ. Σου εύχομαι καλή επιτυχία και χαίρομαι ιδιαίτερα που θα συνεργαστούμε ξανά σε κάποιες από τις συναυλίες αυτές, στο σχήμα του κοντίνουο! Και φυσικά, σε ευχαριστώ ιδιαίτερα για τα ενδιαφέροντα πράγματα που μας είπες!
(Η συνέντευξη δόθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2006 στον Γεράσιμο Χοϊδά για το TAR).