ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΕΡΓΟΣ
Μια συζήτηση περί παραδοσιακής μουσικής και όχι μόνο
Το νησί της Λέσβου διαθέτει πλούσια και αξιοζήλευτη μουσική παράδοση τόσο σε ό,τι αφορά τους παραδοσιακούς σκοπούς όσο και σε ό,τι αφορά τους μουσικούς που κατά το παρελθόν ερμήνευσαν την τοπική μουσική και την κράτησαν ζωντανή μέχρι και τις μέρες μας. Αναντίρρητα, το μουσικό πάντρεμα Λέσβου και Μικράς Ασίας έχει αφήσει ανά τα χρόνια ένα σημαντικότατο σε όγκο και ποιότητα (πολύ)πολιτισμικό στίγμα στην ολότητα της παραδοσιακής μουσικής της χώρας μας. Ο Παναγιώτης Βέργος, γεννημένος στην Αθήνα το 1987 αλλά καταγόμενος από την Ανεμώτια, αποτελεί έναν από τους πιο άξιους συνεχιστές και κομιστές του μουσικού πολιτισμού του νησιού αλλά και της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής γενικότερα. Η συνέντευξη που ακολουθεί έχει να κάνει με θέματα μουσικολογικού, λαογραφικού και όχι μόνο ενδιαφέροντος.
* * * * * * * * * * * * * * *
Σταύρος Κουδουνάς: Παναγιώτη, αρχικά θα ήθελα να μου δώσεις ένα σύντομο βιογραφικό σου: Τι σε ώθησε στη μελέτη του σαντουριού;
Παναγιώτης Βέργος: Ξεκίνησα από πολύ μικρή ηλικία, περίπου 7 ετών και πλάι στον Δημήτρη Κοφτερό. Αυτό που με επηρέασε περισσότερο ήταν τα ακούσματα που είχα από την οικογένεια μου τα οποία κινούνταν σε πολλά μουσικά είδη αλλά κυρίως σε αυτό της παραδοσιακής μας μουσικής. Αυτό λοιπόν που με παρακίνησε περισσότερο ήταν η ακρόαση παλαιών βινυλίων, κασετών αλλά και cd πλήθους εξαιρετικών μουσικών και δεξιοτεχνών όπως π.χ, ο ‘‘Μπινταγιάλας’’. Από εκεί και πέρα, στην επιλογή του σαντουριού έπαιξε αναμφίβολα ρόλο η καταγωγή μου από την Ανεμώτια της Λέσβου, μέρος στο οποίο έχουν παίξει κατά το παρελθόν οι μεγαλύτερες ορχήστρες του νησιού. Από μικρός λοιπόν άκουγα και έβλεπα σαντούρια, ερωτεύτηκα αυτό το άκουσμα και αυτήν την εικόνα. Συνεπώς η επιλογή που είχα να κάνω όταν αποφάσισα να αρχίσω να παίζω μουσική ήταν εξαιρετικά εύκολη.
Σ.Κ: Η ενασχόληση σου με τη μουσική της Λέσβου αποτελεί κάτι που προέκυψε μόνο εξαιτίας της καταγωγής σου και των ακουσμάτων σου ή η μουσική της παράδοση αποτελεί κάτι που ούτως ή άλλως αργά η γρήγορα θα σου τράβαγε το ενδιαφέρον;
Π.Β: H καταγωγή μου είναι από τη Λέσβο και αυτό δεν αλλάζει. Για να το πω πιο απλά, όταν μεγαλώνεις με ‘‘απτάλικα’’ και ‘‘9ρια’’, δεν μπορείς να ακούς ‘‘τσάμικά’’. Έτσι φυσιολογικό ήταν να ασχοληθώ πρώτα με τη μουσική του τόπου μου, αν και οφείλω να ομολογήσω ότι ακόμα και αν δεν καταγόμουν από την Λέσβο, η μουσική της θα μου κέντριζε ούτως ή άλλως το ενδιαφέρον.
Σ.Κ: Η σχέση σου με την παραδοσιακή μουσική άλλων τόπων είναι εξίσου καλή;
Π.Β: Είναι πολύ καλή. Ειδικά στις μέρες μας, δεν μπορείς να περιορίζεσαι σε ένα συγκεκριμένο ρεπερτόριο όπως αυτό της Λέσβου και της Μ.Ασίας. Πρέπει να έχεις τη δυνατότητα να παίξεις το ρεπερτόριο οποιουδήποτε ελληνικού τόπου και ειδικότερα όσων οι σκοποί τους έχουν μέσα το σαντούρι ή το σαντούρι μπορεί να συνυπάρξει σε αυτούς μαζί με τα υπόλοιπα όργανα. Οι λόγοι που ένας μουσικός οφείλει να μελετάει ένα μεγάλο σύνολο ρεπερτορίων είναι εκτός από επαγγελματικοί, και καλλιτεχνικοί. Κυρίως καλλιτεχνικοί. Πρέπει πάντα μέσα από το ψάξιμο και τη μελέτη να ψάχνεις το μουσικά άρτιο και το αισθητικά ολοκληρωμένο. Εδώ θα πρέπει να πω πως μεγάλο ρόλο στη δική μου εξέλιξη και γνώση της ελληνικής παράδοσης έπαιξε το θέατρο ελληνικών χορών ‘‘Δορα Στράτου’’ όπου από το 2004 μαθήτευσα πλάι σε μεγάλους μουσικούς και συμμετείχα σε παραστάσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Πάντα λοιπόν προσπαθούσα να μελετάω τη μουσική κάθε μέρους ξεχωριστά και ταυτόχρονα να προσπαθώ με το παίξιμό μου να είμαι όσο το δυνατόν πιο κοντά στο χρώμα και στο ύφος του κάθε κομματιού.
Σ.Κ: Θα ήθελα τώρα να μου μιλήσεις για τη σχέση σου με το δάσκαλο σου, Δημήτρη Κοφτερό, έναν άνθρωπο που έχει προσφέρει τα μέγιστα στη μελέτη και τη διάδοση της μουσικής του νησιού μας.
Β.Π: Έχω πει πάρα πολλές φορές -και θα συνεχίσω να το λέω με κάθε ευκαιρία- πως ο Δημήτρης Κοφτερός δεν ήταν για εμένα απλά ένας δάσκαλος για την εκμάθηση του οργάνου. Δεν ήταν κάποιος που απλά θα μου μάθαινε τις κλίμακες, τα τραγούδια και το πώς να πιάνω τις μπακέτες αλλά κάποιος ο οποίος από την πρώτη στιγμή αποτέλεσε για εμένα πρότυπο τόσο ως μουσικός όσο και ως άνθρωπος.
Σ.Κ: Πιστεύεις πως χωρίς τη δική του προσφορά, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά ως προς τη γνώση που έχουμε σήμερα πάνω στην ιστορία του σαντουριού αλλά και πάνω στους μυτιληνιούς σκοπούς γενικότερα;
Β.Π: Πρόκειται για έναν άνθρωπο που έχει κυριολεκτικά αφιερώσει τη ζωή του ολόκληρη σε αυτό το έργο και που κάθε μέρα ανακαλύπτει και κάτι νέο. Αρκεί κανείς απλά να παρατηρήσει το σπουδαίο ερευνητικό και συγγραφικό του έργο και θα καταλάβει αμέσως πως χωρίς εκείνον σήμερα όλοι εμείς που μαθητεύσαμε δίπλα του είτε ήρθαμε σε επαφή μαζί του, θα ήμασταν μουσικά πολύ φτωχότεροι. Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως ανάμεσα στα βιβλία που έχει συγγράψει βρίσκεται το ‘‘Μελίφθογγο Ελληνικό Σαντούρι - Πρακτική και Εκμάθηση’’ το οποίο αποτελεί τον βασικότερο οδηγό για δασκάλους και μαθητές του σαντουριού.
Δημήτρης Κοφτερός
Σ.Κ: Θα ήθελα να σταθούμε λίγο περισσότερο στο μυτιληνιό σαντούρι και να κάνεις μια σύντομη αναφορά τόσο στην ιστορία και εξέλιξή του όσο και σε σπουδαίους δεξιοτέχνες του που έζησαν στο νησί.
Β.Π: Το σαντούρι ήταν, είναι και θα είναι ιδιαίτερα αγαπητό στους Μυτιληνιούς. Όπως είναι η λύρα για τους Κρητικούς και το κλαρίνο για τους Πελοποννήσιους, έτσι είναι και το σαντούρι για εμάς και αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει. Στην ιστορική του διαδρομή, συνυπήρχε στις παλιές μπάντες με τα βιολιά, τα μπασοκίθαρα αλλά και με τα λεγόμενα μυτιληνιά ‘‘φυσερά’’. Έπαιζε ρόλο σολιστικό (κατά κύριο λόγο όταν συνυπήρχε με τα μπασοκίθαρα) αλλά και συνοδευτικό παίζοντας ακοπανιαμέντα. Από το νησί λοιπόν έχουν χωρίς υπερβολή περάσει οι μεγαλύτεροι Έλληνες δεξιοτέχνες σαντουριού. Θα αναφέρω ενδεικτικά τους Γιώργο Χατζέλη (με τα ψευδώνυμα “Χαχίνα” ή “Βέβα”), Γιάννη Σουσαμλή (με το ψευδώνυμο “Κακούργος’’) και Νίκο Καλαϊτζή (με το ψευδώνυμο “Μπινταγιάλας’’), μουσικούς που με το ιδιαίτερα δεξιοτεχνικό αλλά και εκφραστικό τους παίξιμο άφησαν σε εμάς τους νεότερους μία ανεκτίμητη κληρονομιά.
Γιώργος Χατζέλης ή ‘‘Βέβα’’, σαντούρι
Γιάννης Σουσαμλής (‘‘Κακούργος’’)
Νίκος Καλαϊτζής - ‘‘Μπινταγιάλας’’ (σαντούρι)
Σ.Κ: Λέσβος και Μ.Ασία παρουσίαζαν ανέκαθεν μια σύμπλευση στο θέμα της μουσικής…
Β.Π: Οπωσδήποτε! Για αυτό άλλωστε βλέπουμε μέχρι σήμερα και κοινά μουσικά όργανα. Η Λέσβος με τη Μ.Ασία εξαιτίας της γεωγραφικής τους θέσης αποτελούσαν μια ενότητα όχι μόνο στο μουσικό τομέα αλλά και στον κοινωνικοοικονομικό, π.χ με το εμπορικό αλισβερίσι που λάμβανε χώρα ανάμεσα στις δύο αυτές περιοχές. Έτσι εντοπίζουμε κοινούς σκοπούς αλλά και σκοπούς μικρασιάτικους προσαρμοσμένους στον δικό μας μουσικό πολιτισμό. Π.χ το “Αϊβαλιώτικο’’ παίζεται σήμερα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τούρκία, ίσως λίγο διαφορετικά βέβαια. Να τονίσουμε όμως πως οι ομοιότητες που υπάρχουν δεν αναιρούν φυσικά και τις διαφορές ανάμεσα στους δύο (μουσικούς στην προκειμένη περίπτωση) πολιτισμούς . Και στο σημείο αυτό, να μην ξεχάσω να αναφέρω πως την όλη αυτή σχέση την επηρέασε από ένα σημείο και μετά η είσοδος του μπουζουκιού στη μουσική ζωή της πατρίδας μας.
Σ.Κ: Έχει λοιπόν το μπουζούκι -το πιο δημοφιλές ίσως όργανο στη χώρα μας-κατά τη γνώμη σου θέση στην παραδοσιακή μουσική;
Β.Π: Δεν έχω κάτι με το συγκεκριμένο όργανο. Άλλωστε το θεωρώ πολύ ωραίο και έχω γλεντήσει πολλά βράδια με τη συντροφιά του. Αλλά μπουζούκι και παράδοση δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Το κάθε όργανο έχει το ρεπερτόριο του. Δεν μπορείς π.χ να πάρεις μια κυκλαδίτικη (για να μην αναφέρομαι αποκλειστικά στη Λέσβο) αμοργιανή μαντινάδα που είναι γραμμένη για βιολί και για λαούτο και να την ερμηνεύσεις με μπουζούκι και κιθάρα. Μπορεί να παιχτεί άρτια και να μη χαθούν νότες, ρυθμός και παλμός. Θα έχει χαθεί όμως -και αυτό είναι το πιο βασικό- το ύφος του κομματιού. Δεν έχουμε να χωρίσουμε απολύτως τίποτα με τους μουσικούς του ρεπερτορίου του μπουζουκιού αλλά όπως σεβόμαστε εμείς το δικό τους ρεπερτόριο, έτσι πρέπει να σεβαστούν και εκείνοι το δικό μας.
Σ.Κ: Μιας και προηγουμένως αναφέρθηκες σε συγκεκριμένα τραγούδια που ακούγονται στο νησί, καλό θα ήταν να μιλήσουμε λίγο για τα “Ξύλα”, τον πιο αγαπητό σκοπό των Μυτιληνιών, τόσο σήμερα όσο και στο παρελθόν, που κρύβει και μια ιστορία από πίσω.
Β.Π: Είναι πραγματικά ο αγαπημένος σκοπός των απανταχού Μυτιληνιών. Αν ένα γλέντι δεν ξεκινήσει με αυτά, τότε υπάρχει πρόβλημα (γέλια). Πρόκειται για έναν αργό συρτό, μερακλίδικο σκοπό που συνήθως γυρίζει σε μπάλο. Η προέλευση της ονομασίας “Ξύλα” αφορά την περίοδο της Τουρκοκρατίας όπου, το 1878, κατ’ εντολή του Οσμάν Πασά ο σκοπός αυτός ακουγόταν κατά τη διάρκεια της κατασκευής του ελαιοτριβείου της Αγιάσου (σ.σ: μεγάλο ορεινό χωριό της Λέσβου) ούτως ώστε οι εργάτες να είναι πιο παραγωγικοί. Η μελωδία αυτή όμως μοιάζει αρκετά με μία τούρκική με την ονομασία “ÇEÇEN KIZI” όπως επίσης και με την αρχή του ηπειρώτικου “Πλέυρα” από την Πρέβεζα. Άρα, με αφορμή τα “Ξύλα”, για άλλη μια φορά διαπιστώνουμε ότι οι μουσικές ταξιδεύουν και δε μένουν μόνο στα στενά όρια της Λέσβου ή της Μ.Ασίας εν προκειμένω.
Σ.Κ: Η παραδοσιακή μουσική κάθε τόπου εκφράζει κατά κοινή παραδοχή σε μεγάλο βαθμό τη νοοτροπία των κατοίκων του. Αποτελεί η Λέσβος την εξαίρεση στον κανόνα; Καταφέρνει να μένει ανεπηρέαστη από τα τραγούδια-σουξέ της εποχής σε βάθος χρόνου;
Β.Π: Σαφώς και η Λέσβος δεν αποτελεί εξαίρεση. Φέρνοντας στο μυαλό μου τη Λέσβο του παρελθόντος θυμάμαι τους παλιούς μερακλήδες σαντουριέρηδες, τα εξαιρετικά βιολιά και κλαρίνα και τους αμανέδες του αείμνηστου Στρατή Ράλλη. Στην ψυχοσύνθεση των Μυτιληνιών υπάρχει το βιολί, το σαντούρι και οι αμανέδες. Μ’ αυτά γλεντούν, αυτά συντροφεύουν τις όμορφες αλλά και τις άσχημες στιγμές τους. Δεν θα μπορούσε επομένως η μουσική της Λέσβου να μην είναι ‘‘μερακλίδικη’’ αφού οι ίδιοι οι Μυτιληνιοί είναι γλεντζέδες, άνθρωποι ανοιχτοί που όταν πονάνε αλλά και όταν διασκεδάζουν το εκφράζουν με τον δικό τους μοναδικό τρόπο.
Βέβαια, ανέκαθεν και σε κάθε τόπο τα “σουξέ” της εποχής δεν ήταν ανεπηρέαστα από τα αντίστοιχα άλλων τόπων. Άκουγε κανείς από λαϊκά τραγούδια με μπουζούκι, μέχρι “πόλκες” και ‘‘βαλσάκια”. Αλλά ταυτόχρονα, παίζονταν και τα δικά μας, τα μυτιληνιά. Σιγά σιγά όμως και όσο περνούν τα χρόνια, ακούγονται μόνο κάποιοι συγκεκριμένοι σκοποί, όπως τα “Ξύλα” που αναφέραμε προηγουμένως και εξαφανίζονται σταδιακά μερικοί άλλοι εξίσου όμορφοι και σημαντικοί για την εξέλιξη της μουσικής του τόπου μας. Να συνυπολογίσουμε επίσης και το γεγονός ότι συνήθως αυτά παίζονται από λαϊκές και όχι παραδοσιακές ορχήστρες. Σκοπός όλων των νέων μουσικών του τόπου μας θα πρέπει να είναι να καταφέρουμε να αναδείξουμε αυτήν τη μουσική και στις σημερινές συνθήκες και να την προστατέψουμε όπως οι παλαιότεροι που μας την κληροδότησαν.
Σ.Κ: Υπάρχει σήμερα σημαντικός αριθμός νέων και αξιόλογων μουσικών που ασχολούνται με την παράδοση;
Β.Π: Σίγουρα υπάρχουν και αυτό είναι που μας κάνει να χαμογελάμε και να κοιτάζουμε το μέλλον με αισιοδοξία. Υπάρχουν πολλά νέα παιδιά τα οποία ασχολούνται με παραδοσιακά όργανα, αγαπούν την παραδοσιακή μουσική και τον χορό. Θεωρώ ότι τα τελευταία χρόνια οι νέοι άνθρωποι στρέφονται προς την παράδοση γιατί εκεί βρίσκουν τις πραγματικές αξίες που εκλείπουν από την εποχή μας. Η παραδοσιακή μουσική τους γεμίζει και τους κάνει να αισθάνονται ότι υπάρχει ακόμα ελπίδα στους δύσκολους αυτούς καιρούς που διανύουμε.
Σ.Κ: Τον περασμένο Νοέμβρη, στην κατάμεστη από κόσμο αίθουσα συναυλιών του Ωδείου Φίλιππος Νάκας, πραγματοποιήθηκε εκδήλωση-αφιέρωμα στη μουσική της Λέσβου και στο Δημήτρη Κοφτερό. Ως ένας από τους βασικούς συντελεστές της βραδιάς εκείνης, σε τι πιστεύεις ότι οφείλεται, η τόσο μεγάλη ανταπόκριση που υπήρξε από τους εν Αθήναις Μυτιληνιούς;
Β.Π: Κατά τη γνώμη μου, ο κόσμος εκείνη την ημέρα γέμισε την αίθουσα για δύο λόγους: ο πρώτος είναι η αγάπη και εκτίμηση που υπάρχει για το έργο του Δημήτρη Κοφτερού. Το ακροατήριο της αίθουσας ήξερε πολύ καλά που βρισκόταν καθώς και τον λόγο για τον οποίον ήρθε, που δεν ήταν άλλος φυσικά από το να τιμήσει ένα μεγάλο δάσκαλο που έχει αφιερώσει τη ζωή του στη μουσική και στην διδασκαλία της. Ο δεύτερος και εξίσου σημαντικός λόγος είναι ότι πάρα πολύς κόσμος έχει την ανάγκη να ακούσει καλή και ποιοτική παραδοσιακή μουσική, τραγούδια ξεχασμένα που προσπαθούμε να διασώσουμε και να διαφυλάξουμε ώστε να μην σβηστούν με το πέρασμα των χρόνων. Στόχος μας ήταν να παιχτούν τα τραγούδια αυτά με παραδοσιακά όργανα αλλά ταυτόχρονα με σημερινό ήχο και αντίληψη.
Σ.Κ: Θα συμφωνείς μαζί μου πως η λήψη παρόμοιων πρωτοβουλιών στο μέλλον είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία. Με ποιον τρόπο θα έπρεπε όμως να διοργανώνονται οι εκδηλώσεις αυτές, δίχως να πέφτουν στην παγίδα του “κιτς”, της πλαστής και άκριτης αναπαράστασης του παρελθόντος;
Β.Π: Κοίταξε, εμείς οι μουσικοί, από την πλευρά μας, έχουμε να διαχειριστούμε ένα υλικό παλαιό, παιγμένο από μουσικούς με τις αντιλήψεις του παρελθόντος, αλλά ατόφιο. Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, οφείλουμε να το ακούσουμε, να καταλάβουμε τι πρεσβεύει και να το ερμηνεύσουμε σωστά φέρνοντας το όμως την ίδια στιγμή στο σήμερα, κάνοντας το δηλαδή επίκαιρο. Εξυπακούεται βέβαια πως το ρεπερτόριο αυτό θα το σεβαστούμε και θα το διατηρήσουμε ταυτόχρονα παραδοσιακό. Από εκεί και πέρα, ό,τι παραπάνω χρειάζεται να γίνει σχετικά με τη διοργάνωση τέτοιων εκδηλώσεων και για να ακούσει περισσότερος κόσμος και κυρίως νέος ηλικιακά, τη μουσική αυτή, θα πραγματοποιηθεί μονάχα αν όλοι μαζί παραγωγικά συνεργαζόμενοι αλλάξουμε την υπάρχουσα νοοτροπία μας.
Συνοψίζοντας, θα πρέπει ουσιαστικά να μελετήσουμε και να αντιμετωπίσουμε με σεβασμό όλα όσα μας κληροδότησαν οι παλιοί δεξιοτέχνες κάνοντας την παραδοσιακή μουσική πιο προσιτή στους νέους ανθρώπους χωρίς να καταντάει ‘‘κιτς’’ και δήθεν εκσυγχρονισμένη . Θεωρώ ότι αυτό που θα στρέψει τους νέους ανθρώπους στη μουσική αυτή είναι η ανακάλυψη της ομορφιάς και της απλότητας της. Εγώ λοιπόν, ως μουσικός, οφείλω να συνεχίσω να μελετάω, να κάνω συναυλίες, να βγάλω και δίσκο ενδεχομένως. Αν αυτό που κάνω είναι καλλιτεχνικά άρτιο, τότε σίγουρα θα υπάρξουν εκείνοι που θα ενδιαφερθούν, θα ακούσουν το υλικό μου και θα παραβρεθούν σε μελλοντικές συναυλίες ή αφιερώματα όπως εκείνο του περασμένου Νοέμβρη στο Ωδείο του Νάκα.
Σ.Κ: Αφήνεις λοιπόν να εννοηθεί πως η παράδοση δεν είναι επ’ ουδενί ένα υλικό αποκλειστικά προς μελέτη και αποστήθιση αλλά ένας πλήρως εξελίξιμος ανά τα χρόνια οργανισμός.
Β.Π: Πρέπει να είναι σαφές για όλους πως το να τοποθετήσεις την παράδοση σε ένα μουσείο και να τη συναντάς εκεί, είναι κάτι που την ευνουχίζει. Για να αναφερθώ συγκεκριμένα στη μουσική που με αφορά, οφείλουμε να την μεταχειριζόμαστε με τρόπο που δε θα την απομακρύνει από την καθημερινότητα των ανθρώπων από την οποία άλλωστε προέρχεται. Τόσα χρόνια ο λαός γλεντάει με τους σκοπούς της ιδιαίτερης πατρίδας του και δε γίνεται ξαφνικά να τους πάρουμε και να τους τοποθετήσουμε σε ένα μουσείο. Πρέπει όμως ταυτόχρονα, τα τραγούδια αυτά να αναπαράγονται και να ακούγονται στο κατάλληλο μέρος. Δεν είναι “του σαλονιού”, αλλά αντιθέτως προορίζονται για τον απλό κόσμο, τις χαρές του και τις λύπες του.
Σ.Κ: Κατά την ‘‘αναπαραγωγή’’ του υλικού αυτού, μέχρι που πιστεύεις ότι πρέπει να φτάνει η παρέμβαση, “το προσωπικό γούστο”, του μουσικού;
Β.Π: Το υλικό αυτό πρέπει να αντιμετωπίζεται πάντα με σεβασμό. Για εμένα αυτό είναι το όριο που πρέπει να τίθεται. Άμα σεβαστείς την ιστορία, τη μουσική, το στίχο ενός τραγουδιού, τότε αναμφίβολα θα σε σεβαστεί κι αυτός. Από το ερώτημα σου όμως, προκύπτει ταυτόχρονα και ένα άλλο ερώτημα: προτιμάμε να παίζεται η παραδοσιακή μας μουσική με το λάθος τρόπο ή να μην παίζεται καθόλου; Αλλά αυτό είναι ένα ερώτημα στο οποίο δεν μπορώ να απαντήσω με απόλυτη σιγουριά…
Σ.Κ: Ο αυτοσχεδιασμός (βλ. ενδεικτικά ταξίμια και αμανέδες) αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της μουσικής του νησιού και της παραδοσιακής μουσικής γενικότερα. Είναι μια διαδικασία κατά την οποία ο μουσικός είναι πλήρως απελευθερωμένος ή υπάρχουν κανόνες τους οποίους και οφείλει σε γενικές γραμμές να ακολουθήσει;
Β.Π: Εμείς για να κάνουμε π.χ ένα ταξίμι πιάνουμε έναν δρόμο και πατάμε πάνω σε αυτόν. Κανόνες υπάρχουν με την έννοια των βασικών ‘‘πατημάτων’’. Για να γίνω πιο κατανοητός, όταν θέλεις να πας σε ένα μέρος, υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα μονοπάτια για να φτάσεις εκεί. Σε άλλη περίπτωση θα χαθείς και θα βγεις αλλού. Από εκεί και πέρα, μείζονα ρόλο παίζουν το συναίσθημα και τα βιώματα του μουσικού. Για αυτό ένα ταξίμι και ένας αμανές, δεν μπορούν να επαναληφθούν με τίποτα. Αυτό που νιώθεις τώρα, δεν μπορείς να το νιώσεις μετά από 10 μέρες. Τον αμανέ, χωρίς πόνο στην καρδιά, δεν μπορείς να τον βγάλεις κι ας έχεις την τεχνογνωσία για να το κάνεις. Σε άλλη περίπτωση, αυτό που θα ακουστεί, θα είναι κάτι ψεύτικο. Για αυτό και οι παλιοί μερακλήδες αμανετζήδες τραγουδούσαν στα καφενεία χωρίς παραγγελίες και χωρίς κάποια περαιτέρω παράκληση. Απλά έπιναν το ούζο τους και στο τέλος εξέφραζαν με έναν αμανέ τον πόνο τους.
Σ.Κ: Ας αλλάξουμε θέμα. Κατά τη διάρκεια της μέχρι τώρα πορείας σου έχεις συνεργαστεί με αρκετούς καλλιτέχνες. Ως νέος και εξελίξιμος μουσικός, ποια θεωρείς τα σημαντικότερα εφόδια που έχεις αποκομίσει από τις συνεργασίες αυτές και ποια θεωρείς ενδεχομένως ως την πιο ξεχωριστή;
Β.Π: Κάθε μέρα που περνάει, ένας νέος μουσικός εξελίσσεται σε όλους τους τομείς. Στην τεχνική του, στην ερμηνεία του, σε όλα. Όντως έχω παίξει δίπλα σε πολλούς μουσικούς και σπουδαίους δεξιοτέχνες. Σταθμό στην καριέρα μου έχει αποτελέσει ο Νίκος Οικονομίδης ως φίλος (κυρίως) αλλά και ως μουσικός, δεξιοτέχνης και δάσκαλος. Με έχει βοηθήσει όχι τόσο στον τρόπο που παίζω αλλά στον τρόπο που αντιμετωπίζω τη μουσική συνολικότερα. Στο πως ακούω δηλαδή ένα τραγούδι, στο πως θα πλάσω συγκεκριμένες εικόνες στο μυαλό μου και τελικά θα το ερμηνεύσω.
Σ.Κ: Ταυτόχρονα, διαβάζω στο βιογραφικό σου ότι έχεις πλούσιες παράλληλες μουσικές σπουδές (Δίπλωμα Βυζαντινής Μουσικής, Πτυχίο Αντίστιξης). Κατά πόσο είναι δυνατό οι σπουδές πάνω στη δυτική και τη βυζαντινή μουσική να διευρύνουν τους ορίζοντες ενός μουσικού που δραστηριοποιείται στο χώρο της παράδοσης;
Β.Π: Η ευρωπαϊκή και η βυζαντινή μουσική είναι η ‘‘Άλφα Βήτα’’ για κάθε μουσικό. Είναι ταυτόχρονα δύο διαφορετικοί αλλά και κοινοί μεταξύ τους κόσμοι. Στην παράδοση, δυτική αρμονία και Ανατολή συναντιούνται και συνδυάζονται εξαιρετικά. Το ‘‘πάντρεμα’’ αυτό, πρέπει σε μικρό ή μεγάλο βαθμό ένας παραδοσιακός μουσικός να το έχει πάντα υπόψιν του, ούτως ώστε και να εξελίσσει το παίξιμό του και να αντιμετωπίζει τα κομμάτια με πιο ολοκληρωμένο τρόπο.
Σ.Κ: Τέλος, θα ήθελα να αναφερθείς στα μελλοντικά σου σχέδια. Να περιμένουμε την ηχογράφηση κάποιου δίσκου;
Β.Π: Αυτή την περίοδο έχω αφοσιωθεί στις συναυλίες, στα γλέντια και στην επαφή μου με το κοινό γενικότερα. Σημαντική επιδίωξή μου αποτελεί επίσης η συνέχιση του έργου του δασκάλου μου όσον αφορά στη διάσωση και στη διάδοση του μουσικού πλούτου της Λέσβου καθώς και η διδασκαλία του σαντουριού σε όσο το δυνατόν περισσότερους νέους ανθρώπους για να συνεχιστεί η ύπαρξη του σε βάθος χρόνου. Επιπλέον γενικότερα, στο μυαλό μου υπάρχουν αρκετές ιδέες που με πολλή δουλειά θα υλοποιηθούν και θα ενισχύσουν την παραδοσιακή μουσική της πατρίδας μου. Παράλληλα θα ασχοληθώ και με την πρώτη μου προσωπική δισκογραφική δουλειά η οποία και θέλω να έχει μεν ένα σύγχρονο αέρα αλλά να πατάει ταυτοχρόνως και στα παλιά παραδοσιακά ακούσματα.
Προσωπικές Ιστοσελίδες - Επικοινωνία:
MySpace: http://www.myspace.com/panosvergos
Facebook: http://www.facebook.com/panos.vergos
Διαβάστε και τη συνέντευξη του ΣΟΛΩΝΑ ΛΕΚΚΑ στο TaR: http://www.tar.gr/content/content.php?id=3358
Σταύρος Κουδουνάς
koudounas.tar@gmail.com
Μάρτιος 2013
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας