ΠΕΡΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Για το νέο βιβλίο & cd του Νότη Μαυρουδή
«Πώς και ένα τόσο σημαντικό εθνικό πολιτιστικό θέμα όπως το Ελληνικό Τραγούδι διαθέτει τόσο λίγες αναφορές στην ελληνική βιβλιογραφία;» διερωτάται στον πρόλογο του δοκιμίου του «Περί Ελληνικού Τραγουδιού το Ανάγνωσμα» (από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη) ο συνθέτης Νότης Μαυρουδής, ο οποίος συμβάλλει τα μέγιστα στην κάλυψη αυτού του βιβλιογραφικού «κενού» με τη βαθιά διεισδυτική του ματιά, καταθέτοντας σκέψεις, απόψεις, εμπειρίες, αλλά και προβληματισμό για περαιτέρω μελέτη.
Ενώ όμως το βιβλίο του είναι εξαιρετικά συνεπές (όσο και ο ίδιος) σε Αξίες και Ιδανικά, το ηχητικό ντοκουμέντο από το οποίο συνοδεύεται η έκδοση μιλά για… «Δανεικά ιδανικά»! Τίτλος δανεισμένος από το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου σε στίχους της Μαίρης Φασουλάκη. «Διαλέγουμε στίχους που βλέπουμε και εμείς ότι καθρεφτίζεται ο εαυτός μας» σχολίασε ο κ Νότης Μαυρουδής, αναφερόμενος στη στιχουργό, ενώ με ιδιαίτερη αγάπη μίλησε και για τους ερμηνευτές του δίσκου, τον Μίλτο Πασχαλίδη, τη Μόρφω Τσαϊρέλη και τη νεοεμφανιζόμενη ερμηνεύτρια, Μυρτώ Ναούμ. «Μου προσφέρει την ευκαιρία να μοιραστώ σκέψεις και μουσικές με τον κόσμο που θα ενδιαφερθεί να με γνωρίσει βαθύτερα» σημειώνει στο σημείωμά του «δυο λόγια για το δίσκο» ο Νότης Μαυρουδής κάνοντας λόγο για έναν «κιθαροκεντρικό δίσκο με πολλές εκπλήξεις».
Ο συνθέτης κ Γιώργος Ανδρέου αριστερά από τον συγγραφέα και δεξιά του ο Καθηγητής κ Λάμπρος Λιάβας
Ο δίσκος που συνοδεύει την έκδοση, κυκλοφορεί σε μια συγκυρία όπου ο συνθέτης οδεύει προς τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων δισκογραφικής παρουσίας και ανεκτίμητης προσφοράς στο ελληνικό τραγούδι. «Όταν πιτσιρικάς στο δεύτερο πρόγραμμα (που δυστυχώς τώρα δεν το έχουμε) κάποια βράδια στη 10ετία του ΄60 για να κοιμηθώ έβαζα στο ραδιόφωνο μουσική, ανάμεσα σε αυτούς που άκουγα ήταν και κάποιος Νότης Μαυρουδής» είπε φανερά συγκινημένος προλογίζοντας την εκδήλωση ο εκδότης κ Σάμης Γαβριηλίδης και πρόσθεσε: «Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι σαν εκδότης θα εξέδιδα ένα βιβλίο του Νότη και ένα βιβλίο για τη μουσική της τότε εποχής που στις μέρες μας είναι πολύ σημαντική».
«…Από τη στιγμή που έχει κλείσει η ΕΡΤ το ελληνικό τραγούδι είναι ορφανό»
ανέφερε μεταξύ άλλων στην ομιλία του ο κ Νότης Μαυρουδής
«Η συγκίνηση είναι σαφώς και δική μου» αντέτεινε ο συγγραφέας, επισημαίνοντας την αντίφαση αφενός να υπάρχουν μελέτες σε ό,τι αφορά την παραδοσιακή μουσική, το δημοτικό τραγούδι, τη βυζαντινή μουσική και το ρεμπέτικο και την ίδια στιγμή να υπάρχει κενό βιβλιογραφίας σε ό,τι αφορά το τραγούδι που επικράτησε με την αδόκιμη ονομασία «έντεχνο». «Το βιβλίο αυτό έρχεται σε μια εποχή – μην το ξεχνάμε γιατί δεν πρέπει να το ξεχάσουμε ποτέ αυτό – ορφάνιας για το ελληνικό τραγούδι. Από τη στιγμή που έχει κλείσει η ΕΡΤ το ελληνικό τραγούδι αυτή τη στιγμή είναι ορφανό. Αυτή η ενέργεια, η κρατική ενέργεια και ο τρόπος να κλείσει αυτός ο φορέας, μας έχει αφήσει ορφανούς, γιατί τα ραδιόφωνα τα κρατικά ήταν το βήμα μας. Τώρα πλέον δεν έχουμε βήμα» ανέφερε με πικρία ο Νότης Μαυρουδής και πρόσθεσε εμφατικά: «Όσοι νομίζουν ότι έχουμε βήμα στα ιδιωτικά δεν ξέρουνε που πατούν και που βαδίζουν». Στο τέλος της ομιλίας του εξέφρασε ευχαριστίες στον εκδότη, την Νεφέλη Καλογεροπούλου που επιμελήθηκε την έκδοση και τους λοιπούς συνεργάτες του εκδοτικού οίκου «που με υποδεχθήκανε με πολύ ζεστασιά εδώ μέσα». Συγχρόνως, δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει τους παριστάμενους, ανάμεσα στους οποίους ξεχώρισε: τους παραγωγούς του Β΄προγράμματος Γιώργο Τσάμπρα και Ελένη Διάκου, τους συγγραφείς Ηλία Βολιώτη-Καπετανάκη και Πέτρο Δραγουμάνο, τους αγαπητούς φίλους του, αφενός τον σολίστ κλασικής κιθάρας κ Ευάγγελο Ασημακόπουλο και αφετέρου τον κριτικό, ιστορικό της μουσικής, κ Γιώργο Μονεμβασίτη, τον σολίστ με τον οποίο αποτελεί κιθαριστικό ντουέτο, Γιώργο Τοσικιάν, καθώς επίσης τους μουσικούς και ερμηνευτές του δίσκου και τη στιχουργό, η οποία με την αφορμή αυτή, ανέβηκε στο πάνελ για μια σύντομη, αλλά γλαφυρή ομιλία: «Ήξερα πόσο κύριος είναι ο Νότης πέρα από μουσουργός μεγάλος. Το διαπίστωσα πλέον εν τις πράγμασι. Κύριος με κεφαλαία, όχι το Κ κεφαλαίο - όλα κεφαλαία. Ο σεβασμός του στη σκέψη, στην ψυχή, στην αλήθεια του συνεργάτη του είναι απίστευτος. Δεν έχω να πω παρά μόνο ένα μεγάλο ευχαριστώ» είπε φανερά συγκινημένη η στιχουργός Μαίρη Φασουλάκη παρομοιάζοντας τον συνθέτη με «ένα ήρεμο μεγάλο ποτάμι το οποίο κυλάει και θα κυλάει πάντα με εκείνη την υπόγεια ορμή που έχουνε εκείνα τα δυνατά ποτάμια που δεν στερεύουνε».
H στιχουργός Μαρία Φασουλάκη δίπλα στον Καθηγητή Λάμπρο Λιάβα κατά τη γλαφυρή ομιλία της
«Είναι πάντα χαρά και γιορτή το να υποδεχόμαστε μια νέα έκδοση. Είναι σαν ένας τοκετός, σαν ένα νέο παιδί που έρχεται να προστεθεί στην οικογένεια σε αυτό εδώ τον κύκλο των φίλων και αγαπημένων, γιατί όπως ξέρετε στην Ελλάδα την ιστορία κάνουν οι παρέες» είπε στην αρχή της πολύ ενδιαφέρουσας ομιλίας του ο μουσικολόγος, Καθηγητής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ Λάμπρος Λιάβας, διευκρινίζοντας ότι η κυκλοφορία της έκδοσης συμπίπτει με τη συμπλήρωση 51 χρόνων από την εμφάνιση του Νότη Μαυρουδή στις μπουάτ. «Ο Νότης έρχεται να θέσει προβληματισμούς, σκέψεις και να μας κάνει να αναρωτηθούμε ποιο ήταν το παρελθόν του ελληνικού τραγουδιού, ποιο το παρόν του και ποιο ίσως μπορεί να είναι το μέλλον του στην πορεία» πρόσθεσε χαρακτηρίζοντας το βιβλίο ως: «το καταστάλαγμα μιας ολόκληρης πορείας και μιας συνεχούς και συνεπούς άποψης και θέσης για αυτό που είναι το ελληνικό τραγούδι από έναν δρομέα αντοχής».
Ο Καθηγητής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών κ Λάμπρος Λιάβας
Αναφερόμενος στον ψηφιακό δίσκο που συνοδεύει την έκδοση ο κ Λιάβας παρατήρησε ότι:«δεν είναι τυχαίο ότι επέλεξε να βάλει ένα καινούργιο ψηφιακό δίσκο μέσα σε αυτή την έκδοση, κατάθεση σε μια εποχή που η δισκογραφία όχι απλώς “πνέει τα λοίσθια,” έχει αποβιώσει και καθόμαστε και ανατέμνουμε τα κομμάτια της» είπε μεταξύ άλλων χαρακτηρίζοντας το συνθέτη «ως έναν από τους ελάχιστους επιγόνους της πρώτης γενιάς που ξεκίνησαν από τον αστερισμό του Χατζιδάκι το δικό του ταξίδι για ν΄ αρθρώσουν όμως έναν αυτόνομο προσωπικό λόγο και σίγουρα μπορεί να θεωρηθεί από τους συνεπέστερους στις Αρχές και τις Αξίες που όρισε η γενιά του». Ο Καθηγητής, δεν παρέλειψε να τονίσει και τη συμβολή του Νότη Μαυρουδή με την ιδιότητά του ως παραγωγού ραδιοφώνου: «Η παρουσία του τότε δίπλα στη Σοφία Μιχαλίτση στο ιστορικό «Δεύτερο», στην καλύτερη στιγμή του ραδιοφώνου, ήταν κρίσιμη και αποφασιστική και συνέβαλε πολύ στη διαμόρφωση αυτής της εικόνας του σπουδαίου “Δεύτερου Προγράμματος”, το οποίο σίγουρα θα παραμείνει ένα σημείο αναφοράς». Παράλληλα αναφέρθηκε και «στην εξαιρετικά πετυχημένη θητεία και παρουσία του στη “Στέγη γραμμάτων και τεχνών” (σ.σ.του ΥΠ.ΠΟ.).
Ο κ Λιάβας υπογράμμισε ακόμη την ανάγκη εμπλουτισμού της βιβλιογραφίας με «συστηματικές και υπεύθυνες μονογραφίες και για τους δημιουργούς τους ίδιους, αλλά όχι αγιογραφίες» - άποψη με την οποία συμφώνησαν όλοι οι ομιλητές.
«Ζούμε σε μια χώρα που δεν υπάρχει τίποτε από το τρίπτυχο που υπογράμμισε ο Λ. Λιάβας πριν» αναφέρει στην εξίσου ενδιαφέρουσα τοποθέτησή του ο συνθέτης Γιώργος Ανδρέου και εξηγεί: «δεν υπάρχει ούτε ακαδημία μουσικής, ούτε θεάτρου, χορού, παραδοσιακής και ακαδημαϊκής μουσικής. Αυτό είναι πρωτοφανές για μια χώρα που θέλει να λέγεται ότι ανήκει στη Δύση» σχολιάζει. Στην εισαγωγή της τοποθέτησής του, διευκρινίζει ότι βλέπει το βιβλίο αφενός ως «εργαλείο κατανόησης της πρότασης και των ανησυχιών» του συγγραφέα και αφετέρου ως «μια φωτογραφία της σημερινής πραγματικότητας του τραγουδιού» παρατηρώντας ότι «είναι έτσι οργανωμένο, ώστε να θίγει όλων των ειδών τους προβληματισμούς του και ταυτόχρονα να δείχνει και την εξομολόγησή του συγγραφέα για τι αγαπά και ποιος είναι».
Ο συνθέτης Γιώργος Ανδρέου
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η ανάλυση του κ Ανδρέου με αφορμή δήλωση του Νότη Μαυρουδή στο παράρτημα του βιβλίου «συνεντεύξεις» ότι «θα ήθελα να έχω χτίσει τα σπίτια στα Αναφιώτικα». «Μια φράση (παρατηρεί ο κ Ανδρέου), που μέσα στη μεταφορικότητά της και την συναισθηματική της φόρτιση “φωτογραφίζει” τέλεια το ρόλο ενός δημιουργού τραγουδιών» θέτοντας ρητορικά το ερώτημα: «Τι είναι ο Αναφιώτης;» και απαντά: «Είναι ο φορέας μιας παράδοσης και έχει ισχυρό αίσθημα συνείδησης ότι αυτή η παράδοση ξεκίνησε από κάποιον άλλο, περνάει μέσα από αυτόν και μετά ακριβώς θα φθάσει σε κάποιον μετά από αυτόν ιστορικά και χρονικά».
Στη συνέχεια ο κ Ανδρέου μας «ξεναγεί» σε όλες τις ενότητες του βιβλίου συνοδεύοντας επιμέρους αναφορές με δικές του ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Ξεκινώντας από το πρώτο μέρος «Για την ελληνική δισκογραφία» θέτει τον προβληματισμό του συγγραφέα για αντικατάσταση του μη δόκιμου όρου «έντεχνο» τραγούδι. Με αφορμή τον αναφερόμενο στο βιβλίο όρο του De Falla, “cante jondo” (Βαθύ τραγούδι) ο κ Ανδρέου διευκρινίζει ότι ο Ν. Μαυρουδής «προσπαθεί να δώσει την ιδέα ώστε να συζητήσουμε το πώς θα μπορούσαμε αυτό τον “άχαρο” τίτλο να τον ξεπεράσουμε με κάτι ουσιαστικότερο μια και η μεγάλη διάκριση “λαϊκού,” “εντέχνου” και “ελαφρού” τραγουδιού μόνο κακό έχει κάνει σε αυτό το τραγούδι», άλλωστε όπως παρατηρεί ο συγγραφέας (σελ 23) ο όρος «ελαφρό» τραγούδι «δεν προσδιορίζει τίποτε απολύτως!».
Πιο εκτενή αναφορά κάνει ο κ Ανδρέου στο δεύτερο μέρος του βιβλίου «Για το παλαιό αστικό τραγούδι» παρατηρώντας ότι ο συγγραφέας «Αισθάνεται μια αδικία να συμβαίνει γύρω από το παλιό αστικό τραγούδι» (…) «για τους τρεις σπουδαιότερους, τον Σουγιούλ, τον Αττίκ, το Γιαννίδη » και στη συνέχεια επιχειρεί μια ερμηνεία: «Αυτοί οι άνθρωποι αδικήθηκαν γιατί ακριβώς επειδή η ιστορική εξέλιξη του λαϊκού του τραγουδιού της πόλης ( όπως συνηθίζουμε να λέμε τη δεύτερη φάση του λαϊκού τραγουδιού μετά από το ρεμπέτικο) οδήγησε σε μια γενιά συνθετών με προεξάρχοντες τους Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, οι οποίοι θεώρησαν ως αρχή και κεντρική έμπνευση το λαϊκό τραγούδι» διευκρινίζει, σημειώνοντας ακόμη ότι: «δημιουργεί μια παρεξήγηση και σε μας τους νεότερους δημιουργούς για το ποια θα έπρεπε να ήταν η αφετηρία. Είναι στα αλήθεια το ρεμπέτικο η εναρκτήρια αναφορά;» διερωτάται, θέτοντας τον σχετικό προβληματισμό στο ακροατήριο.
Ο Γιώργος Ανδρέου «επιμένει» στο ίδιο μέρος του βιβλίου, αναλύοντας τις απόψεις του συγγραφέα για τις διασκευές και με αφορμή την άποψη του γράφοντος ότι: «Δεν του αρέσει μια παλιά ηχογράφηση χωρίς το σκράτς της» χαρακτηρίζει ως πολύ σημαντική την παρατήρηση του συγγραφέα ότι «ένας άνθρωπος σημερινός αδυνατεί να κατανοήσει την ψυχοσυναισθηματική στάση του ακροατή των αρχών του 20ου αιώνα».
Ο κ Ανδρέου αναφέρεται σε πολλά ακόμη που είναι δύσκολο να θιγούν σε λίγες γραμμές: στο τρίτο μέρος του βιβλίου «Για τη γενιά του ΄60» όπου ο Νότης Μαυρουδής «προβλέπει» ότι «το τραγούδι θα επιστρέψει σε μικρότερους χώρους», καθώς όπως σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας στο βιβλίο (σελ 85) αναφερόμενος στις μπουάτ «ίσως να δείχνουν το δρόμο, μισόν αιώνα μετά».
Στο τέταρτο μέρος του βιβλίου «Περί ακουστικής αισθητικής» ο κ Ανδρέου προβαίνει στην παρατήρηση ότι «Έχει τρομερό ενδιαφέρον ότι ένα κεφάλαιο αφιερώνεται στην υπερβολή της έντασης». Επίσης κάνει αναφορά στην ενότητα «παρατονισμοί» παρατηρώντας ότι: «όταν υπάρχει αρραβώνας μεταξύ δυο διαφορετικών τεχνών όπως είναι η μουσική και ο λόγος υπάρχουν και δυο ρυθμολογίες: μια ρυθμολογία του κειμένου και μια ρυθμολογία της μουσικής. Εκεί χρειάζεται μια ευστροφία, εξυπνάδα του μουσικού να σεβαστεί τη στίξη του κειμένου, γιατί δεν είναι απλά η στίξη του κειμένου, αλλά η στίξη της ελληνικής γλώσσας».
Στη συνέχεια αναφέρεται στην ορχηστρική μουσική, παραθέτοντας την άποψη του συγγραφέα ως προς «το πόσο αδικημένη είναι η μουσική αυτή» δίνοντας τη δική του ερμηνεία: «Ο Έλληνας δεν έχει την ίδια προσληπτικότητα λόγω πολιτισμικής διαδρομής στην ορχηστρική μουσική φόρμα, όπως έχει στη φόρμα του τραγουδιού. (…) Και ακριβώς επειδή δεν περάσαμε «Αναγέννηση» και «Διαφωτισμό» και δεν αναπτύξαμε σύνθετες μουσικές φόρμες ορχηστρικής μουσικής, δεν μας είναι και τόσο εύκολο να σεβαστούμε, να προτείνουμε και να στηρίξουμε ορχηστρική μουσική δική μας». Επίσης με σύντομες αναφορές στην πέμπτη ενότητα του βιβλίου, «Πρόσωπα» αναφέρθηκε στις προσωπικότητες των Μανώλη Ρασούλη (1945-2011) και Γιάννη Σπανού.
Κλείνοντας με ορισμένες παρατηρήσεις για το μέλλον του ελληνικού τραγουδιού ο κ Ανδρέου παραδέχθηκε ότι «υπάρχει ένα πρόβλημα όσον αφορά την ηχογραφημένη μουσική» επικαλούμενος την άποψη αμερικανών κοινωνιολόγων ότι «περάσαμε από την εποχή της κτήσης στην εποχή της χρήσης» τονίζοντας ωστόσο ότι:«Αυτή είναι μια γιγαντιαία αλλαγή, μια τρομακτική μεταβολή» αλλά «οφείλουμε να συνεχίσουμε να ηχογραφούμε». Αναφέρθηκε δε εμφατικά στην ανάγκη «να βοηθούμε τους νεότερους από μας δημιουργούς» ώστε «να είναι η μαρτυρία της εποχής τους, του ταλέντου τους και της δικής τους πνευματικής στάσης».
|
|
|
Κλείνοντας την ομιλία του, ο κ Ανδρέου έκανε μια ενδιαφέρουσα ανάλυση για το δίσκο «Με δανεικά ιδανικά»: «ακούς τα έξι τραγούδια και τα ορχηστρικά και βρίσκεις τα πάντα εκεί μέσα: την αγάπη για τον Χατζιδάκι, για τον Γιαννίδη, για τον Τσιτσάνη και το λαϊκό τραγούδι, την αγάπη για τη σαφήνεια και την ποιητικότητα του λόγου». Και θέτοντας το ερώτημα αν είναι προσάρτημα το cd στο βιβλίο ή αντιστρόφως, καταλήγει: «είναι μια φωτογράφηση, μια αποτύπωση και το ένα και το άλλο της οντότητας της πνευματικής και δημιουργικής της καλλιτεχνικής και υπαρξιακής που λέγεται Νότης Μαυρουδής, η οποία το κυριότερο παραμένει ζωντανή, ενεργή και δημιουργούσα».
«Και το αύριο;» διερωτάται ο Νότης Μαυρουδής στην τελευταία ενότητα του κεφαλαίου «Πνευματικά δικαιώματα» θέτοντας ακολούθως το ρητορικό ερώτημα: «Να περιμένουμε καλύτερες μέρες; Η απάντησή του, μας εκπλήσσει με μια νότα αισιοδοξίας: «To σκοτεινό τοπίο ίσως “κρύβει” κάτι το οποίο μέσα στα πολλαπλά αδιέξοδα δεν έχουμε την ψυχραιμία να δούμε…»
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki@gmail.com
Νοέμβριος 2013
Την έκδοση επιμελήθηκε η φιλόλογος Νεφέλη Καλογεροπούλου
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΟΥ ΔΙΣΚΟΥ «Με Δανεικά Ιδανικά»
Οργάνωση – συντονισμός – παραγωγή: Νότης Μαυρουδής
Μουσική: Νότης Μαυρουδής
Στίχοι: Μαίρη Φασουλάκη
Ενορχήστρωση: Νότης Μαυρουδής
Κιθάρα: Νότης Μαυρουδής
Μουσικοί
Nότης Μαυρουδής: κιθάρα
Γιώργος Τοσικιάν: κιθάρα
Σταύρος Καβαλλιεράτος: κοντραμπάσο
Ηρακλής Βαβάτσικας: ακορντεόν
Πέτρος Πελέλης: κρουστά
Σοφία Μαυρογεννίδου: φλάουτο
Θοδωρής Κοτονιάς: νέυ, μπεντίρ
Τραγούδι
Μίλτος Πασχαλίδης
Μόρφω Τσαϊρέλη
Μυρτώ Ναούμ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΑΓΟΡΑ ΕΔΩ