Μικρά πορτραίτα μεγάλων κιθαριστών του φλαμένκο
Η πορεία από την αυθεντικότητα
στην πεμπτουσία της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Diego Amaya Flores ("Diego del Gastor" - 1908-1973)
Σαν πρόλογος
Το TaR, όντας περιοδικό αφιερωμένο στην πολλαπλή σημαντική του οργάνου της κιθάρας, είναι φυσικό να προβάλλει τους καλλιτέχνες μέσω των οποίων η κιθάρα αναδείχθηκε, απέκτησε ρεπερτόριο, απέκτησε μουσική μοναδική ταυτότητα η ακόμα ακόμα, αναδείχθηκε σε σύμβολο καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ετσι, για τον χώρο του φλαμένκο, είναι η πρόθεσή μας να σκιαγραφήσουμε τα καλλιτεχνικά πορτρέτα ορισμένων κιθαριστών του φλαμένκο, που με την συμβολή τους, έδωσε ο καθένας μια ξεχωριστή διάσταση στο όργανο αυτό, που σε πολλές περιπτώσεις, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι παρεξηγημένο. Τα μικρά πορτρέτα αυτών των σημαντικών κιθαριστών δεν θα είναι μια απλή βιογραφία.Κάθε άλλο. Αποφεύγοντας τις χρονολογίες, δισκογραφίες και λοιπά ,θα επικεντρώσουμε στην ουσία της καλλιτεχνικής προσφοράς τους, άσχετα με το πόσο διάσημοι,--η όχι--αυτοί ήσαν στο στενό, και ευρύτερο, περιβάλλον τους. Παράλληλα, θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε, όσο κι’ αν αυτό ακούγεται δύσκολο, το γιατί θεωρήθηκαν πραγματικά μεγάλοι. Πού κρυβόταν, δηλαδή, η μαγεία του ήχου τους και κάτω από ποιές συνθήκες μπορούσε αυτή να ξεδιπλωθεί.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε, σε κάθε περίπτωση, ότι θα αναφερθούμε σε καλλιτέχνες λαϊκούς, χωρίς καμία ακαδημαϊκή μουσική παιδεία, στους οποίους το μουσικό υλικό τους ανέβλυζε αβίαστα, φυσικά και αυθόρμητα.
Ακόμα ένα γραφικό δρομάκι στο σύγχρονο Moron de la Frontera.
Στο βάθος, ο παλιός καθεδρικός ναός, δίπλα στο ρωμαικό υδραγωγείο.
Εύλογα αναρωτιέται κανείς πως είναι δυνατόν, πίσω από αυτές τις ήρεμες, νοικοκυρεμένες προσόψεις, να αναβλύζει η εκρηκτικότητα του παραδοσιακού φλαμένκο.
Στη δεξιά όχθη του ποταμού Guadaira, στούς πρόποδες της Sierra de Moron, υπάρχουν τα ερείπια ενός Mαύριτανικού κάστρου που κυριαρχεί πάνω από την αρχαία πόλη του Moron de la Frontera. Κάτω από το κάστρο, σε ένα στενό σοκάκι που κατέβαινε στριφογυριστό, βρισκόταν ένα ασβεστωμένο σπιτάκι με μικρά παράθυρα, διακοσμημένο με πολλά γεράνια. Στην πίσω μεριά του σπιτιού στο μικρό patio, ζούσε ο Diego Amaya Flores, «.. ένας από τους λίγους εναπομείναντες κιθαριστές του φλαμένκο που κατανοεί και παίζει το πραγματικό φλαμένκο...» (Don Pohren , «Lives and Legends of Flamenco», 1968). Oι κάτοικοι του Moron έχουν τη φήμη ανεξάρτητων ανθρώπων που πάντοτε αντιστάθηκαν στούς κατακτητές τους …Ρωμαίους, Βρετανούς, ακόμα και Xριστιανούς. H αρχαία ονομασία του ήταν Arumi, και έχει μια ταραχώδη ιστορία παρόμοια με την κοντινή πόλη της Utrera,που μαζί με την Alcala de Guadaira, αποτέλεσαν τις πραγματικές μητροπόλεις του τσιγγάνικου φλαμένκο στην περιοχή της επαρχίας της Σεβίλλης. Μερικούς αιώνες πριν, οι πόλεις αυτές αποτελούσαν γνωστά καταφύγια για φυγόδικους, σε τέτοιο βαθμό που υπήρχε το λαικό ρητό: «..Σκότωσε το βασιλιά και πήγαινε στο Moron de la Frontera».Το Μοron de la Frontera του Diego εδώ και 50 χρόνια έχει σαν κεντρικό άξονα της ύπαρξης του το φλαμένκο. Οι Τσιγγάνοι που εκστασιάζονταν μετέχοντας στο γήινο, πραγματικό φλαμένκο της ταβέρνας και της «παρεϊστικης» συγκέντρωσης, αποτελούσε το καλύτερο περιβάλλον εκμάθησης για έναν νεαρό κιθαριστή. Οι Τσιγγάνοι ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο Moron και, γοητευμένοι όπως είπαμε πιο πάνω από τον ανεξάρτητο χαρακτήρα των κατοίκων του, βρήκαν ένα τέλειο χώρο έκφρασης για τη μουσική τους με κιθαρίστες και τραγουδιστές μιας ποιότητας που ανάλογη δεν βρισκόταν σε πολλές άλλες ανδαλουσιάνικες πόλεις. Ανάμεσα στους Τσιγγάνους αυτούς ήταν και ο πατέρας του Diego, ένας έμπορος ζώων από το Gastor, που τελικά εγκαταστάθηκε στο Moron. O Diego και ο αδερφός του Francisco, μαζί με μια πλειάδα συγγενών της φαμίλιας των Amaya, μεγάλωσαν σ’ αυτό το λίκνο του τσιγγάνικου φλαμένκο, όπου, μέχρι την δεκαετία του 1970, η τέχνη αυτή ήταν και τρόπος ζωής.
To μικρό εκκλησάκι της Virgen del Rocio
Στο τωρινό Moron.
Ο Diego σαν δημιουργός-καλλιτέχνης.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, ήσαν πολλοί οι φανατικοί οπαδοί του φλαμένκο, μη Ισπανοί οι περισότεροι που, έχοντας πάρει μια γεύση του πραγματικού, του γνήσιου καλλιτεχνικού δρώμενου, αναζήτησαν μανιωδώς τα μέρη -γνωστά ή άγνωστα- και τους καλλιτέχνες που εκφράζονταν μέσα από το καθαρό, παραδοσιακό στυλ. Η τάση αυτή ήταν βέβαια γενικότερη διεθνώς, αλλά στην περίπτωση του φλαμένκο, που σαν λαϊκή τέχνη ήταν ήδη πασίγνωστο, άγγιξε τα όρια της τρέλας. Παρατηρήθηκε έτσι το φαινόμενο λαϊκοί καλλιτέχνες να γίνονται από την μια μέρα στην άλλη, διεθνώς αναγνωρισμένες προσωπικότητες στο χώρο αυτό. Περιτριγυρισμένοι από οπαδούς από όλο τον κόσμο,είδαν την ήσυχη ζωή τους να αλλάζει δραματικά. Δυστυχώς, πολλοί από αυτούς, όπως ήταν επόμενο, αλλοτριώθηκαν τόσο σαν άνθρωποι, όσο και σαν καλλιτέχνες.
Στην κατηγορία λοιπόν αυτών που, παρά την φήμη τους, παρέμειναν μακριά από όλα αυτά,(δισκογραφία, αμοιβές, περιοδείες, κ.λ.π.) ανήκε και ο Diego. Oκιθαριστής που, σε ήδη μεγάλη ηλικία,είχε την φήμη μεγαλοφυούς δημιουργού διεθνώς, εμφανιζόταν σχεδόν αποκλειστικά σε κλειστές συγκεντρώσεις, όπου, αν το περιβάλλον του ήταν συμπαθητικό, οι τυχεροί της βραδυάς θα τον άκουγαν να ξεδιπλώνει το δημιουργικό του ταλέντο τόσο στην συνοδεία του τραγουδιού,όσο και σαν σολίστας. Δεν ήσαν λίγες οι περιπτώσεις που, αν καταλάβαινε ότι το ακροατήριό του δεν έδειχνε τον απαιτούμενο σεβασμό σ αυτό που άκουγε, ήταν ικανός να βάλει την κιθάρα στη θήκη και να αποχωρήσει, κάνοντας τα μέλη του γκρουπ να τρέχουν πίσω του, ικετεύοντάς τον να γυρίσει.
Τι ήταν όμως αυτό που του επέδιδε αυτή την μοναδικότητα;
Μπορεί, άραγε να αναλυθεί η μαγεία του εκφραστικού touché που διέθετε; Και τι ήταν αυτό που έκανε τους ακροατές του να φθάνουν στο σημείο να σκίζουν τα ρούχα τους από αυτή την «περιαγωγή ψυχής» που οι ίδιοι αισθάνονταν;
Πολύ συνοπτικά, ήταν, η ικανότητά του να μεταδίδει, μέσα από σπάνια για τα δεδομένα της κιθάρας φλαμένκο ηχοχρώματα, αυτό που ένοιωθε εκείνη την στιγμή -τον πόνο, την θλίψη, τη χαρά, την πεμπτουσία δηλαδή του φλαμένκο, μέσα από το απίστευτο duende του, καθοδηγώντας και τον τραγουδιστή που συνόδευε σε ανάλογα ύψη καλλιτεχνικής απόδοσης.
Κι’όλα αυτά, σημειώστε, με λίγες, ελάχιστες νότες.
Οντας μέγας γνώστης του cante, αλλά και τέλειος συνοδευτής με την κιθάρα του, αποτελούσε το βαρόμετρο για την επιτυχία της βραδυάς.
Ο Diego δεν ήταν ο κιθαριστής που θα έμοιαζε υπερφίαλος, αλαζονικός ή, απλά, εγωιστής στο παίξιμό του. Υπερβαίνοντας όλα αυτά και διαφέροντας από την μεγάλη πλειοψηφία των άλλων κιθαριστών, ο Diego πάντα προέτεινε το ένστικτό του, την μεγαλοφυΐα του, προκειμένου να αναδιπλώσει τα μυστήρια της καρδιάς και του φλαμένκο, παρά να κάνει μια επίδειξη με αυτά στον κόσμο που τον άκουγε. Στο παίξιμο του Diego κάθε μία νότα είχε την δική της σημασία και βαρύτητα και κάθε toque ήταν μια πρωτόγονη, αγωνιώδης επίκληση ψυχής.
Είναι αυτό το συγκεκριμένο θείο δώρο που κατείχε ο Diego και ελάχιστοι ακόμα, που αναδεικνύει την τέχνη του φλαμένκο -αλλά και κάθε τέχνη -σαν άγγιγμα θεϊκής πνοής.
Ο Diego δεν ασχολήθηκε ποτέ μόνο με την τεχνική. Καμιά φορά συνέβαινε να μην παίξει για ολόκληρες εβδομάδες παρά μόνο σε συγκεντρώσεις φίλων, χωρίς ποτέ να νοιαστεί για τα δάκτυλά του.
Εύλογα λοιπόν θα αναρωτηθεί ο φίλος της κιθάρας, μετά από όλα αυτά: μα που η πως μπορώ να τον ακούσω να παίζει; Δυστυχώς. Οι ηχογραφήσεις του ήταν ελάχιστες (μόνο σε ορισμένες μεγάλες ανθολογίες φλαμένκο σε βινύλια του 1965-68 ή σε μαγνητοφωνημένα κομμάτια από ιδιώτες –aficionados- στις περίφημες κλειστές συγκεντρώσεις του).
Ο Diego, (κάτω δεξιά), σε μια από τις λιγοστές εμφανίσεις του στη σκηνή, για το ραδιόφωνο του Moron. Αριστερά, ο ανεψιός του Paco del Gastor.
Ο Diego και ο Juan Talegas σε στιγμές Jondo (επάνω: siguiriyas) και Χαράς (κάτω: bulerias)
Ο Diego ως άνθρωπος.
Ο καλύτερος ίσως ο τρόπος να γνωρίσουμε από μέσα τον Diego σαν άνθρωπο, είναι μέσα από μερικές από τις αφηγήσεις κάποιου που τον έζησε χρόνια και συνδέθηκε μαζί του με πολύ μεγάλη φιλία. Του αμερικανού ερευνητή, κιθαριστή και συγγραφέα Donn Pohren, μέσα από τα βιβλία του. «... Πίσω από την εξωτερικά απλή και φιλική του προσωπικότητα, έκρυβε μια έντονη περηφάνια, που ανάβλυζε έντονα από τη φυλετική του καταγωγή. Η περηφάνια του αυτή του κόστισε με πολλούς τρόπους. Σε πολλές περιπτώσεις η ανεξάρτητη συμπεριφορά του τον οδήγησε σε καταστάσεις από όπου διασώθηκε μόνο επειδή οι αρχές, αλλά και οι μεγαλοαστοί, σεβάστηκαν την μουσική του ιδιοφυΐα. Έτσι, κάποτε ο Diego και το γκρούπ του, είχαν προσληφθεί για να εμφανισθούν σε μια κλειστή συγκέντρωση από ένα κλαμπ φλαμένκο σε μια κοντινή πόλη. Φθάνοντας εκεί, οι αρμόδιοι του κλαμπ τους υποδέχθηκαν εγκάρδια και αμέσως, τους προσφέρθηκαν ποτά.Ολα πήγαιναν ομαλά και σε πολύ ευχάριστη ατμόσφαιρα, ως ότου, ένας από τους senoritos, έβγαλε από την τσέπη του ένα πακέτο αμερικάνικα τσιγάρα και άρχισε να κερνά τους φίλους του, αγνοώντας επιδεικτικά τους τσιγγάνους καλλιτέχνες και τον Diego. Αυτό βέβαια, ήταν κάτι που ο Diego δε θα μπορούσα να το αφήσει να περάσει έτσι. Σηκώθηκε λοιπόν και ρώτησε: « Eμείς δεν θα πάρουμε;» O senorito κοίταξε τον Diego περιφρονητικά και του απάντησε : «Aπό πότε οι Τσιγγάνοι καπνίζουν ξανθό ταμπάκο;» Εκείνος αντέδρασε σαν τον είχαν χτυπήσει! Τινάχτηκε πάνω και είπε: «Ya esta» (ως εδώ). Αυτός ο κύριος μπορεί να βρει έναν άλλον κιθαριστή για να παίξει στη φιέστα. Εγώ φεύγω.» Όλοι διαμαρτυρήθηκαν και προσπάθησαν να τον σταματήσουν, ανάμεσα τους και οι υπόλοιποι καλλιτέχνες γιατί έβλεπαν την αμοιβή μιας ολόκληρης εβδομάδας να φεύγει μέσα από τα χέρια τους γιατί ήξεραν ότι χωρίς τον Diego θα είχαν μεγάλο πρόβλημα. «Για το Θεό, σκέψου τα παιδιά μου, του έλεγαν.» «Εσύ να σκεφτείς για τα παιδιά σου. Εγώ φεύγω.» Και πράγματι έφευγε, κάνοντας όλο το σμάρι των τσιγγάνων να τρέχουν από πίσω του. Αλλά ο Diego είχε κι’άλλες ιδέες: αφού κάλεσε όλους για λίγους γύρους ποτών στο τοπικό μπαρ, και όταν το κρασί άρχισε να φέρει το αναμενόμενο αποτέλεσμα παρηγοριάς, είπε στην ομήγυρη: «Πάμε στη φυλακή να παίξουμε για τους φυλακισμένους. Αυτοί είναι οι άνθρωποί μας κι’ όχι εκείνοι οι ανόητοι senoritos!». Στη φυλακή όπου ο δεσμοφύλακας τους υποδέχθηκε εγκάρδια, μοιράστηκαν ποτά και τους παραχωρήθηκε ένα άδειο κελλί με την προτροπή: «μπείτε μέσα και εγώ θα σας ακούω». Έτσι τους βρήκε το ξημέρωμα της άλλης μέρας γύρω και μέσα στο κελί, όπου οι φυλακισμένοι, οι τσιγγάνοι και ο δεσμοφύλακας τραγουδούσαν, χόρευαν, έπαιζαν, ευτυχισμένοι και αιώνια αδελφωμένοι...
Είναι πραγματικά πάρα πολλές οι ιστορίες που υπάρχουν γύρω από την προσωπικότητα του Diego εκείνη την χρυσή εποχή για το Moron de la Frontera, και κάθε μια από αυτές σκιαγραφεί και μια διαφορετική πλευρά του χαρακτήρα του. Θεωρώ ότι αξίζει να σας μεταφέρω ακόμη μια:
Όταν ο διάσημος και διεθνώς γνωστός κιθαριστής του φλαμένκο Sabicas, που, εκείνη την περίοδο έμενε στην Κόστα Ντελ Σολ με τον αδερφό του, ένας κοινός φίλος του μίλησε για τον Diego κι εκείνος αμέσως αποφάσισε να γνωρίσει από κοντά και να υποβάλει τα σέβη του σ’ αυτόν τον τσιγγάνο για τον οποίο είχε ακούσει τόσα πολλά. Έτσι πήραν ένα ταξί και ταξίδεψαν για τέσερις ώρες, έχοντας μαζί τους τρεις κιθάρες πρώτης κατηγορίας: μία Santos Hernandez, μία Domingo Esteso και μία Jose Ramirez. Η επιθυμία του Sabicas ήταν να χαρίσει στον Diego μια απ’ αυτές σαν δώρο. Φθάνοντας στο Moron, έμαθαν ότι ο Diego βρισκόταν στο Nuevo bar. Ο κοινός φίλος του διεμήνυσε ότι ήθελαν κάποιοι να τον δουν, φίλοι από τη Μάλαγα, με πολύ δισταγμό όμως. Ο Diego ρώτησε αμέσως ποιοί ήταν οι άνθρωποι αυτοί και ο φίλος απάντησε: «O Sabicas και ο αδελφός του».Την επόμενη αμέσως στιγμή ο Diego είχε κιόλας εξαφανιστεί χωρίς να χαιρετήσει κανέναν. Hταν φανερό ότι απέφευγε τη συνάντηση με τον διάσημο, επώνυμο καλλιτέχνη... Ο κοινός φίλος όμως ήξερε που θα τον βρει και,τελικά, τον ανακάλυψε σε ένα φτωχόσπιτο στα περίχωρα του Moron, όπου οι δρόμοι δεν ήταν καν ασφαλτοστρωμένοι, να πίνει κρασί, παίζοντας για τον φίλο του τον Chimenea τον παπουτσή και την γυναίκα του. Οταν ο κοινός φίλος μπήκε στο σπίτι χωρίς να αναγγελθεί, ο Diego κατάλαβε ότι δεν είχε οδό διαφυγής. Aναγκάστηκε λοιπόν να κατέβει να χαιρετήσει τον Sabicas και τον αδερφό του, ρίχνοντας παράλληλα μια δολοφονική ματιά στον κοινό φίλο. Ο Sabicas, θέλοντας να κάνει τον Diego να αισθανθεί άνετα, του είπε: «Eίμαι εδώ μόνο και μόνο για να σε γνωρίσω και να σου χαρίσω μια απ αυτές τις τρεις κιθάρες. Έχω ακούσει τόσα πολλά για σένα που αισθάνομαι ότι αυτό είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω». «Hombre, αυτό δε γίνεται», απάντησε ο Diego, «δεν μπορώ να δεχθώ μια κιθάρα έτσι απλά». Ο Sabicas του απάντησε: «την αξίζεις ... εγώ δε θέλω να μου παίξεις». Ο Diego,αισθανόμενος αυτή τη ζεστή αντιμετώπιση από τον διάσημο καλλιτέχνη, τον προσκάλεσε να πιούν ένα ποτήρι και να συζητήσουν. «Εγώ βέβαια δεν έχω ουίσκυ ή κάτι τέτοιο αλλά μόνο το τοπικό μας κρασάκι». «Ακριβώς αυτό είναι το αγαπημένο μου», απάντησε ο Sabicas. Eτσι, ο πάγος είχε πια σπάσει και οι δυό τους είχαν γίνει φίλοι. Ο Diego έβλεπε καθαρά ότι ο Sabicas ήταν ένας κανονικός άνθρωπος σαν αυτούς κατά βάθος, παρά το τεράστιο δαχτυλίδι που φόραγε στο δάχτυλο του κι έτσι, όταν του πρότεινε να διαλέξει μια από τις τρεις κιθάρες για να δει ποια προτιμούσε, ο Diego το έκανε χωρίς άλλη αντίδραση, χαϊδεύοντας και τις τρεις, μέχρι που κατέληξε στην Santos Hernandez. Aισθανόταν καλά και εμπνευσμένος από το άγγιγμα και την απόκριση του πανέμορφου οργάνου, αρχίζει με μια από εκείνες τις μοναδικές bulerias σε χαμηλή ταχύτητα, όλες δικές του δημιουργίες.
Αν και δεν πέρασε πολλή ώρα, το μόνιμο χαμόγελο που συνήθως υπήρχε στο πρόσωπό του Sabicas μεγάλωσε και πήγε από το ένα αυτί στο άλλο. «Αυτό είναι το γνήσιο», σκέφθηκε «μετά από όλα αυτά τα χρόνια των μεγαλουπόλεων με τα εκτυφλωτικά φώτα και τις φανφάρες, αυτό ναι, ήταν το γνήσιο, γήινο φλαμένκο». Με μια απίστευτη ευαισθησία και βάθος έκφρασης που χαρακτήριζαν το παίξιμο του Diego όταν αυτός ήταν συγκινημένος, ο κοινός φίλος αναφέρει ότι ο Sabicas εντυπωσιάστηκε. Όταν οι φιλοξενούμενοι ήταν να φύγουν, ο Diego δήλωσε ότι θα δεχόταν σαν δώρο την -ας πούμε- κατώτερη από τις τρεις κιθάρες, αισθανόμενος ότι αν διάλεγε την Santos, θα εκμεταλλευόταν τη φιλία του με τον Sabicas. Έτσι, και παρά τις αντιρρήσεις του, ο Sabicas συναίνεσε κι’ αυτός για την Ramirez σαν επιλογή του Diego.
Χώρισαν πολύ φιλικά, αισθανόμενοι ενδόμυχα ότι ο καθένας είχε αποκτήσει έναν ακόμα θαυμαστή στο πρόσωπό του άλλου.
Σαν επίλογος.
Θα χρειάζονταν πολλές σελίδες για να σκιαγραφήσει κανείς την ιδιόρρυθμη προσωπικότητα αυτού του γνήσιου, λαικού καλλιτέχνη, που, σε ώριμη ηλικία, έφθασε να απολαμβάνει μιας τεράστιας διεθνούς φήμης και να γίνεται η εμβληματική φυσιογνωμία του Moron de la Frontera, σε τέτοιο σημείο που, μετά τον θάνατό του το 1973, η πόλη αυτή ονόμασε έναν από τους δρόμους της Calle Diego del Gastor.
Θα πρέπει να αναφέρουμε επίσης ότι ανάμεσα στους δεκάδες κιθαριστές φλαμένκο από όλο τον κόσμο που συναντούσαν και μαθήτευαν γύρω από τον Diego εκείνη την πολύβουη γιατην πόλη του Moron δεκαετία του’70, ήταν και ο έλληνας Γιώργος Παπαδόπουλος,που στη συνέχεια είχε και μια σημαντική καριέρα στην Ελλάδα,στον χώρο του παραδοσιακού φλαμένκο, αλλά και της δημιουργικής fusion μουσικής στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Μεσογείου.
Είναι ευτύχημα που, κυρίως μέσω των μαθητών του, ο Παπαδόπουλος δίδαξε και «έσπειρε» στη χώρα μας πολλές από τις μοναδικές falsetas, (μουσικές παραλλαγές) αυτού του μεγάλου τσιγγάνου καλλιτέχνη.
Στάθης Γαλάτης
egalat@tee.gr)
(28/9/2007)
(Στοιχεία και φωτογραφίες από το προσωπικό αρχείο του γράφοντος
και του φλαμενκολόγου Donn Pohren με την ευγενική άδειά του).