Μικρά πορτρέτα μεγάλων κιθαριστών του φλαμένκο
(Μέρος δεύτερο)
ΜΑNOLO de HUELVA
ή
Nino de Huelva.
(Manuel Gomez 1892-1976)
Όσοι από τους φίλους του Tar διάβασαν το πρώτο από τα μικρά πορτρέτα των κιθαριστών του φλαμένκο, αφιερωμένο στον Diego del Gastor, τον ασυμβίβαστο τσιγγάνο από το Moron de la Frontera, θα ένοιωσαν ίσως την μοναδικότητα εκείνης της εποχής στην Ανδαλουσία, όπου η αυθεντικότητα βάδιζε πλάι-πλάι με την εμπορικότητα, το γνήσιο με το θεατρικό, το μη κοινωνικά αποδεκτό με το επιτρεπτό για «ορισμένους» και όπου, πολλές φορές, κόντρα σε μια γεμάτη υποκρισία άρχουσα τάξη, οι πρωτοπόροι των γραμμάτων, των τεχνών και της μουσικής - στην πλειοψηφία τους Ανδαλουσιάνοι - αγκάλιαζαν τους λαϊκούς καλλιτέχνες του φλαμένκο, αναγνωρίζοντας και προβάλλοντας προς τα έξω τους συνεχιστές αυτής της μουσικής παράδοσης, που έκανε την καρδιά κάθε Ανδαλουσιάνου να χτυπά δυνατά και την ψυχή του να ονειρεύεται ακόμα και την αυτονομία της γης που τον μεγάλωσε... Και μιλάμε για καλλιτέχνες του διαμετρήματος ενός Don Manuel de Falla, ενός Rafael Alberti, ενός Garcia Lorca, ενός Dali, και τόσων άλλων...
Παρουσιάζοντας λοιπόν τον επόμενο μεγάλο κιθαριστή εκείνης της χρυσής εποχής για την ανδαλουσιάνικη αυτογνωσία, σας διαβάζω ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Marcelle Auclair, «Enfances et mort du Federico Garcia Lorca» (Παρίσι1968) στο κεφάλαιο «Οι ποιητές στη Σεβίλλη το 1927». Η συγγραφέας έζησε από κοντά τον Ανδαλουσιάνο ποιητή εκείνη την χρυσή καλλιτεχνικά εποχή και οι τόσο ζωντανές αφηγήσεις της είναι πραγματικά από πρώτο χέρι, όσο και πολύτιμες.
«...Ο Garcia Lorca θαύμαζε στον Ignacio Sanchez Mejias την ικανότητα να μεταβάλει τη ζωή σε μια τρελλή, μα τίμια μονομαχία, μια γιγάντια φιέστα θανάτου και έρωτα. Όμοια με τη φιέστα που οργάνωσε για τους φίλους του τους ποιητές στο Πίνο Μοντάνο. Φρόντισε ο ίδιος να τους ντύσει όλους Μαυριτανούς και τους άφησε να ιδροκοπούν όλη νύχτα με τις βαριές Μαρόκινές κελεμπίες. Ο πιο παράξενος ήτανε ο Μπεργκαμίν κι’ο Χουάν Τσάβας ο πιο ωραίος. Ο Φεδερίκο παρίστάνε τον κλόουν, και ο Αλμπέρτι πειραματίζονταν στον υπνωτισμό και, μ’ όλο το anis και το amontillado που είχε κατεβάσει, ο Ντάμασο Αλόνσο απάγγειλε μονορούφι τους 1900 στίχους της Μοναξιάς του Γκόνγκορα.
Το ποιητικό γλέντι κόντευε να φτάσει σε παροξυσμό, όταν ο Ignacio ανάγγειλε τον κιθαριστή Manolo de Huelva και τον Manuel Torre, «el nino de Jerez», ένα από τα φαινόμενα του κάντε χόντο. Όταν ο τσιγγάνος cantaor, παρακινημένος από τις falsetas του κιθαριστή, άρχισε να τραγουδά, τότε όλοι νοιώσαμε την καρδιά μας να σφίγγεται από τη φωνή του, την έκφρασή του και τα λόγια των coplas του. Θα ‘λεγες ένα θεριό ανήμερο, λαβωμένο, ένα τρομερό πηγάδι αγωνίας...>>
«..... Νυχτερινές περιπλανήσεις στα καφωδεία και στά tablao που, σαν το κρύο παραγίνει τσουχτερό άναβαν οινόπνευμα σε μια λεκάνη για να ζεσταθούν, Μυρουδιές μπύρας, ιδρώτα, κρασιού και πατσουλί. Ομως εκεί συναντιούνται οι άνδρες, μπροστά σε ένα ποτήρι,το πρόσωπο συσπασμένο να ακουμπάει στις γροθιές, περιμένοντας τη στιγμή—πανικό, που μια χορεύτρια, κυριευμένη από το δαίμονα θα τους σπάσει την καρδιά σα μια χορδή κιθάρας.....
Αχ Federico, πως ένοιωσες το duende, τον μαύρο άγγελο του τσιγγάνικου χορού!....»
Ιστορική φωτογραφία—Σεβίλλη,1920, στο Pasaje del Duque.
O θρυλικός Manolo (όρθιος, τρίτος από αριστερά), ανάμεσα σε δύο ιερά τέρατα του cante jondo και της ταυρομαχίας, τους Manuel Torre και Cayetano Ordonez, μαζί με άλλους καλλιτέχνες του φλαμένκο.
Πώς λοιπόν ν’ αρχίσει να μιλά κανείς για τον τελείως ξεχωριστό Manolo de Huelva?.. Ίσως, λέγοντας ότι αθόρυβα, σχεδόν συνωμοτικά, βασίλεψε στον γεμάτο ιδιορρυθμίες αυτό χώρο σαν ο σπουδαιότερος κιθαριστής του φλαμένκο για πάνω από μισό αιώνα. Ίσως, πάλι, λέγοντας ότι για πολλούς πραγματικούς γνώστες και εκτιμητές του γνήσιου και του παραδοσιακού, θεωρήθηκε ο πιο σημαντικός κιθαριστής- δημιουργός- όλων των εποχών.... Θα χρειάζονταν πραγματικά ολόκληροι τόμοι που να συνοδεύονται από ανάλογες ηχογραφήσεις για να σκιαγραφήσουν την εξέλιξη του Manolo σαν κιθαριστή, με συνθέσεις που μόνο ο ίδιος θα μπορούσε να παίξει. Αυτός θα ήταν ίσως ο μόνος τρόπος να αρχίσουμε να αποδίδουμε στον Manolo αυτό που πραγματικά θα του άξιζε... «Φοβάμαι» όπως γράφει ο Donn Pohren στο Lives and Legends of Flamenco (1988), «ότι κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί, γιατί ο ίδιος φρόντισε γι αυτό όσο μπορούσε περισσότερο διατηρώντας αυτή την επίμονη άρνηση του να παίξει μπροστά σε οτιδήποτε αυτός θα μπορούσε να θεωρήσει σαν μηχανή αναπαραγωγής κάτι δηλαδή που θα μπορούσε να τον αντιγράψει...»
Aρνιόταν σταθερά να παίζει όταν άλλοι κιθαρίστες ήταν μπροστά και είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς πόσοι επί τέλους ήσαν οι επαγγελματίες κιθαρίστες που είχαν ακούσει αυτόν τον ιδιόρρυθμο καλλιτέχνη να ξεσπάει παίζοντας... Πολύ, μα πάρα πολύ λίγοι. Εκείνοι όμως οι οποίοι είχαν την τύχη να τον ακούσουν, περιέγραφαν τις στιγμές σαν ιεροτελεστία μυσταγωγίας. O Andres Segovia τον άκουσε και δεν δίστασε να ονομάσει τον Manolo το μεγαλύτερο ζώντα κιθαριστή του φλαμένκο. Ο ίδιος μάλιστα εμπνεύστηκε τόσο πολύ από το παίξιμο του που του αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος μιας ολόκληρης παρουσίασης που έκανε με θέμα την παραδοσιακή μουσική της Ανδαλουσίας. Ο Melchor de Marchena τον είχε ακούσει επίσης και υποστήριζε έκτοτε ότι ο Manolo ήταν ο μεγαλύτερος κιθαριστής που είχε ποτέ ακούσει. Σ’ αυτούς που είχαν την τύχη αυτή συμπεριλαμβάνονται καλλιτέχνες του διαμετρήματος ενός Ramon Montoya, ενός Javier Molina, για να αναφέρουμε λίγους από τους μεγάλους βιρτουόζους εκείνης της εποχής. Πολλοί ακόμα τραγουδιστές και aficionados τον είχαν ακούσει να παίζει, και όλοι ομόφωνα υποστήριζαν ότι στη συνοδεία του τραγουδιού , και στην μετάδοση της γνήσιας έκφρασης φλαμένκο,ο Manolo ήταν μακράν ο καλύτερος, ιδιαίτερα όταν έπαιζε εμπνευσμένα και ελεύθερα.
Τι είναι αυτό που όμως που κάνει το παίξιμο του Μανόλο τόσο ιδιαίτερο. Πρώτα απ όλα, όπως αναφέρει ο Donn Pohren, ο Manolo είχε τον γρηγορότερο αντίχειρα αλλά και δυνατό αριστερό χέρι στο χώρο. Παράλληλα όμως, όπως όλοι συμφωνούσαν ήταν ο πιο πρωτότυπος αλλά και ο πιο παραγωγικός δημιουργός της εποχής εκείνης. Σαυτό βοηθούσε η τεράστια γνώση του φλαμένκο γενικά, αλλά και του τραγουδιού ειδικότερα, πράγμα που του προσέφερε μια πολύ στέρεη υποδομή πάνω στην οποία μπορούσε να δημιουργήσει. Οπως στη μοναδική περίπτωση του τσιγγάνου τραγουδιστή Manuel Torre, ο Manolo, όταν έφθανε σε εμπνευσμένο παίξιμο, ήταν ικανός να τρελλάνει και τους πιο απαιτητικούς aficionados αγγίζοντας τις βαθύτερες χορδές τους με φοβερή αμεσότητα. Επαιζε αποκλειστικά με την καρδιά -ποτέ εγκεφαλικά. Ο τρόπος που χειριζόταν το compas ήταν μοναδικός, οι παύσεις του ευχάριστες και συνάμα με βάθος. Με λίγα λόγια ήταν ένας
τελείως απρόβλεπτος δημιουργικά κιθαριστής -το duende του έρρεε τόσο αυθόρμητα που ούτε κι’ο ίδιος δεν γνώριζε τι μπορούσε να προκύψει την κάθε επόμενη στιγμή...
Ο Manolo γεννήθηκε με το πραγματικό όνομα του (Manuel Gomez) σ’ ένα γραφικό χωριουδάκι στην επαρχία της Huelva το 1892. Aρχίζει να ασχολείται με την κιθάρα στην ηλικία των 7 ετών, προσπαθώντας να συνοδεύσει τους τοπικούς τραγουδιστές στα πολύ δημοφιλή fandangos. Δεν άργησε όμως να αναπτύξει μια μεγάλη αγάπη για την κιθάρα του φλαμένκο και η θητεία του στο ραφτάδικο του πατέρα του διακόπηκε ξαφνικά όταν ο Manolo αποφάσισε οριστικά να ασχοληθεί με την κιθάρα φλαμένκο και βιοποριστικά. Έτσι, στην εφηβεία του, εγκαταλείπει τα πάντα, αγωνιώντας να βιώσει την δραστηριότητα του φλαμένκο που χαρακτήριζε την Σεβίλλη της εποχής των αρχών του 20ου αιώνα. Οταν ο Μανόλο φάνηκε στην Alameda de Hercules με μια παλιά κιθάρα στο χέρι του δηλώνοντας με νεανικό ενθουσιασμό ότι ήθελε να γίνει ο μεγαλύτερος συνοδευτής τραγουδιού του φλαμένκο, κανείς δεν τον πήρε στα σοβαρά. Από έναν μη τσιγγάνο, αυτό ακουγόταν πολύ περίεργο, εν πάση περιπτώσει όμως του ζήτησαν τελικά να παίξει. Ηταν τέτια η εντύπωση που προξένησε το παίξιμό του νεαρού κιθαριστή που, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα έγινε αποδεκτός στον εσώτερο, τον δύσκολο κύκλο του χώρου και γρήγορα άρχισε να συνοδεύει μεγάλα ονόματα όπως ο Tomas Pavon και η Nina de los Peines. Στα 25 του το όνομά του αναφερόταν ήδη με δέος στον κιθαριστικό κόσμο του φλαμένκο. Πράγματι, είχε ένα άψογο compas και έναν ιδιαίτερα γήινο -φλαμένκο τρόπο παιξίματος, μεγάλο duende, και μια έκτη αίσθηση που του επέτρεπε να προβλέπει τη διάθεση του κάθε τραγουδιστή που θα συνόδευε -ιδιότητα που φανέρωνε ότι κατείχε το Cante τόσο καλά, ώστε να μπορεί να το τραγουδήσει ο ίδιος. Διάσημοι τραγουδιστές άρχισαν να προσκαλούν τον Μανόλο πρώτο από άλλους γνωστούς κιθαριστές της εποχής..
(Στην επόμενη φωτογραφία, ο μοναδικός Manolo σε προχωρημένη ηλικία αλλά πάντα πιστός στην ουσία της τέχνης του συνοδεύοντας τον Pericon de Cadiz.)
Ο μοναδικός Manolo είχε πια γίνει μια θρυλική φιγούρα τόσο για το τελείως ιδιαίτερο παίξιμο του αλλά και για τις εκκεντρικότητές του. Είχε τη συνήθεια να παίρνει τη γυναίκα του και να κλειδώνεται σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου με μια ποσότητα καλού κρασιού και να παίζει ώρες για την δική τους ευχαρίστηση. Αυτό το χούι του έγινε σιγά σιγά γνωστό κι έτσι ο κόσμος συνήθειζε να μαζεύεται έξω από το δωμάτιο του ξενοδοχείου του, ελπίζοντας να τον ακούσει να παίζει σε μια απ αυτές τις jam sessions που, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Donn Pohren, του τις περιέγραψαν σαν απίστευτες, ιδίως όταν πραγματικά ο Manolo άφηνε τον εαυτό του ελεύθερο. Ανέγγιχτος επίσης από τον πόθο για λεφτά η φήμη σε πάρα πολλές ευκαιρίες αρνήθηκε να παίξει σε ιδιώτικές συγκεντρώσεις που του έδιναν 5.000 και 6.000 πεσέτες (απίστευτη αμοιβή για την εποχή), για να δεχθεί αργότερα μια πρόταση με 10 φορές μικρότερη αμοιβή για μια συγκέντρωση που ήταν περισσότερο της αρεσκείας του.Υπήρξαν περιπτώσεις που στη διάρκεια μιας συγκέντρωσης τον είδαν να σηκώνεται αμίλητος, να κλειδώνει την κιθάρα του και να φεύγει αρνούμενος οποιαδήποτε αμοιβή εάν το ακροατήρο δεν έδινε την προσοχή που έπρεπε στην τέχνη του.Θα χρειαζόταν ένα ολόκληρο βιβλίο για να περιγράψει κανείς όλες αυτές τις μοναδικές ιστορίες. Για παράδειγμα μόνο αναφέρουμε μια τέτοια, όπου ο διάσημος ήδη Sabicas τον προσκαλούσε να κάνουν μαζί ένα δίσκο με ντουέτα κιθάρας. Οποιοσδήποτε άλλος κιθαριστής θα ένοιωθε κολακευμένος από μια τέτοια πρόταση, όχι όμως ο μοναδικός μας Manolo, που αισθάνθηκε ιδιαίτερα προβεβλημένος πρωτ απ όλα γιατί ο Sabicas θεώρησε τον εαυτό του ισάξιο με αυτόν και δεύτερον γιατί του πρότεινε να πάρει μέρος σε μια τέτοια ανοησία σαν αυτή των «ντουέτων κιθάρας φλαμένκο»...
Αν και υπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι η μουσική αυτού του πολύ ιδιαίτερου κιθαριστή δεν σώζεται, κατάφερα πολύ πρόσφατα να διασταυρώσω την πληροφορία ότι, ναι, υπάρχουν ελάχιστα δείγματα της συνοδείας του -στο τραγούδι της μεγάλης Nina de los Peines -σε βινύλια του 1950, όπου όμως, ο πάντα καχύποπτος Manolo είχε αρκεσθεί σε μια μάλλον τυπική συνοδεία -πάντα από φόβο να μην τον αντιγράψουν!!!
Έτσι, θεώρησα καλό να παρουσιάσω μια χαρακτηριστική falseta από Buleria, που αποδίδεται κύρια σε αυτόν. (Ας προσέξουν οι κλασικοί κιθαριστές: απαιτείται χρήση του αντίχειρα και προς τις δύο κατευθύνσεις και μεγάλη ταχύτητα.)
Οι aficionados θα αναγνωρίσουν εδώ τα πρωτόλεια της εκρηκτικής Almoraima, του Paco de Lucia.
Στάθης Γαλάτης
egalat@tee.gr)
(28/9/2007)