Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΚΙΘΑΡΑΣ
(Ένας κόσμος που έρχεται και φεύγει…)
Ένα θέμα που αφορά στη διαμόρφωση και την δημιουργία κοινού στην σημερινή εποχή της κιθάρας είναι ένα μέγα θέμα για την εξέλιξη του οργάνου.
Εάν μας απασχολεί σήμερα, στον 21ο αιώνα, γίνεται επειδή, τουλάχιστον ο ομιλών, έχει παρατηρήσει εδώ και καιρό (εδώ και χρόνια δηλαδή) πως το κοινό της κιθάρας, αναλογικά με παλαιότερες δεκαετίες, αντί να αυξάνεται (όπως θα ήταν φυσικό), συρρικνώνεται, με αποτέλεσμα το όργανο να χάνει τους χυμούς του και να συνδιαλέγεται πνευματικά με ένα κλειστό κύκλωμα αποκλειστικά ειδικών και επαϊόντων, που αντί να το ενεργοποιούν, το αποδυναμώνουν και το τοποθετούν στις συνειδήσεις του ευρύτερου κοινού ως όργανο ωραίο μεν αλλά μη επικοινωνιακό.
Θεωρώ πως όποιος δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία αυτής της εκδοχής (που για μένα δεν είναι εκδοχή αλλά γεγονός), είναι σαν να χάνει το δάσος για να βλέπει το δέντρο…
Αυτός είναι και ο λόγος που θέλησα να παρέμβω στο φετινό σεμινάριο κιθάρας της Πάτρας που συμπληρώνει 17 χρόνια ζωής. Με ψυχραιμία και νηφαλιότητα θα ήθελα να καταθέσω τις σκέψεις μου πάνω στο θέμα και να πηγαινοέρχομαι στις εποχές για να ορίσω τα επιχειρήματά μου.
παρέες – συντεχνίες.
Αιτία είναι η δυσχερής και περιορισμένη συμμετοχή κοινού στα ρεσιτάλ κιθάρας, αν εξαιρέσει κανείς τα ρεσιτάλ ξένων κιθαριστών, που έχουν κάποιο κόσμο, αλλά που μετριόνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Αλλά και πάλι, νιώθω πως πριν απ’ αυτό το θέμα, προηγείται να δούμε ποίο κοινό είναι αυτό που προσέρχεται στα ρεσιτάλ κιθάρας. Να ορίσουμε κάπως τα χαρακτηριστικά του και να αισθανθούμε πως η ανάγκη δεν είναι μια συναδελφική συνάντηση ώστε να μαζευτούν οι γνωστές και σταθερές παρέες, οι «αυλές» ή -έστω- οι συντεχνίες, που δεν κάνουν άλλο από το να δημιουργείται νοσηρό και ακατάλληλο ακροατήριο που δεν πάει το όργανο αυτό, παραπέρα. Δεν το αναβαθμίζει. Τέτοιο κοινό δεν τροφοδοτεί με ενέργεια και δεν δημιουργεί πυρήνα σκέψεων, παρά μόνο εξειδικευμένο κουτσομπολιό όμοιο με τα τηλεοπτικά πρωϊνάδικα… Ένα τέτοιο κοινό διατηρεί την αφ’ υψηλού και σνομπ ακαδημαϊκή και δήθεν επιστημονική εξειδίκευση. Φοράει τον μανδύα και τη μάσκα του ξερόλα, φροντίζει να θάβει την αντίπαλη συντεχνία εκ του πονηρού και υποκρίνεται πως αυτό μόνο κατέχει την μόνη αλήθεια. Αφαιρεί από την πραγματικότητα την εναλλακτική άποψη και περιορίζει τη ζύμωση του προβληματισμού πάνω στα μουσικά ρεύματα, τις εποχές, την έρευνα, την ιστορία, τις ποικίλες αισθητικές που διανύουν κύκλους, έρχονται και παρέρχονται με το πέρασμα του χρόνου.
Πόση ανάγκη το έχουμε ένα τέτοιο κοινό στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα; Αναρωτιέμαι: στα ρεσιτάλ της κιθάρας, όσο κοινό προσέρχεται, δειγματοληπτικά θεωρείται ως φιλόμουσο γενικότερου μουσικού ενδιαφέροντος ή ως αποκλειστικά κιθαροκεντρικό;
κοινό και ρεπερτόριο – μια μικρά αναδρομή.
Πέρα από τα ποιοτικά στοιχεία του κοινού της κιθάρας που ανέφερα, θα ήθελα να επιμείνω λίγο παραπάνω στην ανάγκη δημιουργίας ενός κοινού φιλόμουσου και όχι εξειδικευμένου. Να δημιουργηθεί ένα κοινό που να υποστηρίξει τη μουσική πρωτίστως. Να μην είναι μόνο το όργανο (η κιθάρα στην περίπτωσή μας) που να καθορίζει το κίνητρο για την αξιολόγηση του έργου και του περιεχομένου. Δεν είναι εύκολο κάτι τέτοιο. Πάντα τα νέα όργανα διανύουν μια μεγάλη περίοδο ώσπου να «ενηλικιωθούν» και να ξεπεράσουν τις εφηβικές τους φάσεις …αυτοϊκανοποίησης, κάτι που επί τέσσερις δεκαετίες τουλάχιστον, διανύει η κιθάρα.
Αναφέρομαι στις εποικοδομητικές και ουσιώδεις δεκαετίες του ’60 και ’70. Ιδιαίτερα η δεύτερη, ήταν η περίοδος που τέθηκαν στα σοβαρά οι ερμηνείες, η εκκίνηση για σταδιακή απογαλάκτηση της Σεγκοβιακής αντίληψης, η πληρέστερη πληροφόρηση των σχολών, γύρω από ρεύματα, τάσεις, τεχνοτροπίες, τέλος, του ρεπερτορίου. Ήταν η αποκάλυψη των παλαιότερων έργων του Μπάρριος, αλλά κυρίως του ανατροπέα της φόρμας Λέο Μπρόγουερ, λίγων έργων του Γουάλτον, του Μπρίτεν, του Οχάνα, του Πιατσόλα κα, που κατά κάποιον τρόπο αντικατέστησαν τους κλασσικούς Σορ, Τζουλιάνι, Αγκουάντο, Καρκάσι, Βίλλα- Λόμπος, Παγκανίνι, Τάρρεγκα, Λιόμπετ, Τεντέσκο, Τόρομπα, Πόνσε, Τάνσμαν, Τουρίνα, κα, που αργά και σταθερά εξαντλούσαν το ενδιαφέρον των νεότερων γενεών. Δεν θέλω να σταθώ στο αν αυτές οι «αντικαταστάσεις» έγιναν γρήγορα και βιαστικά, παίξανε όμως σημαντικό ρόλο στο ρεπερτόριο, δηλαδή, στις νέες αναζητήσεις ενός άλλου ήχου που θα έπρεπε να αντικαταστήσει και να ανανεώσει το σύνηθες ηχητικό περιεχόμενο.
Πράγματι, ο κιθαριστικός κόσμος ένοιωσε την ανάγκη της επανατοποθέτησης στα πάντα! Η κιθάρα ως νέο όργανο με μικρή ιστορία, όφειλε να ανοίξει τις πόρτες και τα παράθυρα της ζωής, ανακαλύπτοντας τα νέα ρεύματα, τις νέες τεχνικές, τους νέους συνθέτες, τα νέα έργα. Η παραδοχή πως μετά τη δεκαετία του ’70 όλα ανατρέπονται και επανατοποθετούνται, είναι κοινό μυστικό. Συγχρόνως, αυτή η αναγκαία εξέλιξη, ίσως κάπου να σκόνταψε, αφού τα έργα και οι συνθέτες, οι δισκογραφικές παραγωγές, οι εναλλακτικές συναυλίες, τα σεμινάρια, οι διαγωνισμοί, ιδιαίτερα στην εποχή μας, πληθαίνουν σχετικά με τα παλαιότερα χρόνια. Νέοι κιθαριστές ικανότατοι βγαίνουν απ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Η παγκοσμιοποιημένη κιθάρα συναντάει πεδίο δόξης λαμπρό. Δεξιοτέχνες από την Ασία, τη Λατινική Αμερική, την Αυστραλία, την Ευρώπη, την Αμερική, πλημμύρισαν όλο τον κόσμο. Μία έκρηξη ζηλευτή που εντυπωσιάζει. Μαζί μ’ αυτό όμως, εντυπωσιάζει η αντίθεση του όλου πράγματος. Παρατηρούμε λοιπόν πως ενώ πληθαίνουν οι κιθαριστές, μειώνεται το κοινό…
Νότης Μαυρουδής, Σαμπρίνα Βλασκάλιτς
εποχές και συνθήκες…
Στην Ελλάδα, οι συναυλίες φιλοξενούν μερικές δεκάδες κόσμου και το χειρότερο, ο κόσμος αυτός είναι οι στενές παρέες που απλώς θέλουν να υποστηρίξουν τον κάθε κιθαριστή. Ο λίγος αυτός κόσμος προέρχεται από το στενό φιλικό του περιβάλλον και δεν θα τον δεις σε ρεσιτάλ ενός άλλου κιθαριστή.
Μα, τι στράβωσε σε αυτή την ιστορία; Τι έφταιξε και το κοινό του ’60 που γέμιζε τον Παρνασσό και το θέατρο Γκλόρια, το κοινό που ήταν δημιουργία κυρίως του Δημήτρη Φάμπα και της Ιώβειας επιμονής του, μετεξελίχθηκε σε ένα κοινό που δεν μπορεί πλέον να υποστηρίξει τις ελπίδες και τα όνειρα ταλαντούχων παιδιών;
Οφείλω εξηγήσεις και να εντοπίσω αιτίες και γεγονότα που συνέβαλαν σ’ αυτή την αλλαγή και στη συρρίκνωση του κοινού της κιθάρας, διότι πράγματι, οι εποχές επιβάλουν συνθήκες.
Τα άφθονα ηλεκτρονικά μέσα διάδοσης της μουσικής, οι εύκολες επικοινωνίες, το διαδύκτιο, οι καθημερινές εικόνες των οπτικοακουστικών μέσων, όλα αυτά μαζί με άλλα,
δημιούργησαν μια ιστορική έκρηξη στο τελευταίο κομμάτι του 20ου αιώνα. Η ευκολία να συναντήσουμε τη μουσική παντού, με τις δυνατότητες που μας προσφέρονται από τα ΜΜΕ, είχε και έχει θετικότατες πλευρές. Παράλληλα όμως, δημιούργησε και μια ατροφία στη διάθεση για συμμετοχή. Έχοντας μέσα στον ιδιωτικό μας χώρο την εικόνα, όταν θεωρούμε πως διαθέτουμε «κατ’ ιδίαν», «κατ’ αποκλειστικότητα», τον καλλιτέχνη της προτίμησής μας, την ορχήστρα, την παράσταση, με τις δικές μας συνθήκες, την ώρα που θέλουμε, έχουμε τη βεβαιότητα πως δεν συντρέχει ουδείς λόγος να βγούμε έξω από τον ιδιωτικό μας χώρο για να συνδεθούμε με το ζωντανό θέαμα –ακρόαμα. Μια –κατά κάποιο τρόπο- αυτιστική συμπεριφορά που αποκόβει τον πολίτη –ακροατή από την κοινωνική συμμετοχή της ακρόασης.
Κι εδώ όμως, τα χαρακτηριστικά του κιθαριστικού μικρόκοσμου, είναι ιδιαίτερα. Τα ζωντανά θεάματα μουσικής, τα live όπως έχει επικρατήσει να τα λένε, δεν είναι αλήθεια πως δεν διαθέτουν κοινό. Απεναντίας, τόσο οι αίθουσες, όσο και οι νυχτερινές σκηνές, παρατηρείται πως γεμίζουν. Υπάρχει αναπόφευκτα και ένας μηχανισμός προώθησης. Τα έντυπα καθημερινά και περιοδικά μέσα, καθώς και τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά κανάλια, διαφημίζουν και προβάλλουν διάφορες συναυλίες, αδιαφορώντας για άλλες.
Ας αναρωτηθούμε όμως: τι είναι αυτό που κάνει τη διαφορά ενδιαφέροντος μιας καλλιτεχνικής είδησης; Με λίγα λόγια: γιατί τα δικά μας, τα κιθαριστικά, μένουν εκτός ενδιαφέροντος των μίντια;
Πολλοί ασφαλώς είναι οι λόγοι, άλλοι ορατοί και άλλοι αόρατοι. Συντείνουν όμως σε έναν: στο ότι το «προϊόν» (για να μιλήσω με όρους της αγοράς) δεν τραβάει και δεν είναι γοητευτικό για ένα ευρύτερο κοινό.
ολίγα ρεαλιστικά νούμερα.
Ας είμαστε όμως προσεκτικότεροι και ας μιλήσουν για λίγο τα νούμερα: Στη δεκαετία του ’60 που ετέθησαν τα πρώτα δείγματα δημιουργίας κιθαριστικού κοινού, όπως προανέφερα με την επιμονή και το πείσμα του Δημήτρη Φάμπα, τα ωδεία που διδασκόταν η κιθάρα στην Αθήνα ήταν μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού. Κάποιες κεντρικές διευθύνσεις του Εθνικού, του Ελληνικού, του Ορφείου, με λιγοστά παραρτήματα σε συνοικίες κοντινές προς το κέντρο της Αθήνας. Στη δεκαετία του ’90, το ΥΠΠΟ δηλώνει την λειτουργία 75 ωδείων στην Αθήνα, δίχως να λαμβάνονται υπ’ όψη οι σχολές μουσικής και τα μη αναγνωρισμένα από το κράτος. Στην υπόλοιπη χώρα λειτουργούν 824 ωδεία αναγνωρισμένα από το ΥΠΠΟ, που σημαίνει ανεξέλεγκτος αριθμός των υπολοίπων (υπολογίζονται στην Αθήνα πάνω από 500 και σε όλη τη χώρα πάνω από 2.500!). Μέσα σε αυτά προσθέστε τα Δημοτικά ωδεία, καθώς και τα Μουσικά Γυμνάσια –Λύκεια που διδάσκεται το όργανο.
Μιλάμε για μια κατάσταση ανεξέλεγκτη και η αναφορά μου στην Αθήνα που βιώνουμε, τα πληθυσμιακά μεγέθη είναι εντυπωσιακά: Η απογραφή της Αθήνας του 1961 καταγράφεται από την Στατιστική υπηρεσία πως ζουν 1.852.709 ψυχές. Στην απογραφή του 2001, στην πρωτεύουσα καταγράφεται πληθυσμός 3.130.841. Ορισμένους μήνες του χρόνου, υπάρχουν και τα τουριστικά ρεύματα, οι λεγόμενοι «επισκέπτες» που ξεπερνούν το 1.500.000 ψυχές, μιλάμε για μια πρωτεύουσα που συγκεντρώνει γύρω στα 5.000.000 πληθυσμό! Σ’ αυτά τα νούμερα ας επιχειρήσουμε να συνυπολογίσουμε και τα μεταναστευτικά ρεύματα που εισρέουν έξω απ’ τη χώρα αλλά και από την επαρχία, καθ’ ότι οι απογραφές πλέον είναι σχεδόν αδύνατο να εντοπίσουν τα πραγματικά νούμερα μιας πόλης που την βλέπουμε καθημερινά να βουλιάζει από κόσμο, πολυκατοικίες και αυτοκίνητα.
Θα βρεθεί ίσως κάποιος που θα αναρωτηθεί το τι σχέση έχει ο πληθυσμός και η γιγάντωση της Αθήνας, με το θέμα μας. Τα νούμερα αυτά των ωδείων και του πληθυσμού, τα αναζήτησα για να αντιληφθώ κι εγώ τα μεγέθη μιας διαφορετικότητας από εποχή σε εποχή. Να αντιληφθώ δηλαδή για το αν θα είμαστε τελικά «αιχμάλωτοι» μιας ανάπτυξης που δημιουργεί (αναπόφευκτα θα έλεγα) τερατογεννέσεις! Βρε, μπας και εκεί θα πρέπει να εντοπίσουμε την κακοδαιμονία της αδυναμίας να συμβάλουμε στη δημιουργία ενός φιλόμουσου ακροατηρίου κιθάρας; Μήπως δηλαδή το μοναχικό αυτό όργανο, η κιθάρα, αναζητά μια άλλη, μια πιο ήρεμη ζωή για να μπορέσει να αναπτύξει την προσωπικότητά της; μήπως οι συνθήκες πνίγουν τη φωνή της και της αφαιρούν το οξυγόνο; Και στο κάτω –κάτω, ποιος θα πρέπει να προσαρμοστεί; Η εποχή σε εμάς ή εμείς στην εποχή;
προτροπές.
Νιώθω πως θα πρέπει να ακολουθήσουμε το δεύτερο. Για άλλη μια φορά εμείς είμαστε αυτοί που θα πρέπει να βρούμε τρόπους επανατοποθέτησης ΣΕ ΟΛΑ. Να εισχωρήσουμε μέσα σε μουσικά ιδιώματα υπερβατικά και να επιχειρήσουμε τα ρίσκο που συνεπάγονται. Να βγούμε από τη γυάλα και το κάστρο που μας περιβάλει και μας προστατεύει προσωρινά. Να κοιτάξουμε πιο απελευθερωμένα εκείνες τις μουσικές φόρμες που συνδέθηκαν με το ευρύ κοινό επί δεκαετίες και διστάζαμε να τις αγγίξουμε από το φόβο μη τυχόν και χρεωθούμε την «ελαφρότητα της επιλογής». Να φτιάξουμε νέα μουσική που να συνδέεται με την ψυχή και το συναίσθημα και όχι μόνο με την εξειδίκευση του υπερόπτη «επιστήμονα» του είδους που την απολαμβάνει αυτός και η παρέα του… Να μάθουμε να επιλέγουμε επικοινωνιακές μουσικές ώστε να κάνουμε γοητευτική την ακρόαση για να αφυπνίζεται το κοινό. Ένα κουρασμένο κοινό από μια συναυλία, δεν θα ξαναπατήσει το πόδι του εκεί. Θα το χάσουμε. Να πλημμυρίσουμε τις εμφανίσεις μας με έξυπνους συνδυασμούς οργάνων και να διαχυθούμε μουσικά στις εποχές και στα μουσικά είδη και τεχνοτροπίες. Να αντιληφθούμε πως η έννοια «λαϊκή μουσική» είναι μια σπουδαία έννοια και δεν έχει σχέση με το ευτελές επειδή η εμπορική του χρήση οδηγήθηκε από τη δισκογραφική βιομηχανία σε δρόμους απελπιστικής μουσικής παραμόρφωσης και ευτέλειας… Ο όρος αυτός (λαϊκή μουσική) δεν έχει σχέση με τα μερακλώματα των ελληναράδων άπασας της επικράτειας, αλλά με εκείνα τα πνευματικά δημιουργήματα που έχουν εισχωρήσει στο συλλογικό υποσυνείδητο.
Φτιάχτε λοιπόν με την κιθάρα ένα παγκόσμιο μουσικό τοπίο, περάστε από την αστείρευτη μουσική φαντασία των εποχών, ανακατέψτε τα είδη, σεβαστείτε τον κλασικισμό και τις παλαιότερες πηγές και στηριχτείτε στην κουλτούρα τους και σε ό,τι έχει μείνει στον αφρό των πραγμάτων μέσα στο πέρασμα του χρόνου, αναμείξτε μουσικές τεχνικές και τεχνοτροπίες, απαλλαχτείτε από το σύνδρομο της λόγιας καθαρότητας που απομονώνει το όργανο.
Χρειαζόμαστε πόρτες ανοιχτές και φως! Να μπει φως και να συναντήσουμε τον κόσμο δίχως παρωπίδες.
Η προσπάθεια επαναδημιουργίας ενός φιλόμουσου κοινού στη δική μας πλέον εποχή του 21ου αιώνα, είναι καθημερινός αγώνας αναπόφευκτος. Ένα τέτοιο κοινό θα δώσει καινούργιες δυνατότητες στο όργανο για να βγει από ένα αδιέξοδο στο οποίο έχει περιπέσει από την λάθος επικοινωνιακή του πορεία μέσα στην εποχή της επικοινωνιακής μαζικής κουλτούρας.
Είπαμε: εκτός από καλούς κιθαριστές, έχουμε ανάγκη από έργα, από επικοινωνίες και από κοινό. Το τελευταίο είναι εκείνο που θα δώσει ενέργεια και υπόσταση σε ένα όργανο με εντυπωσιακές επιδόσεις στον τομέα παραγωγής ικανών κιθαριστών. Μένει όμως να δούμε στο πώς θα επιβιώσουν αυτοί οι κιθαριστές και τι μελλοντικούς δρόμους θα ακολουθήσουν, μέσα στο γκρίζο χρώμα μιας επαγγελματικής ανάπτυξης, ανάμεσα στα διαρκώς αυξανόμενα ποσοστά της ανεργίας της παγκόσμιας κοινότητας…
(διαβάστηκε στην Πάτρα, στις 20/4/08, στο «17ο Σεμινάριο κιθάρας της Πάτρας», οργανωμένο από το Ωδείο Φ. Νάκας
Νότης Μαυρουδής
mavroudis@tar.gr
(17/4/08)
)