ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΓΡΑΦΩΝ ΓΙΑ ΚΙΘΑΡΑ
Διάβασα με προσοχή στο TAR το άρθρο περί μεταγραφών για κιθάρα, του κ. Ασημακόπουλου που η εμπειρία, οι γνώσεις και οι πρωτοβουλίες του έχουν συμβάλει σημαντικά στην καταξίωση του οργάνου.
Πολύ σωστά ο αρθρογράφος τονίζει το προσόν της συνθετικής δεινότητας του διασκευαστή στις διασκευές, όπου το θέμα και η αρμονία του πρωτότυπου είναι σχεδόν οι μόνες δεσμεύσεις για μια επιτυχημένη διασκευή.
Θα ήθελα να προσθέσω τις δικές μου σκέψεις στο πεδίο των μεταγραφών. Λέγοντας μεταγραφή, εννοούμε την όσο το δυνατόν αρτιότερη μεταφορά ενός μουσικού έργου από μουσικό όργανο ή ομάδα μουσικών οργάνων, σε άλλο όργανο ή ομάδα.
Μια επιτυχημένη μεταγραφή σίγουρα θα πρέπει να «ακούγεται» όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο πρωτότυπο. Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι έργα ορχηστρικά ή για μεγάλα σύνολα δεν είναι δόκιμα για μεταγραφή. Και πάλι όμως, αυτό μπορεί να περιλαμβάνει εξαιρέσεις. Για παράδειγμα μια μεταγραφή του κοντσέρτου για λαούτο RV93 του Αντόνιο Βιβάλντι για δύο κιθάρες μπορεί να προσεγγίσει σε μεγάλο βαθμό το πρωτότυπο, άλλωστε θα ήταν ένα χρήσιμο εγχείρημα για την εκτέλεση του κοντσέρτου χωρίς ορχήστρα. Άλλο παράδειγμα τέτοιου είδους έχουμε γνωρίσει στα έργα του Astor Piazzolla που έχουν γραφτεί για κουϊντέτο ή παρόμοιο σύνολο, ενώ αποδίδονται σε μεταγραφές για μία κιθάρα αρκετά επιτυχημένα.
Όμως στις παραπάνω προσπάθειες δεν αξιοποιούνται όλες οι φωνές που έχει γράψει ο συνθέτης ή οι φωνές δεν επιτελούν σωστά το ρόλο τους καθώς μεταφέρονται π.χ. οι κρατημένοι φθόγγοι των εγχόρδων με δοξάρι στους «εφήμερους» κιθαριστικούς φθόγγους.
Έχουμε δηλαδή μία κατηγορία έργων που έχουν μεταφερθεί στην κιθάρα με πρόθεση την όσο το δυνατόν καλύτερη απόδοση του πρωτότυπου, ενώ είναι πρόδηλη η αδυναμία της πλήρους προσέγγισης του. Οι παραπάνω προσπάθειες αποτελούν μάλλον διασκευές παρά μεταγραφές, θα λέγαμε ότι κινούνται στο μεταίχμιο των δύο.
Υπάρχει λοιπόν «αυθεντική» μεταγραφή; Ας δούμε την προοδευτική «χαλάρωση» στις μεταγραφικές πρακτικές. Ιστορικά έχουν δημιουργηθεί μεταγραφές που:
Α) Μεταφέρουν το πρωτότυπο φθόγγο προς φθόγγο στην κιθάρα στην τονικότητα του πρωτότυπου.
Β) Μεταφέρουν το πρωτότυπο φθόγγο προς φθόγγο στην κιθάρα σε άλλη τονικότητα.
Γ) Εμπλουτίζουν το κείμενο με επιπλέον φθόγγους για να επαναπροσδιορίσουν την αρμονία του πρωτότυπου ή το αντίθετο δηλαδή αφαιρούν φθόγγους που δεν είναι δυνατόν να παιχτούν στην κιθάρα.
Δ) Εμπλουτίζουν το κείμενο με φθόγγους που είναι «κιθαριστικοί» αξιοποιώντας έτσι το όργανο. Σε αυτή την πρακτική εκτός από την ευχέρεια συγχορδιών της κιθάρας μπορούμε να διακρίνουμε προσθήκες δεμένων φθόγγων, προσθήκες μπάσων, προσθήκες αρμονικών φθόγγων ή άλλων εφέ tambora, pizzicati κ.λπ.
Ποια από τις παραπάνω πρακτικές αποτελεί εγγύηση καλής μεταγραφής; Ακόμα κι αν ακολουθηθούν μόνο οι δύο πρώτες πρακτικές Α) και Β) δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχημένη μια μεταγραφή, καθώς η σύνθεση που στο πρωτότυπο μπορεί να ακούγεται καλά, στη μεταγραφή μπορεί να πάσχει είτε γιατί δεν αξιοποιεί τις δυνατότητες της κιθάρας, είτε γιατί δεν αναδεικνύει, χρησιμοποιώντας τα όπλα της κιθάρας, την αίσθηση του πρωτότυπου οργάνου.
Οι πρακτικές Γ) και Δ) μπορεί να είναι καταλυτικές και να προσδίδουν δυναμισμό στον εκτελεστή για ένα καλό τελικό αποτέλεσμα, αλλά μπορεί και να παραποιούν ή διαστρεβλώνουν αυθαίρετα το αρχικό κείμενο.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, κανόνας. Όλα είναι θεμιτά και όπως πάντα η δεινότητα του μεταγραφέα - δημιουργού παίζει τον πρώτο ρόλο. Αυτή τίθεται στην κρίση των ερμηνευτών, του κοινού και του χρόνου που καταξιώνει ή απορρίπτει την προσπάθεια.
Ποια είναι τα πλέον επιδεχόμενα μεταγραφών όργανα; Άλλο ένα σημαντικό ερώτημα που προσδιορίζει την επιτυχία μιας μεταγραφής. Η απάντηση αναδείχνει όλα τα συγγενή με την κιθάρα όργανα. Το αναγεννησιακό λαούτο φιγουράρει στην πρώτη θέση, είναι μια σχεδόν κιθάρα σε σολ (αντί μι). Το ίδιο βέβαια ισχύει για τη βιχουέλα και άλλα παρεμφερή όργανα. Δεν θα λέγαμε το ίδιο για το μπαρόκ λαούτο που κουρδίζεται με 2 τρίτες και μια τέταρτη στις επάνω χορδές ενώ τα μπάσα του φτάνουν μέχρι το βαθύ λα! Το μπαρόκ λαούτο θέλει πιο επιδέξιο χειρισμό και επεξεργασία, απαραιτήτως από την πρωτότυπη ταμπουλατούρα! Πάραυτα η ηχητική συγγένεια κάνει το μπαρόκ λαούτο από τα πλέον προσφιλή στις μεταγραφές. Ακολουθεί το βιολί, το τσέλο και η αδικημένη βιόλα ντα γκάμπα, όργανα που αντιστοιχούν στην έκταση τους με την κιθάρα και παράλληλα υπονοούν αρμονίες που η κιθάρα μπορεί να αποδώσει πλουσιότερα. Χαρακτηρίζω τη βιόλα ντα γκάμπα «αδικημένη» γιατί στερείται πολλών μεταγραφών παρότι έχει σχεδόν ίδιο κούρδισμα με την κιθάρα (σε ρε, αντί μι της κιθάρας), ενώ παράλληλα διαθέτει πλούσιο μπαρόκ ρεπερτόριο. Τέλος, το τσέμπαλο και το πιάνο έχουν τον ίδιο «φθαρτό» ήχο με την κιθάρα και αποτελούν τα επόμενα θύματα μας!
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι ως κριτήριο επιλογής οργάνου προέλευσης για μεταγραφή κύριο λόγο παίζει η συγγένεια ήχου, το κούρδισμα και η έκταση.
Τέλος, η επιλογή της κατάλληλης τονικότητας είναι ίσως το πιο καίριο σημείο για μια μεταγραφή. Δεν θεωρώ όπως υποστηρίζουν κάποιοι, ότι η αλλαγή τονικότητας καταστρέφει το αποτέλεσμα. Σε πολλές μεταγραφές η εμμονή στον αρχικό τόνο βαλτώνει το έργο ενώ μπορούμε να έχουμε θαυμάσιο αποτέλεσμα σε ένα γειτονικό.
Ο κιθαριστής-μεταγραφέας οφείλει καταρχήν να δοκιμάσει στους οικείους τόνους της κιθάρας προκειμένου να πετύχει ένα καλό αποτέλεσμα. Οι τονικότητες (μείζονες και ελάσσονες) λα, μι, ρε είναι οι πλέον δόκιμες μια που μας αποδίδουν τα μπάσα της τονικής και της δεσπόζουσας με ανοικτές χορδές. Οι τονικότητες ντο και σολ μείζονες είναι οι επόμενες επιλογές. Από κει και πέρα θα πρέπει να καταβάλουμε μεγάλη προσπάθεια για να προσαρμόσουμε ένα έργο από άλλο όργανο στην κιθάρα χωρίς σοβαρές απώλειες!
Σταύρος Κατηρτζόγλου
Απρίλιος 2017
katirtzoglou@hotmail.com
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου)