Πέθανε ο μαέστρος
GERD ALBRECHT
(΄Εσσεν, 19.7.1935-Βερολίνο, 2.2.2014)
Νωρίς το καλοκαίρι του 1974 στο πρόγραμμα συναυλιών του Φεστιβάλ Αθηνών στο Ωδείον Ηρώδου του Αττικού διαφημιζόταν συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών με μαέστρο τον 39χρονο Γερμανό Γκερντ ΄Αλμπρεχτ (με θητεία τότε ως μουσικού διευθυντή της Γερμανικής ΄Οπερας του Βερολίνου), που την ίδια εκείνη χρονιά είχε ιδρύσει το Μουσικό ΄Ιδρυμα Νέων του Αμβούργου. Οι αυστηρές κρίσεις όμως του προσκεκλημένου αρχιμουσικού κατά του καθεστώτος (της στρατιωτικής δικτατορίας λίγο πριν την κρίση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο) είχαν ως αποτέλεσμα να ματαιωθεί η συνεργασία και να κληθεί να διευθύνει τη συναυλία του Ηρωδείου ο μόνιμος μαέστρος της ΚΟΑ, Ανδρέας Παρίδης. Από τότε μεσολάβησε περίπου μια τεσσαρακονταετία, μέσα στην οποία ο μαέστρος, που έφυγε πριν από ένα μήνα λίγο πριν συμπληρώσει τα 79 του χρόνια, διέγραψε μια εντυπωσιακή σταδιοδρομία στην Ευρώπη και την ΄Απω Ανατολή, ενώ ανέβηκε ως προσκεκλημένος μαέστρος στα πόντιουμ των Φιλαρμονικών του Βερολίνου, του Μονάχου, της Βαρσοβίας κ.ά.
Περισσότερο όμως γνωστός στη διεθνή μουσική σκηνή έγινε ο ΄Αλμπρεχτ μετά την τετράχρονη επεισοδιακή θητεία του (1993-1996) ως μουσικός διευθυντής της φημισμένης Τσεχικής Φιλαρμονικής, λίγα χρόνια μετά την «Βελούδινη Επανάσταση» που ανέτρεψε το κομμουνιστικό καθεστώς της Τσεχοσλοβακίας (1990/91). Και αυτό γιατί η επιλογή του, το 1991, από τους μουσικούς της ορχήστρας έγινε εν πολλοίς με πολιτικά κριτήρια και ενώ ήδη θήτευε ως νέος μουσικός της διευθυντής ο Τσέχος Γίρζι Μπιελοχλάβεκ (1990-1992), ως διάδοχος του μεγάλου Βάτσλαβ Νώυμανν. Ο Μπιελοχλάβεκ τότε (1992) παραιτήθηκε (μόλις πρόσφατα μετά από 20 χρόνια ο ίδιος διορίστηκε από το 2012 νέος μουσικός διευθυντής της Τσεχικής Φιλαρμονικής!) και ο ΄Αλμπρεχτ ξεκίνησε μια τετράχρονη όχι τόσο «εύκολη» συνεργασία ως ο πρώτος μη Τσεχο-Σλοβάκος αρχιμουσικός της.
Ο πατέρας του, Χανς ΄Αλμπρεχτ, υπήρξε διαπρεπής μουσικολόγος και οι κραταιές μουσικές/μουσικολογικές σπουδές του Γκερντ (Πανεπιστήμια Κιέλου και Αμβούργου, Ανώτατη Μουσική Σχολή Αμβούργου), αλλά επίσης η εξαίρετη μαθητεία του κοντά στον Χέρμπερτ φον Κάραγιαν του εξασφάλισαν το Α΄ βραβείο στο διαγωνισμό μουσικής διεύθυνσης της Μπεζανσόν, στα 22 του, το 1957. Μετά από τις πολύτιμες εμπειρίες που αποκόμισε την μακρά περίοδο 1958-1972 στο πόντιουμ σημαντικών γερμανικών Κρατικών Οπερών (Βυρττεμβέργης/Στουττγάρδης, Μάιντς, Λύμπεκ και Κάσσελ (1), διαδέχτηκε τον Λορίν Μάαζελ ως κύριος αρχιμουσικός της Γερμανικής ΄Οπερας του (Δυτικού) Βερολίνου την περίοδο 1972-1979 –περίοδο κατά την οποία ήλθε παράλληλα και ο πρώτος μεγάλος συμφωνικός διορισμός του ως κύριου μαέστρου της ελβετικής Ορχήστρας «Τονχάλλε» της Ζυρίχης την περίοδο 1975-1980 (διαδέχτηκε εκεί, μετά από τετραετή χηρεία τον Ελβετό Σαρλ Ντυτουά, ενώ τον ίδιο διαδέχτηκε, μετά διετή χηρεία, ο [ήδη διάσημος πιανίστας] Γερμανός Κριστόφ ΄Εσενμπαχ, το 1982). Μεταξύ 1988 και 1997 θήτευσε ως μουσικός διευθυντής της Κρατικής ΄Οπερας καθώς και της Κρατικής Φιλαρμονικής του Αμβούργου (τον διαδέχτηκε ο νεαρός συμπατριώτης του ΄Ινγκο Μετζμάχερ) –περίοδο κατά την οποία μεσολάβησε και η προαναφερθείσα επεισοδιακή θητεία του στην Πράγα (1993-1996), όπου τελικά έμελλε να τον διαδεχθεί ο ρωσσικής καταγωγής «πολίτης του κόσμου» και ήδη διάσημος πιανίστας στη διεθνή δισκογραφία, Βλαντίμιρ Ασκενάζυ.
Την περίοδο 1998-2006/7 διαδέχτηκε τον Ιάπωνα μαέστρο Τανταάκι Οτάκα ως μουσικός διευθυντής της ιαπωνικής Συμφωνικής Ορχήστρας «Γιομυούρι Νιππόν» του Τόκυο –εδώ τον διαδέχτηκε ο αειθαλής Πολωνός Στανισλάβ Σκροβατσέβσκι (γεν. 1923), ενώ παράλληλα στην Ευρώπη διαδέχτηκε το 2000 τον αρκετά νεότερο συμπατριώτη του Ουλφ Σίρμερ (γεν. 1959) ως μουσικός διευθυντής της Δανικής (Εθνικής) Ραδιοφωνικής Συμφωνικής, στην Κοπεγχάγη –το 2004 τον εκεί διαδέχτηκε ο νέος φέρελπις Δανός Τόμας Ντάουσγκααρντ (γεν. 1963).
Από τη δισκογραφία του ξεχωρίζουν η όπερα του ΄Αριμπερτ Ράιμανν (Reimann) «Βασιλιάς Ληρ», της οποίας έδωσε και την παγκόσμια πρεμιέρα (με τον περίφημο Γερμανό βαρύτονο Ντήντριχ Φίσερ-Ντήσκαου στον επώνυμο ρόλο και την Κρατική Βαυαρική Ορχήστρα και Χορωδία/ Deutsche Grammophon, 1979) και οι ερμηνείες του σε μεγάλα (όχι τόσο γνωστά) χορωδιακά έργα του Σούμανν («Ο Παράδεισος και η Περί»: φωνητικοί σολίστες, Τσεχική Φιλαρμονική και Φιλαρμονική Χορωδία Πράγας/ Supraphon, 1987 –«Γενοβέφα»: φωνητικοί σολίστες, Χορωδία Κρατικής ΄Οπερας & Κρατική Φιλαρμονική Αμβούργου/ Οrfeo, 1993 –«Μάνφρεντ»: φωνητικοί σολίστες, Χορωδία Δωματίου RIAS & Γερμανική Συμφωνική Ορχήστρα Βερολίνου/ Koch, 2001).
Οι αξιόλογες δισκογραφήσεις του επίσης περιλαμβάνουν έργα των Ραβέλ («Μάνα χήνα») και Ρίχαρντ Στράουςς («Φαιδρά καμώματα του Τιλλ Ωϋλενσπήγκελ») με τη Συμφωνική της Βιέννης (Atlantis/1982), την 3ης Συμφωνία κ.ά. ορχηστρικά έργα του Τσέχου Ζντένιεκ Φίμπιχ (1850-1900) με την Τσεχική Φιλαρμονική (Orfeo), ορχηστρικά έργα του Φερρούτσιο Μπουζόνι (1866-1924) με τη Ραδιοφωνική Συμφωνική του Βερολίνου (1993/Capriccio), διάφορα πρωτοποριακά έργα των ΄Ερνστ Κρζένεκ (1900-1991) (όπερα «Κάρολος ο 5ος»), Κρζύστοφ Πεντερέτσκι (1933-), Άλφρεντ Σνίττκε 1934-1998) και Χανς-Βέρνερ Χέντσε (1926-2012).
Τέλος, στο ιστοσελιδικό ‘You Tube’ ο φιλόμουσος ακροατής μπορεί να απολαύσει ζωντανά τον ΄Αλμπρεχτ να συνοδεύει με την Γερμανική Φιλαρμονική Δωματίου της Βρέμης τον πιανίστα Homero Francesch στο 26ο Κονσέρτο του Μότσαρτ (1991)
...και να διευθύνει (αλλά και να σχολιάζει απευθυνόμενος στο ακροατήριο) την Κρατική Φιλαρμονική του Αμβούργου στο «Μπολέρο» του Ραβέλ (1997).
Σημείωση 1
Βλ. σχετικά Α. Σαββίδης, Μεγάλοι μαέστροι, 2η έκδ., Αθήνα, Πατάκης, 2009, σ. 50-51. Διάφορες άλλες χρήσιμες πληροφορίες για τη σταδιοδρομία και τη δισκογραφία του θα βρει ο αναγνώστης στο ιστοσελιδικό λήμμα της Wikipedia και σε πρόσφατες ιστοσελιδικές νεκρολογίες των New York Times, του Gramophone, του Τhe Scotsman κ.α.
Αλέξιος Σαββίδης
asavv@otenet.gr
Μάρτιος 2014
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας