ΑΛΦΡΕΝΤ ΜΠΡΕΝΤΕΛ in do mineur…
Στο ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ (30 Νοεμβρίου 2007)
Να πούμε κι εμείς μερικές μεγάλες κουβέντες όπως ότι ήταν η καλύτερη συναυλία της χρονιάς; Να πούμε καλύτερα ότι χαρήκαμε τη μοναδική καλλιτεχνική παρουσία ενός μεγάλου πιανίστα; Μήπως να τιμωρήσω έπ’ ευκαιρία τον εαυτό μου για τη συνέντευξη που δεν του πήρα αν και στο Μουσικής Πολύτονον αρ.26 την όφειλα; Θα ήθελα πολύ να μου απαντούσε - μεταξύ άλλων - αν τυχαία προτείνει ένα πρόγραμμα με αρμονική - τονική ισορροπία και συσχέτιση έργων (π.χ. ντο ελάσσονα, λα ύφεση μείζονα, φα ελάσσονα, σι ύφεση μείζονα). Το διαπίστωσα κι άλλες φορές σε δικά του προγράμματα, επομένως θα έχει εξήγηση.
Και τι νόημα έχει να πούμε ότι ο Μπρέντελ παίζει τον μουσικότερο Σούμπερτ επί των ημερών μας; (το έχουν γράψει για τον Κάρσον, την Χάσκιλ, τον Σνάμπελ ακόμα). Το ίδιο έλεγαν και για τον Βάλτερ Γκίζεκικγκ, ότι παίζει τον μουσικότερο Ντεμπυσσύ επί των ημερών του. Δεν έχει νόημα να υποστηρίξουμε ότι στα 76 του ένας τέτοιος μουσικός είναι καλύτερος κι από τα 73, τα 69 και τα 65 του χρόνια. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Κλάουντιο Αρράου στα 78 να παίζει τόσο λυρικά, με τόσο σεβασμό τη Σονάτα του Αλμπαν Μπεργκ! Το σκεφτόμουν καθώς ο Μπρέντελ ερμήνευε τη σονάτα έργο 110 του Μπετόβεν, αποδίδοντας στον «αρχιτέκτονα» τη δόμηση και την αισθητική και στα αυτιά των ακροατών το μέγεθος της ιδιοφυΐας. Απίστευτη επικοινωνιακή δύναμη! Δύναμη που σε κάνει να θαυμάζεις «τους νόμους της στατικής» αλλά και την επινοητική αισθητική του συνθέτη καθώς πηγάζει από τα σταθερά χέρια και την ψυχική ελευθερία ενός ερμηνευτή.
Στις 5 Ιανουαρίου 1931 στο Βήζεμπεργκ της Μοραβίας γεννιέται ο Αλφρεντ Μπρέντελ. Στις 5 Ιανουαρίου (άλλων ετών) έχουν γεννηθεί παρεμπιπτόντως και οι πιανίστες Μαουρίτσιο Πολλίνι και Αρτούρο Μπενεντέττι Μικελάντζελλι! Προερχόμενος από οικογένεια μηχανικών με σλαβικές, αυστριακές, γερμανικές, ιταλικές καταβολές, σε ηλικία τριών ετών εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στην μικρή πόλη Κρκ της Αδριατικής θάλασσας, στην τότε Γιουγκοσλαβία. Εκεί βρέθηκε για πρώτη φορά σε χώρους σχετικούς με μουσική. Σπούδασε σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας στο Ζάγκρεμπ και πιάνο με δασκάλα την Σοφία Ντεζελίκ. Πήγε το 1943 στο Γκρατς της Αυστρίας, ενώ γρήγορα αποκάλυψε τα πνευματικά και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντά του: τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία. Όταν το 1948, σπουδαστής ακόμη, έδωσε το πρώτο ρεσιτάλ με θέμα «H φούγκα στην πιανιστική φιλολογία», μια γκαλερί στο Γκρατς φιλοξενούσε έκθεση υδατογραφιών του! Αργότερα έζησε για λίγο στη Βιέννη. Το 1960 παντρεύεται την αργεντινή τραγουδίστρια Ίρις Γκονζάλα με την οποία έζησε δώδεκα χρόνια. Μετά τα πρώτα μεγάλα μουσικά παγκόσμια βήματα εγκαθίσταται στο Λονδίνο σε ένα τεράστιο γκρίζο σπίτι (1970). Είναι η χρονιά που υπογράφει συμβόλαιο αποκλειστικής συνεργασίας με την Φίλιπς και ηχογραφεί σε (τρεις συνολικά, διαφορετικές ερμηνείες) τα έργα του Μπετόβεν. Ακολούθησε ο Σούμπερτ, τα κοντσέρτα του Μότσαρτ, τα έργα του Χάυδν, οι δίσκοι με έργα Μπαχ, Σούμαν, Μπραμς, Βέμπερ. Σε πολύ μικρή κλίμακα έπαιξε (και παίζει) Μουσική Δωματίου, με φωτεινή επιλογή τα τραγούδια του Σούμπερτ.
Πολίτης του κόσμου, όπως δηλώνει, καθίσταται μέσα από την μουσική και αυτή την ιδιότυπη ταυτότητα.
Μια ζωή μέσα στη Μουσική, έτσι λέγεται και το Βραβείο Αρθούρος Ρουμπινστάιν με το οποίο τιμήθηκε το 2007 και το οποίο δέχτηκε με απλότητα και ρεαλιστική σεμνότητα.
Ιδού πώς περιγράφει ο ίδιος τον εαυτό του: δεν υπήρξα παιδί-θαύμα. Δεν έχω φωτογραφική μνήμη ούτε παίζω γρηγορότερα από άλλους ερμηνευτές. Δεν είμαι καλός στην αποστήθιση. Χρειάζομαι οκτώ ώρες ύπνου. Δεν ακυρώνω συναυλίες από άποψη, παρά μόνο όταν είμαι πραγματικά άρρωστος. H καριέρα μου εξελίχθηκε τόσο αργά ώστε να αισθάνομαι ότι κάτι φταίει είτε με εμένα είτε με τους άλλους ανθρώπους στον χώρο. H λογοτεχνία - το διάβασμα και το γράψιμο - όπως και η ενατένιση της τέχνης με απασχολούν σε αρκετό από τον χρόνο μου. Το πώς στ' αλήθεια έμαθα όλα αυτά τα έργα που έχω παίξει ειλικρινά δεν μπορώ να το εξηγήσω. Λιστ, Σούμαν, Σαίμπεργκ, Σούμπερτ, Μπετόβεν, Χάυδν, Μότσαρτ, Μπουζόνι. Πρόσφατα απεφάσισε να υπερασπιστεί τα άγνωστα έργα του Σοπέν απέναντι στα γνωστά έργα του Ντεμπυσσύ, του Ραβέλ, του Ραχμάνινοφ. Δεν είναι απόφαση που ξαφνιάζει. Δεκαετίες τώρα μελετά και διδάσκει παντελώς άγνωστα έργα εντελώς άγνωστων συνθετών.
Ο Μπρέντελ δεν φτάνει εύκολα σε «ερμηνείες». Παλεύει χρόνια γι αυτές. Παραμένει αυστηρός και έτοιμος να δηλώσει ότι ανασκευάζει. Μια υπεράσπιση αυτής της τελευταίας παρατήρησης ήταν ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν στο Μέγαρο το 2003 και ο τωρινός του Σούμπερτ – Impromptus 1 και 3, D 935.
«...Ανάμεσα στον εξερευνητή Χάυδν και στον υπνοβάτη Σούμπερτ βλέπω τον Μότσαρτ και τον Μπετόβεν ως αρχιτέκτονες. Πόσο διαφορετικά όμως έχτισε ο καθένας! Ο Μπετόβεν τοποθετεί από την αρχή ενός κομματιού πέτρα πάνω στην πέτρα κατασκευάζοντας και αιτιολογώντας το οικοδόμημά του σαν να ήταν σύμφωνο προς τους νόμους της στατικής. Από την άλλη μεριά, ο Μότσαρτ προτιμά να συνενώνει μεταξύ τους τις πιο υπέροχες μελωδικές ιδέες ως προκατασκευασμένα συστατικά. (...) Ενώ ο Μπετόβεν βγάζει με διαδικαστικό, θα λέγαμε, τρόπο το ένα στοιχείο μέσα από το άλλο, ο Μότσαρτ τακτοποιεί το ένα στοιχείο μετά το άλλο σαν να μην μπορούσε να γίνει αλλιώς». Με τις παραπάνω φράσεις από το δοκίμιο «Συμβουλές ενός ερμηνευτή του Μότσαρτ προς τον εαυτό του» ο μεγάλος μουσικός κάνει διακριτή τη διαφορά ανάμεσα σε δύο συνθέτες που τον απασχόλησαν πολύ στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του.
Ένα βραβείο που κέρδισε το 1949 στον Διεθνή Διαγωνισμό Πιάνου Μπουζόνι του Μπολτζάνο στάθηκε η απαρχή της διεθνούς καριέρας του Μπρέντελ. Από τη δεκαετία του '50 ως σήμερα είναι από τους καλλιτέχνες με τη σημαντικότερη δισκογραφική παρουσία. Ιδιαίτερη είναι η σχέση του με το έργο του Μπετόβεν. Τη δεκαετία του '60 ήταν ο πρώτος πιανίστας που ηχογράφησε το σύνολο του πιανιστικού έργου του συνθέτη και την επόμενη δεκαετία «επέστρεψε» στον Μπετόβεν ξανα-ηχογραφώντας τις σονάτες του για πιάνο. Την περίοδο 1982-83 έπαιξε σε 77 ρεσιτάλ τον πλήρη κύκλο με τις 32 σονάτες σε έντεκα μεγάλες πόλεις, ενώ τη δεκαετία του '90 διαλέξεις, εμφανίσεις και ηχογραφήσεις επανέφεραν στο προσκήνιο τη σχέση του με τον Μπετόβεν. Όταν επέστρεψα στις σονάτες του Μπετόβεν ύστερα από ένα διάλειμμα ο κύριος σκοπός μου ήταν να δω αν αυτές μπορούν να μιλήσουν από μόνες τους. Θεωρούσα ότι οι παλαιότερες εμπειρίες μου σε συνδυασμό με τις νέες περιπέτειες που ανοίγονταν μπροστά μου θα μου έδιναν τη δυνατότητα να ανακαλύψω το μήνυμα των έργων αυτών. Αυτό ελπίζω να μην ακούγεται παθητικό. Δεν πιστεύω πως είμαι ένας παθητικός ερμηνευτής ούτε ότι διστάζω να πάρω την ευθύνη για ό,τι κάνω. Ωστόσο υπάρχουν κάποια λεπτά ευτυχίας, όταν νιώθω ότι τα πράγματα μιλούν μέσω εμού, έστω και αν πρόκειται για ψευδαίσθηση.
Απόλυτα συμφιλιωμένος με το πέρασμα του χρόνου και ό,τι αυτό συνεπάγεται, έχει περιορίσει πια, λόγω επιβαρημένης υγείας, τους επίπονους κύκλους έργων, αρκούμενος σε κλασικού τύπου ρεσιτάλ. Ο Μπρέντελ είναι ένας άνθρωπος με λεπτή αίσθηση χιούμορ: μια αίσθηση… non-stop, που διαπερνά τόσο τον προφορικό όσο και τον γραπτό του λόγο. Στις ελάχιστες τηλεοπτικές του παρουσίες το κοινό το έχει διαπιστώσει. Ιστορική έχει μείνει η εκπομπή για τους μεγάλους πιανίστες στις μαύρες ουρές, -Meister der schwarzen Flugel- του Frank Zoglauer, στην οποία γνώριζε ο θεατής έναν πνευματώδη, χαλαρό, σεμνό μουσικό. Το περίφημο ερώτημα «πρέπει η κλασική μουσική να είναι πάντα τελείως σοβαρή;» που έδινε τον τίτλο σε ένα από τα δοκίμιά του είναι σίγουρα ο κατάλληλος να το πραγματευθεί…
Πατέρας δύο παιδιών δεν διστάζει να σχολιάσει χαμογελώντας το γεγονός ότι αν και η κόρη του από τον πρώτο του γάμο είναι διάσημη τραγουδίστρια της ποπ σκηνής, γνωστή σε μεγαλύτερο κοινό από τον μπαμπά της, αυτός δεν την έχει ακούσει ποτέ σε ζωντανή συναυλία επειδή του είναι αδύνατο να ακούσει θόρυβο! Με τον γιο του Άντριαν τα πράγματα είναι καλύτερα, αφού παίζει βιολοντσέλο..
Αν και θεωρείται αυστηρός, κατηφής και δύσκολος άνθρωπος, στην πραγματικότητα διακατέχεται από βαθιά αίσθηση σεβασμού και συνέπειας προς όλους, και μέσα από αυτή την αυστηρότητα στις επιλογές κατορθώνει, όπως λέει, να κρατά δοκιμασμένες σχέσεις.
Οι συνεντεύξεις του Μπρέντελ είναι ελάχιστες. Θεωρεί τους δημοσιογράφους «ατμοσφαιρική ρύπανση της εποχής» και προτιμά να προστρέχουν οι ενδιαφερόμενοι στα κείμενα παρά στις συνεντεύξεις που τις περισσότερες φορές δίνονται στα όρθια..
Πάνε δέκα χρόνια σχεδόν που έδωσε συνέντευξη στον Θανάση Λάλα (το Άλλο Βήμα (1/11/1998).
Δανειζόμαστε μερικές απαντήσεις του.
ερ. Με τι κριτήρια επιλέγετε να μιλήσετε ή να μη μιλήσετε δημόσια;
απ. «Καλή ερώτηση. Ξέρετε, τη σιωπή δεν την επιλέγουμε, όπως έλεγε ο πατέρας μου. Μας επιλέγει αυτή. Έχει βέβαια μεγάλη σημασία τι εννοεί ο καθένας λέγοντας "σιωπή" και τι εννοούσε ο πατέρας μου.
ερ. Εσείς τι εννοείτε;
απ. Για μένα ο εσωτερικός διάλογος δεν σταματάει ούτε όταν κοιμόμαστε... Αυτός είναι η πηγή της ύπαρξής μας... Αν αυτομάτως διακοπτόταν αυτός ο εσωτερικός διάλογος, ίσως να σταματούσε και το ενδιαφέρον της ζωής. Με άλλα λόγια, αν ζούσαμε χωρίς να σκεφτόμαστε από μέσα μας αυτά που ζούμε από έξω μας, δεν θα είχε κανένα νόημα ό,τι κι αν ζούσαμε...
ερ. Ο τρόπος που σκεφτόμαστε εσωτερικώς δίνει δύναμη και νόημα σε αυτό που κάνουμε.
απ. Συμφωνώ... Αν το καλοσκεφτείτε, όλα αυτά που κάνουμε δεν είναι και τίποτε σπουδαίο από μόνα τους... Πίνουμε καθημερινά νερό, τρώμε, κάνουμε έρωτα, παίζουμε Μότσαρτ, Μπετόβεν, Σοπέν και Μπαχ, διαβάζουμε εφημερίδες... Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά; Τίποτε ή τα πάντα...
ερ. Είναι αυτό που μας κάνει να επιλέγουμε τον δρόμο που θα πάρουμε στη ζωή; Οι επιρροές μας καθοδηγούν τελικώς τις επιλογές μας;
απ. Νομίζω ότι τις επιλογές μας τις καθοδηγεί σχεδόν πάντα ένα υγιές ένστικτο. Το γεγονός ότι εγώ για ένα διάστημα ενδιαφέρθηκα για τη ζωγραφική, το σχέδιο, τη σύνθεση όλα αυτά τα πράγματα μαζί τα θεωρώ πάρα πολύ σημαντικά αλλά κάποια στιγμή κατάλαβα από ένστικτο ότι σε αυτό που θα ήμουν καλύτερος ήταν η ερμηνεία, το πιάνο. Και ακολούθησα το ένστικτό μου και δεν έχασα, νομίζω.
ερ. Ανάμεσα στους μεγάλους συνθέτες υπάρχουν κάποιοι που είναι ακόμη πιο μεγάλοι;
απ. Εξαρτάται από το ποιον θεωρούμε μεγάλο συνθέτη. Τα κριτήρια για το ποιος είναι μεγάλος και ποιος είναι μικρός είναι πολύ προσωπικά και υποκειμενικά. Έχει κυκλοφορήσει ένα βιβλίο για τους μεγάλους πιανίστες το οποίο αναφέρεται σε 120 περίπου ονόματα. Αυτή τη στιγμή πρόκειται να κυκλοφορήσει μια καινούργια σειρά CD, "Οι μεγάλοι συνθέτες αυτού του αιώνα", η οποία συνολικά περιλαμβάνει 74 μεγάλους συνθέτες. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι είναι τόσο πολλοί οι "μεγάλοι" σε αυτόν τον κόσμο.
ερ. Μπορείτε με βεβαιότητα να μας πείτε κάποιους που είναι «μεγάλοι» στα σίγουρα για σας;
απ. Ανάμεσά τους εγώ συγκαταλέγω σίγουρα τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν, τον Σούμπερτ και από εκεί και πέρα τον Χάυδν, τον Σούμαν και τον Λιστ.
ερ. Τι είναι καινούργιο;
απ. Καινούργιο είναι αυτό που έρχεται να προσθέσει κάτι στη μουσική εμπειρία αν πρόκειται για μουσικό κομμάτι. Να προσθέσει κάτι το οποίο ως χθες δεν υπήρχε. Ακόμη και τα μεγάλα αριστουργήματα του ίδιου συνθέτη διαφέρουν μεταξύ τους: το κάθε έργο έχει τον δικό του χαρακτήρα και περιέχει κάτι το οποίο άλλα κομμάτια ή άλλοι συνθέτες δεν έχουν ξανακάνει. Το καινούργιο δεν έχει να κάνει μόνο με το πρωτογενές. Μπορεί να δημιουργήσει κάποιος κάτι καινούργιο συνδυάζοντας πράγματα που έχουν γίνει ήδη στο παρελθόν. Καινούργιο είναι ό,τι πάει τα πράγματα λίγο πιο πέρα από εκεί όπου είναι.
ερ. Κινδυνεύει η μουσική από την ανάπτυξη της τεχνολογίας στον βαθμό που αυτή χρησιμοποιείται στη μουσική;
απ. Προσωπικά δεν φοβάμαι τόσο πολύ την τεχνολογία, εξαρτάται όμως πώς τη χρησιμοποιεί κάποιος. Σε ό,τι αφορά, π.χ., τα ηλεκτρονικά μηχανήματα παραγωγής ήχου, πιστεύω ότι μπορεί να γίνει μια πολύ καλή εφαρμογή. Βασικά δεν είμαι εναντίον της τεχνολογίας.
ερ. Αλήθεια, γιατί είναι τόσο «σοβαρή» η κλασική μουσική;
απ. Μα δεν είναι μόνο σοβαρή. Τι εννοείτε όταν λέτε σοβαρή; Εγώ θεωρώ ότι είναι και πάρα πολύ διασκεδαστική μερικές φορές. Υποθέτω ότι πρέπει να έχετε διαβάσει ένα άρθρο που έχω γράψει γύρω από αυτό, έτσι δεν είναι; Μην μπερδεύεστε λοιπόν με το τι φαίνεται ότι είναι η κλασική μουσική ή με το πώς θέλουν να την παρουσιάσουν μερικοί μέντορες του είδους. Η κλασική μουσική μπορεί να εκφράσει από το πιο τραγικό συναίσθημα ως το πιο κωμικό. Η κλασική μουσική περιέχει μια γκάμα συναισθημάτων. Είναι, με άλλα λόγια, πολλά πράγματα μαζί. Ακόμη και όταν είναι σκέτη μουσική - εννοώ όταν δεν συνοδεύεται από λέξεις ή από (σκηνικές) χειρονομίες-, μπορεί να προκαλέσει όλα τα συναισθήματα.
ερ. Πιάνετε ποτέ τον εαυτό σας να σκέφτεται: «Τι κάνω εγώ τώρα εδώ; Όταν εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι υποφέρουν ή αγωνίζονται για την επιβίωσή τους, εγώ κάθομαι και ασχολούμαι με το τι ήθελε να πει ο Μπετόβεν με αυτή τη νότα;»;
απ. Αυτή ήταν μια πολύ δημοφιλής ερώτηση προς τον εαυτό μας τη δεκαετία του '60. Σκέφθηκα όμως κάποια στιγμή ότι ίσως μπορώ να βοηθήσω τους ανθρώπους περισσότερο με αυτό που κάνω παρά με κάτι άλλο που δεν κάνω ενώ θα έπρεπε να κάνω. Αυτό που με ενδιαφέρει πια είναι ότι τουλάχιστον δεν "δολοφονώ" τους ανθρώπους με αυτό που κάνω.
ερ. Ποιος είναι πια ο ρόλος του καλλιτέχνη στην εποχή μας; Οι άνθρωποι σήμερα έχουν περισσότερο ανάγκη την τέχνη από ό,τι παλαιότερα;
απ. Ως προς αυτό, δεν είμαι τόσο σίγουρος και ειδικά στη χώρα όπου βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή, στη Βρετανία, όπου η κυβέρνηση χρηματοδοτεί την τέχνη χειρότερα από κάθε άλλη κυβέρνηση στο παρελθόν και όπου τα πράγματα είναι τελείως απογοητευτικά. Εδώ οι άνθρωποι φαίνεται να αγνοούν γενικότερα το ότι η τέχνη αποτελεί αναγκαιότητα της ζωής τους και την αντιμετωπίζουν περισσότερο ως εμπόρευμα. Δεν νιώθω λοιπόν και πολύ σίγουρος για το τι μέλλει γενέσθαι με την τέχνη. Πιθανόν η κλασική μουσική σε λίγα χρόνια να εξελιχθεί σε ένα underground καλλιτεχνικό είδος.. Όλα είναι πιθανά, μη γελάτε!
Για περισσότερα που αφορούν στη ζωή και στη δραστηριότητα του μεγάλου μουσικού ο ενδιαφερόμενος μπορεί να επισκεφτεί την ιστοσελίδα του: http://www.alfredbrendel.com/
Διαβάστε επίσης:
http://arts.guardian.co.uk/reviews/observer/story/0,,1681512,00.html, http://arts.guardian.co.uk/critic/review/0,,988659,00.html, http://arts.guardian.co.uk/reviews/story/0,,978109,00.html http://www.guardian.co.uk/uk_news/story/0,,2214378,00.html
κι ένα υστερόγραφο: δεν θυμάμαι τα τελευταία χρόνια συναυλία χωρίς τσιγαρόβηχα.. Στην αρχή του ρεσιτάλ ο Μπρέντελ σταμάτησε, επεσήμανε ότι ακούει συνέχεια την ίδια βασανιστική φασαρία και θα αναγκαστεί να σταματήσει αν δεν βρεθεί λύση. Υπάρχει όμως λύση; Κι αν υπάρξει για τον βήχα με τα κινητά, τι θα γίνει; Γιατί… κι από αυτά είχε ο Μπρέντελ!
Έφη Αγραφιώτη