[σκληρό... baRock]
ΠΟΣΟ ΜΕΤΡΑΕΙ ΤΟ ...ΜΕΓΕΘΟΣ;
Πραγματικό πειρασμό και κίνητρο αποτέλεσε το αξιολογότατο άρθρο του (και παλαιού συμμαθητή) Μάρκου Τσέτσου με θέμα την ελληνική μουσική υπανάπτυξη, την οποία περιγράφει με ακρίβεια, γλαφυρότητα και γνώση των κοινωνιολογικών όρων της. (βλέπε: Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΥΠΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ)
Θα κάνω όμως μιά παρατήρηση, με την οποία θα οδηγηθώ και στην μοναδική μου διαφωνία μαζί του: Η ανυπαρξία εθνικής αστικής τάξης και κατ' επέκταση οργανωμένου έστω καπιταλισμού, εκτός από τις πολιτικές και οικονομικές της συνέπειες (χαμηλότατο επίπεδο πολιτικού λόγου, προχειρότητα και διαφθορά στην άσκηση του κυβερνητικού έργου, μεταπρατική αντί της παραγωγικής οικονομία και εν τέλει χρεωκοπία), είχε και μιά αισθητική, κεντρικής σημασίας: Η Ελληνική κοινωνία ως "μουσική" αναγνωρίζει βασικώς το τραγούδι!
Όπως σωστά γράφει ο Μ. Τσέτσος, η αγροτική και μικροαστική καταγωγή των πολιτικών ηγεσιών - αλλά και (θα πρόσθετα) εν γένει της άρχουσας "μεσαίας" (με ό,τι σημαίνει ο όρος, πάντως όχι αστικής με την αυθεντική έννοια) τάξης, περιορίζει την επαφή της κοινωνίας με τη μουσική αποκλειστικά στα τραγουδιστικά ιδιώματα. Όχι μόνον εμποδίζει την επαφή με την ευρωπαϊκή μουσική, που θεωρείται συλλήβδην "βαριά" κα πένθιμη, αλλά ακόμη και με τα οργανικά-ορχηστρικά έργα των αγαπημένων τραγουδοποιών, ακόμα κι όταν είναι κοντά στο τραγουδιστικό ύφος. Οι λιγοστές εξαιρέσεις όπως, για παράδειγμα, το "Χαμόγελο της Τζοκόντας" του Μ. Χατζιδάκι ή κάποιες κινηματογραφικές μουσικές της Ελ. Καραΐνδρου, επιβεβαιώνουν απλώς τον κανόνα. Η οργανική μουσική για τον μέσο Έλληνα είναι ταυτόσημη με την "μουσική φαγητού" - αδόκιμος, αλλά χαρακτηριστικός όρος για την αδιάφορη υπόκρουση. Η διασκέδασή μας είναι να τραγουδάμε όλοι μαζί στις παρέες, όχι να προσηλωνόμαστε στην ακρόαση. Κι αλλοίμονο αν τολμήσει ο κιθαρωδός της παρέας να προτείνει κάποιο λιγότερο γνωστό - θ' ακούσει αμέσως το σύνηθες (και μισητό!) "κάτι να το ξέρουμε όλοι".
Από κει και πέρα, η ένστασή μου έγκειται όχι βεβαίως στην ορθότητα και τεκμηρίωση του επιστημονικού λόγου, την οποία πάντοτε θαυμάζω, αλλά στη βασική φιλοσοφία των θεωρητικών επιστημών γενικώς: Τείνουν ενίοτε να δημιουργούν με την ανάλυσή τους πραγματικότητες επάνω στις οποίες έκτοτε αυτάρεσκα προσκολλώνται και κάπως δογματικά κινούνται. Η Μουσικολογία δεν είναι έξω από αυτή την παγίδα, όταν ορίζει ως έργο τέχνης αποκλειστικά αυτό που είναι "αντικείμενο αισθητικής πρόσληψης που οδηγεί σε αξιολογικές κρίσεις με αναφορά στο στοιχείο της δομής", υπό την έννοια της "θεοποίησης" της δομής και της επεξεργασίας. Ένας ορισμός (ή περιορισμός;) με αυτή την αντίληψη, αυτομάτως εξαιρεί από τον χαρακτηρισμό του έργου τέχνης χιλιάδες συνθέσεις που ακολουθούν απλούστερες και μικρότερου μεγέθους φόρμες, ιδιαίτερα στις προ-κλασικές περιόδους: Μεσαίωνας, Αναγέννηση, Μπαρόκ καλύπτουν σχεδόν 7 αιώνες μουσικής κατά τους οποίους οι προτεραιότητες συχνά δεν βρίσκονταν στον όγκο και την πολυπλοκότητα της δομής, αλλά στην πρωτοτυπία και την συγκινησιακή δύναμη της, έστω και μιάς, βασικής ιδέας. Δεν είναι δηλαδή έργο τέχνης ένα chanson του Guillaume de Machaut ή ένα lute-song του John Dowland; Μόνο οι Λειτουργίες του ενός ή οι Φαντασίες του άλλου, με τις σύνθετες δομές τους, δικαιούνται να διεκδικήσουν αυτό τον τίτλο; Κατ' επέκταση, μιλώντας για τον 20ό αιώνα, δεν είναι έργα τέχνης τα τραγούδια του Leonard Bernstein ή του Μίκη Θεοδωράκη - που προσωπικά τα θεωρώ υψηλότερης ποιότητας από τις συμφωνίες τους;
Δεν μπορώ να συμφωνήσω πως για όλων των ειδών τα τραγούδια ισχύει το απόφθεγμα "η μουσική δομή δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο". Σίγουρα ούτε μπορεί, ούτε έχει νόημα να γίνει σύγκριση ανάμεσα στις μεγάλες φόρμες της έντεχνης μουσικής και την απλούστερη φόρμα του τραγουδιού, κι ας υπάρχουν περιπτώσεις όπου πλησιάζουν ή και συναντώνται μεταξύ τους (όπως π.χ. στα concept albums πολλών συγκροτημάτων του ροκ, ιδίως Βρετανικών και κατεξοχήν στη δεκαετία 1966-76). Κι όμως, πολλά είναι τα τραγούδια, Ελληνικά ή όχι, που με υποχρεώνουν να τα θεωρήσω "έργα τέχνης" - της δικής τους, ξεχωριστής τέχνης, βεβαίως - όχι απαραιτήτως για λόγους δομής, αλλά κυρίως επειδή έχουν μια σοβαρή πρόταση, μιά σοβαρή πρόθεση: να αγγίξουν το συλλογικό ασυνείδητο, να αντέξουν στο χρόνο, να ανοίξουν τους αισθητικούς μας ορίζοντες. Και θα τολμήσω να πω ότι έχω ακούσει τραγούδια που έχουν πίσω τους περισσότερο "κόπο" από κάποια έργα του "κλασικού" ιδιώματος που δείχνουν γραμμένα στο πόδι! Εννοείται πως δεν γενικεύω, άλλωστε δεν εκπροσωπώ καμμία "θεσμική ή οικονομική σκοπιμότητα", απ' αυτές που δικαίως κατηγορεί ο Μ. Τσέτσος στο άρθρο του, για την πνευματική μας υποβάθμιση.
Νίκος Παναγιωτίδης
(Aύγουστος 2011)
nikpanlt@yahoo.gr
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας