Ο ΠΡΟΒΟΛΕΑΣ
–Είσθε η μητέρα του άτυχου νέου? Μπορείτε να μας πείτε δυο λόγια για το πώς αισθάνεστε?
–Αχ, τι να σου πω παιδί μου, δεν βρίσκω λόγια, είναι τρομερό και φοβερό το κακό που μας βρήκε. Δεν μπορώ να πιστέψω η δόλια ότι έχασα το γιο μου…
Έμεινα για αρκετή ώρα αποσβολωμένος και σκεπτικός όχι μόνο για το περιστατικό του δυστυχήματος που είδα στις ειδήσεις, όσο κυρίως για την αντίδραση της μάνας, η οποία στην τραγικότερη στιγμή της ζωής της δεν δίστασε να απαντήσει στην πιο ηλίθια ερώτηση που της έκανε κάποιος ανεγκέφαλος ρεπόρτερ.
Έχει λοιπόν τόση μαγεία αυτό το ρημάδι το κουτί?
Δηλαδή η χαροκαμένη μάνα ξέροντας πως θα εμφανισθεί στο ‘γυαλί’, είχε τη διάθεση να απαντήσει ακόμα κι εκείνη τη στιγμή?
Διερωτώμαι πολλές φορές αν η ζημιά τελικά προέρχεται από αυτό το μέσο προβολής που έχει εγκατασταθεί στο σπίτι μας ή αν υπάρχει μέσα μας αυτή η διάθεση της προβολής και απλώς βγαίνει προς τα έξω σε δεδομένη στιγμή, έστω κι αν αυτή η στιγμή μπορεί να είναι και η χειρότερη της ζωής μας.
Αλήθεια, δυσκολεύομαι να θυμηθώ αν ήταν πάντοτε έτσι ή εάν αυτή η μανία προβολής είναι ένα χαρακτηριστικό της εποχής μας, μιας εποχής που τα ΜΜΕ – και ειδικά η Τηλεόραση – κυριαρχούν παντού: στην πολιτική, στον αθλητισμό, στην καλλιτεχνία, στην καθημερινότητα.
Μα τι είναι τέλος πάντων αυτός ο προβολέας που μας θαμπώνει κι αυτή η διάθεση για προβολή που κρύβεται μέσα μας? Τι είναι αυτό που μας κάνει να θέλουμε να ξεχωρίσουμε από τους άλλους, να διακριθούμε, να φανούμε? Είναι άραγε ένας υφέρπων εγωισμός, ένας ναρκισσισμός, ένα σύνδρομο επίδειξης ή μήπως κάποιο γονίδιο σφηνωμένο από τη βρεφική ηλικία στο κύτταρό μας που με την πάροδο του χρόνου σε άλλους μεγεθύνεται και σε άλλους ευτυχώς όχι?
Καταλαβαίνω βέβαια πως είναι φυσικό να μας κολακεύει μια καλή κουβέντα, μια αναγνώριση, ένα ‘μπράβο’ ως επιστέγασμα κάποιας επιτυχίας. Παραδέχομαι ακόμη πως η δικαίωση από τους γύρω μας, τονώνει το ηθικό μας, ενισχύει την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμησή μας γι’ αυτό και μας αρέσει η επιβεβαίωση της προσπάθειας από τους άλλους. Αλλά από το σημείο αυτό μέχρι να κυνηγάμε την προβολή, που κάποιες φορές προσεγγίζει τα όρια της αρρώστιας, υπάρχει τεράστια απόσταση, υπάρχει χάσμα.
Ειδικά στο χώρο μας – το χώρο της καλλιτεχνίας – βρίθουν τα κρούσματα της αρρωστημένης συμπεριφοράς με το αδιάκοπο κυνήγι της προβολής.
Πόσοι και πόσοι αιθεροβάμονες καλλιτέχνες, συνεπαρμένοι από τον προβολέα και τα πρώτα χειροκροτήματα, δεν θυσίασαν ολόκληρη ζωή στο βωμό μιας αμφίβολης επιτυχίας.
Πόσοι σπουδαστές ωδείων, χωρίς ιδιαίτερα προσόντα, δεν θαμπώνονται με το φως της δημοσιότητας που πρόσκαιρα πέφτει επάνω τους και αμέσως φαντασιώνονται γεμάτες αίθουσες, sold out εισιτήρια και υποκλίσεις σε ένα κοινό που τους αποθεώνει.
Και πόσες ακόμα νεαρές κοπέλες γοητευμένες από την προβολή, δεν ακολουθούν έναν ασκητικό έως απάνθρωπο τρόπο ζωής για να καταλήξουν κάποια μέρα στη μοναξιά και τη νεύρωση.
Είναι να απορεί κανείς με το μέγεθος της επιπολαιότητας και της απερισκεψίας όταν ακούς νέους ανθρώπους να επενδύουν το ίδιο τους το μέλλον επάνω σε αυταπάτες για σταδιοδρομίες, επιτυχίες και μεγαλεία, χωρίς ωστόσο να έχουν μετρήσει τις δυνάμεις τους, χωρίς να υπολογίσουν κάποια από τα μειονεκτήματά τους, χωρίς καν να έχουν κοιτάξει ποιες είναι οι αναλογίες που υπάρχουν γύρω τους.
Πέρα όμως από όλα αυτά υπάρχει και κάτι ακόμα χειρότερο: o προβολέας που θα πέσει επάνω στο νεαρό άτομο, σπάνια δεν θα επιδράσει αρνητικά στον χαρακτήρα και την ψυχοσύνθεσή του.
Με την εξαίρεση όσων βασίστηκαν σε γερά οικογενειακά θεμέλια ή στηρίχθηκαν στις δικές τους δυνάμεις απομυθοποιώντας έγκαιρα τη λάμψη του προβολέα, οι περισσότεροι δεν καταφέρνουν τελικά να διασωθούν και να διατηρήσουν αναλλοίωτα τα αισθήματα και τη συμπεριφορά τους απέναντι στους άλλους.
Δυστυχώς στην άκρως ανταγωνιστική εποχή μας, παιδιά που ξεκίνησαν σεμνά, με οράματα και ευγενικές προθέσεις για μια επιτυχημένη σταδιοδρομία, γίνονται αγνώριστοι μετά από χρόνια. Είτε, στην περίπτωση επιτυχίας, κουβαλάνε μέσα τους ένα ύφος αλαζονικό και υπερφίαλο απαξιώνοντας τους πάντες, είτε αντίθετα, γίνονται μίζεροι, πικρόχολοι και ζηλόφθονες στην περίπτωση αποτυχίας – που είναι και η πιο συνηθισμένη.
Οι πρώτοι είναι οι απόντες, ενώ οι δεύτεροι οι κακοί ακροατές μιας συναυλίας…
Φαίνεται λοιπόν τελικά πως στις μέρες μας όλο και περισσότερο απουσιάζει το είδος του σεμνού χαρακτήρα. Φαίνεται ακόμα πως η ταπεινοφροσύνη και η απλότητα συναντάται ως εξαίρεση μόνο στους αληθινά ώριμους, στους πραγματικούς καλλιτέχνες.
Έναν τέτοιον συνάντησα προ ημερών, αλλά προτού σας εξιστορήσω το περιστατικό, θέλω να σας προϊδεάσω με το εξής:
Συνηθίζω να λέω στους μαθητές μου πολλά χρόνια τώρα, πως για να γίνει κάποιος σολίστας χρειάζεται να έχει εκατό προσόντα και πως με ενενήντα εννέα δεν γίνεται. Όλα αυτά βέβαια καθ’ υπερβολή.
Την περασμένη εβδομάδα λοιπόν, στο διάλειμμα ενός ρεσιτάλ πιάνου συνάντησα ένα παλιό μου μαθητή. Κάναμε και οι δυο μεγάλη χαρά γιατί είχαμε πολλά χρόνια να συναντηθούμε και μια και ήμασταν στο ‘φουαγιέ’ της αίθουσας, βρήκαμε την ευκαιρία να ανταλλάξουμε πολύ γρήγορα ένα σωρό κουβέντες που μας ενδιέφεραν. Ο Γιώργος πρέπει να σας πω, αριστούχος με διάκριση στο δίπλωμά του, υπήρξε ένας από τους καλύτερους μαθητές μου, συνδυάζοντας άρτια τεχνική και ωριμότητα έκφρασης. Είχε κατά την άποψή μου όλες τις δυνατότητες να σταδιοδρομήσει ως σολίστας στην κιθάρα.
Την ώρα που χτύπησε το κουδούνι για να αρχίσει το δεύτερο μέρος της συναυλίας, πρόλαβα και τον ρώτησα:
- Γιώργο, δεν σε ακούω τελευταία, τι γίνεται παίζεις καθόλου?
- Παίζω και μάλιστα πολύ δάσκαλε, σπίτι μου όμως.
- Μα γιατί μόνο σπίτι σου, εσύ με τόσα προσόντα?
- Μου λείπει όμως ένα …
Σκεπτόμουνα αμέσως μετά, πόσοι άραγε ‘σολίστες’ – με εισαγωγικά ή χωρίς – διαθέτουν στην εποχή μας, στην εποχή του προβολέα, το καλλιτεχνικό ήθος, την αξιοπρέπεια και το γνώθι σ’ αυτόν του Γιώργου!
Ευάγγελος Ασημακόπουλος
(13 Μαρτίου 2013)
lizevas@yahoo.com
http://www.evangelos-liza.com/
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας