ΡΑΒΙ ΣΑΝΚΑΡ
Ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΡΕΣΒΕΥΤΗΣ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
Η ιδιοφυΐα και ο ανθρωπισμός του Ραβί Σανκάρ μπορούν να συγκριθούν μόνο με του Μότσαρτ
(Γεχούντι Μενουχίν)
Στην όπερα του Σίδνευ γιόρτασε τα ενενήντα του ο παππούς Ραβί πριν δύο χρόνια, με όλη την οικογένεια του παρούσα αλλά και πολλούς προσωπικούς φίλους και συνεργάτες δίπλα του. Θρυλική μορφή, εντυπωσιακή, δυναμική προσωπικότητα, άφησε στα ενενήντα δύο του χρόνια την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο στο Σαν Ντιέγκο, όπου είχε εισαχθεί για χειρουργική επέμβαση αντικατάστασης καρδιακής βαλβίδας. Ο Ραβί Σανκάρ γεννήθηκε στις 7 Απριλίου 1920 και έζησε μέχρι τα δέκα του χρόνια στις όχθες του Γάγγη, στην ιερή πόλη Μπενάρες, (σήμερα Βαρανάσι). Ήταν ο μικρότερος ανάμεσα σε πέντε παιδιά μιας οικογένειας Βραχμάνων, της ανώτερης δηλαδή κάστας στην ινδουιστική κοινωνική διαστρωμάτωση.
Η γνωριμία του με τη μουσική έγινε όταν άκουσε για πρώτη φορά βεδικές ψαλμωδίες στην πόλη όπου γεννήθηκε, αλλά η πρώτη του ενασχόληση ήταν με το χορό. Ο μεγαλύτερος αδελφός του ήταν ο χορευτής, είχε συνεργαστεί με τη διάσημη χορεύτρια Άννα Πάβλοβα, πριν συστήσει μία μουσικοχορευτική ομάδα που έδινε παραστάσεις ινδικού χορού στη Δύση. Ο Ραβί, μαζί με τη μητέρα και τους αδελφούς του, μετακόμισαν στο Παρίσι το 1930 για να βρίσκονται κοντά του και έτσι έγινε το νεότερο μέλος της ομάδας, με «ειδικότητα» σε ρόλους χορού cameo. Για δύο χρόνια φοίτησε σε καθολικό σχολείο. Εκεί άκουσε για πρώτη φορά κλασική μουσική. Λάτρεψε τον Αντρέι Σεγκόβια και το τραγούδι του μεγάλου ρώσου βαθύφωνου Φιοντόρ Σαλιάπιν, ενώ τον μάγεψε η όπερα. Λάτρεψε τη μουσική από παιδί αλλά αφιερώθηκε σε αυτήν χάρη στον Ινδό μουσικό του δάσκαλο-γκουρού Ουστάντ Αλλαουντίν Χαν (Ustad Allauddin Khan) με τον οποίο μελέτησε από το 1938. Τον μνημόνευε πολύ συχνά… Η μητέρα του Shankar, τον είχε – δύο χρόνια πριν πεθάνει - παραδώσει στον Allauddin Khan να τον έχει σα γιο του, και ο τελευταίος του έδωσε την αγάπη ενός πατέρα στο παιδί του. Ο Shankar έτρεφε μεγάλο σεβασμό για τον μέντορά του, αν και συχνά είχε αντιμετωπίσει τον ιδιόμορφο χαρακτήρα του που χαρακτηριζόταν από εκρήξεις θυμού και ήταν ιδιαίτερα αυστηρός και ασυμβίβαστος από τότε που ο Ραβί Σανκάρ ήταν ακόμα αρχάριος οργανοπαίκτης. Στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Η ζωή μου» (1969) ο Σανκάρ λέει ότι ο «Μπάμπα» - όπως αποκαλούσε το δάσκαλό του- έκανε τους μαθητές του να εξασκούνται με τις ώρες και συχνά κατέφευγε σε σωματικές τιμωρίες. Παρόλα αυτά, σε μία μόνο περίπτωση ο «Μπάμπα» του έδωσε ένα χαστούκι. Δεν έπαψε να μελετάει σιτάρ κοντά του μέχρι τη δεκαετία του 60.
Ο Σανκάρ έδωσε την πρώτη του συναυλία το 1939 Στα μέσα της δεκαετίας του 40 δημιούργησε αίσθηση και έγραψε τη μουσική για δύο ινδικές ταινίας, την «Dharti ke Lal» (1946) και την «Neecha Nagar» (1946), ενώ συνέθεσε όμορφη μουσική και για το ινδικό θέατρο. Κατά τα έτη 1946-1947 συνέθεσε μουσική για μπαλέτο, ενώ αργότερα ίδρυσε και έγινε διευθυντής της πρώτης Εθνικής Ορχήστρας του Ραδιοφώνου της Ινδίας, πραγματοποιώντας και μουσικές περιοδείες. Στις αρχές του 1960 ήρθε σε επαφή με την τζαζ και την ινδική κλασική μουσική. Δίδαξε ινδική μουσική στον σαξοφωνίστα Τζον Κολτρέιν και τον θρυλικό τρομπετίστα, Ντον Ελις. Η φήμη του Σανκάρ, επιβοηθούμενη από τη μοναδική τεχνική του και την αστείρευτη μουσική του έμπνευση εκτινάχτηκε αφότου, το 1965 δίδαξε σιτάρ τον Τζορτζ Χάρισον. Τα «σκαθάρια» χρησιμοποίησαν στη συνέχεια το όργανο αυτό στις ηχογραφήσεις των τραγουδιών τους αλλά και πολλά συγκροτήματα της εποχής μιμήθηκαν τους Μπητλς προσθέτοντας σιτάρ στα τραγούδια τους. Ο Τζορτζ Χάρισον τον αποκαλούσε «νονό της παγκόσμιας μουσικής». Από την συνεργασία Χάρισον-Σανκάρ προέκυψε ο δίσκος «Shankar Family & Friends» (1974).
Με τον Τζορτζ Χάρισον
Η παραγωγική του συνεισφορά στην αποκάλυψη της μαγείας της ινδικής μουσικής στον δυτικό κόσμο είναι εντυπωσιακά ουσιαστική. Ξεκίνησε το 1957, όταν πραγματοποίησε την πρώτη του περιοδεία στις ΗΠΑ. Το 1962 ίδρυσε την Kinnara School of Music στη Βομβάη.
Η επιτυχία της μεγάλης περιοδείας του Σανκάρ στις ΗΠΑ το 1967 ήταν τόσο μεγάλη που κλήθηκε να δημιουργήσει μουσικά τμήματα και να παίξει μουσική σε σημαντικά αμερικανικά κολέγια και πανεπιστήμια. Από το 1960 ήταν αποδεκτός και είχε εκατομμύρια θαυμαστές στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στο Παρίσι και στην Αγγλία. Η εμφάνιση στο Γούντστοκ συγκλόνισε εξ ίσου το διεθνές νεανικό και επαναστατημένο ή προοδευτικό, ή πολιτικά προβληματισμένο κοινό.
Από το 1980 και μετά ερεύνησε και πειραματίστηκε στο να συνδυάσει την ινδική μουσική με τον ηλεκτρονικό ήχο. Παρόλες τις πιο μοντέρνες δοκιμές, δε σταμάτησε να συνθέτει παραδοσιακή ινδική μουσική.
Στις 7 Απριλίου 2000 ο Ravi Shankar έκλεισε τα 80 χρόνια του. Η γυναίκα του φρόντισε για την ειδική παραδοσιακή τελετή που τελείται στο 60ό, 80ό και 100ό έτος κάποιου. Τελείται από τρεις ή τέσσερις ιερείς που μεταξύ άλλων προσεύχονται για καλή υγεία και αγαθές σχέσεις με τους νεώτερους και τους μεγαλύτερους ανθρώπους. Η παράδοση αυτή παραπέμπει στην αιγυπτιακή τελετή του Ιωβηλαίου που τελούσαν κάθε 30 χρόνια οι Φαραώ.
Ο ινδός πρωθυπουργός Μαμόχαν Σινγκ με αφορμή το θάνατο του Σανκάρ, μίλησε για «τον εθνικό θησαυρό και τον παγκόσμιο πρέσβη της ινδικής πολιτιστικής κληρονομιάς», κάτι που δεν είναι διόλου υπερβολή. Είναι αλήθεια ότι οι Ινδοί τον σεβάστηκαν πολύ και ότι η ινδική δημοκρατία του απένειμε την ανώτατη τιμητική διάκριση «Bharat Ratna» (Θησαυρός της Ινδίας), αλλά και η Βρετανία τον έχρισε Ιππότη, ενώ στις ΗΠΑ εξελέγη μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών.
Σημασία έχει ότι με σχετικά καλή υγεία ο παππούς Ραβί άγγιξε τα 92 κρατώντας το πλατύ ζεστό χαμόγελο του και δίνοντας καλές και σεμνές συμβουλές στους νέους για να τους βοηθήσει να καταλάβουν το δρόμο προς την αλήθεια της μουσικής, όποια κι αν είναι αυτή μουσική, όποιο ρούχο κι αν ενδύεται, για να θυμηθούμε τα λόγια του…
Η τελευταία του συναυλία ήταν στο Λονγκ Μπιτς στις 4 Νοεμβρίου, όπου εμφανίστηκε μαζί με την κόρη του Ανούσκα.
Ο Ραβί Σανκάρ με την πολυτάλαντη κόρη του από το δεύτερο γάμο του, Ανούσκα Σανκάρ
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα στην Καλιφόρνια και το Νέο Δελχί, όπου είχε πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής του ιδρύοντας το Ινστιτούτο Μουσικής και Τεχνών Ραβί Σανκάρ, που λειτούργησε το 2003. Ο Σανκάρ είχε πολλούς θαυμαστές, αλλά και επικριτές, κάτι μάλλον αναπόφευκτο. Οι «κλασικοί» ινδοί μουσικοί του άσκησαν κριτική για συνεργασίες του με φτηνής ποιότητας διάσημα μουσικά είδωλα ποπ της Δύσης. Αν και η τεχνική του ήταν αλάνθαστη, τον κατηγόρησαν συχνά για… ανιικανότητα.
Αυτός ο … ανίκανος μουσικός άφησε συγκλονιστικές μουσικές καταγραφές συνεργαζόμενος με τον Γεχούντι Μενουχίν, έναν από τους περιφημότερους βιολονίστες στον κόσμο τον Ζαν Πιερ Ραμπάλ, τον σπουδαίο παγκοσμίως διαπρέποντα φλαουτίστα, τον θρυλικό βιολονίστα Νταβίντ Όϊστραχ και πολλούς άλλους πρωταγωνιστές της κλασικής μουσικής, ερμηνευτές και συνθέτες.
Είχε παντρευτεί δύο φορές και ζούσε με τη δεύτερη σύζυγό του Σουκάνια και την κόρη τους Ανούσκα, η οποία ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα της.
ΥΓ. Μια συνέντευξη του Σαβί Σανκάρ στον δημοσιογράφο Θανάση Λάλα μπορείτε να διαβάσετε εδώ:
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=151145
Έφη Αγραφιώτη
12/12/12
effie.tar@gmail.com
Επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας