RATTLE IS BACK …
Η βρεταννική επιστροφή του Rattle:
με αφορμή μια επιστολή προς βρεταννικό μουσικολογικό περιοδικό
που δεν δημοσιεύθηκε
Πρωτοφανή έκταση στα βρεταννικά (και όχι μόνον) media έλαβε ο γυρισμός του μεγάλου αρχιμουσικού Σερ Σάιμον Ραττλ (Sir Simon Rattle, γενν. 1955) στην πατρίδα του, στη θέση του κύριου αρχιμουσικού της ονομαστής Συμφωνικής του Λονδίνου, μετά από μια αρκετά μακρά (δεκαπεντάχρονη) θητεία στο πόντιουμ ενός από τα επίσης θεωρούμενα κορυφαία συμφωνικά σύνολα στον κόσμο, της Φιλαρμονικής του Βερολίνου, όπου είχε διαδεχθεί τον αείμνηστο Ιταλό Κλάουντιο Αμπάντο (1933-2014)ως κύριος μαέστρος της για την περίοδο από το 2002 ως το 2017.
H πολυαναμενόμενη επίσημη επανεμφάνισή του στο πόντιουμ της λονδρέζικης Συμφωνικής -κατά πολλούς κορυφαίας σήμερα βρεταννικής ορχήστρας- έγινε με μεγάλη προβολή στις 21 Σεπτεμβρίου στην καλλιτεχνική έδρα της ορχήστρας, το Κέντρο Μπαρμπικαν, με πρόγραμμα αποκλειστικά με έργα ενός από τους αγαπημένους συνθέτες του Ραττλ, του Στραβίνσκυ (σε μια συναυλία ερμηνεύθηκαν τα τρία πασίγνωστα μπαλλέτα του: Πουλί της φωτιάς, Πετρούσκα, Ιεροτελεστία της άνοιξης) –φυσικά η συναυλία αναμεταδόθηκε σε πολλά μέρη του κόσμου, ενώ υπάρχει και βιντεογραφημένη στο You Tube προς τέρψιν των απανταχού φιλομούσων.
Πλησιάζοντας τα 63 χρόνια του, ο Ραττλ, χωρίς αμφιβολία ένας από τους σημαντικότερους αρχιμουσικούς (αλλά και από τους πιο προβεβλημένους από τα μέσα επικοινωνίας) διεθνώς στις ημέρες μας, έχει να επιδείξει μια αξιοπρόσεκτη σταδιοδρομία, από πολύ μικρή ηλικία[1]. Πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι το εξαιρετικό του ταλέντο (ήδη σε πολύ νεαρή ηλικία) τονίστηκε στο σπουδαίο περί μαέστρων λεξικό του John Holmes, ήδη από το 1982, σε μικρό σχετικό λήμμα[2]. Ο συμπατριώτης του, γνωστός μουσικολόγος Norman Lebrecht (του οποίου η αυστηρή κριτική είναι γνωστή διεθνώς) τον έχει αποκαλέσει «Τοσκανίνι της εποχής μας». Πολλές φορές έχουμε ακούσει ηχογραφημένες συναυλίες του από την ειδική εκπομπή της ΕΒU στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΑ, ενώ είναι και ένας από τους πλέον προβαλλόμενους ερμηνευτές κλασσικής μουσικής στην τηλεόραση και στο ιστοσελιδικό You Tube[3]. Η μετεωρική του καριέρρα, με πολλές βραβεύσεις και εμφανίσεις με γνωστές βρεταννικές ορχήστρες από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, μετουσιώθηκε στις επόμενες δεκαετίες σε μια πολύ αξιόλογη δισκογραφία, που συνέπεσε με την εποχή σταδιακής αντικατάστασης του δίσκου βινυλίου από τον δίσκο ακτίνας (cds).
Το 1980, στα είκοσι-πέντε του, έκανε αισθητή την παρουσία του με την ηχογράφηση της 10ης Συμφωνίας του Μάλερ (στην διασκευή του Βρεταννού μουσικολόγου Ντέρυκ Κουκ/ Cooke), με την Συμφωνική Ορχήστρα του Μπόρνεμουθ (Bournemouth) (EMI) –την χρονιά που διαδέχτηκε τον (πρόσφατα αποβιώσαντα) Γάλλο μαέστρο Λουί Φρεμώ (Louis Frémaux, 1921-2017) στη Συμφωνική του Μπέρμινγκχαμ (City of Birmingham S.O.[CBSO]), αρχικά ως κύριος μαέστρος (1979/80-1990) και κατόπιν ως μουσικός διευθυντής (1998-1998). Με την τελευταία αυτήν ορχήστρα πραγματοποίησε (στην ΕΜΙ) σειρά λαμπρών ηχογραφήσεων που εμπλούτισαν πολύ την διεθνή δισκογραφία, σε εξαιρετικούς συμφωνικούς κύκλους βρεταννικής και αμερικανικής μουσικής, καθώς και σε σημαντικούς κύκλους Ντεμπυσσύ, Ραβέλ, Μάλερ, Σιμπέλιους, αλλά και του πρωτοποριακού Πολωνού μουσουργού Κάρολ Συμανόβσκι (Szymanowski)[4].
Το «ζενίθ» της μέχρι τώρα καριέρας του συνδέεται με την βερολινέζικη θητεία των ετών 2002-2017, που, σε αρκετές της φάσεις (ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια) κάθε άλλο παρά «ανώδυνη» υπήρξε γι’ αυτόν εξαιτίας συχνά αρνητικής κριτικής για την ποιότητα των ερμηνειών του –οι επικριτές του δεν δίσταζαν να επαναλαμβάνουν συχνά ότι δεν ήταν αντάξιος διάδοχος ενός Νίκις, ενός Φουρτβαίνγκλερ, ενός φον Κάραγιαν, ενός Αμπάντο. Εδώ πράγματι οι δισκογραφήσεις/ βιντεογραφήσεις του δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι υπήρξαν «ερμηνείες αναφοράς», πλην λίγων εξαιρέσεων, όπως λ.χ. του συμφωνικού κύκλου Μπραμς[5], ενώ κατά γενική ομολογία ο δισκογραφημένος μπετοβενικός του κύκλος με τους Βερολινέζους στην Deutsche Grammophon (αλλά και με τη Φιλαρμονική της Βιέννης στην ΕΜΙ), υστερεί σε ερμηνευτική πνοή απέναντι σε πολλούς αντίστοιχους ομοτέχνων του και της παλαιότερης και της νεότερης εποχής.
Πριν από δέκα χρόνια (2008) στην πρώτη έκδοση των Μεγάλων μαέστρων (και το 2009 στην επακολουθήσασα δεύτερη), υπερασπιστήκαμε Σερ Σάιμον Ραττλ, γράφοντας τα εξής:
«Παρά τις κατά καιρούς αρνητικές κριτικές που έχει δεχθεί [ενν. ο Ραττλ], έχει καθιερώσει πολύ αγαστή συνεργασία με τους μουσικούς της κορυφαίας αυτής ορχήστρας [=Φιλαρμονικής Βερολίνου], οι οποίοι πρόσφατα [=2008] τον στηρίζουν ομόψυχα στην αντιμετώπιση διαφόρων δημοσιευμάτων και ‘σεναρίων’ περί δήθεν αποχώρησής του από τη θέση του λόγω σοβαρών διαφωνιών με τους μουσικούς του. ΄Ενας διάσημος σολίστας που έχει υπερασπιστεί τον Ραττλ από τους επικριτές του είναι ο βιρτουόζος Αυστριακός πιανίστας Άλφρεντ Μπρέντελ (1931-) …»[6].
Επανέρχομαι όμως στο θέμα της υπέρμετρης «καμπάνιας» για την επιστροφή του Ραττλ στην Βρεταννία –καμπάνια που ομολογουμένως και προφανώς δεν έχει ανάγκη ο επιφανής Βρεταννός αρχιμουσικός, ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι ημιμαθείς μουσικολογικώς δημοσιογράφοι και τηλεπαρουσιαστές που ανέλαβαν την προβολή της επιστροφής αυτής, προέβησαν σε ασυγχώρητες ανακρίβειες σε σχέση με προκατόχους ομοτέχνους τού Ραττλ κατά την πρώτη μεγάλη βρεταννική του θητεία, εκείνην στην Συμφωνική του Birmingham. Ενοχλημένος από όσα άκουγα και διάβαζα[7], έστειλα στις 31 Αυγούστου μια επιστολή για την στήλη ‘Letters’ του γνωστού βρεταννικού μηνιαίου περιοδικού ΒΒC Music, που στο εξώφυλλό του αυτοδιαφημίζεται ως “the world’s best-selling classical music magazine”. Η επιστολή, την οποία τιτλοφόρησα “Exagerration commences” («Ξεκίνημα της υπερβολής»), έχει ως ακολούθως:
“Dear editor,
In your September issue the elsewise informative article on Rattle’s anticipated London arrival includes two annoying exaggerations in your contributor’s attempt to rhapsodize Sir Simon’s indisputable value as an artist: the reference to the CBSO as ‘a respectable regional band’ before Rattle’s tenure in an unkind remark aiming (unintentionally, I hope) at a wonderful French conductor, the (recently deceased) Louis Frémaux (certainly not ‘a second-rank foreigner’!), whose recordings with the CBSO are indeed superb –after all it was the tenures of such eminent predecessors like Sir Adrian Boult and Hugo Rignold that shaped an orchestra so disciplined and experienced in recordings, when the 24 -years-old Rattle took over in 1979. The above exaggeration reminds me of yet another, even more provoking, namely that usually associating Sir George Solti (however great he might have been) with Chicago S.O.’s ‘golden age’ in 1969-1991, thus (unintentionally again?) ignoring the fabulous recording heritages of such giants of the podium like Rafael Kubelik (1950-53), Fritz Reiner (1953-62/3) and Jean Martinon (1963-8). If only today’s musicologists and critics were more careful and reserved in their judgmenents ...
Best wishes from Athens, A.G.C.S.”
Aνέμενα λοιπόν, ότι μετά από κάποιο εύθετο χρονικό διάστημα θα δημοσιευόταν η άποψή μου αυτή σε μουσικολογικό περιοδικό μιας χώρας που στα ιστορικά χρονικά έχει κατοχυρωθεί στις συνειδήσεις ως προπύργιο του κοινοβουλευτισμού, της δημοκρατίας και της ελεύθερης έκφρασης γνώμης. Ως τη στιγμή συγγραφής του παρόντος άρθρου, δεν έχει γίνει κάτι τέτοιο, ούτε βέβαια πρόκειται να γίνει (ουδέποτε δε μου εστάλη κάποια επιβεβαίωση της παραλαβής του). Βέβαια, πρέπει να ομολογήσω ότι είχα και παλαιότερα μια παρόμοια εμπειρία με το ίδιο περιοδικό, όταν έστειλα και πάλι επιστολή (7 Απριλίου 2011), σχολιάζοντας τα αποτελέσματα ενός «γκάλλοπ» τον Απρίλιο του 2011[8] , ανάμεσα σε 100 μεγάλους αρχιμουσικούς του καιρού μας σχετικά με το ποιοι είναι οι είκοσι κορυφαίοι αρχιμουσικοί όλων των εποχών –το αποτέλεσμα έδωσε την πρώτη θέση στον … Κάρλος Κλάιμπερ (αναφέρεται στο κλείσιμο του σχετικού άρθρου ως “Carlos the Great”), ενώ ο Φουρτβαίνγκλερ κατατάχτηκε έβδομος, ο Τοσκανίνι όγδοος, ο Σερ Τόμας Μπήτσαμ 20ός ! Πάνω από τους δύο τελευταίους, στην 6η θέση, φιγουράρει ο Ραττλ, ενώ δεν υπάρχουν ανάμεσα στους 20 κορυφαίους μαέστρους «μύθοι» του μεγέθους ενός Μπρούνο Βάλτερ, ενός ΄Οττο Κλεμπερερ, ενός Ερνέστ Ανσερμέ, ενός Κάρλ Μπαίμ, ενός Δημήτρη Μητρόπουλου, ενός Λέοπολντ Στοκόφσκι (ας μην συνεχίσουμε …).
Και στην περίπτωση εκείνη, η επιστολή μου προς το BBC Music «θάφτηκε», ουδέποτε δε και στην περίπτωση αυτή παρέλαβα κάποιο μήνυμα παραλαβής της[9]. Tην παραθέτω επίσης εδώ:
“To: Mr Oliver Condy/ editor BBC Music
Dear editor,
Congratulations on your issue of the 20 greatest conductors as selected by today’s great (as well as not so great …) maestros. Apart from some eccentricities and idiosyncratic selections (e.g. the regarding Lully, J. Strauss Jr. and Jullien, as well as those on Czyz, Musin [a great teacher but not a great conductor], Maderna, Campori, Wicks and Wolstan), I was dismayed not to see at least some mentions (by today’s conductors) on titans of the podium and discography like Fritz Reiner, Eugene Ormandy, William Steinberg, Vaclav Talich, Igor Markevitch, Eugen Jochum, the Dutch masters Eduard van Beinum, Willem van Otterloo and Paul van Kempen, the aetherial French Jean Martinon (wonderfully rediscovered recently through released DVDs), André Cluytens, Jascha Horenstein, Evreny Mravinsky, the prematurely deceased Guido Cantelli and Istvan Kertesz, Janos Ferenscik, Hans Schmidt-Isserstedt and the still living Wolfgang Sawallisch![10] Ι was equally somewhat taken aback by the limited selections of such masters like Willem Mengelberg, Bruno Walter, Otto Klemperer, Karl Böhm, Charles Munch, Ernest Ansermet, Serge Koussevitzky, Clemens Krauss, Hans Knappertsbusch, Hermann Scherchen, Carl Schuricht, the imposing Austrian Erich Kleiber (whose discography far superseded that of his greatly talented son, Carlos), Josef Krips, Leopold Stokowski, Dimitri Mitropoulos, Rudolf Kempe, Karel Ančerl, Rafael Kubelik, Sir Georg Solti, Günther Wand, the still active Kurt Masur[11] and Lorin Maazel[12], as well as the (presently active) masters Zubin Mehta and Daniel Barenboim. How quickly have several of our contemporary wizards of the podium forgotten their illustrious predecessors to whom they owe almost everything!
Yours truly, Professor Alexios G.C. Savvides, author of the ‘Great Maestros’
P.S. I hope that it will be possible to print the above in one of your next issues”.
Κλείνοντας το άρθρο, παραθέτω το νέο μήνυμα που έστειλα (23 Νοεμβρίου 2017) στον (ενοχλημένο από τις απόψεις μου περί Ραττλ) επιμελητή έκδοσης του BBC Magazine, Oliver Condy, που αποφάσισε για μια άλλη φορά να ασκήσει την εξουσία της λογοκρισίας σε έναν χώρο –υποτίθεται- ελεύθερης έκφρασης γνώμης:
“Dear editor, Mr Condy, almost three months after my message to you, I have not yet received any acknowledgement confirmation on your part, even if you have decided against publishing it in your letters section. This is certainly not becoming towards perhaps one of your most avid readers in the last decade. I am sorry to realize that my point of criticism towards one of your columnists seems to have waken up the practice of censorship in your elsewise excellent journal …
Sincerely yours, A.G.C.S.”.
Tέλος, για όσους ενδεχομένως θεωρήσουν ότι η διπλή άσχημη αυτή εμπειρία έχει αρνητικά αποτελέσματα ως προς την εικόνα που έχω για το εν λόγω βρεταννικό περιοδικό, σπεύδω να διευκρινίσω ότι παραμένω, όπως πάντα, τακτικός αναγνώστης του … Μακάρι να υπήρχε κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα, η οποία όμως ήδη από τα πρώτα χρόνια της Απελευθέρωσής της μετά την Επανάσταση του 1821 «δεν μπορούσε να ασχολείται με τα πιανοφόρτια», όπως έγραψε ο (υπέροχος κατά τα άλλα) Στρατηγός Μακρυγιάννης !
Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης
Ιανουάριος 2018
asavv@otenet.gr
Επιλογή μουσικών βίντεο και τεχνική επιμέλεια σελίδας: Κώστας Γρηγορέας
[1] Βλ. αναλυτικά το περί Ραττλ λήμμα στους D. Patmore, A-Z of conductors, έκδοση δισκογραφικής Εταιρείας Naxos, 2007, σ. 773-778 και Α. Σαββίδη, Μεγάλοι μαέστροι. Βιογραφικό λεξικό, 2η έκδοση, Αθήνα, Πατάκης, 2009, σ. 364-365, με καταγραφή επιλογών δισκογραφίας-βιντεογραφίας του.
[2] J. Holmes, Conductors on record, Λονδίνο, εκδόσεις Victor Gollancz, 1982, σ. 527.
[3] Bλ. σχετική επιλογή ερμηνειών του σε βιντεοσκοπήσεις συναυλιών του, στον Α. Σαββίδη, Μαέστροι στο διαδίκτυο. Μια τράπεζα πληροφοριών και πρακτικός οδηγός, 4η έκδ., Αθήνα, Ηρόδοτος, 2017, σ. 190-191.
[4] Για τη θητεία του Ραττλ στην CBSO βλ. και Α. Σαββίδης, Δοκίμια κλασσικής μουσικής παιδείας. Ορχήστρες-μαέστροι-σολίστες-συνθέτες-συναυλιακή και ραδιοτηλεοπτική επικαιρότητα-δισκογραφία-βιντεογραφία, 3η έκδ., Αθήνα, Παπαζήσης, 2016, σ. 77-78.
[5] Bλ. σχετικό άρθρο με τίτλο “A call to Brahms”, στο τεύχος Οκτωβρίου 2009 του περιοδικού BBC Music, σ. 20-25.
[6] Πρβλ. Σαββίδης, Μεγάλοι μαέστροι, ό.π.
[7] Για παράδειγμα, στο άρθρο του Richard Morrison, με τίτλο “Let Rattle commence!”, στο τεύχος Σεπτεμβρίου του περιοδικού BBC Music, σ. 24-33, όπου στη σ. 26 γράφεται: «Rattle spent 18 years in Birmingham and turned a respectable regional band into a world-class orchestra …”.
[8] Βλ. άρθρο “The 20 greatest conductors of all time”, στο BBC Music, τεύχος Απριλίου 2011, σ. 24-35.
[9] Βλ. σχετικά Σαββίδης, Δοκίμια, ό.π., σ. 271-273, με τα σχόλια.
[10] O Ζαβάλλις πέθανε πριν λίγα χρόνια, στα 90 του (1923-2013).
[11] Ο Μαζούρ πέθανε επίσης πρόσφατα, σχεδόν ενεννηκοντούτης (1927-2015).
[12] Και ο Μααζέλ «έφυγε» πρόσφατα, στα 84 του (1930-2014).