Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ ΒΩΒΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ
‘’Ο κινηματογράφος είναι ουσιαστικά μουσική. Ο λόγος μπορεί να γίνει μια τέλεια νότα όταν βρεθεί στην κατάλληλη θέση’’- Germaine Dulac
Η ιδέα του συνδυασμού κινούμενης εικόνας με ήχο είναι τόσο παλιά, όσο ο κινηματογράφος. Και τα δύο αποτελούν βασικά συστατικά για τη δημιουργία μίας ταινίας. Παρόλο που, σύμφωνα με τον Albert Einstein, τα δύο αυτά στοιχεία βρίσκονται σε ‘’αντιστικτική σύγκρουση’’ μεταξύ τους, ωστόσο ενώνονται κι επηρεάζουν το ένα το άλλο.
Στις αρχές του 1890 πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες προσπάθειες συγχρονισμού εικόνας και ήχου, δυστυχώς χωρίς αποτέλεσμα. Οι απόπειρες όμως συνεχίστηκαν, καθότι υπήρξαν αρκετοί σημαντικοί λόγοι που κατέστησαν αναγκαία τη χρήση της μουσικής στις ταινίες του βωβού κινηματογράφου. Ένας από τους βασικούς λόγους ήταν μέσω της μουσικής να γίνει κατανοητή η πλοκή και να προκληθούν στον θεατή έντονα συναισθήματα. Επιπλέον, η μουσική κατέστη απαραίτητη και για έναν πιο πρακτικό λόγο, αφού κάλυπτε τη φασαρία που ακουγόταν από τον δρόμο (από τα διερχόμενα αυτοκίνητα), καθώς επίσης και τους θορύβους που υπήρχαν στην ίδια την αίθουσα (για παράδειγμα, ο ήχος της μηχανής προβολής της ταινίας).
Την ίδια εποχή προβάλλεται στο Παρίσι η πρώτη ταινία με συνοδεία πιανιστικής μουσικής. Πρόκειται για έργο κινουμένων σχεδίων του Emile Reynaud, ονόματι ‘’Pantomimes lumineuses’’. Τη μουσική για το έργο συνέθεσε ο Gaston Paulin.
Oι αδερφοί Lumiere χρησιμοποίησαν μάλιστα στις πρώτες τους ταινίες (1895-1896) κυρίως πιανίστες ή και ορχήστρα, που έπαιζαν είτε πρωτότυπα θέματα βασιζόμενα στον αυτοσχεδιασμό ή και οικεία θέματα προερχόμενα από την κλασική μουσική ή από τα γνωστά τραγούδια της εποχής εκείνης, τα οποία προσαρμόζονταν στις σκηνές. Ο πιανίστας δεν εκτελούσε απλώς τα κομμάτια μπροστά από την οθόνη, αλλά τα προσάρμοζε και τα διαφοροποιούσε όπως θεωρούσε ότι ταίριαζε καλύτερα εκείνη τη στιγμή. Στόχος του πάντα, ήταν το οπτικό αποτέλεσμα να γίνει πιο έντονο και κατανοητό στον θεατή και να αγγίξει τον εσωτερικό του κόσμο.
Η ύπαρξη μουσικής στον βωβό κινηματογράφο οδήγησε στην ανακάλυψη νέων δρόμων όσον αφορά τη μουσική ακρόαση.
Στις μεγαλύτερες αίθουσες υπήρχε συνήθως, ένα κινηματογραφικό όργανο με ήχους καμπάνας, γκονγκ, κουδουνισμάτων τηλεφώνου, κελαϊδίσματος πουλιών και άλλων.
Παρόλο που ο ρόλος της μουσικής στον βωβό κινηματογράφο ήταν καθοριστικός για την προβολή, παρατηρούμε ότι τότε κυρίως συνόδευε το θέαμα της προβολής και δεν λειτουργούσε σε σχέση με την ταινία. Εν πρώτοις, τα συνοδευτικά μουσικά κομμάτια δεν είχαν άμεση σχέση με την πλοκή. Σκοπός τους ήταν να δημιουργήσουν μία ευχάριστη ατμόσφαιρα, δίνοντας στο κοινό συναισθηματικά στοιχεία.
Επιπροσθέτως, στις βωβές ταινίες, η μουσική δημιουργούσε ποικίλα ηχητικά εφέ και στην ουσία υπήρχε για να γεμίσει τα σιωπηλά κενά, δεδομένης της απουσίας διαλόγων. Ωστόσο, ο βωβός κινηματογράφος, ίσως στην ουσία να μην ήταν βωβός διότι εκτός από την μουσική συνοδεία, ακόμα και η ίδια η σιωπή έχει τον δικό της ήχο και είναι ικανή να προκαλέσει τεράστια συναισθηματική επίδραση στους θεατές, ειδικά στα σημεία εκείνα που η μουσική διακόπτεται απρόσμενα.
Aκολουθεί ένα μικρό απόσπασμα από την ταινία ‘’The Immigrant’’ (1917), με πρωταγωνιστή τον ανεπανάληπτο Charlie Chaplin.
Με την πάροδο του χρόνου, η μουσική για τον κινηματογράφο αναβαθμίζεται και δίνει το δικό της, μοναδικό στίγμα σε κάθε ταινία, ενώ τα θέματα - που ήταν παρμένα από αποσπάσματα κλασικών έργων ή από γνωστές μελωδίες και τραγούδια της εποχής- αντικαθίστανται σταδιακά από πρωτότυπες συνθέσεις ή προγράμματα ειδικά διαμορφωμένα για κάθε ταινία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μία πρώτη προσπάθεια να γραφεί και να παιχτεί μουσική για τον κινηματογράφο ήταν τα λεγόμενα cue sheets, τα οποία αποτελούσαν έναν οδηγό, ένα εργαλείο για τον μουσικό, προκειμένου να γνωρίζει τι ακριβώς πρέπει να παίζει και με ποιον τρόπο, με ποιο ύφος. Με τα cue sheets ο μουσικός ήξερε τι μουσικό θέμα έπρεπε να παιχτεί σύμφωνα με την εξέλιξη των σκηνών ή σύμφωνα με την χρήση χρονόμετρου. Ένα μειονέκτημα ίσως της τεχνικής αυτής, είναι ότι η μουσική δίνει την εντύπωση στον θεατή ότι δεν συμβαδίζει με τις κινησεις του ηθοποιού, δεν δίνεται επομένως η αίσθηση του συντονισμού, δεν υπάρχει εσωτερικός ρυθμός. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ταινία ‘’Το θωρηκτό Ποτέμκιν’’ (1925).
Από τότε το θέμα του συγχρονισμού μουσικής και κίνησης άρχισε να απασχολεί τους κινηματογραφιστές. Προσπάθησαν να λύσουν το πρόβλημα αυτό με συσκευές, οι οποίες συγχρόνιζαν τα καρέ του φιλμ με τα μέτρα της παρτιτούρας.
Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι σταδιακά η μουσική αποκτά πλέον ένα στοιχείο που νοηματοδοτεί την ταινία, που δίνει μορφή. Οι μουσικοί πλέον, δίνουν σημασία σε αυτό που διαδραματίζεται στην οθόνη και το συνοδεύουν. Μάλιστα, είναι σημαντικό το γεγονός ότι σπουδαίοι συνθέτες συνέθεσαν πρωτότυπη μουσική για ταινίες του βωβού κινηματογράφου.
Μάλιστα, το πρώτο κομμάτι που γράφτηκε ειδικά για τον κινηματογράφο είναι του Camille Saint-Saëns (op.128) για την ταινία ‘’L’Assassinat du duc de Guise’’ του Henri Lavédan, το 1908.
Σημαντικό ήταν και το έργο του συνθέτη Edmund Meisel, o oποίος εκτός από τη μουσική της ταινίας ‘’Το θωρητό Ποτέμκιν’’ , έγραψε και τη μουσική για την ταινία ‘’Οκτώβρης’’ (1927)
Αξιοσημείωτη εκείνη την εποχή υπήρξε και η ταινία ‘’Der Rosenkavalier’’ του Hugo von Hofmannsthal (1924). Ο Richard Strauss μάλιστα διασκεύασε τη μουσική, προσθέτοντας και νέα μέρη για την ομώνυμη όπερα (1911).
Το 1926 παρατηρούμε την ύπαρξη του ηχογραφημένου κινηματογραφικού ήχου. Συγκεκριμένα, η εταιρεία Warner Bros. παρουσίασε τη συσκευή Vitaphone, η οποία παρείχε τη δυνατότητα αναπαραγωγής μουσικής. Αυτό γινόταν μέσω ενός δίσκου, ο οποίος συγχρονιζόταν με τη μηχανή προβολής της ταινίας.
Το 1927 γυρίζεται και κυκλοφορεί στις Ηνωμένες Πολιτείες η πρώτη ταινία με ήχο ονόματι ‘’ The Jazz Singer’’, η οποία βασιζόταν σε αυτή την καινοτόμα τεχνολογία. Στο μεγαλύτερο μέρος της ήταν βωβή, αλλά σε κάποια σημεία είχε και διαλόγους.
H ταινία αυτή γνώρισε τεράστια επιτυχία, αφού κατάφερε να πουλήσει αμέτρητα εισιτήρια.
Αναμφισβήτητα, ο ρόλος της μουσικής στον κινηματογράφο είναι καθοριστικός. Η μουσική διαθέτει απίστευτη δύναμη. Μπορεί να εκφράσει οποιαδήποτε κατάσταση, να προκαλέσει πολύ έντονα συναισθήματα, να ‘’μιλήσει’’ στην καρδιά του θεατή.
Κατά τη διάρκεια της ταινίας μάλιστα, η μουσική αποκαλύπτει ενδόμυχες σκέψεις, ενώ επίσης αιχμαλωτίζει τον θεατή, του δημιουργεί το αίσθημα της αγωνίας και τον κάνει εύπιστο απέναντι στους σκοπούς της εκάστοτε ταινίας.
Η μουσική και το συναίσθημα είναι ένα πολύ μεγάλο και σημαντικό κεφάλαιο. Αποτελεί μία βιωματική εμπειρία στην οποία συμμετέχουν ενεργά όλες οι αισθήσεις του θεατή.
Επιπροσθέτως, η μουσική ενισχύει τα επίπεδα ενέργειας, καθώς και την εικόνα κι έτσι κρατά ζωντανό το ενδιαφέρον καθώς και την προσοχή του θεατή.
Διαθέτει επίσης την ικανότητα να στέκεται δίπλα στην εικόνα, να την αναδεικνύει να μεταδίδει μηνύματα, να δίνει νόημα, μορφή, ζωή και ρυθμό. Το πόσο καθοριστικός είναι ο ρόλος της μουσικής τον κατανοούμε απολύτως, εάν δοκιμάσουμε να παρακολουθήσουμε μία ταινία δίχως την μουσική. Θα συμπεράνουμε τότε ότι δεν θα έχει κανένα απολύτως νόημα και ενδιαφέρον κι αυτό διότι ταινία χωρίς μουσική δεν έχει φωνή, δεν μπορεί να επικοινωνήσει, να εκφράσει, να προκαλέσει. Η μουσική αποτελεί την τρίτη διάσταση της ταινίας κατόπιν της εικόνας και των ήχων.
Στον κινηματογράφο, ο ήχος και η μουσική, η εικόνα, ο λόγος και η κίνηση αλληλεπιδρούν, συμπληρώνουν το ένα το άλλο δημιουργώντας ένα νέο σύμπαν.
Κατά τη διάρκεια της ταινίας ενεργοποιούνται όλες οι αισθήσεις του θεατή. Εκτός από την εικόνα , η μουσική κατέχει πολύ σημαντικό ρόλο στην ενεργοποίηση αυτή, αφού προκαλεί πολλά και ποικίλα συναισθήματα. Η μουσική είναι ένα πολύ ισχυρό μέσο καθώς ωθεί τους θεατές να συμπάσχουν με τους πρωταγωνιστές της ταινίας. Αποτελεί σύνδεσμο επικοινωνίας μεταξύ οθόνης και κοινού, μεταξύ φαινομένου και πραγματικού.
Επιπλέον, ο κινηματογράφος αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό φορέα της συμφωνικής μουσικής. Σημαντικοί συνθέτες, όπως ο Mozart, o Mahler,o Chopin και άλλοι ‘’δάνεισαν’’ τη μουσική τους σε εξαιρετικές και επιτυχημένες ταινίες κάνοντάς την γνωστή στο ευρύ κοινό.
Η λειτουργία της μουσικής στον κινηματογράφο εντοπίζεται ως τρία (3) διαφορετικά στοιχεία, που είναι τα ακόλουθα:
-Ως στοιχείο το οποίο πλάθει και νοηματοδοτεί την ταινία. Η μουσική εδώ, ως βασικό στοιχείο του μοντάζ, έχει τον ίδιο ρόλο που έχουν οι ηθοποιοί. Η μουσική αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστικό που χωρίς αυτό δεν μπορεί να αναπτυχθεί η ταινία.
-Ως στοιχείο, το οποίο ισχυροποιεί τον λόγο του σκηνοθέτη, τονίζει αυτά που λόγω του ρεαλισμού του κινηματογράφου δεν μπορούν να ειπωθούν. Η αφαιρετικότητα της μουσικής μπορεί να τονίσει το συναίσθημα νοσταλγίας του πρωταγωνιστή ή να ειρωνευτεί με μία χαρούμενη μελωδία ή και μία σκηνή πολέμου.
- Ως πρωταγωνιστής της ταινίας. Σε αυτό η μουσική μονοπωλεί το ενδιαφέρον του θεατή. Δεν σημαίνει βέβαια ότι ο σκηνοθέτης έχει μικρότερο ρόλο. Όπως και οι ηθοποιοί υποτάσσονται στον σκηνοθέτη, έτσι και η μουσική κατευθύνεται σύμφωνα με την βούλησή του.
H μουσική για τον κινηματογράφο διαθέτει και ορισμένες χαρακτηριστικές τεχνικές (παράλληλη, leitmotif,αντιστικτική,ρεαλιστική,μουσική στο επίκεντρο, χρήση προϋπάρχουσας μουσικής).
Η παράλληλη τεχνική της κινηματογραφικής μουσικής σχολιάζει ό,τι θέλουν να πουν οι εικόνες κι εκφράζει ό,τι εκείνες αδυνατούν να πουν.
Το leitmotif είναι όρος που προέρχεται από τα γερμανικά και μεταφράζεται ως ‘’καθοδηγητικό μοτίβο’’. Πρόκειται για μια μελωδία ή γενικά μια μουσική ιδέα που συμβολίζει ένα πρόσωπο, χώρο, ιδέα, σκέψη, θεϊκή παρέμβαση. Κάθε φορά που την ακούμε καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για το ίδιο πράγμα. Το leitmotif είναι χαρακτηριστικό στοιχείο στις όπερες του Βάγκνερ. Η τεχνική του όμως χρησιμοποιήθηκε και στον κινηματογράφο.
Ακολούθως στην αντιστικτική χρήση, η μουσική λειτουργεί ανεξάρτητα με την εικόνα, ενώ αρκετές φορές ο ρόλος απέναντί της είναι πιο ανταγωνιστικός, την απογυμνώνει.
Στην ρεαλιστική τεχνική, η μουσική μεταμορφώνεται σε ηθοποιό. Αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του σεναρίου. Για παράδειγμα μπορεί να είναι μία μελωδία από το ακορντεόν ή την κιθάρα ενός ζητιάνου, ή μία μουσική που ακούγεται από το ραδιόφωνο.
Κατόπιν, στη μουσική στο επίκεντρο, όπως δηλώνει και ο τίτλος, η μουσική βρίσκεται στο κέντρο της ταινίας.
Τέλος, υπάρχει η τεχνική της προϋπάρχουσας μουσικής. Σε αυτή την τεχνική εντοπίζουμε την χρήση μουσικής, η οποίας είχε γραφτεί νωρίτερα, ανεξάρτητα από την ταινία.
Στον κινηματογράφο υπάρχουν δύο είδη μουσικής, η αφηγηματική και η μη αφηγηματική.
Η αφηγηματική μουσική (narrative music), αποτελεί μέρος της αφήγησης του έργου και ο σκοπός της προβάλλεται στην οθόνη. Αυτό το είδος της μουσικής λειτουργεί σαν ένας σχολιαστής. Προεκτείνει, συμπληρώνει τη δράση κι επομένως βοηθά τον θεατή να τοποθετηθεί στον χωροχρόνο της ταινίας. Το κατάλληλο μουσικό ύφος δίνει σημαντικές πληροφορίες τόσο για το πού ακριβώς εκτυλίσσεται η ταινία (χώρο και χρόνο), ενώ επίσης βοηθά τον θεατή να κατανοήσει την ψυχολογική κατάσταση του ηθοποιού. Για παράδειγμα μία λυπητερή μελωδία σε συνδυασμό με ένα ορεινό, μουντό τοπίο, έχει άμεσο συναισθηματικό αντίκτυπο στον θεατή.
Η μη αφηγηματική μουσική (non narrative music), είναι η μουσική χωρίς διήγηση, είναι περισσότερο παρασκηνιακή και η παρουσία της δεν επεξηγείται.
Ωστόσο, η μουσική αλληλεπιδά με τη διήγηση και παρέχει πληροφορίες ακουστικού και μη αφηγηματικού περιεχομένου. Τις πληροφορίες αυτές τις ‘’αρπάζει’’ ο θεατής, τις επεξεργάζεται και οδηγείται σε πληροφορίες συναισθηματικού περιεχομένου, επομένως μία πολύ σημαντική δύναμη της μουσικής είναι ότι μπορεί να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό το συναίσθημα.
H κινηματογραφική μουσική επιπλέον, διαθέτει διαφορετικές λειτουργίες. H μία από αυτές τις λειτουργίες είναι να συμβάλει στην εξέλιξη μίας σκηνής (‘’πηγαία μουσική’’). Μία ακόμη λειτουργία είναι να υπάρχει ένα συγκεκριμένο κομμάτι, το οποίο θα αντιπροσωπεύει την εκάστοτε ταινία. Επιπροσθέτως, μία βασική λειτουργία της μουσικής είναι ο σχολιασμός με σκοπό να δώσει στον θεατή επιπλέον πληροφορίες.
Προϋπόθεση για τα παραπάνω είναι η μουσική να συμβαδίζει με το περιεχόμενο της ταινίας, την χρονική περίοδο που διαδραματίζεται και γενικά με το ιστορικό της πλαίσιο.
Χαρακτηριστικά όπως οι μελωδικές γραμμές, η αρμονική εξέλιξη, η αιφνιδιαστική αλλαγή τονικότητας σαφώς εμπλουτίζουν την ταινία κι επηρεάζουν συναισθηματικά τον θεατή.
Αξίζει να αναφερθεί ότι συγκεκριμένα είδη μουσικής συνδέονται άμεσα κι ενεργοποιούν συγκεκριμένα συναισθήματα. Η μουσική μεταφέρει μηνύματα και αποκαλύπτει αυτα τα οποία δεν εκφράζονται μέσα από τους διαλόγους.
Σε αντίθεση με τον κινηματογράφο, η μουσική δίνει εκείνον τον ρεαλισμό, τον οποίο ο κινηματογράφος σπάει, δημιουργώντας έναν πλαστό κόσμο.
Eν κατακλείδι, ο ρόλος της μουσικής στον βωβό, αλλά και γενικότερα στον κινηματογράφο είναι καθοριστικός στη νοηματοδότηση της αφήγησης. Δεν νοείται ταινία χωρίς μουσική. Η μουσική είναι η φωνή της, είναι ο τρόπος να επικοινωνεί βαθιά με τον θεατή και να εκφράζει εκείνα τα οποία πολλές φορές είναι αδύνατον να εκφράσουν η εικόνα ακόμη και τα λόγια, προσθέτοντας νόημα σε αυτά. Αποτελεί την ‘’ψυχή’’ της ταινίας. Ακόμη και οι πιο αδιάφορες σκηνές, μέσα από τη μουσική μπορούν να μετατραπούν στις πιο ενδιαφέρουσες.
Επομένως, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι ο κινηματογράφος δεν μπορεί να προσελκύσει τον κόσμο δίχως τη μουσική. Χωρίς αυτήν, θα είχε ήδη πεθάνει.
Ως επίλογο, παραθέτω μία φράση του σπουδαίου Quentin Tarantino, μέσα από την οποία κατανοούμε για μία ακόμη φορά πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της μουσικής για την επιτυχία μίας ταινίας:
‘’Για εμένα, οι ταινίες και η μουσική περπατούν χέρι-χέρι. Όταν γράφω ένα σενάριο, ένα από τα πρώτα πράγματα που κάνω είναι να βρω τη μουσική που πρόκειται να παίξω στην εναρκτήρια σκηνή’’
Γιώτα Ευταξία
(Απρίλιος 2018)
gteftaxia@gmail.com
Φοιτήτρια του Τμήματος Μουσικών Σπουδών
του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου)