Sergei Slonimsky
(1932 - 2020)
Ο Σεργκέι Μιχάηλοβιτς Σλονίμσκι ανήκει στην ξεχωριστή γενιά των ρώσων συνθετών του ’60, η οποία ανέδειξε τέτοιους σημαντικούς καλλιτέχνες όπως οι Γκουμπαϊντούλινα, Σνίτκε, Ντενίσοβ, Σεντρίν και πολλούς άλλους πρωτοπόρους συνθέτες.
Γεννημένος το 1932 στο Λένινγκραντ (σημερινή Αγία Πετρούπολη) σε οικογένεια φιλολόγων, μεγάλωνε μέσα σε κύκλο διανοουμένων. Από παιδί γνώρισε ανθρώπους του πνεύματος. Το σπίτι των Σλονίμσκι συχνά επισκέπτονταν γνωστοί ποιητές και συγγραφείς φίλοι του πατέρα του, ο οποίος ήταν συγγραφέας της λογοτεχνικής ομάδας «Τ’ αδέλφια του Σεραπίωνα». Η επικοινωνία με τους νέους τότε λογοτέχνες επηρέασε και διαμόρφωσε σ’ έναν βαθμό την ευγενή προσωπικότητα του συνθέτη.
Με τη μόρφωση και τις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις του, το ταλέντο και τους ευγενείς του τρόπους ο Σεργκέι Σλονίμσκι είναι ένας από τους υποδειγματικούς εκπροσώπους της σύγχρονης ρωσικής ιντελιγκέντσιας.
με τον Στραβίνσκι
Ως μουσικός ήταν πλήρης. Μελετητής μουσικολόγος, παιδαγωγός, πιανίστας και συνθέτης. Εξερευνώντας το ρωσικό μουσικό φολκλόρ, το οποίο ο συνθέτης θεωρεί κύρια βάση για τη μουσική του δημιουργία, ταξιδεύει στα χωριά της κεντρικής Ρωσίας καταγράφοντας μελωδίες και τραγούδια της λαϊκής παράδοσης. «Το ρωσικό φολκλόρ μου είναι γνώριμο απ’ όλες τις πλευρές, με όλα τα είδη του και την ποικιλία αυτών των ειδών – αναφέρει ο συνθέτης – θυμάμαι εκείνους τους καταπληκτικούς χωρικούς με τη σοφία τους και την εντιμότητα, θυμάμαι την ευγένεια και την ειλικρίνεια των ανθρώπων, στους οποίους μπορείς να βασιστείς, εκείνους τους ρώσους χωρικούς που σχεδόν έχουν εξαφανιστεί τώρα».
Ιδιαίτερης αναφοράς αξίζει η ενασχόληση του συνθέτη με τη μουσική για παιδιά. Ήταν μια καλλιτεχνική ανάγκη και παιδαγωγική υποχρέωση να προσφέρει στους μικρούς ερμηνευτές σοβαρή μουσική. Η παιδική μουσική του Σλονίμσκι είναι πρωτότυπη, παραμένοντας παιδική και είναι βολική στο παίξιμο. Ο συνθέτης ήταν ευαισθητοποιημένος με τη συνεχή ζήτηση για νέα παιδική μουσική από καθηγητές που δούλευαν με παιδιά. Συχνά ζητούσαν κομμάτια για πολύ μικρούς μαθητές, για εντελώς αρχάριους, και ο συνθέτης ανταποκρινόταν με όλη τη σοβαρότητα και την καλλιτεχνική του ευρηματικότητα, χρησιμοποιώντας και σύγχρονες τεχνικές, όπως το παίξιμο στις χορδές του πιάνου ή τα κλάστερ, θεωρώντας ότι καμιά φορά οι νέες τεχνικές, όπως έλεγε, «εισχωρούν με φυσικό τρόπο στο προγραμματικό πλαίσιο του κάθε κομματιού». Όπως κάθε μεγάλος δημιουργός, ακόμα και στην τέχνη που απευθύνεται σε παιδιά, ο Σλονίμσκι παραμένει συνθέτης με τον λυρισμό των μελωδιών του, με τις ενδιαφέρουσες πλούσιες αρμονίες, με την ευρηματική χρήση του ρυθμού και την επιθυμία για αναζήτηση της πρωτοπορίας, δηλαδή με όσα ένας συνθέτης δουλεύει σε μεγάλα του έργα.
Αναμφισβήτητα ο Σεργκέι Σλονίμσκι είναι μεγάλος συμφωνιστής. Οι 34 συμφωνίες του δεν είναι απλά ένας ασυνήθιστος για την εποχή μας αριθμός, αλλά είναι ένας τρόπος επικοινωνίας, ένα μουσικό ημερολόγιο ακόμα και εξομολόγηση. Όλες οι συμφωνίες του είναι διαφορετικές μεταξύ τους, η καθεμιά έχει τη δική της, συχνά προγραμματική μορφή, όπου ο συνθέτης απευθύνεται σε θέματα των Σαίξπηρ, Δάντη, Γκαίτε, άλλοτε καταφεύγει στην εσωτερικότητα και διαύγεια του μονόφωνου λυρισμού (της μονωδίας, όπως το αποκαλεί) και άλλοτε αφήνεται στην απλότητα των λαϊκών χορών. Ο ίδιος ο συνθέτης αναφέρει: «Εκλαμβάνω τη συμφωνία ως απολύτως ελεύθερο στη δομή του μουσικό λόγο, ο οποίος είναι η εξομολόγηση του δημιουργού του, καθώς και η ματιά του στην πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι γεμάτη με συγκρούσεις, με αντιφατικούς συνδυασμούς του παραλόγου και της τραγωδίας, του χιούμορ και της απόγνωσης, και πουθενά δεν βλέπω τη δυνατότητα να το εκφράσω ολοκληρωτικά όπως σε μια συμφωνία».
με την Γκουμπαϊντούλινα
Σημαντικό χώρο στο έργο του συνθέτη καταλαμβάνει η σκηνική μουσική: το μπαλέτο «Ίκαρος» και οι όπερες. Έχοντας γράψει οκτώ, ο Σλονίμσκι πιστεύει στην αναγέννηση του πρώτου τύπου όπερας, του Dramma per musica, εκεί, όπως στην αρχαιοελληνική τραγωδία, η δραματουργία της θεατρικής δράσης συνδυάζεται με την ποίηση και την μουσική. Όταν ο συνθέτης προσφεύγει στο έργο του Σαίξπηρ (όπερες «Άμλετ» και «Βασιλιάς Ληρ»), αυτό το αρχικό είδος της όπερας γίνεται ιδιαίτερα επίκαιρο, επειδή το Dramma per musica δημιουργήθηκε επί Μοντεβέρντι, δηλαδή στην σαιξπηρική εποχή. Από την άλλη πλευρά ο Σλονίμσκι θεωρεί ότι η όπερα οφείλει να είναι οριακά ποικιλόμορφη στιλιστικά και δραματουργικά, δείχνει ενδιαφέρον για νεότερες τάσεις και αισθητικές. Στην όπερα «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ιδέα: ηχητική και σκηνική σύνδεση των πρωταγωνιστών με συγκεκριμένα μουσικά όργανα, ακόμα και στην υπόκλιση, οι τραγουδιστές με τα όργανα-συνοδούς τους, βγαίνουν επίσης μαζί. Όπως λέει ο ίδιος «το μουσικό όργανο είναι σαν τη σκιά του τραγουδιστή, η οποία αποκαλύπτει το κρυμμένο νόημα των σκέψεών του. Ο τραγουδιστής λέει κάτι, ενώ την πλήρη αλήθεια τη λέει το μουσικό όργανο, αυτό μοιάζει με τον αρχαίο χορό, ο οποίος σχολιάζει… η ορχήστρα γίνεται σχολιαστής».
Το είδος και η αισθητική του μουσικού έργου του Σεργκέι Σλονίμσκι είναι εξαιρετικά ποικιλόμορφο: όπερες, συμφωνίες, κοντσέρτα, μουσική για παιδιά, μουσική για κινηματογράφο, χορωδιακή και χορευτική μουσική, παντού ο συνθέτης παραμένει πρωτοπόρος χωρίς αισθητικά συμπλέγματα που συχνά προκαλούνται από λανθασμένες ερμηνείες του όρου αβανγκάρντ. Σε όποιο είδος και αν δουλεύει, διακηρύσσει την απαγόρευση των απαγορεύσεων, δεν φοβάται την τονική λυρική μελωδία, αντιθέτως θεωρεί ότι η μελωδία είναι το ανώτατο μουσικό μέσο έκφρασης: «Το ζώο δεν μπορεί να ξεχωρίσει μια μελωδία, μπορεί να ξεχωρίσει μόνο το ηχόχρωμά της, η μελωδία εμφανίζεται μαζί με τον άνθρωπο, κατανοείται μόνο από τον άνθρωπο, γι’ αυτό, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι το ηχόχρωμα, αλλά η μελωδία το πιο σύνθετο στοιχείο της μουσικής γλώσσας, σε αντίθεση με λανθασμένες αντιλήψεις ότι η μελωδία είναι το πιο απλό και το πιο προσιτό πράγμα». Παράλληλα ο συνθέτης χρησιμοποιεί όλες τις σύγχρονες τεχνικές σύνθεσης που αναπτύχθηκαν στον 20ό αιώνα: κλάστερ, θορύβους, στοιχεία περφόρμανς κλπ., με λίγα λόγια, πιστεύει ότι η πραγματική αβανγκάρντ μουσική, δηλαδή η μουσική της πρωτοπορίας είναι εκείνη η μουσική, στην οποία τίποτα δεν απαγορεύεται, στην οποία ο δημιουργός είναι ελεύθερος να εκφραστεί με όποιο μέσο θεωρεί κατάλληλο κάθε φορά.
με τον Πεντερέτσκι
Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του Σλονίμσκι για την έννοια της πρωτοπορίας στη μουσική: «Θεωρώ ότι ο αβανγκαρντισμός είναι η μέγιστη οριακή διεύρυνση του ηχητικού σύμπαντος, διαστηματικού σύμπαντος, που περιέχει και μη συγκερασμένα συστήματα, και ανατολίτικους μουσικούς τρόπους, και πεντατονικούς τρόπους, και μικρά φολκλορικά μοτίβα, ακόμα και θορύβους, οι οποίοι επίσης μπορούν να είναι μέρος μιας μουσικής παρτιτούρας […] οι περιορισμοί της μουσικής εκφραστικότητας με ένα ή δυο μέσα σε συγκεκριμένες παραμέτρους είναι περισσότερο αντί-αβανγκαρντιστικό, αντιδραστικό φαινόμενο, αν και συχνά αποκαλείται ως αβανγκάρντ. Η πραγματική όμως προοδευτικότητα εκφράζεται με τον οριακό ανθρωπισμό και το οριακό εύρος του μουσικού λόγου, που απορροφά τη μελωδικότητα, την πολυφωνία, τη ρυθμικότητα, τη μονωδία[1] (την οποία αγαπώ πολύ), την ετεροφωνία, διάφορες πολυσύνθετες δομές, συμπεριλαμβανομένων και των μικροχρωματικών και ηχοχρωματικών δομών. Όλες τις νέες ερμηνευτικές τεχνικές σε μουσικά όργανα τις θεωρώ απολύτως φυσιολογικές και τις αποδέχομαι, όμως όχι με την ιδιότητα των αποκλειστικών τεχνικών, δεν δέχομαι να υπάρχει μόνο αυτό, δηλαδή να παίζουμε στο πιάνο μόνο χωρίς πλήκτρα ή και να μην παίζουμε καθόλου, ν’ ακούμε τη σιωπή… Δεν πρέπει να υπάρχει δικτατορία των απαγορεύσεων, είμαι αντίθετος με τις απαγορεύσεις στην τέχνη, στην μουσική, θεωρώ ότι αβανγκαρντισμός δεν πρέπει να απαγορεύει, αλλά, αντιθέτως, να διευρύνει τον κύκλο των εκφραστικών μέσων. Εκείνα τα ρεύματα, τα οποία απαγορεύουν την τονικότητα, την μελωδία ή την ατονικότητα, τους θορύβους, αυτά είναι, κατά τη γνώμη μου, αντιδραστικά ρεύματα».
Με τους Κέιτζ και Ν. Σλονίμσκι
Ο Σεργκέι Σλονίμσκι έφυγε από τη ζωή τον Φεβρουάριο που μας πέρασε, αφήνοντας φτωχότερο τον κόσμο της κλασικής μουσικής. Όλη τη ζωή του έζησε στη «ρωσική συμπρωτεύουσα», παραμένοντας λιγότερο γνωστός και προβεβλημένος από τους μοσχοβίτες συναδέλφους του, όμως το ταλέντο και η καλλιτεχνική προοδευτικότητά του ξεπερνούν τα όρια της πόλης και της χώρας του και τον τοποθετούν δίπλα στους σημαντικότερους συνθέτες του 20ού αιώνα.
Κλείνοντας, επιτρέψτε μου να παραθέσω μερικές προσωπικές αναμνήσεις από την γνωριμία μου με τον Σεργκέι Σλονίμσκι.
Όντας ακόμα σπουδαστής πιάνου στις πρώτες τάξεις του ωδείου, μη γνωρίζοντας ακόμα πολλά πράγματα για τη μουσική, εντόπιζα στο ρεπερτόριο του τότε μαθητικού επιπέδου μου συνθέτες που μου άρεσαν ιδιαίτερα. Γεμάτη λυρισμό, νοσταλγία, μια τρυφερή αγωνία η «Τοσοδούλα» του Σλονίμσκι με ταξίδευε σε μέρη μαγεμένα. Εκείνη την περίοδο έκανα τις πρώτες μου απόπειρες να γράψω κι εγώ μουσική, και όλα τα κομμάτια που έπαιζα στο πιάνο τα έβλεπα με κριτική ματιά. Ήθελα, λοιπόν, να είχα γράψει εγώ την «Τοσοδούλα» του Σλονίμσκι! Από τότε άρχισα να παρακολουθώ αυτόν τον συνθέτη, και κάθε φορά που έβλεπα ένα νέο κομμάτι του, βεβαιωνόμουν ότι μ’ αρέσει η μουσική του. Το όνομα του Σλονίμσκι ταυτίστηκε για μένα με την εγγύηση της ποιότητας στη μουσική.
Εκείνον τον καιρό ακόμα δεν μπορούσα να φανταστώ ότι πολλά χρόνια αργότερα ο Σεργκέι Σλονίμσκι θα με υποδεχτεί στο σπίτι του και θα με αποκαλέσει συνάδελφό του. Μετά την πρώτη μας τηλεφωνική επικοινωνία ο Σεργκέι Μιχάηλοβιτς με προσκάλεσε στην Αγία Πετρούπολη όπου ζούσε. Στο ιστορικό κέντρο της ρωσικής «πρωτεύουσας του βορρά», μεταξύ δύο εμβληματικών ναών της πόλης σε μια παλιά πολυκατοικία νεοκλασικού ρυθμού ήταν το σπίτι του συνθέτη.
– Σε ποιόν πηγαίνετε; με ρώτησε ο θυρωρός.
– Στον Σλονίμσκι. απάντησα…
– Από τις σκάλες, στον τέταρτο…
Τινάζοντας το πανωφόρι μου από τα χιόνια του Φεβρουαρίου, ανέβηκα. Την πόρτα άνοιξε ο ίδιος ο Σεργκέι Μιχάηλοβιτς. Από τον στενό διάδρομο περάσαμε στον χώρο εργασίας του συνθέτη. Ένα παλιό πιάνο με ουρά, γεμάτες βιβλιοθήκες, ένας καναπές κι ένα γραφείο, όπως, δηλαδή, θα έπρεπε να είναι ένας τέτοιος χώρος. Η ειλικρινής φιλικότητα του οικοδεσπότη δημιούργησε ιδανικές συνθήκες για μια άνετη συζήτηση. Μιλήσαμε για τη μουσική, για τη φιλοσοφία στην τέχνη, για την πρωτοπορία στην καλλιτεχνική έκφραση. Ιδιαίτερα συγκινητικές ήταν οι αναμνήσεις του για τον Σοστακόβιτς. Στο τέλος της συζήτησης ο Σλονίμσκι, μόνος του, εκδήλωσε ενδιαφέρον για τα δικά μου έργα. Το αποτέλεσμα αυτής της γενναιόδωρης κίνησής του ήταν η έκδοση ενός έργου μου για πιάνο, στον πρόλογο του οποίου φιλοξενείται η αφιέρωση του δημιουργού της «Τοσοδούλας». Περιττό να αναφέρω πόσο πολύτιμο είναι για έναν νεότερο δημιουργό να δέχεται μια τόσο θερμή ανιδιοτελή υποστήριξη και αναγνώριση των διστακτικών καλλιτεχνικών βημάτων του, από έναν καταξιωμένο στον χώρο καλλιτέχνη.
Ο Σεργκέι Σλονίμσκι αποτέλεσε για μένα απόλυτο υπόδειγμα για το πώς θα πρέπει να είναι ένας πραγματικός καλλιτέχνης στο έργο του, αλλά και στη ζωή. Αυθεντικός, ειλικρινής, γενναιόδωρος, τολμηρός, ασυμβίβαστος, σεμνός.
Το πλούσιο καλλιτεχνικό του έργο ανήκει πλέον στην ιστορία, πλάι στο έργο των μεγάλων μουσουργών του 20ού αιώνα.
Κωνσταντίνος Παντελίδης
συνθέτης, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών,
Διδάκτορας του Ιονίου Πανεπιστημίου
Όλες οι τοποθετήσεις του Σλονίμσκι στο παρόν άρθρο προέρχονται από τη συζήτηση του Κ. Παντελίδη με τον Σ. Σλονίμσκι, (ηχογράφηση) Φεβρουάριος 2016, Αγ. Πετρούπολη
Παραχώρηση και δικαιώματα των φωτογραφιών:
1) Compozitor Publishing House - Saint Petersburg, (εκδοτικός οίκος)
2) Alexandr Slonimsky, (γιος του συνθέτη, φωτογράφος)
[1] Εννοείται η ανάπτυξή του μουσικού υλικού ως μονόφωνη λυρική μελωδική γραμμή
Μάρτιος 2020
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου