σκληρό... barock
Αυθεντικό: Γιατί και Πώς;
Σκέψεις πάνω σ' ένα ερώτημα που ταλανίζει όποιον προσπαθεί να προσεγγίσει
την λεγόμενη "Παλαιά Μουσική", από τον Bach και πίσω -
αλλά και όποια άλλη μουσική δεν είναι τωρινή…
Το κίνημα του αυθεντικισμού στο Μπαρόκ είχε τεράστια χρησιμότητα: μας έδωσε να καταλάβουμε όχι μόνο τον ήχο του Μπαρόκ, αλλά και την εν γένει σημασία που έχει το να γνωρίζουμε όσο μπορούμε περισσότερα για τη σκέψη του οποιουδήποτε συνθέτη, εφόσον φιλοδοξούμε να παρουσιάσουμε το έργο του. Πώς αντιλαμβανόταν ο ίδιος τη μουσική του, πώς φανταζόταν τον ήχο και την εκφορά του κειμένου του. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα καταφύγουμε σε επιφανειακές μιμήσεις…
Προφανώς θα ήταν υπέροχο να μπορούσαμε ν' ακούσουμε στ' αλήθεια πώς παιζόταν η μουσική σε προηγούμενους αιώνες· προσωπικά, και τι δε θα 'δινα για ν' ακούσω τον Bach να παίζει όργανο, αφού όλοι οι σύγχρονοί του το περιγράφουν ως μοναδική εμπειρία. Από την άλλη, έχουμε ακούσει σε αρκετές περιπτώσεις, κοντά στον εικοστό αιώνα βέβαια, συνθέτες να εκτελούν ή να διευθύνουν οι ίδιοι τα έργα τους με τόσες και τόσο φανερές αδυναμίες, που μας γεννούν ένα σωρό ερωτήματα. Η αισθητική έχει αλλάξει, εκ των πραγμάτων ο σημερινός ερμηνευτής θα βάλει τη δική του σφραγίδα πάνω σ' ένα έργο και αυτό είναι που δίνει αξία στις πολλές επανεκτελέσεις - και ιδίως τις "ζωντανές" που πιστεύω ότι ποτέ δεν θ' αντικατασταθούν από την, έστω και τελειότερη, ηχογράφηση: ευτυχώς, η "οριστική" και τέλεια ερμηνεία δεν υπάρχει.
Η ουσία είναι ότι αν θέλουμε να παρουσιάσουμε το έργο ενός συνθέτη, οφείλουμε στ' αλήθεια να ερευνούμε όσο γίνεται περισσότερο τι είχε στο μυαλό του. Το οφείλουμε, με την έννοια ότι παρουσιάζουμε το δικό του έργο! Αν θέλουμε να παρουσιάσουμε κάτι δικό μας πάνω στις νότες κάποιου άλλου, είμαστε βεβαίως ελεύθεροι - άλλωστε ειδικά στις εποχές της Αναγέννησης και του Μπαρόκ η διασκευή ήταν ελεύθερη, η μεταφορά έργων από όργανο σε όργανο συνηθέστατη και ο διασκευαζόμενος θεωρούσε τιμή του να ασχοληθούν άλλοι με το έργο του. Η έννοια του copyright είναι μεταγενέστερη και γεννήθηκε στις συνθήκες της αστικής ζωής (αλλά αυτό είναι μία άλλη συζήτηση…). Παρά ταύτα, και η διασκευή, για να έχει λόγο ύπαρξης, χρειάζεται μελέτη και κατανόηση του έργου. Δεν μ' ενοχλούν καθόλου οι διασκευές, αυτό που μ' ενοχλεί είναι εκείνος που νομίζει ότι ερμηνεύει καταπληκτικά ενώ ουσιαστικά δεν έχει ακουμπήσει παρά την επιφάνεια.
Θεωρώ τη Μπαρόκ μουσική ιδανικό εργαλείο για την απόκτηση τρόπου σκέψης πάνω στην αντιμετώπιση του μουσικού κειμένου, επειδή είναι μια γλώσσα ξεκάθαρη και ολοκληρωμένη. Η συχνότερη ίσως ερώτηση που μου γίνεται στα σεμινάρια είναι "πώς γίνονται οι τρίλιες στο Μπαρόκ" - γιατί οι πίνακες που το εξηγούν δεν συμφωνούν πάντα μεταξύ τους. Απαντώ ότι το ερώτημα είναι ανούσιο ή πρόωρο, γιατί δεν κάνουν οι τρίλιες το Μπαρόκ (όπως τα ράσα τον παπά). Έχω ακούσει και στο εξωτερικό τσεμπαλίστες (για παράδειγμα) με ειδικές σπουδές πίσω τους, που παίζουν συνεχώς τρίλιες μιμούμενοι το ιδίωμα, αλλά τους λείπει το κείμενο: η αίσθηση του παλμού, η κίνηση της αρμονίας, η σχέση κύριων και ποικιλματικών φθόγγων της μελωδίας, πράγματα που δεν μαθαίνονται από τη μία στιγμή στην άλλη. Κατά την ίδια έννοια, και δεν γίνεται αλλά και δεν χρειάζεται να προσπαθούμε (στην κιθάρα) να μιμηθούμε το ύφος του λαούτου, όμως πρέπει να γνωρίζουμε πώς "συμπεριφέρεται" η μουσική επάνω του, για να καταλάβουμε τις ιδιαιτερότητές της, το στυλ της.
Κάθε ιδίωμα που δεν είναι σύγχρονο, με την κυριολεξία του όρου, έχει ιδιοτροπίες που αφορούν την αισθητική της εποχής του και αυτομάτως θέτει προβλήματα των οποίων οι λύσεις ήταν κάποτε αυτονόητες, αλλά δεν είναι πια. Για να καταλάβει κανείς τη λογική, ας πούμε, του Villa-Lobos, πρέπει να έχει ακούσει και λίγη λαϊκή Βραζιλιάνικη μουσική στη ζωή του, να έχει στ' αυτιά του τη ρυθμολογία της και να νιώθει τις κοινωνικές συνθήκες και το φυσικό περιβάλλον της. Πολύ περισσότερο, για να μπει στο ύφος του Dowland, πρέπει στ' αλήθεια να καταλαβαίνει από αντίστιξη, αλλά και από ελισαβετιανή ερωτική ποίηση, ώστε να αντιληφθεί τουλάχιστον ότι ο Dowland δεν ήταν ένας μελαγχολικός άνθρωπος, ούτε η εποχή του σκοτεινή και πένθιμη. Απλώς, το βάθος και η ποικιλία των αρνητικών εν γένει συναισθημάτων δεν συγκρίνεται με κείνα της χαράς και η αναζήτηση της εκφραστικότητας εκ των πραγμάτων οδηγεί εκεί! Όποιος έχει ακούσει την τεράστια φιλολογία του χωρισμού στο ρεμπέτικο τραγούδι, ξέρει τι λέω - προφανώς δεν ήταν όλοι οι άνθρωποι δυστυχισμένοι, η έκφρασή τους ήταν αυτή.
Η παρτιτούρα είναι ό,τι χωράει από την τέχνη στο χαρτί. Όσες οδηγίες κι αν έχει, δεν είναι ποτέ αρκετές - και πηγαίνοντας στον 18ο αιώνα και πίσω, όταν οι οδηγίες εθεωρούντο προσβολή για τον εκτελεστή που ήξερε τι να κάνει, η πρόκληση είναι ακόμη μεγαλύτερη. Τότε αναγκαζόμαστε να σκεφτούμε πολλά πράγματα που δυστυχώς έχουμε μάθει να αποφεύγουμε. Ποιος είναι ο συνθέτης και τι ζητούσε στη ζωή του. Σε ποιες συνθήκες δημιουργούσε και τι προσπαθούσε να εκφράσει - ανάλογα και με τη φάση ζωής στην οποία βρισκόταν. Τι σημαίνει κάθε πρόταση, από πού έρχεται και πού πηγαίνει, τι συναισθήματα αναμοχλεύει, τι εικόνες φιλοδοξεί να δημιουργήσει. Όπως ακριβώς θα κάναμε για να απαγγείλουμε στο κοινό ποίηση ή θεατρικό λόγο. Το κείμενο θέλει ανάλυση, ο χαρακτήρας βαθιά κατανόηση, αλλιώς θα είναι καρικατούρα, χωρίς ψυχολογικό υπόβαθρο, και τελικά χωρίς πειθώ! Πόσο μάλλον όταν η τέχνη μας είναι αφηρημένη, όπως η μουσική χωρίς λόγια. Αν ο καλλιτέχνης δεν έχει ο ίδιος καταλάβει σε βάθος τι εκφέρει, πώς το κοινό θα πλησιάσει το έργο; Η εύκολη λύση είναι ο εντυπωσιασμός, φανταχτερά σκηνικά και κοστούμια, ή χιλιάδες γρήγορες νότες, αλλά εγώ από τέτοιες συναυλίες και παραστάσεις δε φεύγω γεμάτος. Δεν το παίζω «ειδικός» για να κρίνω (αν και χρειάζεται κι αυτό καμιά φορά, όταν κούτσουρα και φελλοί επιπλέουν χωρίς προσπάθεια και φαίνεται αυτό, εκεί που άλλοι πασχίζουν), αλλά ως κοινό δεν ικανοποιούμαι! Και, τι να κάνουμε, όλοι οι μουσικοί δεν είμαστε το "μέσο κοινό" σε μια συναυλία, εξ ορισμού κρίνουμε πιο απαιτητικά. Άλλο η έλλειψη σεβασμού στην προσπάθεια, και άλλο η απαιτητική κρίση - και πάλι στην προσπάθεια.
Αυθεντική ερμηνεία, λοιπόν, όπως και κάθε αξιόλογη δημιουργία, είναι αυτή που έχει πίσω της κόπο. Που έχει πολύ ψάξιμο και λίγη αυταρέσκεια αντί για το αντίθετο, υπηρετεί το έργο και όχι την αυτοεπιβεβαίωση, λειτουργεί συνειδητά ως μεσολαβητής μεταξύ δημιουργού και κοινού και όχι ως αναζήτηση δόξας, στοχεύει όχι απλά να ενταχθεί, αλλά να επηρεάσει την εποχή μας, της εφήμερης ανάδειξης που βαφτίζει τα τηλεοπτικά "ψυχοδράματα" Ακαδημίες! Και μετά, αφού τα κατακτήσουμε όλα αυτά, μπορούμε να συζητήσουμε και το αποτέλεσμα της προσπάθειας, αν ήταν κατά την άποψή μας καλή ή όχι η ερμηνεία, η τεχνική, η διασκευή, ο ήχος…
Νίκος Παναγιωτίδης
panagiotidιs@tar.gr
(Μάρτιος 2007)