Ο Bach στην κιθάρα
(μέρος δεύτερο)
clip-art by Arthur
Υπό το φως και της ενδιαφέρουσας συζήτησης πουανεκάλυψα ότι ήδη εδώ και κάποιο διάστημα εξελίσσεται
στο forum πάνω στο θέμα, νομίζω ότι υπάρχουν κάποιες έννοιες που χρειάζονται διευκρίνιση: Μεταγραφή -
Διασκευή - Έκδοση.
Η μεταγραφή προϋποθέτει κατ' αρχάς πιστή μεταφορά των φθόγγων. Όσο πιο διαφορετικά είναι τα όργανα προέλευσης και προορισμού, τόσο δυσκολότερο το έργο, καθώς κάποιες αλλαγές είναι αναπόφευκτες για λόγους διαφορετικής ηχητικής και κάποιες αναγκαστικές για τεχνικούς λόγους. Απόδειξη είναι οι μεταγραφές των ίδιων των συνθετών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη γνωστή μας “Φούγκα” σε σολ ελάσσονα από την Παρτίτα για βιολί BWV 1001, μεταγραμμένη στο λαούτο (BWV 1000) και στο εκκλησιαστικό όργανο (BWV 539). Όλοι οι πραγματικά ανήσυχοι κιθαριστές έχουν αντιμετωπίσει το πρόβλημα που παρουσιάζουν οι σουίτες για λαούτο του Bach, που ούτε στο λαούτο καλά καλά δεν παίζονται ακριβώς όπως είναι γραμμένες! Όλες σχεδόν οι μεταγραφές τους για κιθάρα πάσχουν από το παλαιό σύνδρομο των μεταφράσεων που, σύμφωνα με την παροιμία, είναι σαν τις γυναίκες: ή ωραίες ή πιστές, ποτέ και τα δύο…
Τα όρια μεταγραφής - διασκευής δεν είναι πάντα σαφή. Γίνονται, όταν στοχεύει κανείς απευθείας στη δεύτερη, με χαρακτηριστικά παραδείγματα για τον Bach τις εκπληκτικές φωνητικές διασκευές των Swingle Singers ή τη γνωστή “Bourrée” σε μι ελάσσονα σε swing από τους Jethro Tull. Εκεί οι νότες είναι ο καμβάς αλλά το ύφος, οι φράσεις, η ατμόσφαιρα, η ρυθμική διαφέρουν κατά κόρον –και συνειδητά– από τις προθέσεις και το στυλ του συνθέτη. Πολλές μεταφορές των έργων του Bach στην κιθάρα είναι στην ουσία διασκευές, αλλά οι διασκευαστές ή οι εκτελεστές των διασκευών…δεν το παραδέχονται, καθώς αυτές έγιναν μάλλον χωρίς αίσθηση των ορίων. Αυτό με τη σειρά του συνδέεται με τον τρόπο παρουσίασης της έκδοσης.
Η λέξη “έκδοση” στα ελληνικά είναι κάπως φτωχή, παρά τη ριζωμένη πεποίθησή μας ότι διαθέτουμε την πλουσιότερη γλώσσα στον κόσμο! Άλλο έκδοση - publication και άλλο έκδοση - edition. H πρώτη είναι κατ' ουσίαν μια εμπορική πράξη, αφού αφορά την εκτύπωση και διανομή - πώληση στο κοινό. Η δεύτερη είναι επιστημονική εργασία, κάτι που όχι μόνο είναι άγνωστο στην ωδειακή εκπαίδευση, αλλά ακόμα και στην πανεπιστημιακή χωλαίνει αβάσταχτα.
Παρένθεση: Εδώ ακουμπάμε ένα τεράστιο θέμα, σε σχέση με το τι σημαίνει επιστημονική προσέγγιση. Έχω συναντήσει εξαιρετικούς, αριστούχους αποφοίτους ελληνικών ΑΕΙ που πήγαν σε ξένο πανεπιστήμιο για μεταπτυχιακές σπουδές και υπέστησαν πραγματικό πολιτισμικό σοκ από το είδος και τον όγκο των λειτουργιών που θεωρούνταν αυτονόητες για όσους είχαν εξαρχής σπουδάσει σε ξένα πανεπιστήμια, επειδή ακριβώς η επιστημονική σκέψη και ο τρόπος σύνταξης μιας επιστημονικής εργασίας ήταν μέρος της καθημερινής τους άσκησης από τον πρώτο μήνα των σπουδών τους. Στον αντίποδα, στην Ελλάδα, η απομνημονευτική διαδικασία των σχολικών χρόνων που οδηγεί στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση του ενός συγγράμματος –που πολύ συχνά δεν είναι καν σύγγραμμα αλλά σημειώσεις– είναι στρέβλωση και τροχοπέδη. Και, καθώς παραμένει ανοιχτό το ζήτημα της διαβάθμισης των μουσικών σπουδών, θα επιμείνω ότι αυτό περνάει πρώτα από την ουσιαστική τους αναβάθμιση σε πάρα πολλά επίπεδα. Δυστυχώς, άρθρα όπως αυτό που έγραφα πριν από 22 χρόνια (!), στο 10ο τεύχος του έντυπου TaR, παραμένουν απελπιστικά επίκαιρα…
Όπως είναι λοιπόν φυσικό, οι μουσικοί δεν έχουμε μάθει στις “κριτικές εκδόσεις” και συνήθως ή δεν τις προτιμάμε ή δεν διαβάζουμε καν τις εισαγωγές των εκδοτών, διαιωνίζοντας και κληροδοτώντας στις επόμενες γενεές την ημιμάθειά μας. Το βασικό κριτήριο για μια σωστή έκδοση είναι ένα: να μπορεί ο αναγνώστης, αν θελήσει, να αναπαραγάγει από αυτήν το πρωτότυπο! Και επειδή οι πηγές είναι και πολλές και με διαφορές μεταξύ τους, η επιστημονική εργασία συνίσταται στην παράθεση και σύγκριση των στοιχείων από όλες. Από την άλλη μεριά, για να είναι η παρτιτούρα χρηστική και να μη βρίσκεται ο αναγνώστης συνεχώς μπροστά σε διλήμματα και εκδοχές φράσεων ή και μεμονωμένων φθόγγων, ο εκδότης πρέπει να καταλήγει κάπου, σε μία επικρατέστερη εκδοχή, υπό την προϋπόθεση όμως να έχει εξηγήσει το σκεπτικό του και τις επιλογές του στην εισαγωγή, άλλως υπεκφεύγει και αυθαιρετεί. Ας μην μπω στον πειρασμό να φέρω παραδείγματα ελληνικών εκδόσεων - publications και όχι editions, όπου τα έργα εμφανίζονται ως “revised and fingered by…” ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν απλή αντιγραφή, με μικρές και μάλλον ασήμαντες παρεμβάσεις, της δουλειάς άλλων.
Επικεντρώνοντας λοιπόν, με όλα αυτά τα δεδομένα, στο θέμα μας, προφανώς η βάση είναι το Urtext, το αυθεντικό κείμενο του συνθέτη. Κι αυτό όμως πολλές φορές δεν είναι μόνο του ή απολύτως αυθεντικό, με την έννοια του χειρογράφου – το οποίο επίσης, όπως έχω ξαναγράψει, δεν δίνει όλες τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε, γιατί απλούστατα τότε δεν χρειάζονταν οι ερμηνευτές περισσότερες πληροφορίες για τη μουσική του καιρού τους, οπότε δεν τις έδιναν και οι συνθέτες. Η ακρίβεια στην καταγραφή είναι συνήθεια του όψιμου κλασικισμού. Άρα, ο εκδότης - editor - κιθαριστής, οφείλει να προσθέσει κάποια στοιχεία που βοηθούν τον εκτελεστή να αντιληφθεί το στυλ. Προφανώς αυτό δε γίνεται με την πρώτη και άνευ διδασκάλου, με μια παρτιτούρα μόνο, αλλά μαθαίνει κανείς πολλά πράγματα από μια σωστή έκδοση.
Παρεμπιπτόντως, μια και ήδη γίνεται δημοσκόπηση στις σελίδες του TaR για τις προτιμητέες εκδόσεις του Bach, επιτρέψτε μου αφενός να παρακάμψω το σκόπελο του “τι βρίσκεται εύκολα στην Ελλάδα”, αφού βρισκόμαστε στο παγκόσμιο δίκτυο και δυσκολίες δεν υπάρχουν πλέον, και αφετέρου να συστήσω τις εκδόσεις του Ιταλού λαουτίστα Paolo Cherici (Zerboni, Μιλάνο 1980) και του Γερμανού κιθαριστή Tilman Hoppstock (Prim, Darmstadt 1994). Είναι άριστες και άρτιες εργασίες που προσωπικά με απαλλάσσουν από την ανάγκη να σπουδάσω μουσικολογία και μου επιτρέπουν να ασχοληθώ με το καθαρά κιθαριστικό μέρος της μεταγραφής.
Τα ζητήματα που έχει να αντιμετωπίσει ο εκδότης - editor που μεταφέρει μουσική στην κιθάρα είναι πολλά: Πρόταση ρυθμικής αγωγής που όμως δεν μπορεί να είναι και απόλυτη, δακτυλοθεσία που είναι βοηθητική ή και ως ένα σημείο απαραίτητη αλλά χωρίς να γεμίζει τη σελίδα με αριθμούς περισσότερους κι απ' τις νότες, γκρουπάρισμα και διάρκειες των φθόγγων που να λαμβάνουν υπόψη και την αρχική γραφή του συνθέτη αλλά και τις ηχητικές ανάγκες της κιθάρας, λεγκατούρες και τοποθέτηση των φθόγγων στις κατάλληλες χορδές και θέσεις ώστε να εξυπηρετείται με συνέπεια η δομή των φράσεων, αλλά και –το κυριότερο ίσως– χειρισμός των αντιφάσεων που υπάρχουν στις πρωτότυπες παρτιτούρες και που εγείρουν τα δικά τους ερωτήματα!
Θα προσπαθήσω να υπεισέλθω σε περισσότερο “τεχνικά” ζητήματα στο επόμενο, παρότι είναι δύσκολο να αναφερθώ λεπτομερώς σε παραδείγματα, δεδομένου ότι ακόμα κι αν έβρισκα το χρόνο να τα σχεδιάσω στο Finale, δεν θα ήταν το ίδιο αποδοτικά όσο σε ένα masterclass εκ του σύνεγγυς. Επιφυλάσσομαι για τη συνέχεια – και φυσικά είμαι ανοιχτός στην επικοινωνία μέσω του mail, αφού κάθε αντίρρηση, σκέψη ή ερώτηση γονιμοποιεί το διάλογο από τον οποίο όλοι έχουμε πολλά να μάθουμε.
Νίκος Παναγιωτίδης
panagiotidis@tar.gr
(Απρίλιος 2007)