“Σονάροντας” στο Athenaeum
(για το ρεσιτάλ του Μιχάλη Κονταξάκη)
Λίγες ώρες μετά το χθεσινοβραδινό ρεσιτάλ του Μιχάλη Κονταξάκη στην (κατάμεστη) αίθουσα La Divina του Ωδείου Athenaeun, κάνω πράξη την απόφαση που πήρα κατά τη διάρκειά του: να… ξεσκονίσω την… (ποντικο)πένα μου και να γράψω δυο λόγια γι’ αυτό.
Για όνομα, ΟΧΙ κριτική! Μακριά από μένα! Προσπαθώ να παρακολουθώ τις συναυλίες σαν «απλός» ακροατής, αποφεύγοντας να μπω στο… τριπάκι του «ειδικού» (δεν θεωρώ καν τον εαυτό μου τέτοιον…). Την προσωπική απόλαυση που αποκόμισα ένοιωσα την ανάγκη να σας μεταφέρω και τίποτα άλλο.
Αν εξαιρέσει κανείς το ξεκίνημα του περιοδικού, θα έχετε διαπιστώσει πως γράφω πολύ αραιά για το TaR. Προφανώς, χρειάζομαι ένα ιδιαιτέρως ισχυρό κίνητρο για να το κάνω. Και ένα τέτοιο μου προσέφερε η χθεσινή μουσική βραδιά.
Μπορεί τον Μιχάλη να τον είχα συναντήσει δυο-τρεις φορές παλιότερα, να είχα ακούσει εξαιρετικά λόγια για την κιθαριστική του αξία, αλλά τον είχα ακούσει ελάχιστα: λίγο από τον πρώτο του δίσκο (εν τω μεταξύ έχει ηχογραφήσει έναν ακόμη, με τον Dejan Ivanovich: Les Deux Amis) και σαν κιθαρίστα των Encardia (όπου, στην μοναδική συναυλία τους που έχω παρακολουθήσει, η κορυφαία στιγμή ήταν όταν – μόνος με την κιθάρα του – τραγούδησε ένα παραδοσιακό τραγούδι της Κάτω Ιταλίας!).
Χθες ήταν η πρώτη φορά που τον άκουσα σε ζωντανό ρεσιτάλ κλασικής κιθάρας.
Το πρόγραμμα που επέλεξε να παρουσιάσει αποτελείτο από τέσσερις σονάτες: του Bach (BWV 1005) και του Giuliani (op. 105 – Eroica) στο πρώτο μέρος, του Brouwer και του A. José στο δεύτερο.
Η αλήθεια είναι πως όταν είδα το πρόγραμμα «μαγκώθηκα». Δεν είμαι και πολύ… fan τέτοιου είδους «απαιτητικών» (ή «δύσκολων» ή «βαριών» - και βάλτε όσα εισαγωγικά θέλετε…) προγραμμάτων. Θα μπορούσα να πω πως έως και τα… «βαριέμαι» (άλλα τόσα εισαγωγικά!) κιόλας. Ο λόγος; Πιθανότατα γιατί κατά κανόνα παρουσιάζονται, αφενός με ανιαρό τρόπο, αφετέρου σε στυλ «κοίτα τι μπορώ να παίξω εγώ, ρε!». Για παρόμοιους λόγους δεν συγκινούμαι ιδιαίτερα από την υψηλή δεξιοτεχνία: κι αυτή (επίσης κατά κανόνα) χρησιμοποιείται περισσότερο σαν αυτοσκοπός.
Ε, δεν χρειάστηκε να περάσει πολλή ώρα για να ξεχάσω τους παραπάνω ενδοιασμούς μου! Η εξαιρετική δεξιοτεχνία του Μιχάλη Κονταξάκη απλώς υπηρέτησε με τον καλύτερο τρόπο τη Μουσική. Με τρόπο, θα έλεγα (κι ας μοιάζει κάτι τέτοιο αντιφατικό), σεμνό. Όσο και να την θαύμαζε κανείς, δεν έμενε σ’ αυτήν: ήταν μοναχά ένα δεδομένο (και όσο χρειαζόταν απαραίτητο) εργαλείο για να κυλήσει αβίαστα η υπέροχη ερμηνεία των κομματιών.
Αυτό, όμως, που πραγματικά απογείωσε τα κομμάτια, ήταν τα απίστευτα ηχοχρώματα που ο Μιχάλης έκανε να ξεπροβάλλουν ολοζώντανα μέσα από την κιθάρα του: μια κιθάρα-ορχήστρα κυριολεκτικά!
Κορυφαία στιγμή (κατά την ταπεινή προσωπική μου άποψη) η Sarabanda de Scriabin (από τη Sonata του Brouwer), ενώ ακόμη και ο συνήθως – ποιος έχει αντίρρηση; – «φλύαρος» Giuliani φάνταζε ιδιαίτερα απολαυστικός, ντυμένος με τα χρώματα της κιθάρας του Κονταξάκη.
Έτσι, παρά το «βαρύ» (είπαμε: πολλά εισαγωγικά!) του προγράμματος, δεν ήταν καθόλου τυχαίο που το κοινό καθηλώθηκε, χωρίς να… βγάλει «κιχ», καθ’ όλη τη διάρκεια του ρεσιτάλ, αποθεώνοντάς τον στο τέλος και φέρνοντάς τον ξανά στη σκηνή για δύο ακόμη, εκτός προγράμματος, κομμάτια.
Τελικά, εκείνο που έχει αξία, εκείνο που μετράει, είναι κάποιος να αγαπάει πραγματικά αυτό που κάνει και αυτή του την αγάπη να την μοιράζεται απλόχερα. Τότε, ακόμη και το πιο «δύσκολο» εγχείρημα θα αγαπηθεί, ακόμα και από το πιο «δύσκολο» κοινό.
Κάτι τέτοιο το κατάφερε με απόλυτη επιτυχία χθες βράδυ ο Μιχάλης Κονταξάκης.
Άλκης Αναστόπουλος
(Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011)