Η συμφωνική μουσική και οι ιδεολογικοί εχθροί της.
Με αφορμή τα γεγονότα στην Ορχήστρα των Χρωμάτων.
Οι Νεοέλληνες είμαστε μικροαστοί. Και ως μικροαστοί, όπως γνωρίζει καλά η σύγχρονη κοινωνική θεωρία, ποθούμε να γίνουμε αστοί και φοβόμαστε μη γίνουμε προλετάριοι. Και ο φόβος -ουσιαστικά της απώλειας εκείνων των κοινωνικών διασυνδέσεων και επαγγελματικών θέσεων που θα μπορούσαν να μας στείλουν στα ουράνια του αστισμού ή στα βάραθρα του προλεταριάτου- κάνει τον δημόσιο λόγο μας υποκριτικό αν όχι ψευδή, ρηχό ως προς το περιεχόμενο, εμμένοντα στην περιφέρεια της αλήθειας και αρνούμενο να αποκαλύψει τον πυρήνα της. Ο νεοελληνικός μικροαστικός δημόσιος λόγος φοβάται διαφοροποιήσεις, ιεραρχήσεις, ξεκάθαρους προσδιορισμούς, αγαπά την εννοιολογική σύγχυση, τα μισόλογα, τις εντυπωσιακές εξισώσεις τύπου «ο Τσιτσάνης είναι ο Μπαχ, ο Θεοδωράκης ο Μπετόβεν και ο Χατζιδάκις ο Μότσαρτ της ελληνικής μουσικής». Αρέσκεται σε εννοιολογικές λαθροχειρίες σαν αυτές που θέλουν λ.χ. το λαϊκό και το λαϊκότροπο τραγούδι μοναδικό περιεχόμενο του όρου «ελληνική μουσική» (βλ. Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής). Εξανίσταται ή στην καλύτερη περίπτωση σιωπά όταν υπενθυμίζεται η απουσία πλήρως διαβαθμισμένης και οργανωμένης κατά τα διεθνή πρότυπα δημόσιας μουσικής παιδείας (βλ. την επιστολή του Μίμη Πλέσσα στο Πολύτονο, τ. 48, σ. 46). Ψελλίζει, ανάμεσα στα γράμματα, την απουσία πολιτικής βούλησης περί τα μουσικά πράγματα, χωρίς όμως να αναρωτιέται για τις ευρύτερες ιδεολογικές-αισθητικές προϋποθέσεις αυτής της πολιτικής βούλησης. Και τούτη ακριβώς η παραμονή στην περιφέρεια του προβλήματος είναι που χαρακτηρίζει τις περισσότερες συζητήσεις γύρω από την ουσιαστική κατάργηση της Ορχήστρας των Χρωμάτων, μιας συμφωνικής ορχήστρας με πλούσιο έργο, με εξαίρετους μουσικούς και υψηλών προσόντων αρχιμουσικό. Σε μια προσπάθεια, λοιπόν, συμβολής στην ευρύτερη και ουσιαστικότερη κατανόηση τέτοιων μειζόνων καλλιτεχνικών γεγονότων, καταθέτω προς δημόσια συζήτηση τα παρακάτω.
Διαβάζουμε: «Μα ήδη κι ο Μάλερ κι ο Μπετόβεν κι ο Σοπέν, και όλοι οι μεγαλόσχημοι του αναγεννησιακού μας λάθους, φαντάζουν μακρυνοί και άχρηστοι στον κόσμο που γεννιέται. Στ’ αλήθεια μόνο σαν νεύρωση δέχομαι τη συνήθειά μου ν’ ακούω μουσική συμφωνική, παιγμένη από συμφωνικές ορχήστρες και μεγάλα σύνολα. Τίποτα δεν μπορεί να την διασώσει. Μόνο η κληρονομημένη αρρώστια μερικών και η αδιάφορη συνήθεια των κρατών, να συντηρούν ωδεία, όπερες κι ορχήστρες. Ίσαμε νάρθει ένας άνεμος, ένας τυφώνας που θα τον λεν Λουλού ή Ευρυδίκη να τα σαρώσει όλα. Και παρτιτούρες και γραφές και ορχήστρες και ωδεία, κι απαλλαγούμε έτσι απ’ τη φθορά των ήχων και των απείρων συνδυασμών τους. Έτσι και οι καλλιτέχνες θα χαθούν. Μαζί μ’ αυτούς και οι κριτικοί τους κι όλα τα παράσιτα που ζουν για να κερδίζουν το ψωμί τους ενοχλώντας». Λόγια ωμά και διατυπωμένα με κυνική ειλικρίνεια, που δεν βρήκαν δημόσια απάντηση, σίγουρα όμως ευήκοα ώτα, αφού τα αποτελέσματά τους τα βιώνουμε όλο και περισσότερο. Είναι λόγια ενός ανθρώπου που δύσκολα θα πίστευε κανείς ότι θα μπορούσε να συμβάλει στην προαγωγή της συμφωνικής μουσικής και μαζί της στη στήριξη όσων αυτή προϋποθέτει: επαγγελματική μουσική εκπαίδευση, επαγγελματικούς θεσμούς (δηλ. συμφωνικές ορχήστρες) και επαγγελματίες μουσικούς. Κι όμως, ο άνθρωπος αυτός, που, όπως θα δούμε, έκανε από δημόσια θέση και από δημόσιο βήμα επανειλημμένες εκκλήσεις για την κατάργηση ή την παύση δημόσιας στήριξης όλων των θεσμών που συνδέονται με την ευρωπαϊκή έντεχνη μουσική και μαζί του πιο αντιπροσωπευτικού της θεσμού, της συμφωνικής ορχήστρας, υπήρξε ιδρυτής μιας τέτοιας. Μιλώ φυσικά για τον Μάνο Χατζιδάκι, τον ιδρυτή της Ορχήστρας των Χρωμάτων.
Μα, θα μου πείτε, τι σχέση θα μπορούσε να έχει με την κατάργηση μιας ορχήστρας ένας άνθρωπος που έφυγε από τη ζωή πριν δεκαπέντε και πλέον χρόνια; Στο κάτω-κάτω αυτός την ίδρυσε και αν μη τι άλλο του οφείλουμε ευγνωμοσύνη. Και οι δύο ενστάσεις είναι απολύτως ορθές. Ο Χατζιδάκις προφανώς δεν είναι ο φυσικός αυτουργός της κατάργησης της Ορχήστρας των Χρωμάτων και σίγουρα το έθνος του χρωστά ευγνωμοσύνη για το γεγονός ότι, σχεδόν αποκλειστικά με δικές του πρωτοβουλίες, συγκροτήθηκε και διατηρήθηκε στη ζωή μια συμφωνική ορχήστρα που συνέβαλε τα μέγιστα στην πολιτισμική αναβάθμιση του τόπου. Δεν θα ήταν όμως τόσο υπερβολικό και παράδοξο αν υποστηριζόταν ότι κατά τρόπο ειρωνικό -και όπως γνωρίζουμε ο Χατζιδάκις υπήρξε θιασώτης του χιούμορ και της εκλεπτυσμένης ειρωνείας- ο ίδιος υπήρξε ένας από τους ηθικούς ή καλύτερα ιδεολογικούς αυτουργούς του πολιτισμικού εγκλήματος που σήμερα διαπράττεται ερήμην του. Και επειδή λόγος γίνεται περί πολιτική βούλησης, η τελευταία προϋποθέτει δύο πράγματα: είτε ιδεολογική πεποίθηση, είτε οικονομικό συμφέρον. Και ως προς το πρώτο σκέλος επιτρέψτε μου να πω ότι ο Χατζιδάκις, ως άνθρωπος εξόχως καλλιεργημένος, ευφυής και με (δυνητικά τουλάχιστον) τεράστια κοινωνική και πολιτική επιρροή, δεν συνέβαλε θετικά· τουναντίον. Για του λόγου το αληθές, παραθέτω μια σειρά αποσπασμάτων από Τα σχόλια του Τρίτου (Εξάντας 2003), όπου εντόπισα και το απόσπασμα της προηγούμενης παραγράφου, και όπου ο συνθέτης καταφέρεται ενάντια (α) στο μουσικό εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, (β) στους μουσικούς της έντεχνης ευρωπαϊκής μουσικής και τέλος (γ) στην ίδια την ευρωπαϊκή έντεχνη μουσική. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, απόψεις σαν κι αυτές, διατυπωμένες από δημόσιο βήμα κι από δημόσιο πρόσωπο του βεληνεκούς ενός Χατζιδάκι, δεν προσέφεραν αγαθές υπηρεσίες στην υπόθεση της συμφωνικής μουσικής (ιδιαίτερα στην κρίσιμη περίοδο της μεταπολίτευσης), εξακολουθούν δε να προσφέρουν το καλύτερο ιδεολογικό άλλοθι στους διαχρονικούς μας πολιτικούς πολιτισμικούς εγκληματίες, πρώτιστο μέλημα των οποίων είναι η αποτελεσματικότερη δυνατή μείωση της δημόσιας δαπάνης στον τομέα του πολιτισμού (και κυρίως σε αυτόν της πολυδάπανης συμφωνικής μουσικής). Τέτοια ιδεολογικά άλλοθι επιτρέπουν την ίδια στιγμή που καταργείται μια συμφωνική ορχήστρα, να διαφημίζονται δημοσία δαπάνη οι δραστηριότητες της Κ.Ο.Ε.Μ. (κατά τη γνώμη μου ενός από τα λίγα σχήματα που θα σωθούν από τον κοινωνικοοικονομικό όλεθρο που έρχεται).
(α) Δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει ότι οι παρατηρήσεις του Χατζιδάκι σχετικά με την εγχώρια μουσική εκπαίδευση είναι οξυδερκείς και με μεγάλη δόση αλήθειας. Στο κείμενό του «Ωδεία και καφωδεία» (σ. 41-45) διαβάζουμε: «Ενώ τα Ωδεία… σκέτη μελαγχολία, ανία, πλήξη κι ενοχή. Ούτε μεράκι, ούτε καφεδάκι, ούτε τραγούδια για ν’ ακούσεις και να πεις. Εδώ διδάσκεται η Μουσική. Πώς να γηράσκει δίχως ποτέ της νάχει γεννηθεί. Διδάσκονται τα όργανα. Πώς να ηχούν δίχως καϋμό και δίχως ήχο. Ελκύονται σαν μαθητές οι εκ γενετής ανάπηροι, οι άπειροι και οι μελλοντικώς τυφλοί. [Τουτέστιν όλοι εμείς και οι μελλοντικοί μουσικοί της ορχήστρας του! Μ.Τ.] Τα δε μαθήματα γίνονται σ’ ανήλια οικήματα, σε μαρμαρένιους τάφους, απ’ όπου απουσιάζει η έλξη, η φαντασία και η ορμή, της νεότητας η απερισκεψία και της ζωής η δροσοπηγή» (σ. 43). Στο ζήτημα ο Χατζιδάκις επανέρχεται στο κείμενό του «Η ωδειακή παιδεία και η άθλιες επιπτώσεις της επί της φυσιογνωμίας των νεαρών μαθητών και της σωματικής αυτών διαπλάσεως» (σ. 96-100). Η γλαφυρή περιγραφή της ωδειακής κατάστασης, την οποία αξίζει κανείς να διαβάσει, δεν μπορεί εδώ να αναδιατυπωθεί πλήρως· επιλέγω ένα απόσπασμα που αφορά τις «άθλιες επιπτώσεις της επί της φυσιογνωμίας» αλλά και τις πολιτικοκοινωνικές επιδόσεις (!) των νέων: «Αυτοί, που λέτε, οι μαθητές, θα χάσουνε σιγά σιγά το ζωηρό τους βλέμμα, θα κρέμονται τα πανταλόνια τους αδιάφορα, ασιδέρωτα και θλιβερά ραμένα, κάτω απ’ τη μέση θα παχαίνουν, ο θώρακας θα γίνει ολοένα πιο στενός και θα φορέσουν απαραίτητα μυωπικά γυαλιά ύστερα από τόσες ώρες εξαντλητικές πάνω σε παρανοϊκές κουκίδες μαύρες και πυκνές, που εννοούν να παριστάνουν την έγγραφη κληρονομιά της μουσικής. Κάτι σαν προσευχητάρι και διαθήκη μιας παρθένου καλογριάς. Εκτός απ’ όλα αυτά, οι μαθητές μαθαίνουν ν’ αδιαφορούν για τα κοινά, μισούν τους δρόμους, τα προβλήματα του χρόνου και του τόπου τους, αυτούς που δεν σπουδάζουν στα ωδεία, αντιπαθούν, ή πιο σωστά αγνοούν τη σκέψη και το αίσθημα» (σ. 99). Κάποιοι λένε ότι μισή αλήθεια ίσον ψέμα· επιτρέψτε μου να μην το συζητήσω εδώ. Αν όμως αυτά που περιγράφει ο Χατζιδάκις είναι η μισή αλήθεια, τότε η άλλη μισή βρίσκεται στους ίδιους τους μουσικούς της Ορχήστρας των Χρωμάτων, απόλυτα υγιείς σωματικά και πνευματικά ανθρώπους που ξέρουν καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον τι σημαίνει αγάπη για την τέχνη και αυταπάρνηση για χάρη της. Εν πάσει περιπτώσει, το ζήτημα είναι άλλο· είναι το συμπέρασμα στο οποίο οδηγείται ο γνωστός συνθέτης και το οποίο, υπενθυμίζω και υπογραμμίζω, διατυπώθηκε από δημόσιο βήμα: «Δι’ αυτό και η συντήρησις των καφενείων είναι απείρως περισσότερον επιτακτική, απ’ την συντήρηση των κειμηλίων, των μνημείων και των Ωδείων. Αυτά τα τελευταία μάλιστα, καλόν θα ήτο να κατεδαφισθούν και εις την θέσιν των να γίνουν χώροι, να δημιουργηθούν εμποροπανηγύρεις, τσίρκα και παιδικές χαρές. Να μια σκέψη-πρόταση, θεάρεστη και πολιτιστική. Αρκεί να πραγματοποιηθεί» (σ. 44). Και πιο ρητά: «Πότε θα ξυπνήσει τέλος πάντων η πολιτεία για να γκρεμίσει όλα τούτα τα τρισάθλια αντιανθρώπινα και αντιμουσικά;» (σ. 99). Είναι ξεκάθαρο: η κριτική στους μουσικούς θεσμούς δεν αποσκοπεί εδώ στην αναβάθμιση αλλά στην κατάργησή τους. Με απλά λόγια: «πονάει χέρι, κόβει χέρι».
(β) Η δεύτερη επίθεση αφορά τους μουσικούς ορχήστρας. Αυτούς τους ίδιους στους οποίους ο Χατζιδάκις αργότερα απευθύνθηκε για να φτιάξει το δικό του συμφωνικό σχήμα. Διαβάζουμε: «Έχετε δει ελληνική συμφωνική ορχήστρα να παίζει; Όλοι οι μετέχοντες μουσικοί είναι σαν να ζητάν συγγνώμη απ’ το κοινό για τη μουσική ασκήμια που πραγματοποιούν, αλλά που ο καθένας χωριστά δεν είναι υπεύθυνος» (σ. 19). Αλλού: «Επιλέγω το πάθος για να εκφραστώ. Και το ένδυμα με επιλέγει για να επιβληθεί. Και στην περίπτωση της Μουσικής, το μαύρο φράκο, το θανατερό, ξένο στο σώμα, ηλίθια αδικαιολόγητο, να παριστάνει μια εποχή διαφορετική, αυτή την ανάγκη γέννησε ν’ ακούμε Μουσική μες σε βελούδινες αίθουσες με πολυέλαιους φωτισμένες. Αλλ’ όχι ακριβώς για ν’ ακούσουμε Μουσική. Για να δούμε εκατό άσχετους, ως προς το φράκο, κι εχθρικούς, ως προς τη Μουσική, να παριστάνουν το φράκο και τη Μουσική, σε συναυλία συμφωνική» (σ. 38-39· η τελευταία υπογράμμιση δική μου). Για να μην αναφερθούμε στα περί «κωνώπων», χαρακτηρισμού ρητά αποδομένου τους μουσικούς των συμφωνικών ορχηστρών του τόπου, τις οποίες υποτίθεται ότι ο Χατζιδάκις ήθελε να αναμορφώσει και μέλη των οποίων αργότερα ο ίδιος αξιοποίησε (βλ. το κείμενο «Αντιδράσεις πολίτου και αντιδράσεις κωνώπων», σ. 79-84). (Εδώ δεν στεκόμαστε στο ζήτημα της τυπολατρείας και του αναχρονισμού, που πράγματι συνδέονται με την πρακτική της συμφωνικής μουσικής και οι οποίες ωστόσο εύκολα ανατρέπονται. Το ζήτημα είναι κατά πόσο νομιμοποιείται κανείς να παρουσιάζει έναν ολόκληρο μουσικό πολιτισμό ως παρωχημένο επί τη βάσει και μόνο μιας παρωχημένης πρακτικής. Μήπως τελικά η ίδια κριτική στρέφεται διαλεκτικά εναντίον αυτού που τη διατυπώνει;)
(γ) Τρίτο, και κυριότερο, ο Χατζιδάκις βάζει στο στόχαστρό του την ευρωπαϊκή έντεχνη μουσική στο σύνολό της, το «μεγάλο αναγεννησιακό μας λάθος» όπως λέει χαρακτηριστικά, τη μουσική δηλ. για την οποία υπάρχει, μεταξύ άλλων, και η συμφωνική ορχήστρα. Επιλέγω ένα απόσπασμα, αρκετά εύγλωττο και περιεκτικό για να παρατεθεί εξολοκλήρου, εξόχως δε υποδειγματικό ως προς το ιδεολογικό περιεχόμενο του νεοελληνικού μουσικού λαϊκισμού (σημείωση: ο «λαϊκισμός», όρος πολύ διαδεδομένος στην πολιτική, είναι μία από τις επικίνδυνες λέξεις στη δημόσια συζήτηση περί μουσικής· αποδίδεται συνήθως από αυτούς που ασκούν σήμερα την πραγματική μουσική επιρροή στα ευτελή μουσικά υποπροϊόντα εκείνων ακριβώς των δισκογραφικών εταιρειών με τις οποίες οι ίδιοι κάποια στιγμή συνδέθηκαν ή εξακολουθούν να συνδέονται. Στην πραγματικότητα λαϊκιστής εκ της εννοίας μπορεί να είναι μόνο ο μορφωμένος αστός που επικαλείται το «λαό» ή τον απλό άνθρωπο για τη νομιμοποίηση των καλλιτεχνικών του επιλογών και όχι ο, ούτως ή άλλως χαμηλών καλλιτεχνικών αξιώσεων, εκπρόσωπος της, εμπορικής έστω, λαϊκής μουσικής). Διαβάζουμε λοιπόν: «Κι ας δούμε το θέμα απ’ την αρχή, από την Γέννησή του. Και εν αρχή, υπήρξε μόνον το τραγούδι. Μέσο επικοινωνίας, συνδιαλλαγής και βαθύτατης επαφής. Με το τραγούδι μίλησαν οι άνθρωποι στα πουλιά κι αυτά με τη σειρά τους στους ανθρώπους. Με το τραγούδι στείλαν μηνύματα οι πρόγονοι στους απογόνους. Και μ’ ένα τραγούδι τελικά θα πούμε καλημέρα ένα πρωί στους άλλους πλανήτες. Μα ένα πρωί, χωρίς να πούνε καλημέρα σ’ άλλους πλανήτες, κάπου στο δέκατο τρίτο αιώνα μετά Χριστόν, γέροντες πεισματικοί κι αργόσχολοι ανακαλύψαν τη συνήχηση, την ταυτόχρονη συνύπαρξη δύο ή και περισσοτέρων ήχων, όπως ο Γαλιλαίος ανεκάλυψε ότι κινείται η Γη γύρω απ’ τον Ήλιο, και όπως ο Χριστόφορος Κολόμβος βρήκε την Αμερική. Κι έτσι σκυθρώπιασε η Μουσική κι έγινε σοβαρή. Ίσαμε που στις μέρες μας θύμωσε για καλά και πια δεν ξέρει τι λέει. Η Μουσική λοιπόν βρήκε τους αριθμούς και οι αριθμοί, τη Μουσική. Στην αρχή χρησιμοποίησε, με κάποια προσοχή, ειν’ αλήθεια, τα Μαθηματικά. Μ’ αργότερα με άνεση αυξανόμενη, και τη Χημεία και τη Φυσική, ώσπου στις μέρες μας τόλμησε να βάλει χέρι, καθώς λένε, στην Ηλεκτροτεχνική και στην καινούργια επιστήμη την Κυβερνητική. Παράλληλα όμως, γεννήθηκε και η ανάγκη των αναπήρων ειδικών, που ετάσσοντο, από τους συγγενείς τους, εις την υπηρεσίαν της Μουσικής σπουδής. Κι έτσι έγινε η ατέλειωτη αγέλη των μαυροφορεμένων οργανοπαικτών [να υποθέσουμε και αυτών της Ορχήστρας των Χρωμάτων; Μ.Τ.], που έχουν τόσο σχέση με την ουσία της Μουσικής, όση σχέση έχουν τα άλογα με τον πατριωτισμό, στις παρελάσεις της εθνικής γιορτής. Και δεν άργησαν να φανούν οι επιπτώσεις. Το νευρικό μας σύστημα διαβρώθηκε. Η ακοή μας έχασε την πέρα από το φυσικό ευαισθησία της. Τα αντανακλαστικά μας μειώθηκαν στο ελάχιστο. Η σημασία της σιωπής βγήκε απ’ τους θεϊκούς της Νόμους κι έγινε οργάνωση, παύση της Μουσικής, διάλειμμα, ή μια ταυτότητα του ξαφνικού θανάτου. Η ερωτική ορμή μας έγινε συμφωνία ατελείωτη, με ήχους, με λέξεις κι επίθετα κι οδηγίες για τη σωστή ερμηνεία. Η ανάγκη έγινε αναγκαστική συνύπαρξη σε χώρους ακροάσεων. Και η εκσπερμάτωση, έγινε χειροκρότημα, κραυγή αρρωστημένου ενθουσιασμού για μια μελετημένη κίνηση χεριών, μαέστρου υπόπτου μουσικής και νοημοσύνης, που ανενδοίαστα διευθύνει περίπου εκατό βαρυπενθούντες μουσικούς, αδίστακτους στα οικονομικά και τρομερά διστακτικούς στ’ απλοποιημένα κείμενα τα Μουσικά» (σ. 31-33) (για λόγους ιστορικούς οφείλουμε, δυστυχώς, να συμπεριλάβουμε στην παραπάνω κριτική τον ίδιο τον Χατζιδάκι και τη συμφωνική ορχήστρα του).
Ο Χατζιδάκις, μετά από μία άκρως σχηματική παρουσίαση της ιστορίας της έντεχνης ευρωπαϊκής μουσικής (και στο πλαίσιο μιας πολιτισμικής κριτικής τύπου Ρουσσώ, όπου ο πολιτισμός καταγγέλλεται ως διαφθορά και η επιστροφή στη «φύση» ανορθώνεται σε μοναδικό αίτημα) μας προτρέπει (μαζί και τους ιθύνοντες της Ελληνικής Πολιτείας) να απαρνηθούμε να δώρα της έντεχνης μουσικής και να αφεθούμε στο ονειρικό λίκνισμα της αγκαλιάς της «μουσικής φύσης», στο λίκνισμα του (προφανώς λαϊκού ή λαϊκότροπου) τραγουδιού. Αναρωτιέται κανείς γιατί δεν επιδιώκεται το ίδιο για τη ζωγραφική, τη γλυπτική, την ποίηση και τη λογοτεχνία, μια επιστροφή δηλαδή στις λαϊκές ρίζες τους, κατόπιν καταγγελίας των «αρρωστημένων» έντεχνων μορφών τους: γιατί να διαβάζουμε δυσνόητο Ελύτη ή Σεφέρη και όχι (μόνο) δημοτικά τραγούδια, γιατί να θαυμάζουμε τον Ρέμπραντ και όχι (μόνο) τις λαϊκές ζωγραφιές, γιατί να στεκόμαστε άφωνοι μπροστά στην (πιστέψτε με πολύ «έντεχνη»!) ομορφιά ενός αρχαιοελληνικού αγάλματος και να μην τιμούμε στη θέση τους (μόνο) τα ξόανα των ανώνυμων τεχνουργών, γιατί να επισκεπτόμαστε την (επίσης πολύ «έντεχνη»!) Ακρόπολη και να μην την γκρεμίσουμε, βρε αδελφέ, τοποθετώντας στη θέση της απλές λαϊκές καλύβες (ή στη χειρότερη περίπτωση πολυκατοικίες); Γιατί κάτι ανάλογο ζητά ο Χατζιδάκις και οι ομόνοοί του για τη μουσική: όλο το ψυχικό βάθος του Μπαχ, όλη η ομορφιά του Μότσαρτ, όλη η δύναμη και η διαλεκτική του Μπετόβεν, όλη η ονειροπόληση του Σοπέν και όλη η τραγικότητα της νεωτερικής ύπαρξης του Μάλερ δεν είναι γι’ αυτόν παρά απεχθή απότοκα της μουσικής δραστηριότητας «γερόντων αργόσχολων και πεισματικών», «μεγαλόσχημων του αναγεννησιακού μας λάθους», υπεύθυνων για το μέγα έγκλημα της ανακάλυψης της συνήχησης! (Ευτυχώς που δεν πέρασαν από Ιερά Εξέταση όπως ο Γαλιλαίος, στον οποίο αναφέρεται!) Είναι πράγματι απίστευτο ότι ο ίδιος άνθρωπος, που με τόση ευκολία και ανευθυνότητα διέγραφε με μια μονοκοντυλιά αιώνες ολόκληρους καλλιτεχνικής αναζήτησης, προϊόν της οποίας ήταν η ανόρθωση, επιτέλους, της μουσικής στην κατάσταση της τέχνης, ο ίδιος άνθρωπος που ζήτησε δημόσια την κατάργηση όλων των θεσμών που συνδέεται μαζί της, όχι μόνο βρέθηκε επικεφαλής όλων αυτών των θεσμών (πλην, είναι αλήθεια, των ωδείων), αλλά και ο ίδιος με ζέση υπερασπίστηκε μια υπόθεση για την οποία ουδέποτε προσπάθησε να πείσει ιδεολογικά κανέναν!
Είναι γνωστό ότι η Ορχήστρα των Χρωμάτων όφειλε την ύπαρξή της αρχικά στο κύρος της παρουσίας και αργότερα του ονόματος του ιδρυτή της (χωρίς φυσικά να αγνοούνται οι άοκνες προσπάθειες του καλλιτεχνικού διευθυντή και του αρχιμουσικού της). Ας μην ξεχνάμε όμως και την διαρκή απροθυμία χρηματοδότησης της ορχήστρας από το κράτος ήδη όσο ζούσε ο Χατζιδάκις· η χιουμοριστική παράφραση «ορχήστρα των χρημάτων» προέρχεται άλλωστε από τον ίδιο. Εγώ μόνο αναρωτιέμαι, και καλώ και εσάς να αναρωτηθείτε, αν ποτέ ο ίδιος αναρωτήθηκε πόσο ζημίωνε τη μελλοντική του υπόθεση εκστομίζοντας με την περίφημη ποιητική του ευγλωττία (και όντας ήδη παράγων της Πολιτείας!) τοξικές διακηρύξεις και παραινέσεις σαν αυτές που σχολιάστηκαν παραπάνω. Εκτός αν θεωρούσε ότι οι πολιτειακοί παράγοντες τις ξέχασαν. Εγώ προσωπικά πιστεύω πως δεν τις ξέχασαν.
Μάρκος Τσέτσος
mtsetsos@music.uoa.gr
(Οκτώβριος 2011)
Τεχνική επμέλεια σελίδας & επιλογή εικόνων: Κώστας Γρηγορέας