(Συμφωνική του Birmingham - Ραδιοφωνική Συμφωνική της Στουττγάρδης)
Το Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2009 εμφανίστηκαν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών η βρεταννική Συμφωνική Ορχήστρα του Βirmingham (Μπέρμινγκχαμ) υπό τον νεότατο και πολλά υποσχόμενο Λετονό μαέστρο Άντρις Νέλσονς και η γερμανική Ραδιοφωνική Συμφωνική Ορχήστρα της Στουττγάρδης υπό τον κύριο εδώ και μια ενδεκαετία Βρεταννό αρχιμουσικό της, Σερ Ρότζερ Νόρρινγκτον. Το άρθρο που ακολουθεί παρέχει ιστορικά και άλλα στοιχεία για τη σταδιοδρομία των σημαντικότατων αυτών ορχηστρικών συνόλων, στο πλαίσιο της τακτικής αναφοράς των εμφανίσεων μεγάλων ορχηστρών στην Ελλάδα.
Η ΣΥΜΦΩΝΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΟΥ ΜΠΕΡΜΙΝΓΚΧΑΜ
΄Ενα από τα σημαντικότερα βρεταννικά ορχηστρικά σύνολα της εποχής μας, η Συμφωνική Ορχήστρα (της Πόλης) του Μπέρμινγκχαμ, όπως είναι η πλήρης ονομασία της (City of Birmingham Symphony Orchestra/ CBSO), ιδρύθηκε το 1920 με τον θρυλικό μουσουργό Σερ ΄Εντουαρντ ΄Ελγκαρ (Sir Edward Elgar, 1857-1934) να διευθύνει την πρώτη της συναυλία την ίδια εκείνη χρονιά. Πρώτοι κύριοι αρχιμουσικοί της (οι οποίοι έφεραν και τον τίτλο των μουσικών διευθυντών), ανέλαβαν οι ΄Αππλμπυ Mάθιους (Appleby Matthews, περίπου 1881-1948)[1] για την περίοδο 1920-1924, ΄Ειντριαν Μπόουλτ (Adrian Boult)[2] για την περίοδο 1924-1930 (θα επανέλθει σύντομα αργότερα, το 1959-1960), και Λέζλη Χέουαρντ (Leslie Heward, 1897-1943) για την περίοδο από το 1930 ως τον πρόωρο θάνατό του, το1943.
Με αποφασιστικούς σταθμούς της εξέλιξής της τα έτη 1944 και 1948, ο ορχήστρα συνέχισε και στη δεύτερη εικοσαετία της ζωής της να έχει στο πόντιουμ της σημαντικότατους αρχιμουσικούς, όπως τον Τζωρτζ Ουέλντον (George Weldon, 1906 ή 1908-1963) για την περίοδο 1943/ 44-1951, τον Αυστροεβραίο Ρούντολφ Σβαρτς (Rudolf Schwarz, 1905-1984 [1994;]) για την περίοδο 1951-1957 και τον Πολωνό συνθέτη Αντρζέι Πανούφνικ (Andrzej Panufnik, 1914-1991) για τα χρόνια 1957-1959, όταν επανήλθε ο Σερ ΄Ειντριαν Μπόουλτ για τη σαιζόν 1959-1960. Η τρίτη φάση καλύπτει την εκτενή περίοδο 1960-1998 όταν ως κύριοι μαέστροι της ανέλαβαν ο Βρεταννός Χιούγκο Ρίγκνολντ (Hugo Rignold, 1905-1976) για την περίοδο 1960-1969, ο Γάλλος Λουί Φρεμώ (Louis Frémaux, γεν. 1921) για την περίοδο 1969-1978 και (μετά διετή χηρεία της θέσης) ο (διάσημος σήμερα ως μαέστρος της Φιλαρμονικής του Βερολίνου) Βρεταννός Σερ Σάιμον Ραττλ (Sir Simon Rattle, γεν. 1955) για την περίοδο 1980-1998, συνδέοντας την πρώτη φάση της μετεωρικής καλλιτεχνικής του ανόδου ακριβώς με την ορχήστρα αυτή, με την οποία πραγματοποίησε μερικές από τις καλύτερες δισκογραφήσεις του (στη βρεταννική δισκογραφική εταιρεία ΕΜΙ), κυρίως σε Συμφωνίες των Γκούσταφ Μάλερ (1860-1911) (1η, 2η, 3η, 4η, 6η, 7η και 8η μαζί με ορισμένους από τους εκτενείς κύκλους ορχηστρικών τραγουδιών / ηχογραφήσεις 1984-2004 σε συλλεκτική κασσετίνα 14 CDs της ΕΜΙ, 2007) και Γιαν Σιμπέλιους (1865-1957) (1η έως και 7η με αποσπάσματα άλλων ορχηστρικών έργων και το Κονσέρτο για βιολί με τον Βρεταννό βιρτουόζο Νάιτζελ Κέννεντυ [Nigel Kennedy, γεν. 1956][3] / ηχογραφήσεις 1981-1987 σε κασσετίνα 4 CDs της ΕΜΙ, 2007), καθώς και σε συμφωνικά έργα των Γάλλων Κλωντ Ντεμπυσσύ ([1862-1918), Μωρίς Ραβέλ (1875-1937), του Τσέχου Λέος Γιάνατσεκ (1854-1928), αλλά και στα τρία μεγάλα μπαλλέτα του ΄Ιγκορ Στραβίνσκυ (1882-1971) («Πουλί της φωτιάς», «Ιεροτελεστία της άνοιξης», «Πετρούσκα»). Την περίοδο της θητείας του Ραττλ η ορχήστρα απέκτησε νέα εξαιρετικής ακουστικής αίθουσα συναυλιών (Symphony Hall) και πραγματοποίησε περιοδείες συναυλιών σε διάφορες χώρες. Ιδιαίτερα επίσης διακρίθηκαν από την περίοδο αυτή η Χορωδίες ενηλίκων και νέων της Ορχήστρας (City of Birmingham Symphony Chorus/ Youth Chorus), καθώς και η Ορχήστρα Νέων (City of BirminghamYouth Orchestra)[4].
Το 1998 τον Ραττλ διαδέχτηκε ως κύριος αρχιμουσικός και μουσικός διευθυντής ο ταλαντούχος (νεότατος τότε –μόλις 33 ετών) Φινλανδός μαέστρος Ζακάρι ΄Οραμο (Sakari Oramo, γεν. 1965), που μετά από μια επιτυχημένη δεκαετή θητεία αποχώρησε το 2008 (συνεχίζοντας πάντως τις εμφανίσεις μαζί της ως κύριος προσκεκλημένος μαέστρος της). Τον διαδέχτηκε πρόσφατα (από την σαιζόν 2008-2009) ο νεότατος Λετονός (μόλις 34 ετών σήμερα) Άντρις Νέλσονς (Andris Nelsons), του οποίου η πρόσληψη είχε ανακοινωθεί τον Οκτώβριο του 2007. Η πρόσληψη αυτή δημιούργησε κάποιες εντυπώσεις αφού ο Νέλσονς δεν είχε συνεργαστεί πυκνά με την ορχήστρα πριν παγιωθεί η μονιμότερη συνεργασία τους (όπως συμβαίνει συνήθως με τους διορισμούς τακτικών μαέστρων σε μεγάλες ορχήστρες).
O Αndris Nelsons
Γεννημένος στη Ρίγα της Λετονίας το 1978, ο Νέλσονς συγκαταλέγεται στους σπουδαιότερους αρχιμουσικούς της νεότατης γενιάς. Γιος πατέρα τσελλίστα και χορωδιακού μαέστρου και με αρχικές σπουδές τρομπέττας και φωνητικής (ως μπασο-βαρύτονος) καθώς και με θητεία τρομπεττίστα σε νεαρή ηλικία στην Ορχήστρα της Εθνικής ΄Οπερας της πατρίδας του, στη συνέχεια στράφηκε στη μουσική διεύθυνση με σπουδές στο Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης/ Λενιννκράντ (μαθηγής του Αλεκσάντρ Τίτοφ), παρακολουθώντας παράλληλα και τα σεμινάρια (Masters) τριών επιφανών μαέστρων του καιρού μας, του Φινλανδού δασκάλου Γιόρμα Πάνουλα (γεν. 1930), του Εσθονού Νήιμε/ Νέεμε Γιέρβι (Järvi, γεν. 1937) και του δικού του συμπατριώτη –και μέντορά του- Μάρις Γιάνσονς (γεν. 1943). Ο τελευταίος ήδη από το 2002 ξεχώρισε τον νεαρό Νέλσονς που είχε συμμετάσχει ως τρομπεττίστας με τη νορβηγική Φιλαρμονική του ΄Οσλο (όπου ο Γιάνσονς διετέλεσε μουσικός διευθυντής επί μακρόν μεταξύ 1979-2000).
Την περίοδο 2003-2008 ο Νέλσονς ανέλαβε, σε νεαρότατη ηλικία, κύριος μαέστρος της Εθνικής ΄Οπερας της Λετονίας, ενώ από το 2006 (στα 28 του) έχει διαδεχθεί τον Ιάπωνα Τοσιυούκι Καμιόκα ως κύριος μαέστρος της Γερμανικής Βορειοδυτικής Φιλαρμονικής του Χέρφορντ (Nordwestdeutschen Philharmonie). H μεγαλύτερη όμως ως τώρα διάκριση ήλθε το 2007, όταν η βρεταννική Συμφωνική του Μπέρμινγκχαμ (την οποία είχε ως τότε διευθύνει ελάχιστες φορές, όπως εξάλλου και τη Φιλαρμονική του BBC, στο Μάντσεστερ), τον επέλεξε ως κύριο αρχιμουσικό της από την περίοδο 2008-2009, μετά την αναχώρηση του προκατόχου του, προαναφερθέντος Σακάρι ΄Οραμο.
Watch conductor Andris Nelsons rehearse with the CBSO
Πριν από τέσσερα περίπου χρόνια, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (26 Φεβρουαρίου 2009), η Συμφωνική Ορχήστρα της Πόλης του Μπέρμινγκχαμ υπό τον ΄Αντρις Νέλσονς ερμήνευσε ορχηστρικά μέρη από τα μουσικά δράματα του Ρίχαρντ Βάγκνερ «Τανχώυζερ» και «Τριστάνος και Ιζόλδη» και το συμφωνικό ποίημα «Θάνατος και εξαϋλωση» του Ρίχαρντ Στράουςς, δημιουργώντας πολύ θετικές εντυπώσεις παρά την (λόγω έλλειψης πείρας) υπερβολικά σχολαστική-αναλυτική κινησιολογία του[5]. Τον Ιούλιο του 2011 ο Νέλσονς ντεμπουτάρησε στο Φεστιβάλ του Μπαϋρόιτ, διευθύνοντας τον «Λόενγκριν» του Βάγκνερ. Η ζωντανή ερμηνεία του της 3ης Συμφωνίας του Μπρούκνερ (τέλη 2009) κυκλοφόρησε το 2011 σε CD του περιοδικού ΒBC Music Magazine, ενώ έχει επίσης πρόσφατα δισκογραφήσει στην εταιρεία Orfeo την 6η «Παθητική» Συμφωνία του Τσαϊκόφσκυ και την «Αλπινική» Συμφωνία του Ρίχαρντ Στράουςς. Τέλος, η εξαιρετική βιντεοσκόπησή του της 9ης Συμφωνίας «του Νέου Κόσμου» του Ντβόρζακ με τη Βαυαρική Ραδιοφωνική Συμφωνική (CD της Unitel Classica/ 2011) μεταδόθηκε και από το ελληνικό τηλεοπτικό Κανάλι της Βουλής –το μόνο (μαζί με την ΕΤ1) που προβάλλει την κλασσική μουσική εδώ και αρκετά χρόνια.
Η ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΗΣ ΣΤΟΥΤΤΓΑΡΔΗΣ
Γνωστή στη διεθνή δισκογραφία και ως Ραδιοφωνική Ορχήστρα της Νοτιοδυτικής Γερμανίας (Südwest Rundfunks Sinfonieorchester/ SWR), η ορχήστρα αυτή ιδρύθηκε μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1945, από τις αμερικανικές αρχές κατοχής στην πλούσιας μουσικής παράδοσης πόλη της Στουττγάρδης. Η αρχική της ονομασία ήταν Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Στουττγάρδης (Sinfonieorchester von Radio Stuttgart), ενώ το 1949 πήρε την ονομασία Συμφωνική Ορχήστρα της Νότιας Γερμανικής Ραδιοφωνίας (Sinfonieorchester des Süddeutschen Rundfunks/ το 1959 μετονομάστηκε πάλι στο απλούστερο Südfunk-Sinfonieorchester), για να λάβει τελικά το σημερινό της όνομα το 1975. Πρώτος κύριος αρχιμουσικός της ανέλαβε για την μακρά περίοδο 1948-1969 ο Γερμανός Χανς Μύλλερ-Κράυ (Hans Müller-Krey), τον οποίο διαδέχτηκε μετά από διετή χηρεία της θέσης ο περίφημος Ρουμάνος αρχιμουσικός Σέργκιου Τσελιμπιντάκε (Serghiu Celibidache, 1912-1996) για την περίοδο 1971/ 72-1977[6]. Μετά από μεσολάβηση νέας (εξαετούς τη φορά αυτή) χηρείας (1977-1983), στη θέση διορίστηκε ο επιφανής επίσης Βρεταννός αρχιμουσικός και βιολονίστας Σερ Νέβιλλ Μάρρινερ (Sir Neville Marriner, γεν. 1924) (ο ιδρυτής της Ορχήστρας της Ακαδημίας του Αγίου Μαρτίνου στους αγρούς/ Academy of Saint Martin-in-the-Fields) για την περίοδο 1983-1989, όπου τον διαδέχτηκε με τη σειρά του ο ταλαντούχος Ιταλός μαέστρος Τζιανλουίτζι Τζελμέττι (Gianluigi Gelmetti, γεν. 1945) στα χρόνια 1989-1998. Από το 1998 ως τις ημέρες μας κύριος αρχιμουσικός της ορχήστρας είναι ο γεννημένος στην Οξφόρδη Βρεταννός Σερ Ρότζερ Νόρρινγκτον (Sir Roger Norrington, γεν. 1934), που την τελευταία δεκαετία έχει δουλέψει συστηματικά με το σύνολό του, βασισμένος στις εμπειρίες του με σύνολα οργάνων εποχής, διαμορφώνοντας στις συναυλίες και ηχογραφήσεις του το ιδιαίτερο ερμηνευτικό «στυλ» στο οποίο η μουσικοκριτική αναφέρεται με τον όρο «ο ήχος της Στουττγάρδης»[7]. Επίσης, από το 2003 επίτιμος αρχιμουσικός της έγινε ο σημαντικός οπερατικός Γάλλος μαέστρος Ζωρζ Πρετρ (George Prêtre, γεν. 1924) –γνωστός πρόσφατα και στο ευρύτερο ελληνικό κοινό από την εμφάνισή του στο πόντιουμ της Φιλαρμονικής της Βιέννης στην πρωτοχρονιάτικη συναυλία του 2008 που, ως συνήθως, μεταδόθηκε απευθείας τηλεοπτικά.
Ως ραδιοφωνική ορχήστρα, η SWR έχει πραγματοποιήσει πολλές σημαντικές ηχογραφήσεις. Ιδιαίτερα ξεχωρίζουν εκείνες υπό την μπαγκέτα του ονομαστού Γερμανοπολωνού Κάρλ Σούριχτ (Karl Schuricht, 1880-1967) την τριετία 1950-1952 σε έργα των Φραντς Γιόζεφ Χάυντν (1732-1809) (2ο Κονσέρτο για βιολοντσέλλο με σολίστα τον Ενρίκο Μαϊνάρντι), Φραντς Σούμπερτ (1797-1828) («Ημιτελής» 8η Συμφωνία), Φέλιξ Μέντελσσον-Μπαρτόλντυ (1809-1847) (εισαγωγή «Αθαλία»), Ρίχαρντ Βάγκνερ (1813-1883) (Πρελούδιο και θάνατος της Ιζόλδης), ΄Αντον Μπρούκνερ (1824-1896) (9η Συμφωνία) και Μαξ Ρέγκερ (1873-1916)(Παραλλαγές και φούγκα σε ένα θέμα του Μότσαρτ) (σε συλλεκτική κασσετίνα 3 CDs της αμερικανικής εταιρείας Music & Arts/ έκδοση 2001), και του Τσελιμπιντάκε («ζωντανές» ηχογραφήσεις), που κυκλοφόρησαν μετά το θάνατό του (1996), αφού ως γνωστόν ο ιδιοσυγκρασιακός αυτός μαέστρος ήταν άκρως επιφυλακτικός ως προς τις δισκογραφήσεις. Ξεχωρίζουν ανάμεσά τους οι ερμηνείες του στις Συμφωνίες 3η, 5η, 7η, 8η και 9η του Μπρούκνερ (ηχογραφήσεις μεταξύ 1971 και 1981 στο πλαίσιο κασσετίνας 8 CDs της Deutsche Grammophon/ 2000, επανέκδοση 2004, με την 35η Συμφωνία «Χάφφνερ» του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ [1756-1791] και την 5η Συμφωνία του Σούμπερτ / ηχογραφήσεις των ετών 1976 και 1979 αντίστοιχα –η 5η του Σούμπερτ είχε ηχογραφηθεί και παλαιότερα, το 1969: CD της Memories ), στην 4η Συμφωνία του Γιοχάννες Μπραμς (1833-1897) (ηχογράφηση 1974/ CD της Andromeda), καθώς και (επίσης στην Deutsche Grammophon) οι σπουδαίες εκτελέσεις του έργων των Ντεμπυσσύ («Νυκτερινά» και «Θάλασσα»/ ηχογράφηση 1980) και Ραβέλ («Δάφνις και Χλόη» 2η ορχηστρική σουίτα, “To Bαλς», «Πρωινή καντάδα του γελωτοποιού»/ “Alborada del gracioso”).
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 εγκωμιάστηκαν από την κριτική δύο ερμηνείες από την ίδια αυτή ορχήστρα: αφενός του σπάνια εκτελούμενου ορατορίου του Σεζάρ Φρανκ (1822-1890) «Οι Μακαρισμοί» (“Les Béatitudes”), με συμμετοχή σολιστών και της Χορωδίας “Gächinger Kantorei” της Στουττγάρδης υπό τη διεύθυνση του (εκ Στουττγάρδης καταγόμενου) Χέλμουτ Ρίλλινγκ (Helmuth Rilling, γεν. 1933) (διπλό CD της Brilliant Classics/ 1990) και αφετέρου της Συμφωνίας Κονσερτάντε του Μότσαρτ για βιολί, βιόλα και ορχήστρα με μαέστρο τον προαναφερόμενο Τζελμέττι και σολίστες τους Φρανκ-Πέτερ Τσίμμερμανν (Frank-Peter Zimmermann, γεν. 1965-) και Ταμπέα Τσίμμερμανν (CD 1991). Πολυτιμότατο υλικό επίσης υπάρχει σε DVD της εταιρείας Arthaus Musik με τον επιφανή ουγγρικής καταγωγής μαέστρο Σερ Γκέοργκ Σόλτι (Sir Georg Solti 1912-1997) σε πρόβες και πλήρεις ερμηνείες της εισαγωγής από τον «Τανχώυζερ» του Βάγκνερ και του Ουγγρικού Εμβατηρίου από την «Καταδίκη του Φάουστ» του Εκτόρ Μπερλιόζ (1803-1869) (ηχογραφήσεις 1966 και 1968 αντίστοιχα), ενώ παρόμοιας σημασίας είναι και οι τηλεβιντεοσκοπημένες πρόβες (και πλήρεις εκτελέσεις) της ορχήστρας από τον έμπειρο Τσέχο αρχιμουσικό (με θητεία στη Γερμανία) Βάτσλαβ Νόυμαν (Vaclav Neumann, 1920-1995) (DVD της Arthaus Musik με τις εισαγωγές στην «Πουλημένη μνηστή» του Μπέντριχ Σμέτανα [1824-1884]/ βιντεοσκόπηση του 1968 και «Λεονόρα αρ. 3» του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν [1770-1827]/ βιντεοσκόπηση του 1969), καθώς και από τον χαρισματικό Γερμανο-Αυστριακό Κάρλος Κλάιμπερ (Carlos Kleiber, 1930-2004)[8] (DVD της TDK κυκλοφορίας 2003, με τις εισαγωγές στον «Ελεύθερο σκοπευτή» του Καρλ Μαρία φον Βέμπερ [1786-1826] και στη «Νυχτερίδα» του Γιόχαν Στράουςς υιου [1825-1899]/ βιντεοσκόπηση 1970). Τέλος, πιο πρόσφατα DVDs των εταιρειών Arthaus Musik (2006) και Euroarts (2007) παρουσιάζουν τον σπουδαίο Ιταλό μαέστρο Κάρλο Μαρία Τζιουλίνι (Carlo Maria Giulini, 1914-2005) να προβάρει και να ερμηνεύει (το 1997, σε ηλικία 83 ετών) την 9η Συμφωνία του Μπρούκνερ[9] και τον σημερινό μαέστρο της SWR, Nόρρινγκτον, σε δοκιμές και πλήρη ερμηνεία της 39ης Συμφωνίας του Mozart. Επίσης πρόσφατα (2006) κυκλοφόρησε από τη γερμανική εταιρεία Hänssler Classic σε DVD η ερμηνεία του Νόρρινγντον στις τέσσερεις Συμφωνίες του Μπραμς, όπου η θητεία του μαέστρου αυτού με σύνολα οργάνων εποχής έχει αφήσει την «στάμπα» της πάνω στον ήχο του Μπραμς, που εδώ ακούγεται κάπως «ισχνός», αναιμικός και επίπεδος, με την πλήρους συμφωνικής διάταξης ορχήστρα να ακούγεται ως σύνολο μουσικής δωματίου[10].
Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (20 Μαρτίου 2009), η Ραδιοφωνική Συμφωνική Ορχήστρα της Στουττγάρδης υπό τον Σερ Ρότζερ Νόρρινγκτον ερμήνευσε το Κονσέρτο για βιολί και ορχήστρα του ΄Αλμπαν Μπεργκ, με σολίστα τον ΄Ελληνα βιρτουόζο Λεωνίδα Καβάκο (γεν. 1967) και την 9η «Μεγάλη» Συμφωνία του Σούμπερτ.
ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
-John Holmes, Conductors on record, εκδόσεις Gollancz,
-Michael Kennedy, Μουσικό λεξικό της Οξφόρδης, 3 τόμοι, μετάφραση Μάρω Φιλίππου, Ηρώ Διαμαντούρου, ΄Αννα Παντελούς, επιμέλεια Τάκης Καλογερόπουλος, εκδόσεις Γιαλλελή, Αθήνα [1993].
-Τhe new Grove dictiorary of music and musicians, επιμέλεια Stanley Sadie, 29 τόμοι, εκδόσεις Grove/ Macmillan Publishers Ltd., London-New York 2001 (2η αναθεωρημένη έκδοση).
-David Patmore, A-Z of conductors, έκδοση δισκογραφικής εταιρείας
-Αλέξιος Σαββίδης, Μεγάλοι μαέστροι Βιογραφικό λεξικό, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2008 (και 2η αναθεωρημένη έκδοση με προσθήκες, 2009), με τη βιβλιογραφία του προλόγου.
[1]Πρώην οργανίστας του καθεδρικού ναού της πόλης. Το 1920 επίσης διηύθυνε την πρώτη εκτέλεση των «Πλανητών» του Γκούσταβ Χολστ (1874-1934) στο Μπέρμινγκχαμ.
[2]O περίφημος Sir Adrian Boult (1889-1983), τότε στις πρώτες δεκαετίες της μεγάλης σταδιοδρομίας του.
[3]O Κέννεντυ έχει επίσης δισκογραφήσει στην ΕΜΙ, σε συνεργασία με τον Ραττλ και τη Συμφωνική του Μπέρμινγκχαμ, τα βιολινιστικά Κονσέρτα των ΄Ελγκαρ, Ραίηφ Βων Ουίλλιαμς (1872-1958) και το Κονσέρτο για βιόλα και ορχήστρα του Σερ Ουίλλιαμ Ουώλτον (1902-1983).
[4] Δισκογραφία-βιντεογραφία του Ραττλ στον Α. Σαββίδη, Μεγάλοι μαέστροι. Βιογραφικό λεξικό, Αθήνα, εκδόσεις Πατάκη, 2008 (2η αναθεωρημένη και εμπλουτισμένη έκδ., 2009), σ. 364-365 (με αναφορές σε πρόσφατες συναυλίες-δισκογραφήσεις-βιντεοσκοπήσεις του) . Στο ίδιο λεξικό υπάρχουν αντίστοιχες λεπτομέρειες για τους πιο κάτω αναφερόμενους αρχιμουσικούς Πάνουλα, Ν. Γιέρβι, Μ. Γιάνσονς και Σ. Όραμο.
[5] Βλ. Α. Σαββίδης, Δοκίμια κλασσικής μουσικής παιδείας, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2009, σ. 100-101.
[6]Ο Τσελιμπιντάκε διηύθυνε τακτικά την ορχήστρα από το 1958 ως κύριος προσκεκλημένος αρχιμουσικός της. Για τη δισκογραφία-βιντεογραφία του βλ. Σαββίδης, Μεγάλοι μαέστροι, ό.π., σ. 458-460.
[7]Για τον Νόρρινγκτον βλ. λεπτομέρειες στους David Patrmore, A-Z of conductors, έκδ. δισκογραφικής εταιρείας Naxos, 2007, σ. 706-709 και Σαββίδη, ό.π. (δισκογραφία-βιντεογραφία), σ. 306-307 –ιδίως στην υπό ετοιμασία 3η έκδοση υπάρχουν αναλυτικές αναφορές σε πρόσφατες συναυλίες και δισκογραφήσεις του. Tονίζεται το γεγονός ότι ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως πολλά υποσχόμενος χορωδιακός μαέστρος.
[8]Γιος του επίσης σπουδαίου Γερμανού μαέστρου ΄Εριχ Κλάιμπερ (1890-1956).
[9]Δηλαδή, η 9η Συμφωνία του Μπρούκνερ ερμηνεύτηκε από την ορχήστρα τέσσερεις φορές (δύο δισκογραφήσεις/ Σούριχτ-Τσελιμπιντάκε και δύο βιντεογραφήσεις/ Τσελιμπιντάκε-Τζιουλίνι)! Αξίζει να σημειωθεί ότι σώζεται πολύτιμο απόσπασμα πρόβας του Τσελιμπιντάκε (1964) με την ίδια ορχήστρα στο συμφωνικό ποίημα του Ρίχαρντ Στράουςς (1864-1949) «Τα φαιδρά καμώματα του Τιλλ Ωυλενσπήγκελ», σε DVD της Teldec (1997) με τίτλο “The art of conducting: Legendary conductors of a golden era”.
[10] Πρβλ. τη σύντομη ανάλυση και τη κρίση στον Σαββίδη, Δοκίμια κλασσικής μουσικής παιδείας,
ό.π., σ. 141-142: « … ακούγοντας τις σημερινές εκτελέσεις του Νόρρινγκτον, οι Σούριχτ και
Τσελιμπιντάκε δεν θα ήσαν ιδιαίτερα ευτυχείς […]»).
Αλέξιος Σαββίδης
Οκτώβριος 2012
Επιμέλεια σελίδας - Επιλογή εικόνων και βίντεο: Κώστας Γρηγορέας