KΑΤΙΑ ΠΑΣΧΟΥ
Η νικήτρια του διαγωνισμού
«Artists International Presentations Special Prize 2008»
Συνέντευξη στην Έφη Αγραφιώτη
Η Κάτια Πάσχου είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα νέα πρόσωπα στο χώρο του λυρικού τραγουδιού. Δυναμική, καλλιεργημένη πολύπλευρα, ταλαντούχα, προσγειωμένη, μοιράζει το χρόνο και το όραμα ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και την Αθήνα, μελετά, εργάζεται, απολαμβάνει τις επιλογές της, την Τέχνη.
Κέρδισε τον διαγωνισμό Artists International Presentations Special Prize που αναδεικνύει νέους καλλιτέχνες και τους βοηθάει να κάνουν το ντεμπούτο τους στη Νέα Υόρκη. To βραβείο λοιπόν της χάρισε το μεγαλύτερο δώρο -μετά τα νιάτα της-, μία συναυλία στις 4 Μαΐου 2008, στο Carnegie Hall! Και τι τραγούδησε; κυρίως έργα ξένων συνθετών αλλά κι ένα έργο του Ιωσήφ Παπαδάτου. Με τη συμβολική κίνηση αυτή θέλησε να τιμήσει το συνθέτη, την ελληνική μουσική οικογένεια, αλλά και το κοινό, που περιείχε βέβαια πολλούς Έλληνες. Ο τίτλος του έργου του έλληνα συνθέτη είναι Μια σύντομη ιστορία, οp. 92, και βασίστηκε σε πέντε ποιήματα του Γιώργου Κοροπούλη. Το πρόγραμμα περιείχε επίσης έργα Μπραμς, Ντελίμπ, Γρανάδος, Χαίντελ, Μπενεντέτο Μαρτσέλλο, Μότσαρτ, Πουλένκ και Ραβέλ. Την Κάτια συνόδευσαν ο Μανώλης Παπασηφάκις στο πιάνο, η Μαίρη Μπάρτο στο φλάουτο και ο Τζόζεφ Μέιερς στο τσέλο.
Νεα Υόρκη, με τον πιανίστα Μανώλη Παπασηφάκι
Mε σπουδές θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο Aθηνών, μονωδίας στο Ωδείο Athenaeum και μαθήματα τεχνικής με τον Tζων Mοδινό, η Kάτια Πάσχου εμφανίζεται σε συναυλίες στην Aθήνα και την ελληνική περιφέρεια από το 1996. Παρακολούθησε σεμινάρια με λυρικούς καλλιτέχνες υψηλού κύρους, όπως οι Teresa Berganza, Kώστας Πασχάλης, Dalton Baldwin. Mεταξύ των συμμετοχών της ξεχωρίζουν οι παραστάσεις: «Aθήνα 1950» (θέατρο «Mεταξουργείο), «O Eλεύθερος Σκοπευτής» («Aκροπόλ»), «Διαμάντια στη λάσπη» («Mεταξουργείο»), «O κουρέας της Σεβίλλης» (θέατρο «Χορν»), «O μαγικός αυλός» («Aκροπόλ»), «Xένσελ και Γκρέτελ» (Λυρική Σκηνή, Hρώδειο»), «O τσάρος με την μακριά γενειάδα» (Eθνικό Θέατρο, Ηρώδειο), «Eκκλησιάζουσες» (Eθνικό-Παιδικό Στέκι).
Η τελευταία της ιδέα, «Στα μονοπάτια της Σεβίλλης» υπήρξε μια αποκάλυψη ακόμη και για την ίδια, αν και επρόκειτο για μια δική της έμπνευση. Συνάντησε μουσικά, για τις ανάγκες της παράστασης αυτής, το βιρτουόζο κιθαρίστα του φλαμέγκο Αρτούρο Μαρτίνεζ και το δεξιοτέχνη ουτίστα Δημήτρη Μικέλη. Μαζί οργάνωσαν ένα ειδικό αφιέρωμα στην ισπανική μουσική, στο οποίο το λυρικό τραγούδι συνδυάστηκε με την παράδοση του φλαμέγκο. Μια «ιδιαίτερη» ασφαλώς συνύπαρξη που εκτιμήθηκε από το ακροατήριο, όπου κι αν παρουσιάστηκε.
Στα μονοπάτια της Σεβίλλης, Μανόλης Παπσηφάκις, Κάτια Πάσχου, Δημήτρης Μικέλης και Αρτούρο Μαρτίνεζ.
Η Κάτια απαντά στις ερωτήσεις μας:
Ε.Α. Όταν ήσουν μικρούλα θαύμαζες την μπαλαρίνα Μαργκότ Φοντέιν. Ονειρευόσουν να της μοιάσεις. Την χαρακτήριζες σαν την Κάλλας του τραγουδιού. Οι αντιγραφές είναι παραγωγικές στην Τέχνη;
Κ.Π. Φυσικά! η προσομοίωση και η αντιγραφή στην τέχνη είναι όχι μόνο υγιής αλλά και αναγκαία στην αρχή. Όσον αφορά στο χαρακτηρισμό και τη σύγκριση με τη Κάλλας είναι αναπόφευκτος για μια ελληνίδα λυρική τραγουδίστρια. Αυτό που εισπράττω από τον κόσμο στην Ελλάδα και στην Αμερική είναι ότι το όνομα της είναι ευρέως γνωστό, η φήμη της πολύ μεγάλη ακόμα και στις νεότερες γενιές. Είναι μια ελληνίδα που μας κάνει περήφανους, γι αυτό και εμείς με τη σειρά μας πρέπει να τιμούμε τη μνήμη και την κληρονομιά που μας άφησε, γνωρίζοντας αν μη τι άλλο το έργο της και παίρνοντας έμπνευση και δύναμη από αυτό. Αν έχω κάτι κοινό με την Κάλλας εκτός από την ελληνική μου καταγωγή, είναι η αγάπη μου για τη μουσική και την Τέχνη.
Ε.Α. Αλλά θα σε ρωτήσω, τι είναι Τέχνη;
Κ.Π. Στο πανεπιστήμιο ένας αγαπημένος μου καθηγητής είχε πει ότι η Τέχνη είναι ένας τρόπος να χάνει ο άνθρωπος την αίσθηση του χρόνου, μια και ο χρόνος είναι η βασική του αγωνία. Άλλοι κάνουν έρωτα, άλλοι παίρνουν ναρκωτικές ουσίες, είχε πει εκείνος, άλλοι πάνε για… ψώνια(!) προσθέτω εγώ… Προσωπικά διαλέγω την Τέχνη γιατί είναι ο πιο υγιής τρόπος να ζήσω, τρέφει την ψυχή, το σώμα και το νου ταυτόχρονα.
Ε.Α. Η φωνή είναι ίσως η τελειότερη έμπνευση του Θεού. Πλάθει και αναπλάθει όλων των ειδών τις σκέψεις και τα συναισθήματα. Τα στάδια μέχρι να την αξιοποιήσουμε όμως είναι πολλά. Η ασμίλευτη πέτρα να φτάσει να σμιλευτεί σαν εργαλείο ακριβείας και δρόμος διάβασης της τέχνης. Θέλει τεχνική, υπομονή, θυσία, μέθοδο, τύχη. Πώς το βλέπει όλο αυτό το έργο ένας νέος τραγουδιστής;
Κ.Π. Είναι έτσι ακριβώς. Ο δρόμος είναι δύσκολος, κρύβει πολλές απογοητεύσεις, γι αυτό χρειάζεται κανείς ψυχικά – και οικονομικά - αποθέματα και κάποιους ανθρώπους να τον καθοδηγούν. Δεν έχω όμως μετανιώσει ούτε μια στιγμή, γιατί οι χαρές, αν και λίγες, όταν έρχονται είναι μεγάλες. Και η πιο μεγάλη χαρά είναι να διαπιστώνεις ότι ο κόσμος περνάει όμορφα.
Ε.Α. Είμαι περίεργη να μάθω πώς κρίνεις την εμπειρία σου στο Mannes College όπου φοίτησες, σε σχέση – δεν τολμώ να πω σε σύγκριση – με την εμπειρία από τις εδώ σπουδές σου. Ποια πράγματα θα άξιζε και θα μπορούσε να εμφυτευτούν εδώ, έτσι όπως είναι η δική μας μουσική κατάσταση σήμερα. Τι σε ωριμάζει περισσότερο εκεί και τι δεν θα άλλαζες από την ελληνική σου σπουδαστική φάση.
Κ.Π. Οι σπουδές μου εδώ ήταν αποσπασματικές, διασκορπισμένες σε διάφορα ωδεία. Στο Μannes ήμουν συγκροτημένη, συγκεντρωμένη σε καθημερινή βάση από το πρωί ως το βράδυ. Μπορούσα να μελετάω σε ένα δωμάτιο με πολύ καλό πιάνο αρκετές ώρες απομονωμένη, και γύρω μου επικρατούσε η ίδια διάθεση και από τους άλλους. Επικρατούσε δηλαδή πειθαρχία και εγρήγορση. Είχα πολλών ειδών διαφορετικά μαθήματα που μου έδωσαν την ευκαιρία να γνωρίσω το ρεπερτόριο και να συνεργαστώ με πολύ καλούς μουσικούς κι όλα βρίσκονταν πραγματικά σε πανεπιστημιακό επίπεδο. Τα ωδεία όπου φοίτησα εδώ δεν είχαν τέτοιο χαρακτήρα, συνάντησα όμως πολύ καλούς καθηγητές όπως τον Ιωσήφ Παπαδάτο, που μου δίδαξε έναν εξαιρετικό τρόπο σκέψης πάνω σε ζητήματα προσέγγισης της μουσικής και μου στήριξε τις βάσεις για να σταθώ σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον. Στην Ελλάδα είχα επίσης την ευκαιρία να αποκτήσω πολύτιμη σκηνική εμπειρία, που κανένα σχολείο, ακαδημία ή πρόγραμμα δεν μπορεί να διδάξει. Μιλάω πρωτίστως για τα βιώματά μου στη παιδική σκηνή της Λυρικής σκηνής, τα οποία έχουν περάσει πια σε ένα άλλο επίπεδο μέσα μου, και εκδηλώνονται μέσα από τον αυθορμητισμό και το ένστικτό μου κάθε φορά που βρίσκομαι στη σκηνή. Για μένα η παιδική σκηνή ήταν και θα είναι το μεγαλύτερο σχολείο.
Ε.Α. Η θεατρολογία πόσο ήταν απόφασή σου και πώς τη βλέπεις να σε ενισχύει στις λυρικές επιλογές;
Κ.Π. Η θεατρολογία ήταν η πρώτη μου επιλογή όταν έδινα πανελλήνιες. Το πανεπιστήμιο ήταν για μένα το ιδανικό πεδίο όπου μπόρεσα να αναπτύξω τη σκέψη μου και να αποκτήσω πολύτιμες γνώσεις για τη θεατρική λογοτεχνία, την ευρωπαϊκή ιστορία θεάτρου και τέχνης άμεσα συνδεδεμένη με τη δυτική μουσική και φυσικά την όπερα. Ο τρόπος σκέψης και διδασκαλίας στο αμερικάνικο πανεπιστήμιο είναι πολύ περιορισμένος και κατευθυνόμενος. Υπάρχει μεγάλη πληροφόρηση και προσφέρεται σαν «έτοιμη τροφή», αλλά δεν ενθαρρύνεται η συνδυαστική σκέψη. Στην Ελλάδα μπορεί να παραπονιόμαστε για τα βιβλία μας και τα πανεπιστήμια μας, αλλά όσοι θέλουν να μάθουν, μαθαίνουν και ερευνούν από μόνοι τους, με αποτέλεσμα να γίνονται πιο εύστροφοι και ευρηματικοί. Προσωπικά στην Ελλάδα ένιωθα πιο ελεύθερη να εκφραστώ και να ψάξω σε όποια κατεύθυνση ήθελα. Για μένα αποτέλεσε και αποτελεί πρόκληση το να βρω ισορροπία μεταξύ πειθαρχίας και ελευθερίας.
Στο Μέγαρο Μουσικής, για την βραδιά των 20 ετών της Focus- Bari.
E.A. Πως βλέπεις τη Λυρική μας σκηνή σήμερα και τι όμορφο έχεις να μας περιγράψεις από την όπερα στη Νέα Υόρκη, παράσταση, στιγμιότυπο, ιδέα, ό,τι κι αν είναι αυτό..
K.Π. Η Μετροπόλιταν ως θέατρο εκφράζει το μεγαλείο της όπερας παγκοσμίως. Καλεί τους κορυφαίους ερμηνευτές της εποχής μας σε παραγωγές κυρίως παραδοσιακές, αλλά και κάποιες καινούριες, υπό σκηνοθετική διεύθυνση ανθρώπων που έχουν διαπρέψει σε παραγωγές του Broadway και στον κινηματογράφο. Η «εικόνα» είναι απαραίτητη πια και στον κόσμο της όπερας. Προωθούνται οι ερμηνευτές που αναφέρονται ως “singing actors”, γεγονός που υπογραμμίζει τη σημασία της υποκριτικής και της κίνησης, πέρα από τη φωνητική δεξιοτεχνία και ομορφιά, που θεωρείται φυσικά δεδομένη. To επιβλητικό κτίριο της Μετροπόλιταν βρίσκεται στο
Με 65$ μπορεί κανείς να γίνει μέλος στη Μετροπόλιταν και να νιώθει τελικά ότι «ανήκει» σ’ αυτό το χώρο - θεσμό, που φτιάχτηκε σύμφωνα με τα πρότυπα της αμερικανικής κουλτούρας! Νομίζω ότι αυτό είναι που λείπει από τη δικό μας θέατρο. Υπάρχει ένα σταθερό κοινό, που παρακολουθεί τα δρώμενα της Λυρικής, αλλά για να εμπλουτιστεί το ήδη υπάρχον κοινό θα πρέπει να δημιουργήσει αυτή την αίσθηση της «οικογένειας», της παρέας, στους θεατές της, όχι απαραίτητα όπως το πέτυχε η Μετροπόλιταν, αλλά με τρόπους που να αγγίζουν τους Έλληνες, όπως ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία τους. Και σε πρώτη φάση γίνεται αυτό με τη παιδική σκηνή. Όταν δημιουργεί κανείς καλές αναμνήσεις ήδη από τη παιδική ηλικία από το συγκεκριμένο είδος υπάρχει ελπίδα ότι θα το αγαπήσει και θα το εκτιμήσει και στο μέλλον. Διαισθάνομαι ότι κάτι τέτοιο επιθυμούν να δημιουργήσουν στον παλιό ιππόδρομο με το συγκρότημα Όπερας και Βιβλιοθήκης που προβλέπεται να είναι έτοιμο το 2015. Όλα αυτά είναι κινήσεις που θα κινήσουν το ενδιαφέρον του κοινού και κυρίως των νέων. Αλλά όταν κάνει κανείς μια τόσο μεγάλη επένδυση θα πρέπει να μεριμνήσει για τη σταδιακή και σοβαρή εκπαίδευση για τη διαμόρφωση νέου κοινού. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί ιδανικά με τη δημιουργία ενός προγράμματος που να απευθύνεται στα σχολεία, ώστε να έχουν τα παιδιά τη δυνατότητα να βιώνουν την κλασική μουσική σαν μέρος της εκπαίδευσης και της μόρφωσης τους, ερχόμενα σε επαφή με τους καλλιτέχνες απευθείας.
E.A. Τι μπορεί να προσφέρει η κλασική μουσική στην παιδεία μας;
K. Π. Ως έθνος έχουμε μια εμμονή να αναφερόμαστε είτε στους αρχαίους έλληνες είτε στη λαϊκή μας παράδοση. Από την άλλη πλευρά ανήκουμε και στο δυτικό πολιτισμό, τον οποίο η αρχαία ελληνική φιλοσοφία ενέπνευσε σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό. Άρα, οφείλουμε να έχουμε μια σφαιρική άποψη που να μη παραλείπει κανένα στοιχείο πολιτισμού. Η γεωγραφική μας θέση και η ιστορία μας καθιστά απόλυτα ανοιχτούς σε κάτι τέτοιο. Όσες πιο πολλές προσλαμβάνουσες έχουμε, τόσο πιο καλό αισθητικό κριτήριο αναπτύσσουμε και ταυτόχρονα αυξάνουμε τις πιθανότητες να δημιουργήσουμε κάτι το διαφορετικό, κάτι το πρωτότυπο στην τέχνη και στη σκέψη. Αυτό το έχω ζήσει στη Νέα Υόρκη αρκετά, επειδή η πόλη αυτή συγκεντρώνει πολλές και διαφορετικές κουλτούρες και όταν οι καλλιτέχνες αποφασίζουν να ανταλλάξουν στοιχεία το αποτέλεσμα μπορεί και είναι πολύ δημιουργικό.
E.A. Μήπως όμως η κλασική μουσική, σαν καθαρά «δυτικό προϊόν», είναι όντως ξένη στους Έλληνες; Δεν αναφέρομαι ασφαλώς στους λίγους γνωρίζοντες αλλά στο μεγάλο πληθυσμιακό κομμάτι, που όντας αδιαμόρφωτο αισθητικά, αισθάνεται να ζει μακράν όλων αυτών που χαρακτηρίζονται σαν «κουλτούρα» και η έννοια έτσι ιδωμένη περιέχει μια περιγραφή περιθωριακού χαρακτήρα.
K.Π. Πολλές φορές ακούω ότι ένα λυρικό τραγούδι δε μας αφορά γιατί οι στίχοι είναι στα γερμανικά γραμμένοι, αλλά ξεχνάμε ότι η μουσική είναι μια γλώσσα πανανθρώπινη. Επίσης, υπάρχουν πλέον μεταφράσεις για όσους επιμένουν να θέλουν να καταλαβαίνουν το κείμενο λέξη προς λέξη για να απολαύσουν τη μουσική. Οι υπέρτιτλοι αυτή τη στιγμή είναι αρκετά διαδεδομένοι ώστε η γλώσσα να μην αποτελεί εμπόδιο. Φυσικά δε θέλω να επιμείνω αν κάποιος μου πει «εμένα η όπερα ή η κλασική μουσική δεν μου αρέσει». Το να γνωρίζει όμως κανείς κάποια βασικά πράγματα για τις τέχνες εν γένει, του εξασκεί το αισθητικό κριτήριο και του χαρίζει άλλο επίπεδο ζωής στην καθημερινότητα του. Ειδικά σε ένα πλανήτη που χάνει όλο και περισσότερο τις φυσικές του ομορφιές.
E.A. Και πώς αντιδρά ένα νέο κορίτσι στον αντιαισθητικό περίγυρο της υποκουλτούρας;
K. Π. Θετικά και αισιόδοξα…ίσως και λίγο ρομαντικά. Αυτό μου το επιτρέπει αφενός η οικογένεια μου, αφετέρου οι άνθρωποι που έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει οικονομικά τις συναυλίες μου, και έτσι δίνεται η ευκαιρία στο κοινό να έρχεται και να παρακολουθεί συναυλίες λυρικού τραγουδιού με ελεύθερη είσοδο. Οι λάτρεις της κλασικής μουσικής θα πληρώσουν το εισιτήριο της Λυρικής ή του Μεγάρου ούτως η άλλως, αλλά το θέμα είναι όπως ξαναείπα, να δημιουργούμε και νέο κοινό. Εάν σε κάθε συναυλία κερδίζουμε και ένα θεατή, το κέρδος είναι πολύ μεγάλο. Το ενδιαφέρον μου πάντα είναι στραμμένο στους νέους. Οι αντιδράσεις τους είναι αυθόρμητες, ειλικρινείς. Οι νέοι έχουν ανάγκη να συγκινηθούν και όταν νιώθω ότι επιτυγχάνω κάτι τέτοιο, η ικανοποίηση μου είναι μεγάλη. Αντιλαμβάνομαι έντονα πια ότι ο ρόλος μου είναι και μορφωτικός, καθώς οι Έλληνες, αν το δούμε ιστορικά, δε συντονίστηκαν με τις καλλιτεχνικές εξελίξεις της Δύσης. Αυτό δε σημαίνει ότι είμαστε κατώτεροι πνευματικά ή μορφωτικά. Απλά δεν έχουμε εξοικειωθεί με αυτό το είδος και αυτό μας χαρακτηρίζει πολύ άδικα μέσα στην κοινότητα. Αναρωτιέμαι από την άλλη μεριά όμως, πώς υπάρχει παρόλα αυτά που περιέγραψα, τόση αγάπη για το κλασικό τραγούδι και τη κλασική μουσική από τη πλευρά των νέων που σπουδάζουν στα ωδεία και στη συνέχεια σπουδάζουν στο εξωτερικό… έχουμε παρα πολλά ταλαντούχα παιδιά! γιατί να είναι τόσο δυσανάλογο το ποσοστό των καλλιτεχνών που θέλουν να υπηρετήσουν την τέχνη αυτή σε σχέση με το κοινό; Υπάρχουν ομολογουμένως σπουδαία ταλέντα και πολύ καλές φωνές που γεννιούνται στη χώρα μας. Υπάρχει «κάτι» στην ψυχή των Ελλήνων που όταν δομηθούν τεχνικά και ολοκληρωθούν καλλιτεχνικά, οι ερμηνείες τους γίνονται αξεπέραστες. Αυτό οφείλουμε να το θυμόμαστε και να το τιμούμε.
Ε.Α. Να συμπληρώσω την προηγούμενη ερώτηση, ρωτώντας σε πότε χάνεις το κουράγιο σου η απογοητεύεσαι;
Κ.Π. Παρατηρώ - και στενοχωριέμαι γι αυτό, ότι όταν κάποιος αισθάνεται δημιουργικός και τολμά να το δείξει με έργο, αμέσως κάποιοι γύρω αντιδρούν μόνο και μόνο για να αντιδράσουν. Κατά κάποιο τρόπο, κάνοντας μια παρομοίωση, αισθάνομαι ότι έχει πολύ … θόρυβο γύρω μου για να ακουστεί μια αέρινη μελωδία του Μότσαρτ. Αλλά όπως με είχε συμβουλεύσει κάποτε ο αγαπημένος μου φίλος Λουκιανός Κηλαηδόνης, πετάω μπουκάλια με γράμματα στη θάλασσα… κάποιος, κάπου, κάποτε, μπορεί και να τα διαβάσει…
Έφη Αγραφιώτη
(Μάρτιος 2009)
effie@tar.gr
Επιμέλεια σελίδας: Κώστας Γρηγορέας