ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΙΘΑΡΙΣΤΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ
(συνέντευξη – παρουσίαση)
Πώς προέκυψε η ιδέα του κιθαριστικού συνόλου;
Στέλιος Μούστος: Όλα τα κιθαριστικά σχήματα ξεκίνησαν μέσα από τα σεμινάρια και τα φεστιβάλ. Στο εξωτερικό πρώτα και αργότερα εδώ. Αφού οι κιθαριστές βρισκόντουσαν μαζεμένοι, γιατί να μην κάνουν και μουσική μαζί; Ήταν και μια καλή ευκαιρία, από τη στιγμή που δεν υπάρχει ευρύ ρεπερτόριο για κιθάρα στη μουσική δωματίου – πόσο μάλλον για πολλές κιθάρες μαζί.
Το ρεπερτόριο αυτό το γνώρισα μέσα από την ορχήστρα που έκανε στα φεστιβάλ που διοργάνωνε ο Μπουντούνης. Μου άρεσε πολύ η ιδέα τού να παίζεις με άλλους, είτε φίλους είτε συμμαθητές…και βέβαια όλα αυτά που άκουσα ήταν μεταγραφές.
Επιστρέφοντας, λοιπόν, από ένα τέτοιο σεμινάριο, αποφάσισα να το ψάξω λίγο περισσότερο. Τότε δεν υπήρχε Internet και χρειάστηκε να καταφύγω σε καταλόγους εκδοτικών οίκων, να ρωτώ φίλους, να συλλέγω πληροφορίες στα φεστιβάλ στο εξωτερικό που παρακολουθούσα κτλ. Μέχρι που έπεσε στα χέρια μου ένας κατάλογος σε ένα φεστιβάλ στο Τίχι στην Πολωνία. Κάποιος Πολωνός είχε φτιάξει ένα δικό του βιβλίο (φανταστείτε σελίδες γραμμένες στη γραφομηχανή). Είχε ψάξει το ρεπερτόριο της κιθάρας στον 20ό αιώνα ανά κατηγορία: σόλο κομμάτια, κιθάρα και κάποιο άλλο όργανο, δύο κιθάρες κι άλλο όργανο, μία κιθάρα και συνδυασμοί οργάνων, κοντσέρτα…Εκεί ήταν και η πρώτη φορά που είδα τρεις σελίδες (φανταστείτε ότι ο κατάλογος είχε περίπου τριάντα έργα σε κάθε σελίδα) με κοντσέρτα για κιθάρα και ορχήστρα στον 20ό αιώνα. Βέβαια, ίσως κάποια να ήταν κακό υλικό, αλλά με εντυπωσίασε και μόνο το γεγονός ότι υπήρχαν. Μέσα λοιπόν σε αυτό το βιβλίο βρήκα καταγεγραμμένα έργα του 20ού αιώνα που ήταν γραμμένα για συνδυασμούς με πολλές κιθάρες και κάποια όργανα ή μόνο πολλές κιθάρες.
Έτσι λοιπόν, αρχικά, στα ωδεία που εργαζόμουν έφτιαξα τέτοιες μικρές κιθαριστικές ορχήστρες. Σύντομα διαπίστωσα ότι ήταν εξαιρετικά δημιουργική κίνηση όχι μόνο για τα παιδιά, αλλά και για μένα και ότι είχε θετική ανταπόκριση από τους γονείς και από τα ωδεία. Έτσι λοιπόν, όταν αργότερα είδα ότι υπάρχει ρεπερτόριο με πιο απαιτητικά έργα, σκέφτηκα: Γιατί να μην το κάνουμε πιο επαγγελματικό;
Αρχικά, ξεκινήσαμε με δώδεκα άτομα για να έχουν ανά τρεις την κάθε φωνή ή, για έργα με περισσότερες φωνές, να μοιράζονται και ούτω καθεξής. Αυτό συνέβη γύρω στο 1998-99.
Στην πορεία, το 12 έγινε 9 για μεγαλύτερη ευελιξία, και μέσα από αυτή τη διαδικασία είδαμε τι συμβαίνει όταν μαζεύονται πολλοί κιθαριστές μαζί (όχι πάντοτε όμορφα πράγματα, ομολογώ…) αλλά και πώς μας έβλεπαν οι “απέξω”: στην αρχή όλοι ήθελαν να συμμετάσχουν, γιατί εκτός του ότι ήταν κάτι πρωτόγνωρο, στην Ελλάδα λίγοι είναι εκείνοι που κάνουν σόλο καριέρα. Ήταν λοιπόν ευκαιρία για ορισμένους να κάνουν κάτι δημιουργικό σε συνεργασία με άλλους. Όπως αποδείχθηκε, ωστόσο, δεν ήθελαν πραγματικά να συνεργαστούν – απλώς ήταν η μόνη τους ευκαιρία να προβληθούν.
Πέρασαν κάποια χρόνια δύσκολα…Όσοι ήταν να μείνουν, έμειναν: για παράδειγμα, ο Γιάννης Βαλιάντζας και ο Δημήτρης Τσουκαλάς είναι από τότε μαζί μου.
Στην πορεία διδαχθήκαμε από τα λάθη μας: μάθαμε ότι χρειαζόμαστε κιθαριστές που όχι απλώς να παίζουν καλά αλλά να είναι καλοί χαρακτήρες, συνεργάσιμοι, να έχουν πίστη σε έναν κοινό σκοπό και όχι να χρησιμοποιούν το σύνολο για την αυτοπροβολή τους και μόνο. Εδώ και πολύ καιρό τα μέλη του συνόλου είναι σταθερά.
Δεν θα ξεχάσω την πρώτη συνάντηση: Ήμασταν δώδεκα κιθαριστές. Τους είχα δώσει παρτιτούρες από κάποια πολύ απλά τετράφωνα αναγεννησιακά κομμάτια. Καθίσαμε, μετρήσαμε “ένα, δύο, τρία, τέσσερα…” κι ο ένας έμπαινε μετά τον άλλον. Να σημειώσω ότι όλοι ήταν καταξιωμένοι εκτελεστές και δάσκαλοι, που όμως ποτέ δεν είχαν συνεργαστεί με άλλους μουσικούς, οπότε… σταματήσαμε στο δεύτερο μέτρο!
Από τότε κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι. Τόσο πολύ, ώστε η τελευταία συναυλία μας περιλάμβανε στο πρόγραμμα μόνο κονσέρτα για δύο κιθάρες και τα σολιστικά μέρη κατανέμονταν σε διαφορετική κιθάρα κάθε φορά. Όλοι λοιπόν έπαιξαν κάποιο σολιστικό μέρος αλλά επίσης όλοι έπαιξαν και κάποιο μέρος της ορχήστρας.
Είναι σημαντικό να πω ότι τα περισσότερα έργα δεν ήταν μεταγραφές.
Μιλήστε μου λίγο για το ρεπερτόριο του συνόλου...
Στέλιος Μούστος: Υπάρχουν πάρα πολλά έργα, κάποια όχι καλά, κάποια μέτρια, κάποια πάρα πολύ καλά – και είναι ειδικά γραμμένα για τέτοια σύνολα. Το ρεπερτόριο είναι εξαιρετικά ευρύ. Έχουμε φθάσει σε σημείο να έχουμε πρόγραμμα δύο με δυόμισι ώρες, ίσως και παραπάνω, και ακόμη υπάρχει υλικό που δεν το έχουμε αγγίξει. Υπάρχει μια σονάτα από τις τρεις που έχει κάνει ο Μπαχ για βιόλα ντα γκάμπα και τσέμπαλο, η BWV 1029. Είναι εμφανές ότι οι δύο πρώτες είναι αμιγώς ρεπερτόριο μουσικής δωματίου. Η τρίτη είναι μια σονάτα με πολλά ορχηστρικά χρώματα. Αυτή ακριβώς η σονάτα μετεγγράφηκε για μικρό σύνολο μπαρόκ, ενορχηστρωμένο κατά κάποιον τρόπο όπως τα Βραδεμβούργια κοντσέρτα του Μπαχ, και η μεταγραφή ονομάστηκε “Έβδομο Βραδεμβούργιο”. Ο εκδοτικός οίκος που την εξέδωσε ως Έβδομο Βραδεμβούργιο είχε, ας πούμε, δυαδικό χαρακτήρα: από τη μια για να βγάζει παλαιά μουσική και από την άλλη μουσική για κιθάρες. Κάποιος λοιπόν μέσα από τον εν λόγω εκδοτικό οίκο μετέγραψε την υπάρχουσα μεταγραφή ως κοντσέρτο για δύο κιθάρες και ορχήστρα από κιθάρες. Λοιπόν, αυτό είναι ένα έργο που δεν το έχουμε παίξει ακόμη. Είναι ένα εξαιρετικό υλικό, είναι Μπαχ!
Μιλώντας για εκδοτικούς οίκους, θέλω να επισημάνω ότι υπάρχουν εκδότες που ασχολούνται αποκλειστικά με την κιθάρα κι ένα τεράστιο μέρος της δουλειάς τους βασίζεται στα σύνολα με κιθάρες – και μεταγραφές και πρωτότυπα έργα.
Το ρεπερτόριό μας καλύπτει από παλαιά μουσική, Αναγέννηση, Μπαρόκ και κλασική περίοδο (λίγα πράγματα, καθώς δεν υπάρχει υλικό) και πολλά μοντέρνα: Brouwer (ο Brouwer, για παράδειγμα, έχει γράψει ένα έργο για οκτώ κιθάρες και μία φωνή, με αλεατορικές τεχνικές μέσα, παλαμάκια, ψιθύρους), διασκευές του Παναγιώτη Αδάμ (ο οποίος μας έχει γράψει κι ένα έργο), Dyens, Bensa, αλλά κι έργα που έχουν γράψει συνθέτες για εμάς: υπάρχει αυτήν τη στιγμή μια παρτιτούρα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Corda Music στην Αγγλία. Το κομμάτι λέγεται Eclogue και είναι του Ian Gammie, που στην πρώτη σελίδα σημειώνει ότι έχει γραφτεί “για το ελληνικό κιθαριστικό σύνολο”. Ο συγκεκριμένος εκδοτικός οίκος διαθέτει και παλαιά μουσική αλλά κι ένα μεγάλο τμήμα αποκλειστικά με μουσική για σύνολα από κιθάρες. Παίζουμε Andrew York∙ συγκεκριμένα, υπάρχει ένα έργο του, το Attic, που το παίζουμε από την αρχή της σύστασης του συνόλου και είναι γραμμένο για εννέα κιθάρες. Ο York είναι συνθέτης και μέλος του πιο διάσημου κιθαριστικού κουαρτέτου (Los Angeles Guitar Quartet). Όπως αυτό το έργο του, έτσι και άλλα –που είτε παίζουμε ήδη είτε δεν τα έχουμε παρουσιάσει ακόμη– είναι γραμμένα για να παιχθούν σε τέτοια κιθαριστικά φεστιβάλ. Υπάρχουν φεστιβάλ στα οποία καλούν τον Dyens, για παράδειγμα, να κάνει σεμινάριο σε κιθαριστική ορχήστρα. Εκεί, οι συμμετέχοντες είναι μεν μαθητικού επιπέδου, αλλά σε προχωρημένες τάξεις. Ο συνθέτης , λοιπόν, είναι “αναγκασμένος” να γράψει ένα έργο σοβαρό και όσο απαιτητικό χρειάζεται ώστε να παρουσιαστεί ένα αξιόλογο αποτέλεσμα με πρόβες μιας εβδομάδας. Αυτού του είδους, λοιπόν, τα έργα, ενώ αρχικά γράφονται για να εξυπηρετήσουν έναν εκπαιδευτικό σκοπό, φθάνουν σε σημείο να εκδοθούν – και με τον τρόπο αυτόν διευρύνεται και το δικό μας ρεπερτόριο.
Πώς βλέπετε το μέλλον της μουσικής δωματίου με κιθάρα;
Στέλιος Μούστος: Τα σύνολα, γενικά, της μουσικής δωματίου, είναι πολύ μεγάλο σχολείο για όσους συμμετέχουν και το πρόβλημα της μη συμμετοχής της κιθάρας στη μουσική δωματίου (όπως διδάσκεται στην Ελλάδα), είναι εντελώς υπαρκτό και μάλιστα σημαντικό. Γενικά, οι κιθαριστές δεν έχουν μάθει να παίζουν σε σύνολα. Το “μαζί” στην κιθάρα είναι δύσκολο και δεν το διδάσκουν… Κι όμως, η μουσική δωματίου με κιθάρα είναι αυτό που στο μέλλον θα ωφελήσει τo όργανο, κατά τη γνώμη μου. Τα σόλο κάπου έχουν ατονήσει. Αυτό το βλέπουμε κι εδώ, στην Ελλάδα. Όλοι αγωνίζονται να κάνουν ένα ρεσιτάλ και οι περισσότεροι παίζουν ένα συγκεκριμένο υλικό που το έχουμε ακούσει αμέτρητες φορές. Βέβαια, υπάρχουν και άτομα αξιόλογα, έξυπνα και ικανά, που αναζητούν καινούργιο υλικό, βάζουν νέους συνθέτες να τους γράψουν έργα ή παρουσιάζουν πρόγραμμα που έχει συγκεκριμένο θέμα.
Από την άλλη, το ρεπερτόριο της μουσικής δωματίου δεν το έχουν ανακαλύψει ακόμα. Για μένα, εκεί είναι το μέλλον. Και μέσα σε αυτό το ρεπερτόριο μουσικής δωματίου είναι και αυτό με τις πολλές κιθάρες.
Πόσο εύκολο είναι σε ένα τέτοιο σύνολο, που συμμετέχουν αρκετά άτομα, να συνυπάρχετε αρμονικά;
Στέλιος Μούστος: Μη νομίζετε ότι δεν υπάρχουν εντάσεις ή διαφωνίες. Είναι όμως δημιουργικές. Ο καθένας εκφράζει την άποψή του κι επειδή υπάρχει τόσο καλό κλίμα μεταξύ μας, μπορούμε να συνεννοηθούμε. Η αλήθεια είναι ότι σε πολυμελή σχήματα δεν είναι πάντοτε εύκολο να υπάρχει καλή επικοινωνία. Ευτυχώς, εμείς την έχουμε. Βέβαια, είναι απαραίτητο να βάζουμε κάποιους κανόνες από την αρχή, προκειμένου να λειτουργήσει η ομάδα. Πάνω σε αυτούς τους κανόνες πρέπει να βαδίσεις. Όποιος δεν μπορεί να τους ακολουθήσει, είναι ελεύθερος να αποχωρήσει.
Γιάννης Βαλιάντζας: Έπρεπε από το μηδέν να διευθετήσουμε ζητήματα και προβλήματα που σε μια ορχήστρα εγχόρδων, π.χ., είναι λυμένα. Βρήκαμε από την αρχή τους ρόλους μας και προσπαθήσαμε, εκ των ενόντων, σαν να είμαστε ένα πιο μεγάλο κουαρτέτο, να τους τακτοποιήσουμε και να προχωρήσουμε. Το μεγάλο πρόβλημα ως προς το τεχνικό κομμάτι είναι ότι εμείς παίζουμε νυκτά, και το νυκτό σε προδίδει. Είναι πολύ δύσκολο, όταν κάποιες φορές το υλικό το απαιτεί, να μπούμε εννέα άτομα σε μια νότα απόλυτα συγχρονισμένοι.
Όσο για την επικοινωνία, η αλήθεια είναι ότι μέσα σε ένα τέτοιο σύνολο, αργά ή γρήγορα ο χαρακτήρας αποκαλύπτεται. Αυτή τη στιγμή, επειδή όλα τα μέλη που συμμετέχουν στο σύνολο είμαστε φίλοι, η ορχήστρα είναι συνάντηση φίλων με έναν κοινό κώδικα: τη συνεργασία.
Η συμμετοχή σε ένα τέτοιο σύνολο, πόσο βοηθά στην εξέλιξη του καλλιτέχνη σε σολιστικό επίπεδο;
Στέλιος Μούστος: Θεωρώ ότι η συνεργασία με άλλους μουσικούς είναι απαραίτητη για κάποιον που επιδιώκει σολιστική καριέρα. Όχι απαραίτητα σε τόσο μεγάλο σύνολο, αλλά αν δεν έχει συνυπάρξει με άλλους μουσικούς, ποτέ δεν θα καταφέρει πραγματικά να παίξει μόνος του. Πρέπει να νιώσει τη χαρά τού να μοιράζεσαι τη μουσική, να συνυπάρχει μουσικά με άλλους, να υποχωρεί προκειμένου να αναδείξει τη μουσική… με λίγα λόγια, να υπάρχει πειθαρχία η οποία πρέπει να περάσει και στο προσωπικό επίπεδο. Γι’ αυτό και πάρα πολλοί κιθαριστές και πιανίστες της παλιότερης γενιάς παίζουν τόσο ελεύθερα και τόσο “μακριά”, σχεδόν αποστασιοποιημένοι, από την παρτιτούρα. Αντίθετα, οι σύγχρονοι εκτελεστές είναι αναμφισβήτητα πιο κοντά στο πνεύμα του συνθέτη και στο μουσικό κείμενο. Πάντα βέβαια υπάρχει το προσωπικό στοιχείο, αλλά καλύτερα προσαρμοσμένο στην ατμόσφαιρα και στο ύφος του έργου.
Πόσο συχνά κάνετε συναυλίες και πόσο εύκολο είναι να προωθήσετε τη δουλειά σας;
Στέλιος Μούστος: Στο εξωτερικό υπάρχουν σύνολα ανάλογα με το δικό μας που κάνουν καριέρα. Αντιθέτως, εδώ φαίνεται ότι είναι δύσκολο να μας καλέσουν σε συναυλίες διότι θεωρούν “πολυέξοδο” ένα τέτοιο σύνολο (εισιτήρια, διαμονή). Πριν κάποια χρόνια, μας ζήτησαν να εμφανιστούμε σε μια συναυλία δωρεάν. Εντάξει, ασφαλώς και δεν έχουμε στόχο να πλουτίσουμε μέσα από αυτό το σχήμα, αλλά θεωρούμε ότι ένα φεστιβάλ που σέβεται τον εαυτό του οφείλει, αν μη τι άλλο, να καλύπτει τα έξοδα των καλλιτεχνών. Η εξωφρενική τους απάντηση ήταν: “Θα έπρεπε να χαίρεστε και μόνο με το γεγονός ότι σας καλέσαμε!” Διευκρινίζω πως αν ο σκοπός της συναυλίας ήταν φιλανθρωπικός, κανείς από εμάς δεν θα είχε την παραμικρή αντίρρηση να συμμετάσχει δωρεάν. Από τη στιγμή όμως που ένα μουσικό γεγονός διοργανώνεται για την προβολή συγκεκριμένων ατόμων-διοργανωτών, αρνούμαστε να μπούμε σε αυτήν τη διαδικασία…
Αυτό είναι ουσιαστικά το πρόβλημά μας: δεν έχουμε τη δυνατότητα να κλείσουμε όσες συναυλίες θα θέλαμε. Για να κρατηθεί ένα τέτοιο σχήμα χρειαζόμαστε έξι ή επτά συναυλίες το χρόνο τουλάχιστον. Υλικό υπάρχει, ενθουσιασμός υπάρχει. Μένει μόνο να βρούμε τρόπο να τον διοχετεύσουμε. Όταν έχουμε μπροστά μας μια συναυλία, μαζευόμαστε δύο τρεις μήνες πριν και κάνουμε πρόβες. Το να βρισκόμαστε πολύ τακτικά για πρόβα χωρίς να υπάρχει η προοπτική συναυλίας είναι μεν ευχάριστο, αλλά είναι και κάπως κουραστικό.
Ίσως να μην κατέχουμε πλήρως την τέχνη της “προώθησης” της δουλειάς μας, αλλά όταν βλέπουμε στο διαδίκτυο ανάλογα σχήματα του εξωτερικού (ιταλικά, αυστριακά, σκανδιναβικά) ή όταν ακούμε ηχογραφήσεις τους (σε μικρές εταιρείες) και διαβάζοντας το βιογραφικό του εκάστοτε συνόλου διαπιστώνουμε ότι έχουν παίξει ανά τον κόσμο, κάνω τη σύγκριση και σε καμία περίπτωση δεν πιστεύω ότι εμείς υστερούμε σε σχέση μ’ αυτούς. Άλλωστε η κιθαριστική σχολή στην Ελλάδα είναι από τις καλύτερες παγκοσμίως. Άρα, δεν θεωρούμε ότι είναι θέμα ποιότητας της δουλειάς. Απλώς άλλα σχήματα έχουν βρει τον τρόπο να κλείνουν συναυλίες.
Πώς αντιδρά το κοινό στο σύνολο;
Στέλιος Μούστος: Το κοινό, είτε ξέρει από κιθάρα είτε όχι, είτε ξέρει πολλά για τη μουσική γενικότερα είτε όχι, ενθουσιάζεται με αυτό που ακούει και μας το έχει δείξει σε κάθε μας συναυλία.
Γιάννης Ανδριανόπουλος: Ενθουσιάζεται και από τον ηχητικό όγκο, από τις εννέα κιθάρες, από την εκφραστική δυναμική του σχήματος.. Η θετική ενέργεια και η καλή διάθεση που έχουμε μεταξύ μας βγαίνει στο κοινό κι εκείνο την εισπράττει. Ο καθένας μας προσπαθεί να βγάζει ό,τι καλύτερο έχει μέσα του σε κάθε συναυλία!
Γιάννης Βαλιάντζας: Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι μας ευχαριστεί απίστευτα το να παίζουμε όλοι μαζί!
Συντελεστές του συνόλου είναι οι:
Γιάννης Ανδριανόπουλος
Παναγιώτης Αξιώτης
Γιάννης Βαλιάντζας
Ανδρέας Μαθημένος
Παναγιώτης Κιρκενίδης
Ελένη Παπαδημητρίου
Γιώργος Ρουσόπουλος
Δημήτρης Τσουκαλάς
και
Στέλιος Μούστος
(υπεύθυνος διεύθυνσης και μουσικής προετοιμασίας)
Επικοινωνία: Στέλιος Μούστος, τηλ.: 6937335677 και ioana@in.gr
Σοφία Μάζη
sofiamazi@tar.gr
(Οκτώβριος 2007)