Ο συνθέτης Δημήτρης Μητρόπουλος
Κομμάτι για πιάνο, απόσπασμα δεύτερης σελίδας, χειρόγραφο
Θα θυμηθώ πρώτα τη τεράστια έκπληξη μου που συνόδευσε τη πρώτη επαφή με τη μουσική για πιάνο του Μητρόπουλου.
Θα πρέπει να ήταν το 1985 που ο μουσικολόγος Γιάννης Παπαϊωάννου μου έδειξε την τετραμερή Ελληνική Σονάτα –έργο που έγραψε ο Μητρόπουλος όντας σπουδαστής στις Βρυξέλλες- και το χειρόγραφο επίσης, δισέλιδο Κομμάτι για πιάνο. Στάθηκα αμήχανη για πολλή ώρα και εν τέλει κράτησα επιφυλάξεις για το πώς θα μπορούσα να ανταποκριθώ ικανοποιητικά στις απαιτήσεις των έργων. Ο Δημήτρης Μητρόπουλος ιδιαίτερα στη σονάτα, είναι επηρεασμένος από το γερμανικό εξπρεσιονισμό και από τους συνθέτες εκείνης της γενιάς που επιχειρούσαν να στερεώσουν διαφορετικά, νεωτεριστικά, τη μέχρι τούδε αποδεκτή έννοια της μελωδίας. Στη περίπτωση της Ελληνικής Σονάτας ο συνθέτης ψάχνει τη μελωδία και σε άλλα άλλα «στοιχεία μνήμης», όπως το λαϊκό στοιχείο, το ιμπρεσσιονιστικό στοιχείο, η ελληνική μουσική παράδοση. Ιδού μερικές χαρακτηριστικές ιστορικές πληροφορίες για το έργο: Ο Ferruccio Busoni για τη Σονάτα είχε εκφράσει αντίρρηση: «Θα πρέπει να απαλλαγείς από το υπερβολικό πάθος και να επιστρέψεις στο Mozart, για να βρεις την καθαρότητα στη μουσική σκέψη και την καθαρότητα στη γραφή», είχε πει στον Μητρόπουλο. Όταν ο ίδιος ο συνθέτης παρουσίασε τη Σονάτα του το Νοέμβριο του 1926 στην Αθήνα η Σοφία Σπανούδη έγραψε: «Μα είναι τάχα ελληνική αυτή η Σονάτα; Έχει όλο το χαρακτήρα μια συγκλονιστικής, παρακινδυνευμένης improvisation όπου συνθέτης και εκτελεστής διαδηλώνει επίσημα και επιτακτικά ότι με κανέναν τρόπο δεν θέλει να ακολουθήσει τον ίδιο, τον αλάνθαστο δρόμο της Τέχνης».
Ένα τεράστιο σοκ συνόδευσε και την πρώτη μου επαφή με την σύνθεση Πασσακάλια Πρελούδιο και Φούγκα (1926). Το θετικό εδώ είναι η έντυπη μορφή του έργου (χάρη στην παλιά αλλά σωστή εκδοτική πρωτοβουλία του Υπ.Πολιτισμού) και το σύνολο των πληροφοριών που συνοδεύουν την παρτιτούρα. Το Σκέρτσο σε φα ελάσσονα, η Κρητική Γιορτή, η Μπεατρίς μου φάνηκαν.. περίπατος μετά τα προαναφερόμενα. Είχα περισσότερες ευκαιρίες να τα παίξω στο κοινό σε συναυλίες και τηλεοπτικά αφιερώματα από τα κρατικά ελληνικά κανάλια. Κάτι που αναγνώριζα και κατανοούσα σε κάθε επανάληψη των έργων του Μητρόπουλου είναι η βαθιά συμφωνική τους ραχοκοκαλιά. Πράγματι γράφει για πιάνο αλλά ακούει και διευθύνει συγχρόνως μια συμφωνική ορχήστρα!
Αν και χρειάστηκα συνολικά πολύ κουράγιο και χρόνο για να φέρω ένα κάποιο μουσικό αποτέλεσμα θεωρώ ότι ήταν μια μάχη που δεν χάθηκε. Εισέπραξα ιδιαίτερα μεγάλη ικανοποίηση όταν άνθρωποι όπως ο Απόστολος Κώστιος και ο Φοίβος Ανωγειανάκης εξέφρασαν τα καλά τους λόγια για τις μουσικές αυτές προσπάθειες και θα τους ευχαριστώ πάντα.
Αργότερα, μετά το αφιέρωμα της Γενναδείου Βιβλιοθήκης του 1990, παίζοντας κι άλλα κομμάτια του, όπως η Σονάτα για βιολί και πιάνο και οι δέκα Ενβανσιόνες για φωνή και πιάνο, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι όλοι σχεδόν οι ακροατές έστεκαν με την ίδια έκπληξη και μεγάλη δόση αμηχανίας απέναντι στους πρωτοποριακούς κατά το μάλλον ήχους τους, όπως δηλαδή είχε συμβεί και σε μένα.
στο Ωδείο Αθηνών
Η επαφή του Μητρόπουλου με τη σύνθεση και η συνθετική του παρόρμηση δεν εκδηλώθηκαν ξαφνικά. Από μικρός ονειρευόταν να γίνει συνθέτης και μαέστρος. Φαίνεται όμως ότι η διαχείρηση του ενός ονείρου έτρεξε πιο γρήγορα και άφησε πίσω το άλλο.
Στις 11 Μαίου 1920 ο Μητρόπουλος παρουσίασε την όπερά του Αδελφή Βεατρίκη που είχε συνθέσει δύο χρόνια νωρίτερα, σε κείμενο Μέτερλιγκ, στο Δημοτικό Θέατρο. Πρωταγωνίστησε η Κατίνα Παξινού που ήταν την εποχή εκείνη πολύ καλή σοπράνο. Μετά τη χαρά της επιτυχίας ήρθε όμως η λύπη της οικονομικής αποτυχίας τους, αφού, και οι δύο άπειροι νέοι δεν ήξεραν από παραγωγές και σχετικά οικονομικά βάρη. Οι κριτικοί πάντως διέγνωσαν μέσα στο Ντεμπυσιανής επιρροής έργο ότι ενυπάρχει πλούσιο ταλέντο συνθέτη και έντονη προσωπικότητα, που ψάχνει τα εκφραστικά δικά της μέσα. Την εποχή εκείνη όλοι βλέπουν στο πρόσωπό του πάνω από όλα τον αυριανό συνθέτη και μάλιστα τον έλληνα συνθέτη που θα υπηρετήσει την ιδέα της δημιουργίας και πολιτογράφησης της ελληνικής εθνικής μουσικής στην παγκόσμια μουσική κοινότητα,όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Απόστολος Κώστιος (σελ 31).
Έως το 1938 που ο Μητρόπουλος αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου πλέον στη μπαγκέτα του, είχε συνθέσει περίπου σαράντα κομμάτια, για πιάνο (1912-1926), για ορχήστρα (1925-1928), μουσική δωματίου (1911-1920), διασκευές από κομμάτια άλλων συνθετών (1924-1931), τραγούδια (1912-1926) και υποκρούσεις αρχαίου δράματος (1936-1937).
Είναι έντονα πρωτοποριακός σε αρκετές συνθέσεις, όλοι παραδέχονται ότι χρονολογικά προπορεύεται του Νίκου Σκαλκώττα στη χρήση νέων ακουσμάτων και αρμονιών. Η επιρροή από τη δεύτερη σχολή της Βιέννης είναι και αυτή ορατή.
Έφη Αγραφιώτη