Ο ΤΑΦΟΣ ΤΗΣ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑΣ Ή ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΕΝΟΣ ΠΑΡΑΞΕΝΟΥ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟΥ
Οι σύμμαχοί μας οι Εγγλέζοι -παραφράζοντας, απ’ ότι λέγεται, την εμμονή ενός βασιλιά τους- εξακολουθούν να ισχυρίζονται ότι “no news is good news”. Εμείς με τη σειρά μας, αν αφεθούμε στην πονηρά φωτισμένη ακινησία του ισχυρισμού, θα διολισθήσουμε το δίχως άλλο σε ένα ανακουφιστικό πλάτωμα, απ’ όπου δύνασαι να παρατηρείς στωικά το όχημα του χρόνου να κυλά με καλολαδωμένες αρθρώσεις προς την ευρυθμία του νεκροταφείου. Η αλλαγή -η όποια αλλαγή- μας τρομάζει, κι ας μην το διατυμπανίζουμε. Απαιτεί ενέργεια, διαύγεια, αυτοσχεδιαστικό οίστρο, ένα τέλος πάντων ψυχικό σθένος στους αντίποδες της εικόνας του πράσινου παπαγάλου Λουμίδη που φουσκώνει ανάμεσα σε αστραφτερά χαμόγελα στην σιλικονούχα ευτυχία του μέσου όρου. Να γιατί η διαφήμιση προτείνει αυτήν ακριβώς την εικόνα. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο απ’ τον μέσο όρο δεν πουλά, άρα δεν επιτρέπεται.
Στα καθ’ ημάς το “no news” είναι αιτία πολέμου. Παρότι οι συμμετοχές στο σεμινάριό μας ήταν πάντα περισσότερες από κείνες που θα αντέχαμε, ο διάολος της διαρκούς αλλαγής μας έπιασε απ’ το μανίκι και άρχισε να ψιθυρίζει ασυναρτησίες όπως “βιωματικός μετασχηματισμός”, “θεραπευτική οδός”, “διαρκές χτύπημα του δείκτη του δεξιού στο κέλυφος του ασυνείδητου”, και άλλα όμοια. Όταν τόλμησα τα παραπάνω λόγια της Πυθίας σε τμήμα της παρέας των συμμετεχόντων στο πρώτο τριήμερο του σεμιναρίου, εισέπραξα επιτυχέστατα την ευκρινή απάντηση: “Μην θεωρείτε δεδομένο ότι ένα δικό σας ανοιχτό μάθημα είναι κάτι λιγότερο από πάρα πολύ, για τους περισσότερους κιθαριστές”. Πέραν του ευγενούς της φύσεως της απάντησης, καταλαβαίνω σήμερα, μια βδομάδα μετά την ολοκλήρωση του πρώτου τριημέρου, ότι -σωστά- η διαρκής αλλαγή είναι επίσης ένα πρόβλημα. Χωρίς το εφαλτήριο του σταθερού δεν μπορείς να πας πουθενά. Όμως κι απ’ την αλλαγή δεν θα ξεφύγεις όσο είσαι ζωντανός. “Το συναμφότερον” λοιπόν, που έλεγε κι ο σύντροφος Κώστας. Πώς όμως;
Το σεμινάριο λοιπόν που μόλις ξεκίνησε είναι η συνέχεια του αντίστοιχου περυσινού, στο Athenaeum, που είχε τη δική του συνέχεια στις Αρχάνες, στην Κρήτη, που ήρθε να δώσει τη σκυτάλη σε τούτο εδώ το προγραμματισμένο τετράμηνο. Από πέρυσι, λοιπόν, με μια ομάδα ταλαντούχων και θαρραλέων προσώπων, διανύσαμε ένα σύνολο είκοσι δύο ως εδώ ημερών, με μέσο όρο ενασχόλησης με τα της μουσικής τις οχτώ ώρες ημερησίως. Ένα επαρκώς πυκνό σε σημασία, κατά τη γνώμη μου, πακέτο, τα επιτεύγματα του οποίου δύσκολα θα μπορέσουμε να παραβλέψουμε. Στο φως της τιμιότητας των προθέσεων αυτής της προσπάθειας δημιουργήθηκαν φιλίες και σχέσεις ισχυρές και διαρκείς, γιατί ο τόπος που μας ζητήθηκε να ακουμπήσουμε δεν ήταν κάτι λιγότερο απ’ την ίδια μας την ψυχή, έτσι όπως θα περίμενε κανείς από πραγματικούς μουσικούς. (Αν αυτό ακούγεται σ’ ετούτη τη στροφή του χρόνου ένας υπερφίαλος ισχυρισμός, εγώ θα τον ψηφίσω κάθετα, ως ισχυρισμό με ψυχικό σθένος, στους αντίποδες του πολιτικώς ορθού που εξομοιώνει τις προσπάθειες. Και ναι, δεν είναι όλα τα πράγματα ίδια.)
Η κιθάρα ασφαλώς μας απασχόλησε ως μέσο, και μάλιστα το επίπεδο των συμμετοχών ήταν στον κανόνα του αυτό ενός masterclass σε διάρκεια, κάτι για το οποίο είμαι ευγνώμων και ταυτόχρονα θυμωμένος, γιατί, επί του προσωπικού, δεν μου άφησε κανένα περιθώριο χαλάρωσης. Χαλάλι του.
Εδώ όμως θα πρέπει να θυμηθώ την ιστορία που άρεσε στον Χατζιδάκι να επαναλαμβάνει, για τον Ινδό πρίγκιπα, που όταν έχασε την αγαπημένη του γυναίκα ζήτησε απ’ τους πιο σοφούς αρχιτέκτονες της χώρας να φτιάξουν ένα ταφικό μνημείο για την αβάσταχτη απώλεια. Όταν μετά από καιρό τον κάλεσαν να του παρουσιάσουν τι είχαν καταφέρει, ο πρίγκιπας έμεινε έκθαμβος απ’ το κάλος και το βάθος του καλλιτεχνήματος. Ήταν ένα δημιούργημα που σου χάιδευε την ψυχή. Δεν θα μπορούσε να φανταστεί τίποτα πιο συνεπές με τον τρόπο που έβλεπε την πριγκίπισσά του. Τα πάντα σ’ αυτό την θύμιζαν, την έκαναν παρούσα, χωρίς, παραδόξως, να είναι πουθενά αυτή η ίδια. Και τότε, εκεί, μέσα στην έκστασή του, ο πρίγκιπας παρατήρησε ένα μέρος του μνημείου που του φαινόταν παράταιρο στην αγαλλίαση που προξενούσε όλο το υπόλοιπο, και ρώτησε τους σοφούς τι ήταν εκείνο εκεί το κτίσμα. Τότε αυτοί του απάντησαν πως “Αυτό, άρχοντά μου, είναι ο τάφος της πριγκίπισσας”. “Βγάλτε τον αμέσως από κει”, είπε ο πρίγκιπας, “γιατί χαλάει το μνημείο!”
Ναι, λοιπόν, θέλω να πω μ’ αυτή την ιστορία πως η κιθάρα εδώ ήταν ο τάφος της πριγκίπισσας, η αφορμή για τις συναντήσεις μας, αλλά το ζητούμενο, ασφαλώς, ήταν κάτι πολύ περισσότερο από αυτή τη μικρή λεπτομέρεια. Και επειδή η φιλοδοξία μας ήταν μεγάλη, ίσως και μεγαλύτερη από εκείνη που θα άντεχαν οι ώμοι μας, πήγαμε επαρκώς μακριά, ή βαθιά αν θέλετε, στο ουσιαστικό κομμάτι που μας απασχολεί, δηλαδή στη Μουσική και στο είδος της Ζωής που αυτή προτείνει.
Σε όποιον ισχυριστεί ότι υπερβάλλω, θα προτείνω να δει τις φάτσες των ανθρώπων που συμμετείχαν, και να προσπαθήσει σαν επαγγελματίας φυσιογνωμιστής να διαισθανθεί αν αυτά τα πρόσωπα είναι φορείς μουσικού αιτήματος και αιτήματος ζωής ή απλά περαστικοί επαγγελματίες από ένα ακόμα σεμινάριο.
Στο φως αυτής της σκέψης, το λιγότερο που θα ήθελα να κάνω είναι να προτείνω την επανάληψη της περυσινής πετυχημένης μας πορείας. Κάθε ζωντανός οργανισμός ζητά την κίνηση, τη ζωή, που είναι πάντα στον άλλο πόλο της επανάληψης, ζητά την ειλικρίνεια της στιγμής, και την επαναδιατύπωση των αιτημάτων. Γιατί βρίσκεται ο καθένας μας σήμερα σε αυτόν τον όμορφο χώρο κάτω απ’ την Ακρόπολη και γιατί με συνέπεια μυημένου παρουσιάζεται ξανά και ξανά στην παρέα; Επειδή περνάμε καλά; Ναι, αυτός είναι ένας λόγος, αλλά όχι επαρκής για να ξοδέψουν κάποιοι πολυάσχολοι άνθρωποι τον δημιουργικό τους χρόνο.
Ισχυρίζομαι πως η τιμιότητα του αρχικού αιτήματος για μια μουσική θέαση του κόσμου μας και η χρησιμοποίησή του στη συνέχεια σαν εργαλείου για τον έλεγχο της αλήθειας της μουσικής πράξης είναι που έκανε αυτήν τη μεγάλη ήδη παρέα να αισθάνεται συγγενής από πάντα και να είναι και πάλι εδώ. Οι καινούργιοι που ήρθαν ίσως διαισθάνθηκαν αυτή την ιδιαιτερότητα, και σίγουρα την έζησαν στον τρόπο που -αιρετικά θα ισχυριστώ- προτείναμε μια αναστροφή της μεθόδου του συνήθη δασκάλου για να γίνουμε εμείς οι ίδιοι δάσκαλοι του εαυτού μας, στον βαθμό που ήμασταν έτοιμοι γι’ αυτό. Ναι, αυτό ήταν οπωσδήποτε ένα φιλόδοξο πείραμα, αλλά η ίδια η μουσική είναι που απαιτεί μια πορεία προς το ήθος της ελευθερίας. Να γιατί ποτέ δεν θα επιτρέπαμε το βασικό θησαυροφυλάκιο αυτής της οικογένειας να εξανεμιστεί σε σχέσεις εξουσίας και σε πυραμιδωτού τύπου αποσιωπημένη βία.
Το αποτέλεσμα είναι πως αυτό το σεμινάριο το τόλμησαν μόνο “έτοιμα ήδη από καιρό” πρόσωπα, κάτι που δεν θα πάψω να επαναλαμβάνω σε όποιον μιλήσει για ποσοτική σχέση. Δεν επιτρέψαμε σε παραπάνω από έξι εκτελεστές να είναι μαζί μας (όλοι οι υπόλοιποι ήσαν “ακροατές”, αλλά με έναν τρόπο που με υποχρεώνει σήμερα να μεταφράσω σε “συνδημιουργούς του κλίματος και των καίριων ερωτημάτων”). Κι αυτό γιατί ζητήσαμε απ’ αυτούς τους έξι ό,τι περισσότερο μπορούσαμε να ζητήσουμε από μουσικό: Την αλήθεια τους και μια “απ’ τη ρίζα των πραγμάτων” προσωπική αντιμετώπιση του κάθε έργου. Αυτό οι πιο έμπειροι από μας θα συμφωνήσουν πως απαιτεί όχι απλά τον χρόνο ενός δωδεκαήμερου σεμιναρίου, αλλά τον χρόνο μιας ολόκληρης ζωής.
Παράλληλα όμως πιστεύω ότι σε τέτοιους χώρους, με την κατάλληλη ψυχική προετοιμασία, το ίδιο το κλίμα και η αύρα των προσώπων λειτουργούν σαν βραδυφλεγείς ευεργετικές βόμβες που κάποτε -στον “ωραίο χρόνο” του καθενός- θα σκάσουν στην επιφάνεια της αντίληψης και θα αποκαλύψουν τον πραγματικό μουσικό. Κατ’ αυτό, κάθε μικρή μας ενέργεια στη δική μου τη σκέψη θα ονομάζεται συμβολική, και ως τέτοια θα δίνει τα οφέλη της για καιρό, όποτε θα αναδύεται στη μνήμη το βασικό αίτημα του καθενός. Να λοιπόν γιατί η διαρκής αλλαγή, εδώ, συμπίπτει με μια διαρκή αλλαγή μέσα μας και όχι στο εξωτερικό σχήμα του τρόπου. Απ’ έξω τα πράγματα -όπως ισχυρίζονται οι ευγενείς συμμετέχοντες- θα μπορούσαν να είναι απολύτως “τα ίδια”, και όμως από κάτω θα κυλά το ποτάμι των μετονομασιών με όλο και πιο επιταχυνόμενη ροή. Στο πρώτο επίπεδο θα λειτουργούν τα κοινά μας σύμβολα, που όσο περνά ο καιρός θα νοηματοδοτούνται όλο και με μεγαλύτερη πυκνότητα.
Μπορεί να έχουν δίκιο οι φίλοι μου, και να πρέπει να φιμώσω τον διάολο που με τραβά απ’ το μανίκι και που διαταράσσει την ησυχία των καλώς εχόντων, πολύ περισσότερο που το ισοζύγιο συνειδητού-αυτόματου θα πρέπει σε επίπεδο επικοινωνιακό να διαφυλαχτεί, αν με εννοείτε. Μια φίλη μου δήλωσε πρόσφατα -ακροποδητί, απ’ ότι θυμάμαι- πως η πολλή ανάλυση ίσως φοβίζει κάποιους. Θα συμφωνήσω με τα παραπάνω. Αυτός είναι ο λόγος που όλα θα εξακολουθήσουν να κινούνται παράλληλα, σε δυο αλληλοεπικαλυπτόμενες στρώσεις ανάγνωσης, όπως τους πρέπει. Αυτό, για να καθησυχάσω όποιον ανησυχεί για την δυνατότητα κατανόησης των συμμετεχόντων -ακροατών και εκτελεστών- του “τι συμβαίνει εδώ”. Το σεμινάριο όχι μόνο θα εξακολουθήσει να έχει τις βιωματικές του προθέσεις, αλλά θα τις εντείνει σταδιακά σε βαθμό που να μπορεί να απευθύνεται και σε παιδιά, κι αυτό είναι το φιλόδοξο σχήμα του τρίτου τριημέρου, στις 10, 11 και 12 Μαΐου, όπου όλα αυτά που καταφέραμε ως εδώ θα δοκιμαστούν σε μικρότερες τάξεις.
Όμως, επειδή ταυτόχρονα πιστεύω πως ό,τι συλλαμβάνεται στην επιφάνεια του συνειδητού είναι ένα χρήσιμο εργαλείο, θα πρέπει να μιλάμε -όπως μπορούμε και όσοι μπορούμε- για κείνο το υπόγειο ποτάμι των αλλαγών. Από πάνω ας φορέσουμε τις όμορφες μάσκες μας, μέρες που είναι.
Ισχυρίστηκα λοιπόν, επιστρέφοντας στον διάολο, ότι θέλω αυτή η παρέα να μετασχηματιστεί σε μια απόλυτα βιωματικής σχέσης συνθήκη, όπου οι συμμετέχοντες θα λειτουργούν ως μυημένα μέλη μιας ομάδας, και θα φωτίζουν τα νεότερα μέλη μέσω μιας αγαπητικής μεταλαμπάδευσης. Αν το θεωρείτε φιλόδοξο, πείτε με ουτοπιστή. Το μόνο που δεν θα μου προσάψετε είναι φτωχά κίνητρα και έλλειψη μακρόπνοου σχεδίου, κάτι έστω παρήγορο. Κι αφού μιλάμε για νέους ανθρώπους, το μόνο ηθικό που εγώ επιτρέπω στην παλαιότερη γενιά, στην οποία ανήκω, είναι το να στέκεται απέναντι σ’ αυτούς τους νέους ανθρώπους ενεργοποιητικά στην κατεύθυνση αναζήτησης μιας απόλυτα απελευθερωτικής ουτοπίας.
Για τι άλλο κάνουμε μουσική άραγε; Για τη φτωχή ανταπόκριση μιας καριέρας ή για την ακόμα φτωχότερη “αποκατάσταση” με κοινωνικούς όρους; Μουσικός που δεν είναι “ερασιτέχνης” με την αγία έννοια του όρου, δεν νοείται μουσικός, και να μια σημαία που ευχαρίστως θα σηκώσω κι αύριο ψηλά γιατί δεν είναι από νάυλον. Πολύ περισσότερο, θεωρώ ότι οι πραγματικά σημαντικοί μουσικοί, αυτοί που φωτίσανε και ακόμα φωτίζουν την ψυχή μας με την τέχνη τους, το μόνο που έχουν με ασφάλεια διαρκές μέσα στη σχέση τους με τον κόσμο είναι αυτή η από κοινού αποσιωπημένη ουτοπία. Να πολεμάς την ασχήμια με τα πιο ύπουλα μέσα, που θα πει στοχεύοντας κατ’ ευθείαν στο άρρητο -ιδού ένα διαυγές παράδοξο. Αυτό για κάποιους θα σημαίνει αυτοφυές ταλέντο, για κάποιους -που τους θαυμάζω περισσότερο- θα σημαίνει βαθιά σοφία και μοναστική δημιουργικότητα που τους φέρνει κοντά στη φλόγα που καίει.
Κι εδώ ξυπνούν τα λόγια του Ερωτόκριτου, απ’ το στόμα εκείνου του άλλου Αγίου Κορνάρου: “Τη λαμπιράδα τση φωτιάς ορέκτηκα κι εθώρου, κι εσίμωσα κι εκάηκα, να φύγω δεν εμπόρου.”
Αν η τέχνη ειναι αυτό, καλώς, να καούμε. Αν είναι κάτι λιγότερο απ’ αυτό, προτείνω την αυτοπυρπόλησή μας στη ρίζα αυτής της Ακρόπολης που κοιτά, εδώ από πάνω μας, σιωπηλά, με απαιτήσεις.
Γιώργος Μουλουδάκης
24 Φεβρουαρίου 2014
Το δεύτερο τριήμερο του σεμιναρίου θα πραγματοποιηθεί στις 29, 30 και 31 Μαρτίου 2014, με πρόγραμμα που θα επαναδιαμορφωθεί στη βάση της παραπάνω οπτικής. Σχετικοί σύνδεσμοι: στο “ΕΚΠΑΙΔΕΥΟΜΕΝΟΣ ΦΑΛΑΙΝΟΘΗΡΑΣ”, αυτού εδώ του blog:
και στην ομάδα στο facebook “2ο σεμινάριο Γ.Μουλουδάκη στο Athenaeum”: