[TaR-TaR-uga Musicalis]
Η κοινωνία του «live».....
....ζεί ή την ξέχασε το digital μυαλό μας;
Πολλές φορές θυμάμαι την μαμά μου που τραγουδούσε – τότε που ήμουν μικρή - την ώρα που ....μαγείρευε! Αλλά και την γειτόνισα, από τον φωταγωγό της πολυκατοικίας, με φωνή λαϊκής πριμαντόνας που μ’ έκανε να πιστεύω ότι είχε αδικηθεί στην ζωή της !!!
Θυμάμαι και τον εαυτό μου να τραγουδάει στο σχολείο, στο μάθημα της ωδικής και στις γιορτές. Θυμάμαι, στην εφηβεία, κάτι μαζώξεις με κιθάρες και λίγο αργότερα στα ταβερνάκια, στα σπίτια που μας φιλοξενούσαν οι φίλοι τον χειμώνα, στις παραλίες που καθόμασταν μέχρι αργά το βράδυ.... αλλά θυμάμαι και τις μουσικές που μου ερχόντουσαν στο νου και τις τραγουδούσα στα παιδιά μου όταν ήταν μωρά. Θυμάμαι και κάτι βράδυα που γυρνούσαμε από το ωδείο με την φίλη μου την Σοφία και χαιρόμασταν στο αυτοκίνητο τραγουδώντας τα ....... Βραδεμβούργεια. Αν είναι δυνατόν! Κι όμως, το κάναμε κι αυτό! γιατί; οι..... Swingle Singers τί παραπάνω είχαν δηλαδή; Μετά ......δεν θυμάμαι τίποτα!
Τί έγινε; προλάβαμε και ζήσαμε τα τελευταία λεπτά της κοινωνίας του live;
Μέσα σε λίγα χρόνια, όλα άρχισαν να «τρέχουν» πιο γρήγορα. Κοινωνία και τεχνολογία, σε μία αδιάκοπη πορεία, αλληλοπροκαλούνται και αλληλοσυγχωνεύουν τις φιλοδοξίες τους. Οι γιορτές και οι μαζώξεις λιγοστές, οι συναυλίες λιγότερες και οι επισκέψεις μας στον ψηφιακό κόσμο περισσότερες.
Δεκαετία του ’70. Η μουσική ζούσε ακόμη την απόλυτη live εποχή της με μοναδικό «αντίπαλο» τον ραδιοφωνικό μουσικό ήχο και την ηχογραφημένη μουσική στους δίσκους του βινυλίου. Η καθημερινή μας μουσική (ως επί το πλείστον) έβρισκε στέγη στο ραδιόφωνο. Η μουσική που δεν μπορούσαμε να ακούμε στην Ελλάδα, λόγω έλλειψης αιθουσών ή λόγω τεράστιου κόστους, υπήρχε στους δίσκους. Ομως, στις συναυλίες, στις μπουάτ, στις πλατείες, στα στάδια, στις παρέες και στο σπίτι, η λίμπιντο του live έδινε κι έπαιρνε. Είτε έπαιζες, είτε άκουγες, ο «ζωντανός ήχος» ήταν μοναδικός, μαγικός, θεραπευτικός!
Η σχέση μας με την τεχνολογία; μέχρι τότε απλή και αθώα, στα όρια του συλλέκτη και του εραστή, περιοριζόταν στο να αγοράζουμε βινύλια με όλα τα απαραίτητα αξεσουάρ για την σκόνη και την βελόνα, μη κι ακουστεί κανένα τρίξιμο σε εκείνα τα adagio και μας χαλάσει την μαγεία. Ωρες επί ωρών μελέτη, συζήτηση και ψάξιμο για τα καλά ηχεία, τους προ-ενισχυτές, τους ενισχυτές, τα εκουαλαϊζερ και τα καλά κασετόφωνα για να αντιγράφουμε τα βινύλια (πρόδρομοι της σημερινής ανεξέλεγκτης πειρατείας) και να τα δίνουμε στους φίλους μας όταν ζήλευαν την μουσική που άκουγαν αλλά δεν την είχαν. Δίσκους δεν δίναμε, οι δίσκοι ήταν ιερό πράγμα, σαν την γυναίκα που δεν δανείζεται! Οι πιο απαιτητικοί ξόδευαν και κάτι παραπάνω για να έχουν την μπομπίνα, ο ήχος ήταν καλύτερος εκεί! Τα hi-fi μαγαζιά και τα περιοδικά στις δόξες τους και τα καταστήματα δίσκων ακόμη περισότερο. Ολες οι μεγάλες αγάπες της μουσικής μαζεμένες στην δισκοθήκη. Πώς ν’ ακούσεις μιά σπουδαία ορχήστρα (ακριβά τα εισιτήρια και το ξενοδοχείο στην Ευρώπη), πώς να ταυτιστείς με τον σολίστα και το συγκρότημα των ονείρων σου; Το σαλόνι μας γινόταν από την μια στιγμή στην άλλη όλα τα concert halls και τα στάδια του κόσμου, ο interactive μουσικός μας χώρος. Εκεί, στο σπίτι, μαζευόμασταν για να ακούμε την μουσική που ξεκίνησε ένα μακρινό ταξίδι από τις γειτονιές, μπήκε στις εκκλησιές, κάθησε στα παλάτια, από τα παλάτια ακούστηκε στις αίθουσες, από τις αίθουσες ξαναγύρισε στις γειτονιές και από τις γειτονιές κατέληξε στο σπίτι μας.
Πού να ξέραμε το πόσο δύσκολη υπόθεση θα ήταν να ξαναβγούμε από εκεί, στο μέλλον!
Ετσι κυλούσαν τα χρόνια μέχρι που μιά μέρα, αρχές του ’80, διαβάσαμε στον ΗΧΟ του Καβαθά για το θαυματουργό δισκάκι, το πεντακάθαρο μικρό cd. Η μουσική άρχισε να αλλάζει πρόσωπα μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Η ακτίνα γοήτευσε την ζωή μας κι έψαξε χώρο να στήσει το βασίλειο της.
Τρέξαμε όλοι για να πάρουμε την «σιντιέρα» και τα πρώτα AAD ηχογραφήματα που μετά έγιναν ADD μέχρι που ξαναγράφτηκαν όλα από την αρχή και μας προέκυψε το DDD. Ομολογώ ότι το άκουσμα με μπέρδεψε. Ναι, ήταν πιο καθαρό αλλά γιατί τα άκουγα όλα «ξερά»; Μου λείπανε τα γλυκά πρίμα, τα μεσαία δεν είχαν πλούσιο ήχο και τα μπάσα ήταν άχρωμα. Μόνιμος καυγάς στο σπίτι. Φταίνε τα ηχεία, φταίει η ηχογράφηση, φταίει το σπίτι, στο τέλος συμφωνήσαμε ότι φταίνε τα αυτιά μου. Ολα τα άλλα κόστιζαν ακριβά για να τα αλλάξουμε και να δοκιμάσουμε!
Κάπου-κάπου έψαχνα τα βινύλια μου, το Thorens το κρατήσαμε, σκούπιζα την βελόνα και τον δίσκο και άκουγα την μουσική μου, την δική μου μουσική, τους δικούς μου μουσικούς, τους δικούς μου αγαπημένους δίσκους. Το cd νομίζω πως δεν το αγάπησα ποτέ. (Μεταξύ μας νομίζω ότι σαν μουσικός ποτέ δεν αγάπησα ούτε το studio και τα μικρόφωνα αλλά αυτό αφορά εμένα και καθόλου την τεχνολογία). Οταν τα μικρά και βολικά cd άρχισαν να πληθαίνουν, έπρεπε να βρούμε λύσεις για επί πλέον χώρους. Πύργοι και πυργίσκοι, ραφάκια κι άλλες κατασκευές που έγιναν πεδίο έρευνας για τους διακοσμητές. Ακόμη με εντυπωσιάζουν οι επινοήσεις για την αποθήκευση των cd, το IKEA το έχει κάνει επιστήμη.
Καλώς ή κακώς το πράγμα δεν σταμάτησε εδώ. Είδε ο κόσμος της τεχνολογίας την θερμή υποδοχή από τον κόσμο της κοινωνίας και ένοιωσε υποχρεωμένος. Η ψηφιακή τεχνολογία έχει ιδέες για όλα. Ηχος και μουσική παντού. Σε όλο το σπίτι δικτυωμένα συστήματα, στο αυτοκίνητο, στον υπολογιστή, στο τηλέφωνο, στο κινητό, στο super market, στα αεροδρόμια, στις θάλασσες και στα βουνά. Η ησυχία είναι συνώνυμο της αρρώστειας και ο λογής-λογής ηχογραφημένος ήχος η αντικατάσταση της φωνής μας. Το live που είναι; οι τολμηροί φέρνουν μέχρι και το play back στις live συναυλίες που είναι live κατ’ όψιν μόνο. Στα σπίτια τραγουδάνε ακόμη οι no digital γιαγιάδες αλλά για πόσο; Ποιός πάει πού; Ποιός παίζει γιατί; Mπουχτίσαμε ή μήπως συνηθίσαμε στην ευκολία;
Παρ’ όλα αυτά, βλέπω τα νέα παιδιά που τρέχουν με πάθος στις ροκ συναυλίες μαζεύοντας για μήνες τα λεφτά για τα εισιτήρια. Ευτυχώς! Το live ζεί τουλάχιστον εκεί, στα πλάσματα που μπορεί να γεννήθηκαν στην digital εποχή και να μην τραγούδησαν Χατζιδάκι, εν τούτοις ζούνε την δική τους live μουσική κοινωνία. Κι εμείς που γεννηθήκαμε σε μία πιο live μουσική κοινωνία (με παράδοση μεγάλη), εμείς που ακούγαμε την μαμά που τραγουδούσε, εμείς που παίζαμε και τρέχαμε στις συναυλίες, εμείς που αγαπήσαμε το βινύλιο μόνο για να ακούμε στο σπίτι εκείνους τους μουσικούς που δεν μπορούσαμε να ακούμε στις συναυλίες, εμείς, εμείς, εμείς είμαστε αυτοί που γίναμε πιο digital απ’ όλους.
CD, DVD, ring tones, mp3, internet, my space, you tube, ...... μικροί μου φίλοι με κουράσατε. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας, λέω να παίρνω τα cd από τις εφημερίδες και να τα κάνω σουβέρ στο γραφείο για να ακουμπάω τον καφέ, όπως κάνω με τα παρωχημένα προγράμματα της Microsoft. Κι ας με κοιτούν κάποιοι ύποπτα. Φτάνει, δεν θέλω άλλο digital υλικό να με κυνηγάει στη ζωή μου. Θέλω να πάω μερικά χρόνια πίσω, τότε που διάλεγα τις μουσικές που ήθελα να ακούσω στο σπίτι από το ωραίο μου πικάπ. Τότε που πήγαινα στις συναυλίες για να ακούσω «ζωντανά» την μουσική που αγαπούσα ......λέτε τα αυτιά μου να έχουν ακόμη πρόβλημα;
Πήγα με τον γιό μου τις προάλλες σε μία συναυλία στο Ηρώδειο. Ηταν ο Σαββόπουλος και μαζί του ο Κιουρτσόγλου και ο Λάντσιας. Στο Ζεϊμπέκικο τραγουδούσε όλο το Ηρώδειο των 50άρηδων, (κι εγώ μαζί). Ο γιός μου έσκυψε και μου είπε: το θυμάμαι που το τραγουδούσες όταν ήμουνα μικρός.... ακούω κατά καιρούς διάφορες μουσικές που μου είναι γνώριμες (έχεις δίκηο σκέφτηκα, όταν ήσουν μωρό σε νανούριζα μέχρι και με την Λίμνη των Κύκνων, τώρα ...σιωπή, που λέει και το τραγούδι)
Κι όμως! το live ζει ακόμα (έξω από το digital μυαλό μας).
Ας το αναζητήσουμε...... σ’ ένα επόμενο άρθρο, η συνέχεια.......
Όλγα Καλογρηάδου
Οκτώβριος 2007