«TaR-TaR-uga Musicalis»
"Music in Europe": ένα ταξίδι στο Echternach του Λουξεμβούργου το 1997
Έχει γίνει πλέον καθημερινή μας συνήθεια να παραπονιόμαστε (και να στενοχωριόμαστε) για όλα τα στραβά και καταπιεστικά που μας περιτριγυρίζουν σχεδόν σε όλους τους τομείς. Όχι χωρίς λόγο...... αλλά οι καθημερινές συνήθειες, όταν ενοχλούν και διαιωνίζονται, έχουν το ιδίωμα να αποδυναμώνουν τις πράξεις και να εξαντλούν το ανθρώπινο κέφι και πείσμα.
Η αλήθεια είναι ότι παγκοσμίως πολλά πράγματα δεν «τσουλάνε» όπως θα ήθελε ο σύγχρονος «ανήσυχος» πολίτης. Εδώ σ’ εμάς, έχει ριζώσει μία απογοήτευση και μία καχυποψία (ελπίζω αναστρέψιμη) γιατί δυστυχώς δεν διακρίνουμε μία συντονισμένη προσπάθεια με συνέπεια και συνέχεια, μήπως και καλυτερεύσει η γενικότερη κοινωνική μας κατάσταση. Και επειδή ο χώρος μας, σε αυτό το περιοδικό, είναι ο Πολιτισμός, ας μιλήσουμε γι αυτόν και ειδικότερα για τον τομέα της μουσικής.
Ούτε και στην υπόλοιπη Ευρώπη, στην οποία εξ άλλου ως κράτος-μέλος ανήκουμε, τα πράγματα στη μουσική είναι ρόδινα. Η διαφορά της πίκρας όμως βρίσκεται στο εξής λεπτό σημείο: οι άλλες Ευρωπαϊκές χώρες ζουν και προσπαθούν να απορροφήσουν (ή έστω να μετριάσουν) τους κραδασμούς από τις συνέπειες της εξέλιξης, της ανάπτυξης, της υπερπροσφοράς και του ανταγωνισμού (όχι τόσο μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών αλλά κυρίως σε σχέση με τις ΗΠΑ και τις άλλες μακρινές ηπείρους). Θα αποφύγω να περιγράψω το τι ακριβώς ζούμε εμείς στην Ελλάδα, θα εστιάσω μόνο στο πώς και στο εάν προσπαθούμε, τόσο σαν μεμονωμένα άτομα, όσο και σαν κράτος, να συμμετέχουμε στους προβληματισμούς και στις ενέργειες του σημερινού Ευρωπαϊκού τοπίου για να ωφεληθούμε από αυτές, για να βρούμε κι εμείς ένα μονοπάτι που θα μας βγάλει στους δρόμους της ταχείας κυκλοφορίας.
Το 1997, από σύμπτωση βρέθηκα στο Echternach του Λουξεμβούργου για να συμμετάσχω σε ένα από τα πρώτα συνέδρια του Ευρωπαϊκού Γραφείου Μουσικής το οποίο ιδρύθηκε το 1995. Το ΕΜΟ (European Music Office) είναι μία διεθνής μη κερδοσκοπική ένωση που φέρνει σε επαφή διεθνείς και εθνικούς οργανισμούς, σωματεία, ενώσεις που δραστηριοποιούνται στον χώρο της μουσικής στην Ευρώπη. Μέσω των μελών του, εκπροσωπεί πάνω από 600.000 άτομα από όλα τα είδη μουσικής (συνθέτες, ερμηνευτές, εκδότες, παραγωγούς, μάνατζερς, επαγγέλματα που εμπλέκονται στις live συναυλίες, στην εκπαίδευση, στην κατάρτιση κλπ) δηλαδή σχεδόν από όλο τον επαγγελματικό κόσμο της μουσικής στην Ευρώπη. Είναι μία ένωση που προωθεί την διαφορετικότητα και εκπροσωπεί τα ενδιαφέροντα της Ευρωπαϊκής μουσικής στην Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως.
Και τα 15 τότε κράτη μέλη ήσαν παρόντα με πλήθος κόσμου και εκπροσώπων, κυριολεκτικά «μπασμένων» και πλήρως διαβασμένων στον τομέα του πολιτισμού και της μουσικής, κάθε είδους μουσικής όχι μόνο της κλασικής. Κάθε χώρα είχε στείλει από 1-2 εκπροσώπους κρατικών και ιδιωτικών πολιτιστικών φορέων και ακόμη συμμετείχαν οι εκπρόσωποι των Οργανισμών που ήταν τα ιδρυτικά μέλη του ΕΜΟ αλλά και οι εκπρόσωποι του τομέα Πολιτισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόεδρος της ΕΕ ήταν η Νάνα Μούσχουρη αφού τότε (σαν ευρωβουλευτής) ήταν η Επίτροπος του συγκεκριμένου τομέα. Την πρώτη μέρα, η δική μου συμμετοχή περιορίστηκε στο να παρατηρώ και να ακούω. Ειλικρινά αισθάνθηκα σαν τον ορεσίβιο που κέρδισε ένα δωρεάν ταξίδι στην πρωτεύουσα για να χαθεί μέσα στα πρώτα πέντε λεπτά στην Ομόνοια. Από την δεύτερη μέρα άρχισα να προσαρμόζομαι… Δέκα χρόνια πριν λοιπόν, το θέμα εκείνου του συνεδρίου ήταν: «Music in Europe». Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να κάνω μία χαριτωμένη παρένθεση και να σας αναφέρω ότι εκείνες τις μέρες, κατά την διάρκεια του συνεδρίου, ανακοινώθηκε η Αθήνα ως η πόλη που θα αναλάμβανε τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 2004.. Το τι έγινε, δεν λέγεται ...χαριτολογώντας μεν, αλλά το πίστευαν, έλεγαν: «φύγε τώρα, πήγαινε πίσω, η οργάνωση αρχίζει αμέσως, τυχερή χώρα γιατί θα έχετε ένα σωρό πολιτιστικά να οργανώσετε, μη μας ξεχάσεις, να συνεργαστούμε κλπ. κλπ.» Η μόνη που κοίταζε με ένα βλέμμα συμπάθειας ήταν η Μούσχουρη γιατί εκείνη μάλλον ήξερε! Δεν το σχολιάζω περαιτέρω, γιατί ναι μεν η Διεύθυνση Πολιτισμού των Ολυμπιακών Αγώνων έκανε εκδηλώσεις, μόνο που η προετοιμασία άρχισε το 2003 (!). Όσον αφορά στην Πολιτιστική Ολυμπιάδα, που ήταν Η ελληνική έμπνευση με σκοπό να φέρει τα πάνω-κάτω και να στείλει στα πέρατα του κόσμου τον ελληνικό πολιτισμό και την σύγχρονη δημιουργία, αυτή (πάλι καλά) ξεκίνησε λίγο νωρίτερα, το 2002(!) Περιορίστηκε όμως (λόγω ελλιπούς χρόνου, ίσως και τεχνογνωσίας;) στην ελληνική επικράτεια! Τα πολιτιστικά γεγονότα που πραγματοποιήθηκαν τα ξέρετε και δεν είναι η πρόθεσή μου σε αυτό το άρθρο ούτε να τα σχολιάσω ούτε να κάνω κριτική.
Στο Echternach λοιπόν, το 1997, η κεντρική πλατφόρμα των θεμάτων που απασχολούσε τα κράτη-μέλη της Ευρώπης, σε συνέχεια της τεκμηριωμένης έρευνας-μελέτης που είχε εκπονήσει το ΕΜΟ το 1996, ήταν η εξής: Ανθηση της μουσικής δημιουργίας, διακίνηση του μουσικού ρεπερτορίου και προώθηση της Ευρωπαϊκής μουσικής σε όλο τον κόσμο. Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από την αναγκαιότητα να βρεθούν οι μέθοδοι για την ανάπτυξη και την προώθηση της μουσικής στην Ευρώπη και σε άλλες ηπείρους, επισημαίνοντας:
· Τα εμπόδια που υπάρχουν για την διακίνηση του ρεπερτορίου, των εκδηλώσεων και των καλλιτεχνών
· Τον ρόλο και την χρησιμότητα των “ζωντανών” παραστάσεων (live performances)
· Τις σχέσεις της μουσικής με την κοινωνία
ενώ το γενικό συμπέρασμα στο οποίο όλοι κατέληξαν ήταν: Η προώθηση της μουσικής δεν θα πρέπει να υποστηρίζεται μόνο με βάση τα οικονομικά κίνητρα και τον ανταγωνισμό αλλά και με γνώμονα την πολιτιστική ανάπτυξη σε τομείς όπως: η προώθηση των νέων καλλιτεχνών, η ενθάρρυνση δημιουργίας νέου ρεπερτορίου, η ενημέρωση του μουσικού κοινού μέσα από την πληροφόρηση, την εκπαίδευση, τις ανταλλαγές και την συνεργασία διατηρώντας και διαδίδοντας παράλληλα την ιδιαίτερη κουλτούρα κάθε χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όσον αφορά δε στον τομέα της εκπαίδευσης, τα προβλήματα που απασχολούσαν κατά μείζονα λόγο τα περισσότερα κράτη της ΕΕ, αφορούσαν:
1. στα υπάρχοντα παιδαγωγικά συστήματα της μουσικής διδασκαλίας κατά την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και στο πώς αυτά θα αναπτυχθούν με ακόμη πιο αποτελεσματικό τρόπο με ζητούμενο την διαπαιδαγώγηση των μαθητών ως οι μελλοντικοί ακροατές.
2. στον συνδυασμό της μουσικής τεχνολογίας με τα κλασσικά μουσικά εκπαιδευτικά συστήματα.
3. στην παράλληλη ανάπτυξη εκπαιδευτικού συστήματος για την διδασκαλία και άλλων ειδών μουσικής πέραν της κλασσικής.
4. στην επαγγελματική απορρόφηση μιας πληθώρας πολύ καλών έως άριστων μουσικών που αποφοιτούν κάθε χρόνο από τις Μουσικές Ακαδημίες.
5. στην ισότιμη αναγνώριση των μουσικών διπλωμάτων που δίνουν οι Ευρωπαϊκές Μουσικές Ακαδημίες προκειμένου να διακινούνται καλύτερα οι νέοι μουσικοί από χώρα σε χώρα.
6. στη μετεξέλιξη των άνεργων μουσικών με την βοήθεια ειδικών προγραμμάτων επιμόρφωσης και κατάρτισης έτσι ώστε να προωθηθούν σε άλλους τομείς που έχουν άμεση σχέση με την μουσική αναβαθμίζοντας παράλληλα το ποιοτικό επίπεδο των συγκεκριμένων τομέων.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, κατέγραψα μία αναφορά και την διαβίβασα στο φορέα που με έστειλε, χωρίς να ξανά-ακούσω τίποτα γι αυτήν. Παράλληλα σκεφτόμουν και μονολογούσα: «καλά όλα αυτά, αλλά εμείς για να συμπορευτούμε με αυτούς τους προβληματισμούς και τους στόχους θα πρέπει πρώτα να τρέξουμε μερικά χιλιόμετρα, γιατί ακόμα δεν έχουμε λύσει ούτε καν το μουσικό μας εκπαιδευτικό σύστημα, όχι στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση (που ούτε εκεί δηλαδή το έχουμε λύσει) αλλά μας λείπει εντελώς η τριτοβάθμια. Για ποια ισότιμη αναγνώριση διπλωμάτων Μουσικών Ακαδημιών μιλάμε; Δεν έχουμε καν Μουσικές Ακαδημίες..... Για ποια προώθηση και ανταλλαγή νέων καλλιτεχνών κοπτόμεθα; Εδώ ψάχνουμε με το ζόρι να βρούμε χώρους κατάλληλους για μία συναυλία, φορείς που θα τις αγκαλιάσουν, μηχανισμούς που θα τις οργανώσουν, κοινό που δεν ξέρει τι σημαίνουν όλα αυτά. Για ποιο επαγγελματικό προσανατολισμό των μουσικών να μιλήσουμε;
Αυτές οι σκόρπιες και αγωνιώδεις σκέψεις για το τι επικρατούσε στην Ελλάδα το 1997 – τουλάχιστον γύρω από την μουσική εκπαίδευση και κατάρτιση (και κυρίως της κλασικής μιας και αυτός ήταν ο τομέας μου) - με έβαλε στον πειρασμό να θυμηθώ ότι: οι άλλες Ευρωπαϊκές χώρες σε αυτό τον τομέα εδώ και πολλά, μα πάρα πολλά χρόνια είχαν ήδη αναπτύξει:
Ø Ένα σωστά δομημένο, διαβαθμισμένο και υπεύθυνα οργανωμένο εκπαιδευτικό σύστημα σε όλες τις βαθμίδες που «γεννούσε» συνειδητοποιημένους μουσικούς και ακροατές,
Ø Μία άρτια υποδομή κτιριακών εγκαταστάσεων για την μουσική τους εκπαίδευση που διέθεταν μονωμένες αίθουσες διδασκαλίας, μελέτης και συναυλιών, βιβλιοθήκες, δισκοθήκες,
Ø Μία πολυεπίπεδη παιδαγωγική διδασκαλία, με ανανεωμένη ύλη για την τεχνική, μουσική και θεωρητική κατάρτιση των σπουδαστών, με αξιοκρατικά εξεταστικά συστήματα, με καλά όργανα, με μαθητικές ορχήστρες, χορωδίες, σύνολα μουσικής δωματίου,
Ø Πολυάριθμους χώρους για συναυλίες,
Ø Ποιοτική δισκογραφία,
Ø Μηχανισμούς προώθησης, διακίνησης και προβολής και είχαν αρωγούς τόσο τα μέσα μαζικής ενημέρωσης όσο και την γενναιοδωρία, μεγαλοψυχία και φαντασία πολιτικών, ιδιωτών και δημόσιων προσώπων. Ατόμων που δεν είχαν φοβηθεί να ξοδέψουν χρόνο και χρήμα για να δημιουργήσουν παράδοση στην ιστορία της μουσικής ούτε αναρωτήθηκαν γιατί έπρεπε να επενδύσουν στο πολιτιστικό παρόν και μέλλον της χώρας τους μέσω της μουσικής και της τέχνης γενικότερα.
Όλα αυτά (σαν καταιγίδα) τα συνέκρινα με τις βαρετές πια ελληνικές ενστάσεις του τύπου: «η κλασική μουσική είναι ξενόφερτη στην Ελλάδα» που εν τη ευρεία του έννοια σημαίνει ότι: «το Ελληνικό ακροατήριο δεν ενδιαφέρεται γι αυτήν και συνεπώς, αφού δεν υπάρχει «ζήτηση στην αγορά», δεν είναι από τις άμεσες προτεραιότητες μας η προώθηση της ολοκληρωμένης κλασικής μουσικής παιδείας που απαιτεί την ανάπτυξη ενός πολυδάπανου μουσικού εκπαιδευτικού συστήματος».......Μέχρι σήμερα όλες αυτές οι κορώνες αποτελούν απλώς ένα εύκολο και πολύ βολικό επιχείρημα για όλους τους κυβερνώντες που όλοι - για κάποιο λόγο - θέλουν να αποφύγουν την ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος, είτε γιατί δεν τους ενδιαφέρει, είτε γιατί δεν τολμούν να αντιμετωπίσουν το οικονομικό κατεστημένο.
Η ιδιαίτερη πολιτιστική κληρονομιά, η παραδοσιακή και η λαϊκή μουσική εν προκειμένω, πρέπει να διατηρηθεί και να διαφυλαχθεί από όλους τους λαούς γιατί αναμφισβήτητα αποτελεί την ταυτότητα της κουλτούρα τους. Αυτό εξ άλλου είναι και το μότο όλων των κρατών-μελών της ΕΕ. Δεν είναι έξυπνο όμως (ούτε δίκαιο) να χρησιμοποιούμε αυτή την θέση στην Ελλάδα σαν το άλλοθι για την συντήρηση της μουσικής ημιμάθειας και του ερασιτεχνισμού. Η λογοτεχνία και οι εικαστικές τέχνες δεν γνωρίζουν σύνορα και ακόμη περισσότερο δεν θα πρέπει να γνωρίζει η μουσική καθώς είναι η παγκόσμια γλώσσα που κάνει τους ανθρώπους να επικοινωνούν και να αισθάνονται ως “οι πολίτες του κόσμου”. Η σφαιρική μουσική παιδεία και η συστηματοποιημένη εκπαίδευση δεν απομακρύνουν τους ανθρώπους από την πολιτιστική τους κληρονομιά. Αντίθετα τους οπλίζουν με γνώση και σεβασμό για να την εκτιμήσουν καλύτερα. Αυτό πιστεύω και ελπίζω να μην κάνω λάθος.
Οι άλλες Ευρωπαϊκές χώρες κλείνοντας ένα μεγάλο κύκλο – που η Ελλάδα δεν τόλμησε να ανοίξει ποτέ – έκατσαν σε ένα τραπέζι και ξεκίνησαν μία κουβέντα και μία συνεργασία που κρατάει τουλάχιστον 15 χρόνια. Ταπεινός τους στόχος η ακόμη περαιτέρω ανάπτυξη και το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού και των ανθρώπων του. Θα προσπαθήσω λοιπόν (από αυτά τα λίγα που από προσωπική εμπειρία μπορώ να γνωρίζω) να φέρω στις σελίδες του TAR μερικές πληροφορίες από τα πεπραγμένα και προγραμματισμένα στην Ευρώπη όπως επίσης και να διερευνήσουμε τον πολιτικό πολιτιστικό σχεδιασμό και προγραμματισμό στη χώρα μας. Ελπίζω να γίνουν η αφορμή να αρχίσει (ή μάλλον να ενταθεί) μία δημιουργική ανησυχία και ανάγκη για σκέψεις, πράξεις, ακόμη και καταθέσεις σημαντικών πληροφοριών από άτομα που γνωρίζουν περισσότερα, μήπως και ξεφύγουμε από την καθημερινή μας συνήθεια να ασφυκτιούμε και να γκρινιάζουμε, μήπως και ξαναβρούμε το χαμένο κέφι και πείσμα που είχαμε.
Ολγα Καλογρηάδου
olga@tar.gr
(Φεβρουάριος 2007)