Ιστορική μελέτη πάνω στη ζωή και το έργο του Δημήτρη Φάμπα.
Κείμενο υπό τη μορφή βιογραφικού σημειώματος από το πρόγραμμα της εκδήλωσης της 19ης Μαΐου 2006 στην αίθουσα του Ωδείου Φίλιππος Νάκας με τίτλο «Δημήτρης Φάμπας, ο Δάσκαλος. 10 χρόνια μετά».Ο Δημήτρης Φάμπας γεννήθηκε στη Μηλίνα του Πηλίου, στις 22 Δεκεμβρίου 1921. Τα ερεθίσματα που δέχτηκε, τόσο στη γενέτειρά του, όσο και στον Βόλο όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια, επέδρασαν ευεργετικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Η στόργη που δέχτηκε από την γιαγιά και τον παππού του —οι οποίοι τον ανέθρεψαν κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του, επειδή η μητέρα του αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας— το πλούσιο φυσικό περιβάλλον του Πηλίου, τα ακούσματα από τα πανηγύρια στο χωριό, αλλά και η έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα στο αστικό περιβάλλον του Βόλου, αποτελούν μερικά από τα ερεθίσματα αυτά. Όταν ήλθε με την οικογένειά του στην πρωτεύουσα, το 1935, η πολυσχιδής προσωπικότητά που ανέπτυξε και το ενδιαφέρον που έδειξε σε ασχολίες και χόμπι λιγότερο συμβατικά, φανέρωσαν πως στη ζωή του δεν επρόκειτο να ακολουθήσει τα «καθιερωμένα».
Ωστόσο, η μακρά ναυτική παράδοση της οικογένειάς του, τα οικονομικά προβλήματα από τα οποία δοκιμαζόταν η προπολεμική Αθήνα και οι δυσμενείς επαγγελματικές προοπτικές, προέβαλαν ως μοναδική διέξοδο τη ναυτολόγησή του σε πλοίο, κάτι που δεν τον γοήτευε καθόλου. H ανήσυχη φύση του τον οδήγησε αρχικά στην ενασχόληση με διάφορα αθλήματα, όπως η ποδηλασία, η πυγμαχία, κ.ά. Κατά την παρακολούθηση μιας ταινίας με θέμα την ιστορία της Κάρμεν, συναρπάστηκε από τον ήχο της κιθάρας και έθεσε ως στόχο του την εκμάθηση του οργάνου. Το καλοκαίρι του 1939 ξεκίνησε μαθήματα με τον Nίκο Iωάννου, απόφοιτο της Αθηναϊκής Μανδολινάτας και ερασιτέχνη κιθαριστή. Ο «έρωτας για την τέχνη» μεταγγίστηκε από τον Ιωάννου στον μοναδικό του μαθητή· η ακρόαση σπάνιων δίσκων με μουσική για κιθάρα, ο ζήλος του δασκάλου, τα σπάνια για την εποχή ακούσματα από έργα ενός ρεπερτορίου άγνωστου στο ευρύ κοινό, όλα αυτά φαίνεται πως συντάραξαν τον νεαρό μαθητή, ο οποίος αποφάσισε να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη σπουδή της κλασικής κιθάρας. Ακόμη και κατά την περίοδο της κατοχής, που ακολούθησε την κήρυξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Φάμπας συνέχισε τις σπουδές του «οπλισμένος» με αποφασιστικότητα, σθένος και τόλμη. Ξεκίνησε σπουδές θεωρητικών στο Ωδείο Αθηνών, στις τάξεις των Θεόδωρου Βαβαγιάννη και Κωνσταντίνου Κυδωνιάτη.
Μετά το τέλος του πολέμου, επανήλθε εντονότερη η πίεση από το οικογενειακό περιβάλλον να ακολουθήσει ναυτική καριέρα. Η στάση αυτή δεν θεωρείται αδικαιολόγητη, αν σκεφτεί κανείς τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες, τον εμφύλιο σπαραγμό που μαινόταν στη χώρα, την ανασφάλεια στην αγορά εργασίας και πολλά ακόμη, τα οποία προέβαλαν ως μοναδική λύση την αποκατάστασή του στο ναυτικό. Κυρίως, όμως, αυτό που έκανε την απόφασή του να φαίνεται σαν «απερισκεψία», ήταν η διάχυτη προκατάληψη που κυριαρχούσε απέναντι στο όργανο τη κιθάρας· η περιφρόνηση με την οποία αντιμετωπιζόταν η επιδίωξη εκτέλεσης «σοβαρής» μουσικής από το όργανο και η οποία περιφρόνηση καθιστούσε βέβαιη —σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις— την αποτυχία κάθε προσπάθειας για την πραγματοποίηση σταδιοδρομίας ως σολίστ. Ο Φάμπας, ενέδωσε στις πιέσεις των γονέων του. Έβγαλε ναυτικό φυλλάδιο και εργάστηκε σε πλοίο με κυβερνήτη τον πατέρα του, χωρίς όμως να διακόψει τη μελέτη της κιθάρας. Το πείσμα του και η θέρμη που περιέβαλλε κάθε του δραστηριότητα φαίνεται από το γεγονός πως έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ στην Αλεξανδρούπολη, σε ενδιάμεσο σταθμό ταξιδιού, το 1948. Λίγο αργότερα, εγκατέλειψε τη θάλασσα και χάραξε τη δική του ρότα στο χώρο της κιθαριστικής τέχνης.
O Δημήτρης Φάμπας ανήκει στην πρώτη γενιά επαγγελματιών σολίστ κιθάρας. Στις αρχές της δεκαετίας του '50, κατέληξε στην απόφαση πως η ενασχόλησή του με το όργανο θα αποτελούσε το μοναδικό βιοποριστικό του επάγγελμα. Η αξιολόγηση του έργου του, όμως, δεν θα πρέπει να γίνει —σύμφωνα με την άποψη του γράφοντος— με γνώμονα την «πρωτιά» που σημείωσε στους τομείς που δραστηριοποιήθηκε, και την οποία ο ίδιος δικαιολογημένα εκμεταλεύτηκε για την προώθηση της σταδιοδρομίας του, αλλά με κριτήρια την τόλμη, το πάθος και την αφοσίωση που έδειξε στην τέχνη του καθόλη τη διάρκεια της ζωής του. Τα πρωτοποριακά δεδομένα από τη ζωή του όπως, το ότι έλαβε το πρώτο δίπλωμα κιθάρας που δόθηκε από το Εθνικό Ωδείο (1953), το ότι ήταν ο πρώτος Έλληνας κιθαριστής που έπαιξε μουσική στο κοινό της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Γαλλίας (1959), το ότι ήταν ο πρώτος κιθαριστής που παρουσίασε πρόγραμμα για κλασική κιθάρα στο αρχαίο θέατρο της Eπιδαύρου (1961), το ότι ηχογράφησε τον πρώτο δίσκο βινιλίου με μουσική για σόλο κιθάρα στην Ελλάδα (1965) και πολλά ακόμη, αποτελούν αναπότρεπτη συνέπεια του γεγονότος πως επρόκειτο για έναν από τους πρωτοπόρους καλλιτέχνες στο χώρο του. Η σημαντικότερη συμβολή του, ωστόσο, συνίσταται στον συνεχή αγώνα του για την καλλιέργεια της κιθάρας και στο γεγονός πως δεν δίστασε να αναπτύξει δραστηριότητα σε χώρους που μπορούσαν να εκθέσουν σε κίνδυνο την εικόνα που επιδίωκε να δημιουργήσει. Σχετικά με την υπόθεση της «πρωτιάς», άλλωστε, ο Φάμπας δεν ήταν μόνος του· σε παράλληλη τροχιά —και σε μερικές περιπτώσεις λίγο πριν από αυτόν— ο Γεράσιμος Μηλιαρέσης, ο έτερος κιθαριστής της πρώτης γενιάς Ελλήνων σολίστ, διεξήγαγε το δικό του αγώνα. Ο συναγωνισμός που αναπτύχθηκε μεταξύ των δύο καλλιτεχνών —οι οποίοι λειτούργησαν ως ισχυροί «πόλοι»— αποδείχθηκε ιδιαίτερα γόνιμος, διότι υποκινούσε έναν αδιάκοπο αγώνα βελτίωσης και εξέλιξης και ο οποίος συνέβαλε στη ραγδαία πρόοδο της κιθαριστικής τέχνης στον ελληνικό χώρο. Από την πλευρά του Φάμπα, που μας απασχολεί εδώ, πραγματοποιήθηκαν πολυάριθμα ρεσιτάλ σε ολόκληρη την Ελλάδα. Μόνο στην Αθήνα έδωσε περίπου τριάντα ρεσιτάλ. Στην επαρχία, η δράση του ήταν ακόμη πιο έντονη. Υπολογίζεται πως κατά τη διάρκεια της περιόδου 1948-1978 έδωσε περίπου εξήντα ρεσιτάλ σε τριάντα πέντε επαρχιακές πόλεις.
Η απόφαση του Φάμπα να ασχοληθεί αποκλειστικά με την κιθάρα, τον διαφοροποίησε ριζικά σε σχέση με τους προγενέστερους κιθαριστές, ενώ παράλληλα πολλαπλασίασε τις απαιτήσεις στο επίπεδο της τεχνικής, εφόσον η επιδίωξή του για σταδιοδρομία στην κιθάρα δεν είχε προηγούμενο. Διότι, ήταν σαφές πως η εγχώρια καλλιτεχνική σκηνή δεν παρείχε επαρκείς πόρους· αν ήθελε να μείνει πιστός στην απόφασή του, θα ήταν υποχρεωμένος να δραστηριοποιηθεί και στο εξωτερικό. O Φάμπας όφειλε, με άλλα λόγια, να καλύψει την απόσταση που χώριζε την τεχνική του από την τεχνική που είχε κατακτηθεί στο εξωτερικό, ώστε να μπορέσει να διακριθεί σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον έξω από τη χώρα του. Κύριο μέσο για την επίτευξη των στόχων του, ήταν η προσφυγή σε μια προσωπικότητα-αυθεντία που θα λειτουργούσε ως πρότυπο. Ο ρόλος αυτός ανατέθηκε στον μοναδικό κιθαριστή που αναγνωριζόταν ως αυθεντία παγκοσμίως· τον Andrés Segovia, ο οποίος αποτελούσε ήδη από την περίοδο της πρώτης γνωριμίας με την κιθάρα το ίνδαλμά του. Επιδίωξε και κατάφερε να σπουδάσει στην τάξη του Segovia στην Ιταλία (1955, 1956) και την Ισπανία (1959). Η φήμη και η καταξίωση του δασκάλου, παρείχαν μεγάλη ώθηση στη σταδιοδρομία του, η οποία ξεπέρασε τα σύνορα της πατρίδας του. Συνολικά ο Φάμπας έδωσε ρεσιτάλ σε δεκαέξι χώρες του εξωτερικού.
Αλλά και στην Ελλάδα, η ιδιότητά του ως σολίστ κιθάρας με την οποία εμφανιζόταν, συνέβαλε στην καλλιέργεια θετικού κλίματος προς την κιθάρα. Σε πολλές από τις ελληνικές πόλεις που επισκέφθηκε δεν είχε ξαναδοθεί ρεσιτάλ κιθάρας· η κιθάρα ήταν γνωστή αποκλειστικά ως συνοδευτικό όργανο στη λαϊκή μουσική. Συνεπώς, με την παρουσία του σηματοδοτείται ο μετασχηματισμός της «σκηνής» για την αποδοχή της κιθάρας ως οργάνου - φορέα της «σοβαρής» μουσικής. Μόνιμη επιδίωξή του Φάμπα, συνιστούσε η ανάδειξη της κιθάρας στον χώρο της ελληνικής μουσικής ζωής και η διεκδίκηση μιας θέσης ισότιμης με τα αναγνωρισμένα «κλασικά» όργανα.
Αρωγός και συμπαραστάτης στις προσπάθειές του Φάμπα, στάθηκε η σύζυγός του, Τζένη, η οποία πολλές φορές αναλάμβανε την ευθύνη διαχείρισης των πολυάριθμων υποχρεώσεων που συνδέονταν με την καλλιτεχνική δραστηριότητά του. Σε μια περίοδο κατά την οποία η βιομηχανία του θεάματος αναπτυσσόταν με ραγδαίους ρυθμούς στην χώρα, ο Φάμπας ήταν ένας από τους λίγους κιθαριστές που μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στη συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση για σολίστ υψηλού επιπέδου. Είχε έντονη συμμετοχή στην ανάπτυξη του κινηματογράφου, και της δισκογραφίας που γνώρισαν μεγάλη άνθιση την περίοδο εκείνη, όπως και σε θεατρικές παραγωγές που άφησαν εποχή. Γνώρισε σημαντικές μουσικές προσωπικότητες και συνθέτες όπως οι: Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Κουνάδης, Ξαρχάκος κ.ά. Xάρη στις συνεργασίες αυτές, ο Φάμπας εισήλθε σ' ένα χώρο που θεωρείτο «απαγορευμένος» για την έντεχνη δυτικοευρωπαϊκή μουσική: το λεγόμενο «έντεχνο λαϊκό τραγούδι».
Στον τομέα της ερμηνείας, ο Φάμπας, ως γνήσιος εκπρόσωπος της γενιάς του, ακολούθησε το ρεύμα που κυριαρχούσε στην εποχή του· σε πολλά σημεία της ερμηνευτικής του στάσης, ακολουθούσε τα πρότυπα, όπως είχαν καθιερωθεί στο εξωτερικό· ιδιαίτερα, δε, στοιχεία από την ερμηνεία του Segovia. Επίσης, ποτέ δεν έκανε συμβιβασμό εις βάρος της ερμηνείας του, μη θυσιάζοντας τις ερμηνευτικές του αντιλήψεις για χάρη της τεχνικής τελειότητας.
Παράλληλα, ο Φάμπας ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα στον διδακτικό τομέα. Ως δάσκαλος δημιούργησε Σχολή Κιθάρας στο Εθνικό Ωδείο, από την οποία αποφοίτησαν μερικοί από τους διαπρεπέστερους κιθαριστές των επόμενων χρόνων. Στα χαρακτηριστικά των επίλεκτων μαθητών του, διακρίνονται ο υψηλός ρυθμός προόδου, το σύντομο χρονικό διάστημα μέχρι την ολοκλήρωση των σπουδών και το υψηλό επίπεδο της τεχνικής τους. H επιμονή και το ακλόνητο σθένος που χαρακτήριζαν τη στάση του Φάμπα, σε συνδυασμό με την ψυχολογική στήριξη και την εμψύχωση των μαθητών του, οδηγούσαν στη δημιουργία συναισθήματος αυτοπεποίθησης στην ψυχολογία των μαθητών. Όσοι από αυτούς διακρίνονταν για τις επιδόσεις τους, τύγχαναν ιδιαίτερης μέριμνας, καθώς απολάμβαναν τη στήριξη του δασκάλου. Όχι μόνο την ακράδαντη πίστη στις ικανότητές τους, αλλά και την προώθηση με κάθε τρόπο στην καλλιτεχνική τους πορεία. Ο δάσκαλος επεδίωκε με επιμονή και εξασφάλιζε τη συμμετοχή τους σε μεγάλο αριθμό μαθητικών επιδείξεων, συναυλιών, ατομικών ρεσιτάλ, διαγωνισμών κ.ά. Tο υψηλό επίπεδο της τεχνικής, η πείρα από τις πολυάριθμες εμφανίσεις, η αγάπη για την κιθάρα, το πάθος για σολιστική σταδιοδρομία, η επικοινωνία με καταξιωμένους σολίστ του εξωτερικού, η απόφαση για αποκλειστική ενασχόληση με τη μουσική κ.ά., συνιστούσαν για τους νέους κιθαριστές, σημαντικές προϋποθέσεις για μια εντυπωσιακή συνέχεια. Οι πολυάριθμες διακρίσεις και τα βραβεία σε διαγωνισμούς μέσα και έξω από την Ελλάδα, αποτελούν ένδειξη των ικανοτήτων του δασκάλου. Κυρίως, όμως, συνιστούν απόδειξη του ταλέντου των μαθητών του, οι οποίοι, μετά την αποφοίτησή τους ξεκίνησαν τις δικές τους προσπάθειες για την καλλιέργεια της κιθάρας στη χώρα. H Σχολή Φάμπα απέσπασε συνολικά είκοσι βραβεία σε διαγωνισμούς μέσα και έξω από τη χώρα.
Τέλος, θα πρέπει να υπογραμμιστεί η σημαντική συμβολή του Δημήτρη Φάμπα στην θεμελίωση κιθαριστικού ρεπερτορίου στην Ελλάδα. Η συμβολή του δεν συνίσταται μόνο στην ένταξη έργων από τη διεθνή παραγωγή στα προγράμματα των ρεσιτάλ του αλλά, κυρίως, στη σύνθεση έργων για κιθάρα από τον ίδιο και την ερμηνεία τους πάνω στη σκηνή. Μέχρι και τα μισά του 20ού αιώνα οι συνθέσεις Ελλήνων συνθετών για κιθάρα ήταν ελάχιστες, καμία από τις οποίες δεν είχε ενταχθεί στο ρεπερτόριο των κιθαριστών. Οι συνθέσεις του και ειδικά οι Ελληνικοί Χοροί, βρήκαν θετική ανταπόκριση από το κοινό και την κριτική και περιλαμβάνονται έως και σήμερα στα προγράμματα των κιθαριστών.
Ο Δημήτρης Φάμπας άφησε την τελευταία του πνοή το βράδυ της 3ης προς 4η Μαΐου 1996. Η παρουσία του χάραξε με ανεξίτηλο τρόπο την τέχνη της μουσικής στη χώρα μας. Η προσφορά του στην καλλιέργεια και διάδοση της κιθάρας υπήρξε πολύπλευρη, ενώ η απήχησή της φτάνει έως και τις μέρες μας. Σε μια εποχή που η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια και απαξίωση απέναντι στην τέχνη αυξάνονται διαρκώς, σε μια εποχή που αμφισβητείται όλο και περισσότερο η εξασφάλιση και η επαγγελματική αποκατάσταση του μουσικού εκτελεστή, το παράδειγμα του Φάμπα, παραμένει περισσότερο επίκαιρο από ποτέ.
Τάσος Κολυδάς
Γλυφάδα, Απρίλιος 2006