ΤΑΣΟΣ ΚΟΛΥΔΑΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Στην Τίνα Βαρουχάκη
Μαθητής του Δημήτρη Φάμπα, ουδέποτε υπήρξε. Ούτε έζησε από κοντά αυτή την ιστορική φυσιογνωμία. Ωστόσο, ο Τάσος Κολυδάς, αναφέρεται στο πρόσωπο του Δημήτρη Φάμπα, με σεβασμό και συγκίνηση ως εάν να υπήρξε μαθητής του.
Απαντά στις ερωτήσεις της συνέντευξης με ιδιαίτερη ευγένεια και εξίσου μεγάλη προσοχή και ακρίβεια. Αυτή η στάση, υπαγορεύεται από την στέρεη επιστημονική του υπόσταση. Πτυχιούχος του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, με Πτυχίο στην Κλασική Κιθάρα, Μεταπτυχιακό στην Επιστήμη της Πληροφορικής, εκπόνησε μια εξαίσια Διδακτορική Διατριβή, μέσω της οποίας φωτίζει γνωστές και άγνωστες πτυχές της προσωπικότητας και του έργου του αείμνηστου Δημήτρη Φάμπα.
Η συζήτησή μας ξεκίνησε για τη διατριβή του και κατέληξε στα προσεχή επαγγελματικά του σχέδια. Δεν είναι μουσικός για να αναγγείλει επικείμενες συναυλίες. Αλλά είδηση αποτελεί και το γεγονός ότι στο Πανεπιστήμιο Αθηνών υπάρχει Εργαστήριο για τη Μελέτη της Ελληνικής Μουσικής. Ο Τάσος Κολυδάς δεν κρύβει τη βαθιά ικανοποίησή του για το γεγονός ότι προσφάτως αποτέλεσε μόνιμο μέλος του. Έχει πολλούς στόχους: νέες έρευνες, νέες συνεργασίες, πολλά υποσχόμενες, που θα προσφέρουν γόνιμους καρπούς για πνευματική τροφή. Τέτοια περίπτωση άλλωστε, αποτελεί και η επιμελημένη έκδοση της διδακτορικής του διατριβής, που πλέον αποτελεί σύγγραμμα και εντάσσεται στη σειρά «Ελληνικές Μουσικολογικές Εκδόσεις». Koλυδάς, Τ. (2017), Δημήτρης Φάμπας, (1921-1996) - Πρωτεργάτης της Ελληνικής Σχολής Κιθάρας. Αθήνα: Panas Music Papagrigoriou – Nakas.
Τ.Β. Προσφάτως κυκλοφόρησε το πόνημά σας με τίτλο: «Δημήτρης Φάμπας: Πρωτεργάτης της Eλληνικής σχολής κιθάρας». Το βιβλίο αποτελεί αυτούσια δημοσίευση της διδακτορικής σας διατριβής;
Τάσος Κολυδάς: Υπάρχουν ορισμένες διαφοροποιήσεις σε σχέση με το κείμενο της διατριβής. Αφορούν κυρίως εμπλουτισμό κάποιων κεφαλαίων, τα οποία έκρινα στην πορεία ότι μπορούσαν να επεκταθούν περισσότερο. Για παράδειγμα, πληροφορίες σχετικά με το ρεπερτόριο της κιθάρας στην Ευρώπη στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα που δεν αφορούσαν αμιγώς τον Δημήτρη Φάμπα και γι΄ αυτό δεν τα είχα περιλάβει στη διατριβή. Ωστόσο έκρινα ότι θα ήταν ενδιαφέρον το αντικείμενο και θα βοηθούσε στην διευκρίνιση των συνθηκών μέσα στις οποίες έδρασε ο Φάμπας στον Ελληνικό χώρο και -κατ΄επέκταση- οι κιθαριστές στον Ευρωπαϊκό. Από τα παραρτήματα της διατριβής υπήρξε υλικό, το οποίο δεν περιέλαβα, (πίνακες και καταλόγους που πιστεύω ότι δεν θα ενδιέφεραν τον αναγνώστη) αλλά δεν αφαιρεί καθόλου από το περιεχόμενο και την ουσία του βιβλίου.
Τ.Β. Για ποιους λόγους επιλέξατε την προσωπικότητα του Δημήτρη Φάμπα, ώστε να εμβαθύνετε στο πλαίσιο διδακτορικής μελέτης;
Τάσος Κολυδάς: Το αρχικό μου ενδιαφέρον αφορούσε την κιθάρα στην Ελλάδα γενικότερα. Η κιθάρα έχει μεγάλη άνθιση αν κρίνει κανείς από τις εκδόσεις, τον αριθμό των μαθητών, τη δισκογραφία των Ελλήνων κιθαριστών κτλ. Είναι ένα όργανο με πλατιά διάδοση στον ελληνικό χώρο. Αυτό δεν ίσχυε μέχρι και το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, όπου ήταν όργανο λαϊκό, παραμελημένο και κυρίως θεωρείτο ως όργανο συνοδείας, χωρίς τη δυνατότητα να ερμηνεύσει σοβαρή μουσική. Η αρχική μου σκέψη, ήταν να ασχοληθώ με την εξέλιξη της κιθάρας γενικά. Γρήγορα όμως αντιλήφθηκα ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον να υλοποιηθεί, γιατί είναι τόσες οι παράμετροι, τα πρόσωπα που εμπλέκονται. Στις παραπάνω δυσκολίες θα προσέθετα την ανυπαρξία βιβλιογραφίας. Υπάρχει ασφαλώς η αυτοβιογραφία του Γεράσιμου Μηλιαρέση, το βιβλίο «Ήχοι και απόηχοι» και κάποιοι άλλοι τίτλοι, λιγοστοί, οι οποίοι όμως δεν μπορούν να αποτελέσουν επαρκές υλικό για να θεμελιωθεί μια διδακτορική διατριβή. Σύντομα αντιλήφθηκα ότι θα έπρεπε να ασχοληθώ με έναν πυλώνα της κιθάρας.
Δημήτης Φάμπας
Τ.Β. Πώς καταλήξατε στην προσωπικότητα του Δημήτρη Φάμπα;
Τάσος Κολυδάς: Έθεσα κάποια κριτήρια, ώστε να πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την επιλογή του θέματος. Δηλαδή, θα έπρεπε το πρόσωπο στο οποίο θα εστιάσω την έρευνά μου, να έχει μεγάλη διάρκεια στη σταδιοδρομία του, να διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο, να εμπλέκεται στις εξελίξεις, να ξεκινάει σχετικά νωρίς, ώστε να μου δοθεί η ευκαιρία να αποτυπώσω τις συνθήκες στην Ελλάδα πριν από την «άνοιξη» της κιθάρας. Οι προσωπικότητες που πληρούσαν τα παραπάνω κριτήρια, ήταν ελάχιστες. Μεταξύ αυτών, ο Δημήτρης Φάμπας ξεχώριζε, διότι είχε μια τεράστια σταδιοδρομία, ένα έργο, το οποίο δεν χρειάζεται να πούμε πόσο σπουδαίο ήταν, πολλούς μαθητές, συνθετικό έργο και κυρίως σε πολλούς τομείς, ήταν πρωτοπόρος, πρωτεργάτης, εξού και ο υπότιτλος του βιβλίου. Η μελέτη μου δεν επικεντρώθηκε μόνο στην προσωπικότητα και το έργο του Φάμπα, αλλά ευρύτερα στις συνθήκες ανάπτυξης της κιθάρας στην Ελλάδα. Πριν από το Φάμπα δεν υπήρχε κάτι σημαντικό. Στην πορεία της σταδιοδρομίας του δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για την ανάπτυξη της κιθάρας. Με αυτό τον τρόπο γράφεται η ιστορία γενικότερα, συγκροτώντας μονογραφίες πάνω σε συγκεκριμένα θέματα. Όταν υπάρξουν πολλές παρόμοιες μονογραφίες, θα μπορεί κανείς να γράψει μια γενική ιστορία της κιθάρας.
Τ.Β. Έχετε πάρα πολύ λεπτομερείς και ενδιαφέρουσες πηγές και συνδυάζετε πολλά διαφορετικά είδη, ένα εκ των οποίων είναι και οι συνεντεύξεις σε βάθος. Θα θέλατε να μας μιλήσετε για τις πηγές σας;
Τάσος Κολυδάς: Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που βρέθηκα σε ένα περιβάλλον που η έρευνα για το υλικό αυτό έγινε κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στο Πανεπιστήμιο. Συγκεκριμένα διεξήχθη κατά τη διάρκεια σεμιναρίων μουσικολογίας υπό τη διδασκαλία του κ Αποστόλου Κώστιου Ομότιμου Καθηγητή Μουσικολογίας σήμερα, ο οποίος διατύπωσε την αρχή ότι «η ιστορία καταγράφεται σήμερα για να γραφεί σήμερα ή και αύριο». Στο πλαίσιο αυτό, είχα προχωρήσει στη συγκέντρωση του υλικού και στις πολυάριθμες συνεντεύξεις από σπουδαίους καλλιτέχνες-πολλές από τις οποίες αποτέλεσαν και το πρωτογενές μου υλικό. Στο πλαίσιο των σεμιναρίων τότε, είχα την τύχη και την τιμή να μιλήσω με τον Γεράσιμο Μηλιαρέση και να πάρω πολλές συνεντεύξεις απ΄ αυτόν ή από την οικογένεια Φάμπα. Ο Δημήτρης Φάμπας ήταν εν ζωή μεν, αλλά δεν ήταν σε θέση να δώσει συνεντεύξεις. Όμως η σύζυγός του, η Τζένη, έδωσε πολλές πληροφορίες-χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι μια προφορική μαρτυρία αποτυπώνεται και καταγράφεται αυτούσια, αλλά περνάει από μια δύσκολη διασταύρωση με άλλων ειδών πηγές, γραπτές κατά κύριο λόγο. Για τα ρεσιτάλ του Φάμπα, για παράδειγμα, είχα στη διάθεσή μου τρεις τουλάχιστον κατηγορίες πληροφορίας: μια αναγγελία για το ρεσιτάλ, ένα πρόγραμμα και μια κριτική. Στη μεγάλη πλειοψηφία των ρεσιτάλ, είχα και τα τρία αυτά στοιχεία, οπότε ήταν βέβαιο ότι αυτό έγινε και όχι ότι κάποιος το θυμήθηκε.
Στο πλαίσιο των σεμιναρίων δεν εντασσόταν μόνο η μελέτη κιθαριστών, αλλά και πολλών Ελλήνων συνθετών, όπως ο Γιώργος Σισσιλιάνος, ο Δημήτρης Δραγατάκης, ο Αντίοχος Ευαγγελάτος κ.ά. Για όλες αυτές τις προσωπικότητες εκπονήθηκαν διδακτορικές διατριβές.
Τ.Β. Ποιοι Καθηγητές ήταν επιβλέποντες;
Τάσος Κολυδάς: Επιβλέπων ήταν ο Ομότιμος Καθηγητής, Απόστολος Κώστιος και τα άλλα δυο μέλη της τριμελούς επιτροπής ήταν οι Καθηγητές, Νίκος Μαλλιάρας και Καίτη Ρωμανού. Οφείλω να τους ευχαριστήσω όλους και από τη θέση αυτή για τη συμβολή τους στην ολοκλήρωση της διατριβής.
Με την ευκαιρία, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον εκδοτικό οίκο Παπαγρηγορίου – Νάκα που φιλοξένησε το βιβλίο και για μένα είναι μεγάλη τιμή που εκδόθηκε στο πλαίσιο της σειράς Ελληνικές Μουσικολογικές Εκδόσεις.
Επίσης οφείλω να ευχαριστήσω και τα πρόσωπα που μου έδωσαν πληροφορίες, τη σύζυγό του Τζένη Φάμπα, καθώς και τους μαθητές του Φάμπα, οι οποίοι μου εμπιστεύθηκαν πληροφορίες από τη μαθητεία τους με τον Δημήτρη Φάμπα και χάρη στους οποίους στάθηκε δυνατή η διασταύρωση πολλών από τις πτυχές της δραστηριότητας του Φάμπα και ο εμπλουτισμός του βιβλίου με μαρτυρίες που το καθιστούν μια ζωντανή πηγή. Αναφέρομαι στη Λίζα Ζώη, τον Ευάγγελο Ασημακόπουλο, τον Νότη Μαυρουδή, τον Ευάγγελο Μπουντούνη, τον Βασίλη Γρατσούνα, τον Μάρκο Τσέτσο, τον Παύλο Κάβουρα, τον Λευτέρη Δαή, τον Νίκο Παναγιωτίδη κ.ά.
Ο Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Απόστολος Κώστιος.
Τ.Β. O Φάμπας, είχε πολλές ταυτότητες συγχρόνως: «σολίστ», «δάσκαλος» και «συνθέτης». Νομίζετε ότι κάποια εξ΄αυτών ήταν πιο ισχυρή από τις υπόλοιπες;
Τάσος Κολυδάς: Καταρχάς είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τις ιδιότητες, γιατί η μια εξυπηρετούσε την άλλη. Δηλαδή, το συνθετικό του έργο, το οποίο είναι πολύ αξιόλογο, εξυπηρέτησε τις άλλες δυο ιδιότητες. Ως κιθαριστής δεν είχε στη διάθεσή του ρεπερτόριο τέτοιο σε όγκο και σε γνωρίσματα που να εξυπηρετεί όλες του τις ανάγκες. Ομοίως, ως δάσκαλος είχε ανάγκη από πρωτογενές υλικό. Μάλιστα, είχε τέτοια ικανότητα, ώστε να προσαρμόζει τις συνθέσεις που έγραφε για τις ανάγκες του μαθήματος. Διαπίστωνε π.χ. ότι ένας μαθητής είχε μια αδυναμία σε ένα τομέα της τεχνικής και έγραφε ένα κομμάτι γι΄ αυτή ακριβώς την αδυναμία. Στη συνέχεια βέβαια μπορεί να το επεξεργαζόταν για άλλο σκοπό (και συνήθως έτσι έκανε). Γι΄αυτό το λόγο, δεν είχε τη στάση ενός συνθέτη, ο οποίος θεωρεί μια σύνθεση ως τετελεσμένη. Το συνθετικό του έργο εξυπηρετούσε τις εκάστοτε ανάγκες του, προσαρμοζόταν κάθε φορά και επανερχόταν. Γι΄αυτό παρατηρούμε ότι πολλές φορές τελειώνουν τα ρεσιτάλ του με δικό του κομμάτι. Συνήθιζε να λέει «ακούω τα χειροκροτήματα και ζυγίζω την αντίδραση του ακροατηρίου». Από την άλλη πλευρά, ως σολίστ ήταν υποχρεωμένος να δημιουργήσει μια τεχνική τέτοιου επιπέδου, που να του επιτρέψει να έχει σταδιοδρομία στο εξωτερικό. Διαφορετικά δεν θα μπορούσε να επιβιώσει. Aυτή την τεχνική που είχε κατακτήσει, είχε τη δυνατότητα να τη μεταδώσει στους μαθητές του. Και έτσι βλέπουμε νέους κιθαριστές από την Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 να βρίσκονται στην κορυφή του επιπέδου δεξιοτεχνίας παγκοσμίως. Μου είναι επομένως δύσκολο να ξεχωρίσω τις ιδιότητές του. Μάλιστα θα έλεγα ότι ανά περιόδους έδωσε έμφαση σε διαφορετικές πλευρές του. Στην αρχή σίγουρα στο σολιστικό κομμάτι, στη συνέχεια και παράλληλα με το διδακτικό και στο συνθετικό. Είναι αναμενόμενο. Ένας κιθαριστής δύσκολα κρατάει τη φόρμα του για πάντα. Βλέποντας ότι μεγαλώνοντας οι δυνάμεις του μπορεί να μην τον υποστήριζαν, σταδιακά έδωσε βαρύτητα στο διδακτικό έργο. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι και οι κιθαριστές, που υπήρξαν μαθητές του, έπαιξαν ρόλο στις εξελίξεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Τ.Β. Στο πόνημά σας, αναφέρετε σε ένα σημείο ότι «δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί πως ο σημαντικότερος δάσκαλος του Φάμπα ήταν το ερευνητικό του δαιμόνιο». Θα θέλατε να σχολιάσετε αυτή τη φράση;
Τάσος Κολυδάς: Είναι γεγονός και μπορούμε να το παρατηρήσουμε από πολλούς τομείς ότι ο Φάμπας είχε «ερευνητικό δαιμόνιο!». Καταρχάς, η ιδιότητά του αυτή σχετίζεται και με τις συνθήκες των σπουδών του. Ούτε ο δάσκαλός του, ο Νίκος Ιωάννου, ούτε άλλος κανείς κιθαριστής της εποχής είχε πρόσβαση σε υψηλού επιπέδου πληροφορίες σχετικά με την κιθάρα. Τα μόνα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους ήταν δίσκοι βινυλίου, κάποιες λιγοστές παρτιτούρες και κιθάρες. Δεν υπήρχε καν οπτικά η δυνατότητα να δει κανείς πώς παίζεται η κιθάρα. Φανταστείτε ότι για τη γενιά πριν το Φάμπα δεν ήταν γνωστό ούτε πώς «τσιμπάμε» τις χορδές. Αυτές οι δυσκολίες λοιπόν του δημιούργησαν την συνεχή ανάγκη να αναζητά πληροφορίες από τις πιο απίθανες πηγές! Για παράδειγμα, όταν πήγαινε στο εξωτερικό, στη Σιέννα, επειδή δεν είχε παρτιτούρες, είχε μια φωτογραφική μηχανή και στα κλεφτά φωτογράφιζε παρτιτούρες των συμμαθητών του. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εμφάνιζε τις φωτογραφίες και έδινε στους μαθητές του να τις αντιγράψουν σε πεντάγραμμο. Δεν ήταν μόνο ο Φάμπας, αλλά πολλοί κιθαριστές της εποχής έκαναν εκδόσεις έργων χωρίς να έχουν το πρωτότυπο. Δηλαδή, ακούγοντας το δίσκο, έβγαζαν τις νότες και έκαναν έκδοση, βέβαια με τον κίνδυνο να εκτεθούν, διότι κάποια από τα έργα που αναφέρονταν στους δίσκους της εποχής δεν είχαν τους συνθέτες που αναφέρονταν στους δίσκους. Και αυτό είναι μέρος της έρευνας που έκανα σχετικά με το ρεπερτόριο στο σχετικό κεφάλαιο.
Τ.Β. Συγγνώμη, τι εννοείτε λέγοντας ότι οι δίσκοι της εποχής συχνά δεν περιλάμβαναν έργα των συνθετών που αναφέρονταν;
Τάσος Κολυδάς: Ο Segovia, o οποίος είχε ανάγκη από ρεπερτόριο Παλαιάς μουσικής για τα ρεσιτάλ του, όταν δεν έβρισκε επαρκές ρεπερτόριο παράγγελνε σε σύγχρονούς του συνθέτες έργα σε ύφος παλαιάς μουσικής εμφανίζοντάς τα ως έργα συνθετών μπαρόκ, όπως π.χ. του Sylvius Leopold Weiss. Δηλαδή με κάποιους συγκεκριμένους συνθέτες που είχε πολύ στενή σχέση, τους ζητούσε να γράψουν μουσική σε ύφος παλαιάς μουσικής, διότι αυτή ήταν η μουσική που του έλειπε. Από τους συνθέτες της εποχής του είχε πετύχει να γραφτούν σπουδαία έργα στη φιλολογία της κιθάρας, από τον Federico Moreno Torroba, από τον Manuel María Ponce, από τον Alexandre Tansman κ.ά. Μάλιστα, ήταν έργα που ταίριαζαν με το γούστο του. Δεν είναι τυχαίο ότι το ρεπερτόριο της εποχής είναι Ισπανική μουσική. Υπήρξε λοιπόν κιθαριστής που ακούγοντας από το δίσκο τη σουίτα του Weiss προχωρούσε στην έκδοση του έργου ως Weiss, ενώ στην ουσία ήταν σύγχρονου συνθέτη, π.χ. Manuel María Ponce. Aυτό το φαινόμενο, δεν ήταν άγνωστο στην ιστορία της μουσικής. Yπήρχαν και άλλες περιπτώσεις μουσικών, όπως ο Fritz Kreisler κ.ά. Στην περίπτωση του Σεγκόβια, πίσω από αυτή την τακτική, βρισκόταν η αγωνιώδης προσπάθειά του να φέρει την κιθάρα σε θέση τέτοια, ώστε να αναγνωριστεί ως όργανο ικανό να παίξει έντεχνη μουσική. Προχωρoύσε σε τέτοιους συμβιβασμούς, ώστε να πετύχει τον ιερό του σκοπό, δηλαδή να αποδείξει στο κοινό και τους κριτικούς ότι η κιθάρα ήταν ικανή να παίξει μουσική υψηλού επιπέδου.
T.B. Ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα σημαντικότερα στοιχεία της προσωπικότητας του Φάμπα, τα οποία βοήθησαν στη συγκρότηση αυτού του σπουδαίου σολίστ, δασκάλου και συνθέτη;
Τάσος Κολυδάς: Στο βάθος θα έλεγα ότι το κύριο προσόν του Φάμπα ήταν το πάθος του, το οποίο εκδηλώθηκε τόσο στη μουσική του, όσο και στη διδασκαλία του και γενικότερα στη σταδιοδρομία του τη σολιστική. Το γεγονός ότι ήταν ο πρώτος Έλληνας που έπαιξε στην Ισπανία, στην Πορτογαλλία και στη Γαλλία δείχνει τη διάθεσή του, το πάθος του, να βγει έξω από τα σύνορα της χώρας του και να παίξει μουσική όπου μπορούσε περισσότερο και καλύτερα βέβαια από τον τόπο στον οποίο αναπτύχθηκε, γιατί η Ισπανία εκείνη την εποχή ήταν η «Μέκκα». Οι μαθητές του Φάμπα, μαρτυρούν ότι εκείνος τους στήριζε ψυχολογικά, τους ενθάρρυνε, τους βοηθούσε, ήταν μέντορας, έδινε όσο μπορούσε περισσότερα για να προχωρήσουν. Συνεπώς, νομίζω ότι όλα αυτά απορρέουν από το πάθος και την αγάπη του για την κιθάρα.
Τ.Β. Σε ένα άλλο σημείο του πονήματος, αναφέρετε ότι ο Φάμπας επέλεγε με ιδιαίτερη προσοχή το ρεπερτόριο που ερμήνευε, καθώς στόχευε στο να άρει την προκατάληψη που ήθελε την κιθάρα ως λαϊκό όργανο συνοδείας, αλλά επιθυμούσε να πείσει ότι η κιθάρα είναι ένα σοβαρό σολιστικό όργανο που μπορεί να αναδείξει ρεπερτόριο της λεγόμενης «σοβαρής μουσικής». Αυτή η προκατάληψη, σήμερα, έχει αρθεί ή εξακολουθεί να υφίσταται;
Τάσος Κολυδάς: Είναι βέβαιο ότι η αντιμετώπιση του κοινού απέναντι στην κιθάρα δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά που είχε πριν από τη δεκαετία του ΄50. Δηλαδή, το ότι υπάρχουν φεστιβάλ κιθάρας σε όλη την Ελλάδα, ρεσιτάλ κιθάρας στις καλύτερες αίθουσες των Αθηνών, οι Έλληνες κιθαριστές είναι πρόσωπα αναγνωρίσιμα στην Ελληνική σκηνή της έντεχνης μουσικής και παίζουν σημαντικό ρόλο και πολλά ακόμη στοιχεία, μαρτυρούν ότι έχει αλλάξει η στάση του κόσμου. Ένα ζήτημα ενδιαφέρον αφορά στο ποιοι είναι οι λόγοι που έφεραν την κιθάρα στη θέση αυτή και τους κιθαριστές να επιδιώξουν αυτή την αλλαγή. Η ερμηνεία που θα έδινα στο φαινόμενο, είναι ότι το κοινό αναγνώρισε στην προσπάθεια του κιθαριστή να «αναρριχηθεί» πάνω στη σκηνή, τα δικά του όνειρα για κοινωνική καταξίωση. Αυτό το ανέφικτο, να πετύχεις κάτι που φαίνεται εκ πρώτης όψεως ακατόρθωτο, καθρεπτίζει την αγωνία της μεταπολεμικής κοινωνίας στην Ελλάδα για κοινωνική αναρρίχηση. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Τι κοινό είναι αυτό; έχει έρθει από την επαρχία κυρίως. Τη μεταπολεμική περίοδο ήρθαν από την επαρχία στην Αθήνα τεράστιοι πληθυσμοί με ερεθίσματα παραδοσιακής μουσικής. Έρχονται στην Αθήνα και προσπαθούν να αποτυπώσουν την αλλαγή. Τη διαβατήρια αυτή κατάσταση πώς θα την αποτυπώσουν; Με την τέχνη. Τι τέχνη θα διαλέξουν; το πιάνο ή το βιολί; Τους είναι άγνωστα. Η κιθάρα λοιπόν είναι το κατάλληλο όργανο. Και ο κιθαριστής εκείνη την περίοδο κάνει ακριβώς αυτό: από την ανωνυμία της λαϊκής κιθάρας θέλει ν΄ανέβει στην κορυφή, στη σκηνή, να πετύχει αναγνωρισιμότητα. Τι μουσική θα πετύχει αυτό το σκοπό; Μουσική με στοιχεία παραδοσιακά. Οι χοροί του Φάμπα (οι πιο γνωστοί είναι οι Ελληνικοί χοροί) πετύχανε ακριβώς αυτό: τη σύνδεση του λαϊκού – παραδοσιακού στοιχείου με μια έντεχνη επεξεργασία, σε ένα λόγιο περιβάλλον. Και αυτό για το κοινό λέει πολλά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Φάμπας, εντάσσει τα δικά του έργα στο τέλος των ρεσιτάλ του. Εκεί περιμένει το μεγάλο χειροκρότημα.
T.B. Αναφερόμενος στην άποψη του Segovia για την Πρωτοπορία επικαλείστε μια φράση του: «Όταν ξεκινάς να γράφεις για κιθάρα, πρέπει πρώτα να ξεβρομίζεις την πένα σου», όπου αναφερόταν στη μουσική «που δεν ήταν καθαρμένη από το μίασμα της Πρωτοπορίας». Σήμερα, θεωρείτε αναγκαία τη διεύρυνση του ρεπερτορίου της κιθάρας με αναφορές στην κρατούσα αισθητική του 21ου αιώνα που συνήθως στερείται μελωδίας;
Τάσος Κολυδάς: Δεν χωράει αμφιβολία ότι μουσική για κιθάρα σε πρωτοποριακά ιδιώματα χρησιμοποιώντας σύγχρονες τεχνικές είναι απαραίτητες για να παρακολουθήσει τις εξελίξεις σήμερα. Είναι μέρος της ενηλικίωσής της. Στην περίοδο που εξετάζω στο βιβλίο για το Φάμπα, οι κιθαριστές τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, παίζουν μουσική που χαρακτηρίζεται από έναν αναχρονισμό, δηλαδή είναι κυρίως ρομαντική και μάλιστα παιγμένη με τρόπο ρομαντικό. Η ερμηνευτική προσέγγιση είναι ρομαντική με πολύ rubato, με πολλή επέμβαση του εκτελεστή πάνω στο έργο. Αυτό εξυπηρέτησε πολύ τις ανάγκες της εποχής και ταιριάζει επίσης πολύ με αυτό που είπαμε μόλις πριν: τα ακροατήρια της εποχής, που μπορεί να μην έχουν μεγάλη οικειότητα με τα πρωτοποριακά ιδιώματα, βρίσκουν στην κιθάρα ένα συμπαραστάτη. Ταιριάζουν δηλαδή τα ακούσματα από τα ρεσιτάλ της κιθάρας με το τι μπορεί να αφομοιώσει το κοινό που είχε γενικά λαϊκή προέλευση, ώστε να μπορεί να πλησιάσει την έντεχνη μουσική. Όμως από τη δεκαετία του ΄70 και έπειτα, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά εκλείπουν. Εάν η κιθάρα δεν προσαρμοζόταν στο περιβάλλον και δεν προσέθετε έργα στο ίδιο ύφος με το τι συνέβαινε στo ρεπερτόριο των υπόλοιπων κλασικών μουσικών οργάνων, ήταν σίγουρο ότι θα παραγκωνιζόταν και θα θεωρούνταν και πάλι μουσικό όργανο «δεύτερης» κατηγορίας. Κατά τη γνώμη μου ορθώς οι κιθαριστές έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στα ιδιώματα αυτά εφόσον και το ακροατήριο είχε πλέον εκπαιδευτεί για να μπορεί να τα αφομοιώσει.
Τ.Β. Αναφερόμενος στο θεσμικό ζήτημα της αναγνώρισης των τίτλων σπουδών της κλασικής κιθάρας αναφέρετε: «Τον Ιανουάριο του 1989 αναγνωρίστηκαν όλοι οι τίτλοι που έως τότε είχαν δοθεί από ιδιωτικά μουσικά εκπαιδευτήρια. Τερματίστηκε μ' αυτόν τον τρόπο μια περίοδος έξι χρόνων κατά την οποία το κύρος της ελληνικής Σχολής κιθάρας δέχθηκε ένα ισχυρό πλήγμα, το οποίο έκτοτε δεν επουλώθηκε». Ποια λύση θεωρείτε ότι θα έπρεπε να είχε δοθεί στο ζήτημα της αναγνώρισης των τίτλων σπουδών κλασικής κιθάρας;
Τάσος Κολυδάς: Η γνώμη μου είναι ότι κακώς εστιάζουμε στο ζήτημα της λύσης. Διότι λύση σημαίνει ότι προηγουμένως είχε υπάρξει πρόβλημα. Θεωρώ ότι το Υπουργείο Πολιτισμού, ως κρατικός φορέας όφειλε πριν δημιουργηθεί το πρόβλημα, να θέσει τις συνθήκες αυτές που θα βοηθούσαν στην ανάπτυξη της κιθάρας, στην υποστήριξη της διδασκαλίας της, ώστε να λειτουργεί σε ένα καθεστώς ομαλότητας. Στα μέσα της 10ετίας του ΄80 πλέον φθάσαμε σε αδιέξοδο. Ήταν τόσο τρομερή η ζήτηση για διδακτικό προσωπικό και τέτοια η έλλειψη του πλαισίου που στην ουσία μπορούσε να χρηστεί ως καθηγητής κιθάρας ο οποιοσδήποτε! Το γεγονός ότι τόσοι πολλοί ανεπαρκείς αναμίχθηκαν με τη διδασκαλία της κιθάρας, ήταν και ο σπόρος του «χτυπήματος» της. Συνεπώς, το Υπουργείο Πολιτισμού δεν θα έπρεπε να αργήσει 35 χρόνια (!) από το πρώτο δίπλωμα κιθάρας για να ορίσει το καθεστώς με το οποίο θα δίνονται τα διπλώματα. Εδώ θα ήθελα να υπογραμμίσω τον πολύ σημαντικό ρόλο του περιοδικού Ταρ, στην αποτύπωση της κατάστασης και εν μέρει στην εξέλιξη του φαινομένου. Ως ερευνητής μελέτησα πολλά τεύχη, όπου υπήρχαν αναφορές κυρίως στο περιοδικό Ταρ, όσο και σε άλλα έντυπα της εποχής. Ωστόσο, στο Ταρ γράφτηκε η ιστορία της νομοθετικής κατοχύρωσης της κιθάρας. Ήταν μια περίοδος έντονης «διαμάχης». Ο δικός μου σκοπός ήταν να τη δω όσο γινόταν με ψύχραιμη και αντικειμενική ματιά.
Τ.Β. Σε ένα άρθρο σας, «Ο "ασθενής" ήχος της κιθάρας και ο Andrés Segovia ως "θεράπων" τής μουσικής της” αναφέρετε το εξής: «Η ταύτιση των κιθαριστών με τον Segovia ως«μυθικό πατέρα» με τους συνεπαγόμενους συσχετισμούς ανάμεσα στο «Αυτό», το «Εγώ» και το «Υπερεγώ» σύμφωνα με τη Φροϊδική άποψη και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κιθαριστή έχουν διατυπωθεί ήδη».
Θα μπορούσατε να μας εξηγήσετε αυτή την άποψη;
Τάσος Κολυδάς: Σε ό,τι αφορά τη μορφή του Σεγκόβια, είναι γνωστό ότι είχε δύσκολα παιδικά χρόνια, μεγάλωσε ουσιαστικά χωρίς τους γονείς του και όλη του η δραστηριότητα φανερώνει ότι είχε θέσει ως σκοπό της ζωής του να υποστηρίξει ένα όργανο αδύναμο, ασθενές και να το διαδώσει σε ολόκληρο τον κόσμο, να αναγνωριστεί ως άξιο. Κατά κάποιον τρόπο λειτούργησε λοιπόν ως «πατέρας» της κιθάρας και μάλιστα η σχέση του αυτή ήταν ίδια και με τους κιθαριστές. Από τους κιθαριστές απαιτούσε να ακολουθούν την ίδια ακριβώς στάση, ερμηνευτικά απέναντι σε αυτόν και μάλιστα όταν κάποιοι αντιδρούσαν η διαμάχη ήταν χαρακτηριστική της σύγκρουσης μεταξύ γενεών. Θύμιζε αντίδραση έφηβου με πατέρα. Για να είμαι ειλικρινής αυτό το σκεπτικό, δεν το είχα επεκτείνει στην υπόθεση του Φάμπα, αλλά, τηρουμένων των αναλογιών, ταιριάζει διότι όντως και ο Φάμπας υποστήριζε με κάθε μέσο τους μαθητές του. Ακόμη και όταν ήταν στο εξωτερικό τους υπενθύμιζε να μελετούν. Μετά από την αποφοίτησή τους όλοι σχεδόν οι μαθητές είχαν κάποιο είδος διένεξης με το δάσκαλο σε επίπεδο καλλιτεχνικό, ακριβώς διότι επιχειρούσαν να διατυπώσουν την προσωπική τους καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία. Και αυτό γινόταν με κάποιο είδος τριβής με το Φάμπα, η οποία είναι ενδεικτική μιας ωρίμανσης ενός μαθητή σαν να είναι μια εφηβική σύγκρουση ανάμεσα στις δυο γενιές, ωρίμανση και αποδοχή. Ο Φάμπας μπορεί να είχε τριβές με τους μαθητές του αμέσως μετά το τέλος των σπουδών τους, αλλά στην πορεία επέρχονταν η συμφιλίωση και η αποδοχή. Νομίζω όμως ότι αυτή είναι και η υγιής λειτουργία κάθε καλλιτέχνη. Να τεθεί υπό τις εντολές και συμβουλές του δασκάλου του, αλλά στη συνέχεια να τον αμφισβητήσει και να προχωρήσει χαράζοντας το δικό του δρόμο.
Τ.Β. Εκτός από μουσικολογία και μουσική έχετε σπουδάσει και πληροφορική συνδυάζοντας τις δυο επιστήμες. Θα θέλατε να αναφερθείτε σε δικές σας ιδέες εφαρμοσμένης πληροφορικής στον τομέα της μουσικολογίας ή και της μουσικής;
Τάσος Κολυδάς: Έχω κάνει μεταπτυχιακό στην πληροφορική στο Πανεπιστήμιο Πειραιά. Η σχέση μου με την πληροφορική ήταν ιδιότυπη, διότι γεννήθηκε στη διάρκεια της έρευνάς μου στη μουσικολογία και εξελίχθηκε σε πάθος, κυριολεκτικά σε σημείο που για αρκετά χρόνια με υποστήριζε οικονομικά περισσότερο η πληροφορική από τη μουσικολογία. Για παράδειγμα, η συμμετοχή μου στο ερευνητικό πρόγραμμα για τη Φύση και τον Πολιτισμό του Ζαγορίου ( https://izagori.gr/ ) έγινε κυρίως με την ιδιότητα του προγραμματιστή, εφόσον η ευθύνη μου ήταν η κατασκευή του λογισμικού πάνω στο οποίο στηρίχτηκε το project. Η εντύπωση που αποκόμισα στη διάρκεια της έρευνάς μου στη μουσικολογία, είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η επιστημονική έρευνα σήμερα, αλλάζει με πολύ γρήγορο ρυθμό. Ας πούμε από τις καρτέλες και τους τυπωμένους καταλόγους σε μια μουσική βιβλιοθήκη, πλέον έχουμε περάσει στις βάσεις δεδομένων, τα ψηφιακά αποθετήρια και τις ψηφιακές υποδομές που τα έχουν αντικαταστήσει. Παρατηρούσα λοιπόν, ότι το να έχει κανείς δεξιότητες στην πληροφορική, βοηθάει στο να ανταπεξέλθει στις σημερινές συνθήκες. Οι αλλαγές στις νέες τεχνολογίες, επηρεάζουν και τη μουσικολογική έρευνα. Σήμερα, μπορεί κανείς να έχει πρόσβαση σε σπάνια τεκμήρια της ελληνικής μουσικής από το γραφείο του. Η γνώμη μου είναι ότι σύντομα θα δούμε πολύ πιο έντονες αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο προχωράει η επιστήμη της μουσικολογίας. Για παράδειγμα, έχει αλλάξει ο τρόπος διάδοσης της μουσικής σήμερα, καθώς και ο τρόπος που ενημερωνόμαστε για τα μουσικά γεγονότα. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι αυτά με τα οποία διαδίδεται η πληροφορία, ακόμη και η έννοια της κριτικής. Είναι δυσδιάκριτη η γραμμή που διαχωρίζει το ακροατήριο από το μουσικοκριτικό. Ο όγκος λοιπόν του υλικού, αυξάνεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Αυτό μπορεί να είναι από μια πλευρά απειλή για κάποιους επαγγελματικούς κλάδους, αλλά και ευκαιρία. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει εξαιρετικές προκλήσεις. Θα πρέπει να είναι σε θέση να διαχειριστεί πρωτογενείς πηγές κολοσσιαίων διαστάσεων σε όγκο, αποκλειστικά ψηφιακές με πολλή μεγαλύτερη ποικιλία στη μορφή τους και με χαρακτηριστικό ότι μπορούν να τροποποιηθούν οποιαδήποτε στιγμή. Συνεπώς είναι απαραίτητο για τον μουσικολόγο του μέλλοντος, να έχει δεξιότητες επεξεργασίας και ανάλυσης μεγάλου όγκου δεδομένων, για την ακριβή και επιστημονικά τεκμηριωμένη εξόρυξη γνώσης.
Τ.Β. Ποια είναι τα επιστημονικά, αλλά και καλλιτεχνικά σας σχέδια;
Τάσος Κολυδάς: Στις 31 Μαρτίου θα δώσω διάλεξη με θέμα το ρεπερτόριο των πρώτων σολίστ κιθάρας στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η διάλεξη θα πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του 27ου Φεστιβάλ Κιθάρας στην Πάτρα, μετά από την ευγενική πρόσκληση που μου απηύθυναν ο Ευάγγελος Ασημακόπουλος και η Λίζα Ζώη. Στη διάλεξη θα ασχοληθώ με τη στάση που κράτησαν στο ζήτημα του ρεπερτορίου οι πρώτοι κιθαριστές στην Ελλάδα και την επίδραση από τον τύπο προγραμμάτων που είχε καθιερωθεί στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1930 και έπειτα.
Επίσης, σημαντική εξέλιξη αποτέλεσε η πρόσφατη τοποθέτησή μου στο Εργαστήριο για τη Μελέτη της Ελληνικής Μουσικής του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, ως μόνιμο Εργαστηριακό Διδακτικό Προσωπικό. Εκεί συγκροτείται ένα Αρχείο για την Ελληνική Μουσική, το οποίο περιέχει ήδη υλικό από έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί από μουσικολόγους στο πλαίσιο των ερευνητικών προγραμμάτων. Μια από τις προκλήσεις, είναι η αξιοποίηση του υλικού αυτού τόσο για τη διδασκαλία μαθημάτων στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών, όσο και για την υποστήριξη της έρευνας από τους ερευνητές και τα μέλη του διδακτικού προσωπικού, καθώς επίσης και για τη διάδοση της πληροφορίας στο πλαίσιο που αυτό είναι δυνατόν στο ευρύτερο κοινό. Μεταξύ άλλων, σκοπός είναι και η διασύνδεση του Εργαστηρίου με άλλα Κέντρα μουσικής πληροφόρησης και Βιβλιοθήκες στην Ελλάδα Μάλιστα, στο πρόσφατο πρώτο συνέδριο του Ελληνικού Παραρτήματος της Διεθνούς Ένωσης για τις Μουσικές Βιβλιοθήκες (IAML) τέθηκε ως ζητούμενο ακριβώς αυτή η συνεργασία μεταξύ των φορέων που ασχολούνται με την ελληνική μουσική. Θα είναι μεγάλη μου χαρά να προσφέρω στο πλαίσιο των δυνατοτήτων μου προς το σκοπό αυτό και με απώτερο σκοπό την υποστήριξη της ελληνικής μουσικής.
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki.tar@gmail.com
Μάρτιος 2018
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου
[1] Πηγή: Ασημακόπουλος (2011) http://www.tar.gr/content/content.php?id=3749/, πρόσβαση: 10-02-2017