Τάτσης Αποστολίδης
Coda
«Στη μουσική, εκείνος ο χρόνος -και όλος ο χρόνος- γίνεται ήχος. Οι λέξεις ίσως κρατάνε για λίγο την ηχώ».
Με τις 15 Ιστορίες και μια βόλτα με ποδήλατο (Κέδρος, 2001) ο Τάτσης Αποστολίδης δείχνει στο κοινό του, ακροατές και αναγνώστες του μια άλλη πτυχή του δημιουργικού περάσματος στη ζωή, την βαθιά αγάπη στη λογοτεχνία και κυρίως στην ποίηση. Και εδώ η μουσική είναι πανταχού παρούσα!
Μου είναι το ίδιο αναγκαία η μουσική, είτε παίζοντας στην ορχήστρα είτε ερμηνεύοντας ένα έργο ως σολίστ, το ίδιο όταν διευθύνω ή όταν διδάσκω στην τάξη ακόμη και πιο πολύ κι όταν σφυρίζω ένα σκοπό…
Απόσπασμα:
Σ υ ν ά ν τ η σ η σ τ ο τ ρ έ ν ο
Έδειξε το βουνό.
"Αριστερά μας είναι η Γιουγκοσλαβία", είπε - κοίταξε αλλού. Το πρόσωπό του σκοτεινό, όμως ήρεμο. Συστηθήκαμε. έβγαλε από τη μέσα
τσέπη του σακακιού μια εφημερίδα, την έσκισε. άνοιξε το τρανζιστοράκι του: παράσιτα. "Αλήθεια, τι κάνει η Γκλόρια;" του πέταξα -και δεν την ξέραμε. έγινε σιωπή. κοίταξα το ρολόι: "Στις παύσεις", είπα, "η ώρα δείχνει και είκοσι". "΄Η παρά είκοσι", συμπλήρωσε χαμογελώντας.
Βγήκα στο διάδρομο, κατέβασα το παράθυρο, βρόμικος αέρας - το ξανάκλεισα θυμωμένος. ήρθε δίπλα μου. Πίσω απ' το θόλο τζάμι, ερημιά
στρωμένη. Στο βάθος, έτρεχαν οι γυαλιστερές πίστες του Αβιάνο. παράξενες ανταύγειες στον απογευματινό ουρανό. Παραγγείλαμε καφέ.
"Γιατί", ρώτησε, "είπατε παύσεις, αντί σιωπή ή διακοπή;" "Σκεφτόμουνα τη μουσική", απάντησα. "Εκεί δεν υπάρχει σιωπή ούτε διακοπή, μόνον παύσεις: μουσική χωρίς ήχο." έδειξε το βιολί δίπλα μου.
"Προσπαθώ να κατανοήσω τη γεωμετρία του τόξου και του αριστερού χεριού, επάνω στο βιολί", είπε ο ΄Αλντο. "Τόσο κοντά στο σώμα - ο ήχος τόσο μακριά. Πολλές φορές με πιάνει φόβος: αν σταματήσει;" "Αν σταματήσει", είπα, "ο Θεός χάνει το δρόμο του. Στη μουσική οι δρόμοι είναι ανοιχτοί στο χρόνο. προχωρούμε, επιστρέφουμε, ξαναπαίζουμε.
Da capo. Στην Coda, ολόκληρη η απώλεια παρούσα" Το τρένο σφύριζε επίμονα. Τούνελ. Το σκότος και η ταχύτητα με εξουθένωναν. έγκλειστος και η βουή του αίματος στις φλέβες. Θυμήθηκα το σχεδιάγραμμα μυών και εντοσθίων στον τοίχο της σχολικής μου τάξης: "Αναπνοή, φωνή, αιμορραγία, αφόδευση, ιδρώτας, εκσπερμάτιση, όλα, γιατί ποθούμε την έξοδό μας και...".
"Αισθάνεσθε άσχημα;" με διέκοψε. "Είστε χλομός." Βγαίναμε από το τούνελ. δέντρα στρεβλά, βουλιαγμένοι τοίχοι. "Μέσα μου κατοικεί κάποιος άλλος", ομολόγησα, "θέλει να βγει, να σωθεί." Το τρένο ζήλεψε τις στροφές του ποταμού πριν ξεχυθεί στην πεδιάδα. "Λάγκο ματζόρε." Ο ΄Αλντο έδειξε απέναντι."Εκεί γεννήθηκα, στα νησιά Μπορομέι." Συνέχισε
να μιλάει ακατάπαυστα για τον τόπο του - δεν τον πρόσεχα πια. Οι κλιμακωτοί κήποι της ΄Ιζολα Μπέλα κατέβαιναν προς τη λίμνη, ο ήλιος κομμάτιαζε τα νερά. (Παιδί, έπαιζα στο αεροσκόπιό μου τις κάρτες με τα παραδεισένια τοπία: εκεί, όλος ο χρόνος ήταν παρών. Συναντάς, κάποιες φορές, έναν τόπο. γύρω του τρέχουν τα δάση, τα νερά, οι δρόμοι - αυτός ακίνητος, εκτός τροχιάς: το τέλειο ακόρντο.)
"Είστε καλύτερα;" με ρώτησε. "΄Εφυγε για τα νησιά", είπα. "΄Ισως σωθεί και αυτός και εγώ." Θα συναντηθείτε στην επανάληψη", με βεβαίωσε.
"Εσεις δεν το είπατε;" ΄Ενα κοπάδι πουλιά σε τέλειο σχηματισμό, έφευγε
με πάταγο απ' τον ουρανό του Αβιάνο. Με το πρώτο σκοτάδι μπαίναμε στο σταθμό. αμίλητοι. Μετά, ζήτησε να μην αποχωριστούμε έτσι, στη
σιωπή. Χωρίς να ξέρω γιατί, του χάρισα λίγες λέξεις: Σουπντουλίτσα Φεριτζάι,Τσερναγκόρ, Σούμα-Λιπόβιτσα, Υπατία Καλουτά, Αναξεβίτσα
Λαίδη Μοάγια, Λεσκοβέτσι,Ομπόρ, Σκαμνέλι, Λούτζανε,Τζοντίλα.
"Φτάνει", ταράχτηκε. Σφίξαμε τα χέρια. Από κάπου ερχόταν ένας γλυκός σκοπός κι οι γριές νότες του κοντραμπάσου. Γύρισα. ΄Ηταν ακόμα εκεί, με το χέρι υψωμένο. Το τρένο πίσω του - πάμφωτο φίδι. Του φώναξα: "Χαιρετίσματα στην Γκλόρια".
Ο Τάτσης Αποστολίδης ήταν γιος ενός ιδεολόγου γιατρού της Αριστεράς, του Πέτρου Αποστολίδη (το πρώτο μέρος από τα δίτομα απομνημονεύματα «Οσα Θυμάμαι» του πατέρα του είχε τιμηθεί το '83 με το βραβείο Ιπεχτσί). Αλλωστε, και ο ίδιος ο Τάτσης Αποστολίδης ήταν από τα πιο δραστήρια μέλη της ΕΠΟΝ στα Γιάννενα. Στο Ωδείο της πόλης του ξεκίνησε να σπουδάζει βιολί. Συνέχισε τις σπουδές του (1948-1954) στο Ωδείο Αθηνών στην τάξη του Γιώργου Λυκούδη, απ' όπου αποφοίτησε παίρνοντας άριστα και το Α' βραβείο. Ήδη το 1952, είχε ιδρύσει το «Ελληνικό Κουαρτέτο Γ. Λυκούδης». Τα από κει και πέρα είναι πιο γνωστά σε όλους μας.
Ο ι δεκαέξι ιστορίες που διαβάζουμε στο βιβλίο του των εκδόσεων Κέδρος είναι μικρά αυτοβιογραφικά κείμενα, αναμνήσεις νεανικές που εκτυλίσσονται με κέντρο τη γενέτειρα του, στα Γιάννενα. Ο εξόριστος πατέρας και η βία του Εμφυλίου ποτίζουν τις σελίδες… όπως και η μουσική βέβαια. Αρχίζοντας ο αφηγητής ακούει για πρώτη φορά την 9η συμφωνία του Μπετόβεν στο ραδιόφωνο, θυμάται το Ωδείο, τον Ντάβιντ Oϊστραχ, τη λίμνη και τα αστέρια, μια θήκη του βιολιού, όνειρα, δρόμους, εντάσεις, τις νότες και τις παύσεις. Το βιβλίο είναι ποτισμένο με μουσική.
Διαβάζω τέλος στο οπισθόφυλλο:
Εκείνος ο τόπος υπήρξε: τοπία, άνθρωποι, πράξεις. Τα πράγματα είχαν ήδη αρχίσει ν’ αλλάζουν τη στιγμή που τα ζούσα. Στη μουσική, εκείνος ο χρόνος –και όλος ο χρόνος– γίνεται ήχος. Οι λέξεις ίσως κρατάνε για λίγο την ηχώ.
Έφη Αγραφιώτη
effie.tar@gmail.com