«Κ’ ήταν μέρες που λιποψυχούσαμε,
καθώς πέρα στο μεγάλο δρόμο
φαίνονταν κάποιοι να ‘ρχονται,
τι καινούργια πράγματα μας φέρνουν,
λέγαμε…»
(Σκοτεινή πράξη, 1974)
Τάσος Λειβαδίτης
Σκοτεινοί καιροί…
Σα δε ντρεπόμαστε λέω εγώ.
Άλλο θέμα είχα στο μυαλό μου εν όψει Χριστουγέννων και άλλο προέκυψε.
Μια μέρα μετά από τη δολοφονία του δεκαπεντάχρονου και η οργή περισσεύει. Ασφαλώς και το κείμενο αυτό θα περιέχει κυρίως οργή και αποτροπιασμό. Ο έφηβος που δολοφονήθηκε από τον μπάτσο θα γίνει άλλο ένα σύμβολο, όχι μόνο για τη μαθητική νεολαία, αλλά και για όλους όσοι επιμένουν να διατηρήσουν οργή, θυμό και αποστροφή για τη βία της εξουσίας, που δεν σταμάτησε ποτέ να κατατρώει το σώμα μιας δημοκρατίας όπως η δική μας, που από το 1974 περπατάει πάνω σε μια κλωστή, αναγάγοντας σε ιδανικά τον με κάθε μέσον πλουτισμό και τον καταναλωτισμό των προϊόντων…
Έτσι, πειθήνια όργανα ενός ά-λογου συστήματος, υπάκουα στρατιωτάκια εμείς, ξαφνιαζόμαστε όταν η «πιτσιρικαρία» αναστατώνεται, οργίζεται και τα κάνει λίμπα καίγοντας τράπεζες, σούπερ μάρκετ και άλλους στόχους. Ξεχάσαμε αίφνης πως εμείς οι υπόλοιποι πολίτες έχουμε καταντήσει απλώς καταναλωτές των προϊόντων και πελάτες τραπεζών. Τώρα, οι καταστροφές των βιτρίνων «πονάνε» περισσότερο από τις καταπατήσεις των δασών και από το ανάλγητο ξεπούλημα στο Βατοπέδι, που οργάνωσε η επίσημη πολιτεία σε αγαστή συνεργασία με το παπαδαριό του Αγίου όρους.
Σα δε ντρεπόμαστε λέω εγώ. Ποιος είπε πως έχουμε εξοργιστεί μόνο με τον πιστολέρο δολοφόνο του Αλέξανδρου; Με την εξουσία τα έχουμε, που θρέφει και πληρώνει τέτοια καθάρματα, που λυμαίνονται το σύστημα και τους έχουμε για να προστατεύουν δήθεν τη δημοκρατία…
Σα δε ντρεπόμαστε λέω εγώ. Αυτή η εξουσία δεν είναι άγνωστη. Έχει πρόσωπα και ονόματα και διευθύνσεις. Τους βλέπουμε καθημερινά στην τιβί, τους ακούμε στα ραδιόφωνα, είναι εδώ για να μας υφαρπάξουν την ψήφο, για να συνεργήσουμε στις παρανομίες και τη λαμογιά, για να αποσιωπήσουμε την ανομία, δια μέσου της αδιαφορίας μας.
Σα δε ντρεπόμαστε λέω εγώ. Τώρα οι νοικοκυραίοι, με επί κεφαλής τον υπουργό Παυλόπουλο, ψέγει (με κομψό δήθεν τρόπο) τους νέους που καταστρέφουν τις περιουσίες του κόσμου, δίχως να αντιλαμβάνεται ο απίστευτος αυτός τεχνοκράτης πως η καταστροφή αυτή είναι «χρέος» που οφείλει η γενιά των δεκαπεντάρηδων προς τα συστήματα εξουσίας που ποδοπατούν καθημερινά τα όνειρά τους, προσφέροντας απλόχερα ένα μέλλον με ανεργία, πληθωρισμούς και σκοτεινή προοπτική.
Σα δε ντρεπόμαστε λέω εγώ. Ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, 15 χρονών παιδί, δεν πρόλαβε να καταλάβει πως ο δρόμος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, των απανωτών (ακατάπαυστων) σκανδάλων που συσσωρεύονται καθημερινά από τα λαμόγια της Νέας Δημοκρατίας (στην εποχή μας), η ανεργία και η απίστευτη υποβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην ολοκληρωτική ρήξη με το σάπιο πολιτικό σύστημα. Είναι λογικό να καίγεται το πελεκούδι. Και απορώ γιατί άργησε να ξεσπάσει αυτή η βία. Ο Αλέξανδρος ήταν το φυτίλι που άναψε και κινητοποίησε τα ανακλαστικά των εφήβων. Η εν ψυχρώ δολοφονία του, οριοθέτησε τις σχέσεις των οργισμένων νέων γενεών προς ένα απεχθές πολιτικό σύστημα κερδοφορίας των τραπεζών και των υπηρετών του.
Σα δε ντρεπόμαστε λέω εγώ. Οι τηλεοπτικές εικόνες της καταστροφής στους δρόμους της Αθήνας είναι εικόνες θλιβερές, αλλά δεν είναι χειρότερες από τις αφανείς εικόνες μιας βαθύτερης κατάπτωσης που –επαναλαμβάνω- έχει προκαλέσει αυτό το ίδιο το σύστημα εξουσίας. Αλήθεια, μπορεί να μας πει ο πρωθυπουργός που συλλυπήθηκε (βεβαίως -βεβαίως) τους γονείς του μικρού Αλέξανδρου, τι έχει μείνει όρθιο στη χώρα; Τόση εθελοτυφλία πια; Σκοτεινές δυνάμεις υποκινούν και πάλι τα νέα παιδιά και μέσα σε ώρες τα έσπασαν σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Γιάννενα, Ηράκλειο, Χανιά, Μυτιλήνη, Ξάνθη, Πάτρα, Βόλο, κλπ;
Σα δε ντρεπόμαστε λέω εγώ. Το χειρότερο που μπορείς να κάνεις τούτη την ώρα, είναι να αφαιρείς τη δυναμική των πρωτοβουλιών από το τμήμα αυτό του κόσμου, το πιο νευραλγικό και ελπιδοφόρο. Η σκέψη πως όλη αυτή η αυθόρμητη φωτιά που ξέσπασε, είναι «δάκτυλος σκοτεινών συμφερόντων», είναι πολιτική ηλιθιότητα μεγάλου βεληνεκούς, που την συναντάμε τώρα, αυτές τις ώρες, που το αίμα του Αλέξανδρου είναι ακόμα νωπό, να βγαίνουν τα παπαγαλάκια των πολιτικών νοικοκυραίων και να κάνουν ντα ντα τους μασκοφόρους και τους αναρχικούς που καταστρέφουν τις περιουσίες των καταστηματαρχών.
Σα δε ντρεπόμαστε λέω εγώ. Να ομιλούν περί έννομης τάξης αυτοί που την καταστρατήγησαν με το παραπάνω, με τις άνομες μπίζνες που έκαναν, με ομόλογα, με καταπατήσεις, με συναλλαγές, με υπουργούς που διατείνονται πως «ό,τι είναι νόμιμον, είναι και ηθικόν» ώστε να στηρίζει (ο ίδιος ο τότε υπουργός) σ’ αυτό το δόγμα, τον πλουτισμό του. Ένα τοπίο μαύρο σε χρώμα, που είναι ικανό να μας κλείσει όλους στο κάστρο της μοναξιάς και του αυτισμού! Όμως όχι. Ο θάνατος του Αλέξανδρου ίσως «χρησιμεύσει» ως μάρτυρας και σύμβολο σε σημαία γι αυτά τα μοναχικά παιδιά, που στο μέλλον θα έχουν αναπόφευκτα αγώνες καθημερινούς για την παιδεία, τα δικαιώματα, τον σωφρονισμό των ένστολων, την απειλή της ανεργίας και των 700 ευρώ, την κατοχύρωση μιας δημοκρατίας με ανθρώπινο πρόσωπο…
Οι υγιείς κοινωνίες θέλουν μεγάλες ανατροπές και μια τέτοια ανατροπή έλαβε χώρα τώρα, στις 6 Δεκεμβρίου του έτους 2008, με την εν ψυχρώ δολοφονία του Αλέξανδρου από έναν αδίστακτο μπάτσο. Ανατροπή είναι αυτές οι φωτιές και οι καταστροφές, έστω και αν οι δήθεν νόμιμοι της κυβερνητικής εξουσίας θέλουν (δήθεν) να προστατέψουν τις περιουσίες των νοικοκυραίων…
Σα δε ντρεπόμαστε λέω εγώ…
Νότης Μαυρουδής
(Νύχτα της 7/12/2008)
mavroudis@tar.gr