Η ΘΡΥΛΙΚΗ «ΜΑΝΤΡΑ» ΤΟΥ ΑΤΤΙΚ
«Πολλές σανίδες, λίγη μπογιά και αρκετή πρωτοπορία. Ένα ξύλινο παράπηγμα-σκηνή, ύψους έξι-επτά μέτρων και δίπλα η αυλόπορτα που ήταν η είσοδος. Στο δρόμο η πρόσοψη παριστάνει ένα φτωχικό διώροφο σπιτάκι με ζωγραφισμένα πορτοπαράθυρα. 'Ενα αληθινό παράθυρο στο ισόγειο που στην πραγματικότητα ήταν το ταμείο και μια αληθινή μπαλκονόπορτα με μπαλκόνι στο δεύτερο πάτωμα. Στην είσοδο γλάστρες με φυτεμένα… μακαρόνια. Στην πόρτα ψηλά ένα κλουβί με μια σαρδέλα αντί πουλιού, μαρτυρούσε την εκ μητρός καταγωγή μου και μην ξεχνάτε ότι οι Τσιριγώτες έβαλαν την σαρδέλα στο κλουβί να τραγουδήσει. Στο μπαλκόνι ακουμπισμένος με το αριστερό χέρι στα κάγκελα, σκυφτός προς τα έξω ένας Αττίκ με αγγελικό χαμόγελο να κάνει με το δεξί χέρι μια χειρονομία υποδοχής. Αυτός ο Αττίκ ήταν ανδρείκελο σε φυσικό μέγεθος, έργο γνωστού γλύπτου, μοναδικού σε τέτοιες δύσκολες εργασίες. Του φορούσαμε απαράλλαχτα τα δικά μου ρούχα, που είχα τότε καθιερώσει, άσπρο πουκάμισο, άσπρα παπούτσια και κάλτσες και τα λοιπά, ήταν όλα τόσο επιτυχημένα - που πολλοί γελιόντουσαν και μου φώναζαν από κάτω - πηγαίνοντας στο ταμείο: Αττίκ πες να μας δώσουν καλές θέσεις! Τέτοιος καλλιτέχνης ήταν ο γλύπτης Φώσκολος. Εννοείται ότι κάθε βράδυ το ανδρείκελό μου έμπαινε μέσα, αλλιώς η μαρίδα της γειτονιάς θα το ετάραζε στις πετριές και θα μου έσπαζε το κεφάλι, που επλήρωσα τότε στο Φώσκολο πέντε χιλιάδες δραχμές. Θα σκεφθείτε ίσως: Τι να κοστίζει άραγε το αληθινό; Απαντώ - Πολύ λιγότερα»
Αυτή ήταν η περιγραφή του Αττίκ (Κλέων Τριανταφύλλου 1885-1944), ενός ιδιαίτερα ταλαντούχου και αξιόλογου στιχουργού και συνθέτη, για τη θρυλική «Μάντρα» του. Σύμφωνα δε με τον Τίμο Μωραϊτίνη, την πολύπλευρη αυτή προσωπικότητα των Γραμμάτων, επρόκειτο για ««μία μπουάτ», στα πρότυπα εκείνων της Μονμάρτρης, αλλά με καθαρώς αθηναϊκόν χρώμα!».
Το ξεκίνημα της θρυλικής αυτής «Μάντρας» ανάγεται στο 1930 και συγκεκριμένα στο καλοκαίρι του ιδίου έτους, όταν ένας αστυφύλακας υπέδειξε στον Αττίκ μία ελεύθερη μάντρα στην οδό Μηθύμνης 20 (κοντά στην τότε πλατεία Αγάμων, νυν πλατεία Αμερικής).
Η πρώτη αυτή «Μάντρα» ήταν μικρή με αμέτρητες επιγραφές. Στην είσοδο υπήρχε η επιγραφή: «Απαγορεύεται να φέρεσθε βαναύσως προς τον φορατζήν». Άπειρες ήταν και οι επιγραφές που αντίκριζε κανείς στο εσωτερικό της «Μάντρας». Ακολουθούν ορισμένες από αυτές: «Απαγορεύεται το πτύειν προς τα άνω», «Απαγορεύεται το καπνίζειν μετά την παράστασιν», «Απαγορεύεται το χειροκροτείν εις ξένην διάλεκτον», «Απαγορεύεται η έκφρασις θαυμασμού διά κτυπημάτων επί των γονάτων του γείτονός σας». «Ουδέν παράπονον λαμβάνεται υπ' όψιν εάν δεν συνοδεύεται υπό κιθάρας» και άλλα. Ο περιπαιχτικός αυτός τόνος μετέδιδε ένα κλίμα ευθυμίας, χαράς, ιλαρότητας.
Χρειάστηκαν 13 μέρες για να ξεκινήσει να λειτουργεί και να ανέβουν οι πρώτες παραστάσεις του θερμού αυτού καλοκαιριού. Σκοπός του Αττίκ ήταν να δημιουργήσει κάτι λιτό, αλλά ταυτοχρόνως βαθιά πνευματώδες, που να ξεχωρίζει στην ακμάζουσα πολιτισμικά Αθήνα του μεσοπολέμου.
Για να κατανοήσουμε την τεράστια σημασία του έργου του, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι για τον Αττίκ, η «Μάντρα» δεν αποτελούσε απλά ένα χώρο διασκέδασης, αλλά αντιπροσώπευε τη ταυτότητά του. Προσπάθησε μέσα από τη «Μάντρα» του να εντάξει τη δική του αντίληψη περί τραγουδιού, αλλά και να περάσει στοιχεία εκείνης της εποχής. Επρόκειτο για μία εποχή που η αθηναϊκή επιθεώρηση και το ρεμπέτικο τραγούδι κυριαρχούσαν στην αστική μουσική κουλτούρα. Ο Αττίκ έχοντας γαλουχηθεί με τη νοοτροπία του γαλλικού chanson, επιστρέφει στην πατρίδα του και ταυτίζει τον εαυτό του με το νεοφερμένο «ελαφρό» είδος. Είναι πλέον ο πρώτος μεγάλος σημαντικός συνθέτης στο χώρο του νεοελληνικού τραγουδιού, στο οποίο και θα δώσει τη θέση, την επιβλητικότητα που του αρμόζει. Κατ’ επέκταση το κοινό της «Μάντρας» του αποτελείτο από άτομα, τα οποία επιθυμούσαν διακαώς να επαναπροσδιορίσουν την κουλτούρα τους μέσα στην αενάως μεταλλασσόμενη νεοελληνική πραγματικότητα.
Για την επίτευξη του σπουδαίου αυτού εγχειρήματος, ο Αττίκ συνεργάστηκε με ορισμένους από τους πιο δημοφιλείς καλλιτέχνες της εποχής, όπως ο Παντελής Χορν, ο Μίμης Ευαγγελίδης, ο Αντώνης Βώτης, η Καίτη Ντιριντάουα, ο Ορέστης Λάσκος καθώς και με πολλούς άλλους.
Η πρεμιέρα της θρυλικής «Μάντρας» του Αττίκ έλαβε χώρα την 1η Αυγούστου του 1930. Ο Αττίκ μάλιστα, την παραμονή της πρεμιέρας δημοσίευσε την ακόλουθη ανοιχτή πρόσκληση στην εφημερίδα «Πατρίς»:
«Αγαπητή Πατρίς,
Θερμώς σε παρακαλώ, όπως αναγγείλης, ότι την προσεχή Παρασκευήν 1ην Αυγούστου θ' αρχίσω τας παραστάσεις εις το μικροσκοπικόν μου θεατράκι "Η Μάντρα" οδός Μεθύμνης 20, Πλατεία Αμερικής.
Το είδος του θεάτρου αυτού, καινοφανές διά τας Αθήνας, θα ομοιάζη αφ' ενός, εις τας γενικάς του γραμμάς προς τα Καλλιτεχνικά Καμπαρέ των Παρισίων, ως το "Theatre de 10 heures", "Deux anes" κλπ., αφ' ετέρου δε ως το "Letoutehiza Mjch"-Νυχτερίδα, του Μπάλιεφ της Μόσχας, προσηρμοσμένον εις τας απαιτήσεις της Αθηναϊκής νοοτροπίας.
Εκτελεσταί των διαφόρων αριθμών του προγράμματος, ήτοι, ασμάτων, επικαίρων τετραστίχων, απαγγελιών, μονοπράκτων "Sketch" κλπ. θα είνε αυτοί ούτοι οι συγγραφείς.
Εις την καλλιτεχνικήν αυτήν προσπάθειαν θα έχω ως πολυτίμους συνεργάτας τους γνωστοτάτους συγγραφείς κ.κ. Π. Χορν, Α. Βώττην, και τινάς άλλους καλλιτέχνας, μη συγγραφείς.
Μετά πολλής αγάπης
και των εκ των προτέρων ευχαριστιών μου
Κλέων Τριανταφύλλου
“Attic’’.»
Το πρόγραμμα διαρκούσε δύο ώρες και το κοινό συμμετείχε ενεργά κατά τη διάρκεια της παράστασης, έχοντας έτσι τη δυνατότητα να χαλαρώσει, να διασκεδάσει, να αποδράσει έστω και στιγμιαία από τη δύσκολη καθημερινότητα αλλά και να εκφραστεί, να ξεσπάσει. Είχε διαμορφωθεί επομένως ένα κλίμα οικειότητας και εγγύτητας μεταξύ των παρισταμένων.
Χαρακτηριστική είναι η φράση που έγραψε δημοσιογράφος της εποχής: «Ο κόσμος κλαίει στο σπίτι του, στη Μάνδρα θέλει να γελά», περιγράφοντας τον Αττίκ να αγωνίζεται, να γελά, να θυμώνει, να αστειεύεται, καθιερώνοντας με αυτόν τον τρόπο το δικό του είδος λαϊκού θεάτρου.
Η Νινή Ζαχά στα χέρια του Αττίκ - 1939
Το έτος 1938, η θρυλική «Μάντρα» αλλάζει τοποθεσία κι εγκαθίσταται μόνιμα σε μία αθηναϊκή ταβέρνα, την «Μονμάρτη», η οποία βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Αχαρνών και Ηπείρου. Η λειτουργία της εκεί σταμάτησε με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου (1940). Στη «Μάντρα» του Αττίκ ξεκινούν τα πρώτα τους βήματα ταλαντούχες προσωπικότητες ανάμεσά τους, η Κάκια Μένδρη, οι αδερφές Καλουτά, ο Γιώργος Οικονομίδης αλλά και ο Μ. Τραϊφόρος και πολλοί άλλοι. Στη περίφημη «Μάντρα» επίσης, ξεκίνησε την καριέρα της -ως παιδί θαύμα- η Νινή Ζαχά (πραγματικό όνομα Ουρανία Ζαχαροπούλου), η οποία ήταν τότε (1938) 7 ετών.
Δανάη Στρατηγοπούλου
Σημαντική ήταν και η συνεργασία του Αττίκ με τη Δανάη Στρατηγοπούλου, η οποία ξεκινά το έτος 1935, όταν εκείνη τον ακολούθησε ως δημοσιογράφος σε μία περιοδεία του στην Αίγυπτο. Η ίδια δηλώνει μάλιστα «Πήγα δημοσιογραφίσκη -κατά το παιδίσκη- και γύρισα επαγγελματίας τραγουδίστρια». Ήταν μία συνεργασία που άφησε εποχή. Ο ίδιος μάλιστα ο Αττίκ είχε πει χαρακτηριστικά «Με κιθάρα να τα λέει η Δανάη και κάθε πέτρα να πονάει» . Την αποκαλούσε δε το «αηδόνι των τραγουδιών του».
Εκτός από τις μοναδικές και υπέροχες συνθέσεις του που έχουν χαραχτεί στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, ήταν επίσης ξεχωριστό και το διπλό του σφύριγμα που συνόδευε το παίξιμό του στο πιάνο. Πολλοί μάλιστα θεατές επισκέπτονταν τη ‘’Μάντρα’’ του μόνο και μόνο για να ακούσουν το χαρακτηριστικό αυτό διπλό σφύριγμα. Το αξιοθαύμαστο σε αυτό το διάσημο σφύριγμα ήταν ότι ο Αττίκ διέθετε το τάλαντο να σφυρίζει ταυτόχρονα σε δύο διαφορετικές νότες, δημιουργώντας έτσι ανεπανάληπτες διφωνίες που έμοιαζαν με κελάηδημα.
Μαρίκα Φιλιππίδου
Ένα από τα διασημότερα τραγούδια του Αττίκ είναι το τραγούδι με τίτλο «Ζητάτε να σας πω», το οποίο ο Αττίκ το έγραψε μόλις μέσα σε 10 λεπτά(!). Κινητήρια δύναμη για τη δημιουργία του τραγουδιού αυτού αποτέλεσε ο μεγάλος του έρωτας για την ηθοποιό Μαρίκα Φιλιππίδου, για την οποία είχε γράψει στο παρελθόν το θαυμάσιο ερωτικό τραγούδι- σε ρυθμό βαλς-ονόματι «Είδα μάτια».
Ο Αττίκ, ωστόσο είχε χωρίσει με τη Μαρίκα Φιλιππίδου, όμως εξακολουθούσε ο έρως του για εκείνη. Ένα βράδυ λοιπόν, η Μαρίκα επισκέπτεται τη «Μάντρα» μαζί με τον δεύτερο σύζυγό της, τον αξιωματικό Σταμάτη Μερκούρη και κάθονται στις πρώτες θέσεις. Οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι την αναγνωρίζουν και ξεκινούν τα πειράγματα προς τον Αττίκ φωνάζοντας μάλιστα ‘’Είδα μάτια’’. Ο Αττίκ τότε βουρκωμένος και βαθιά λυπημένος σηκώνεται από το πιάνο και κατευθύνεται προς τα καμαρίνια. Στο κοινό επικρατεί αμηχανία. Παραμένουν όλοι στη θέση τους και προσμένουν να δουν πώς θα εξελιχθεί η βραδιά.
Ο Αττίκ μετά από δέκα λεπτά επιστρέφει στη σκηνή έχοντας συνθέσει μουσικά και στιχουργικά ένα από τα κορυφαία, αλησμόνητα και συγκινητικά τραγούδια με τίτλο ‘’Ζητάτε να σας πω’’, το οποίο περιγράφει συγκλονιστικά την ψυχική ένταση, την οποία βίωσε εκείνη τη στιγμή.
Στις 29 Αυγούστου του 1944, ο Αττίκ σκόνταψε πάνω σε έναν γερμανό στρατιώτη, ο οποίος τον γρονθοκόπησε πολύ άγρια. Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους για τον ανεπανάληπτο Κλέων Τριανταφύλλου. Κάθε βράδυ, ο Αττίκ έπαιρνε ηρεμιστικό βερονάλ για να κοιμηθεί. Εκείνο το βράδυ πήρε παραπάνω και δεν ξαναείδε ποτέ την ανατολή του ήλιου.
Με το θάνατο του Αττίκ, «πέθανε» και η θρυλική του «Μάντρα» και παρόλο που πολλοί καλλιτέχνες επιχείρησαν μετέπειτα να δημιουργήσουν κάτι παρόμοιο, ουδείς τα κατάφερε.
Ο Αττίκ παραμένει ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού. Ήταν μία δυναμική, ευρηματική και ευφυέστατη προσωπικότητα. Τα τραγούδια του πλημμυρίζουν από αισθήματα, ρομαντισμό, πάθος, νοσταλγία μα και μία γλυκιά αθωότητα. Η ίδια του η ζωή, τα βιώματά του έγιναν τραγούδια.
Ο Αττίκ είναι ανεπανάληπτος, τα τραγούδια του μοναδικά και η «Μάντρα» του θρυλική.
Ως επίλογο, παραθέτω ένα σπάνιο βίντεο από τη δραματική-μουσική ταινία του Γ. Τζαβέλλα με τίτλο «Χειροκροτήματα» (1944), όπου πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο Αττίκ και παρουσιάζει στο κοινό το διαγωνισμό τραγουδιού.
Γιώτα Ευταξία
(Οκτώβριος 2018)
gteftaxia@gmail.com
Φοιτήτρια του Τμήματος Μουσικών Σπουδών
του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου)