Το Ακροατήριο
Με ευχές σε όλους τους αναγνώστες μου για μια χρονιά – αν μη τι άλλο – τουλάχιστον πιο αισιόδοξη απ’ την προηγούμενη, έκανα με το μυαλό μου μια αναδρομή στο παρελθόν, καταλήγοντας σε κάποιες συγκρίσεις που για πολλούς είναι άγνωστες και γι’ άλλους οδυνηρές.
Θυμήθηκα λοιπόν αυτές τις μέρες, πως στη δεκαετία του 1950 η κυριότερη αίθουσα συναυλιών της Αθήνας ήταν ο ‘Παρνασσός’. Όχι πως δεν υπήρχαν άλλες, ίσως ομορφότερες, όπως τα θέατρα ‘Κεντρικόν’ και ‘Γκλόρια’ ή και μεγαλύτερες, όπως τα κινηματοθέατρα ‘Παλλάς’, ‘Rex’ και ‘Ορφέας’. Μα να, ο ‘Παρνασσός’ ήταν που είχε καθιερωθεί ως η πιο σημαντική αίθουσα μια και οι άλλες δεν είχαν συνδέσει αποκλειστικά το όνομά τους με μουσικές εκδηλώσεις.
Στον ‘Παρνασσό’ λοιπόν έλεγες πως έδωσες ρεσιτάλ και είχες μια απήχηση και μια καταξίωση ανάλογη με αυτήν του Μεγάρου στις μέρες μας.
Ήταν βλέπετε το κτήριο αρκούντως επιβλητικό για να φιλοξενεί τη ‘σοβαρή’ μουσική όπως την αποκαλούσαν τότε, βρίσκεται και στο κέντρο της πρωτεύουσας, είχε και ο χώρος μια ιδανική για ρεσιτάλ χωρητικότητα 500 θέσεων και αν στα παραπάνω προσθέσουμε την εξαιρετική ακουστική και το γεγονός πως είχε φιλοξενήσει κορυφαίους σολίστ της εποχής, μπορεί κανείς να φανταστεί γιατί απολάμβανε αυτής της αίγλης.
Θυμάμαι ένα ακροατήριο διψασμένο για μουσική, να κατακλύζει την αίθουσα αυτή ακόμα και σε μαθητικές συναυλίες. Χωρίς ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, δίσκους, κασετόφωνα, οι φιλόμουσοι Αθηναίοι έβρισκαν καταφύγιο στον ‘Παρνασσό’ για να απολαύσουν μια μουσική βραδιά. Ένα κοινό χωρίς ακούσματα πολλά, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις, χωρίς παραξενιές. Με αγάπη υποδέχονταν τον καλλιτέχνη. Κι όταν αυτός σκορπούσε τη συγκίνηση με το παίξιμό του, εισέπραττε ως ανταμοιβή ένα ατέλειωτο χειροκρότημα, χαρίζοντας στο τέλος με ευχαρίστηση αλλεπάλληλα ‘μπιζ’. Δυο ώρες περίπου η διάρκεια του ρεσιτάλ, πολλές φορές με 2 διαλείμματα. Χορταστικό ακρόαμα που γενναιόδωρα προσφερόταν σε ένα στερημένο από ακούσματα αλλά καλοπροαίρετο ακροατήριο, που ήταν έτοιμο μάλιστα να δεχθεί και κάποια ψεγάδια. Ήταν η συναυλία μια έξοδος του Αθηναίου, η φυγή του από τη μονοτονία του σπιτιού και η επαφή του με χώρους συγκίνησης και απόλαυσης.
Με το πέρασμα των δεκαετιών, την εξέλιξη της τεχνολογίας, τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, άλλαξαν πολλά. Δεν είμαι βέβαιος αν όλα στη σωστή κατεύθυνση. Είναι φαίνεται μοιραίο στη ζωή να υπάρχει πάντα ένα τίμημα, ένα κόστος σε κάθε επίτευγμα, σε κάθε επιτυχία. Είναι αν θέλετε η άλλη όψη του νομίσματος. Στην προκειμένη περίπτωση το επίτευγμα ήταν ο δίσκος και η διάδοση της μουσικής σε κάθε σπίτι, σε κάθε νοικοκυριό. Ακόμα κι ο πιο φτωχός μεροκαματιάρης στις δεκαετίες που ακολούθησαν είχε την ευκαιρία με τα στερεοφωνικά μηχανήματα να απολαμβάνει σπίτι του πια, τα καλύτερα συγκροτήματα, τους διασημότερους σολίστ, τις επιφανέστερες ορχήστρες. Με τον καιρό έπαψε να πηγαίνει στις συναυλίες με δίψα να απολαύσει αυτό που του έλλειπε. Η αφθονία της μουσικής τον περιτριγύριζε τώρα πια όπου κι αν βρισκόταν. Στο σπίτι, στο γραφείο, στο αυτοκίνητο, στο αεροπλάνο, ‘στον ύπνο και τον ξύπνιο του’. Πέρασαν ανεπιστρεπτί οι εποχές που δεν τον χόρταινε το πρόγραμμα των δυο ωρών ζητώντας με επιμονή τα αλλεπάλληλα μπιζ. Τώρα πια, τα αγαπημένα του κομμάτια είχε την ευκαιρία να τα ακούει από δεκάδες εκτελεστές. Και όχι μόνο να τα ακούει, αλλά παράλληλα να τα βλέπει από το internet σε ποικίλες εκτελέσεις.
Έτσι οι αίθουσες χρόνο με το χρόνο άδειαζαν όλο και περισσότερο ενώ πλήθαιναν οι καλλιτέχνες. Μοιραία ανατράπηκε η σχέση ‘προσφορά – ζήτηση’.
Ο σημερινός ακροατής όταν βρίσκεται στην αίθουσα συναυλιών σπάνια απολαμβάνει τη μουσική, σπάνια συγκινείται. Δεν ανήκει πια στην κατηγορία των φιλόμουσων γιατί είναι ο ίδιος ‘γνώστης’. Δεν χώνεται στο κάθισμά του χαλαρός να εισπράξει αυτό που του προσφέρεται, δεν έχει διάθεση να δικαιολογήσει κάποια ψεγάδια στο παίξιμο, δεν αντέχει κάτι λιγότερο από την αρτιότητα του CD και του YouTube που βλέπει στο σπίτι του.
Από την άλλη μεριά – σαν σε συγκοινωνούντα δοχεία – ο καλλιτέχνης βιώνει έντονα το πιεστικό κλίμα του ακροατηρίου, μια νοθευμένη μουσικά ατμόσφαιρα. Γνωρίζει όσο κανείς άλλος, πως η πλειονότητα των ακροατών είναι γνωστοί, φίλοι και συγγενείς, άσχετοι με το περιβάλλον, που θα τον χειροκροτήσουν έτσι κι αλλιώς. Γνωρίζει όμως ακόμη πως θα παρευρίσκονται και οι ‘επαΐοντες’ – συνήθως σπουδαστές ή ημιμαθείς – που στο διάλειμμα θα κάνουν μικρά πηγαδάκια για σύντομα σχόλια, ατάκες ή σπόντες – σπανίως θετικές – και μια τελική κατά κανόνα αρνητική κριτική κατά την αποχώρησή τους. Είναι ο καλλιτέχνης που όρθιος στα παρασκήνια, σαν σε εδώλιο κατηγορουμένου, δευτερόλεπτα πριν έχει δεχθεί τα ενθουσιώδη συγχαρητήρια και τους επαίνους για την εμφάνισή του από τους επαΐοντες με τα πηγαδάκια, που δεν κρύβουν μάλιστα και τον ανεπιφύλακτο ενθουσιασμό τους για την ‘υπέροχη βραδιά’ που τους χάρισε.
Συγκρίνοντας εκείνο το ‘αμόλυντο’, το πηγαίο και αυθόρμητο κοινό άλλων εποχών που κατέκλυζε τον ‘Παρνασσό’ με το μπουχτισμένο από ακούσματα ακροατήριο των ημερών μας, δεν μπορώ αλήθεια να βρω αν κάτι πήγε στραβά ή αν αυτό είναι τελικά το αποτέλεσμα της ‘εξέλιξης’ που συνοδεύτηκε από υπεραφθονία και υπερπροσφορά.
Αναλογίζομαι μόνο πόσο ψυχικό σθένος και πόσες αντοχές πρέπει να διαθέτουν σήμερα τα νέα παιδιά που αφιερώνουν ατέλειωτες ώρες μελέτης κλεισμένα σε 4 τοίχους για να ολοκληρώσουν ένα πρόγραμμα ρεσιτάλ. Και με τι κουράγιο ξεκινούν έναν αγώνα για μια – δυο εμφανίσεις το χρόνο κι αυτές μάλιστα χωρίς οικονομική απολαβή, έχοντας επί πλέον να αντιμετωπίσουν δυστυχώς ένα απαιτητικό, επιθετικό και κακοπροαίρετο πολλές φορές ακροατήριο που βρίσκεται στην αίθουσα όχι για να απολαύσει αλλά περισσότερο για να κρίνει, να εγκρίνει, να συγκρίνει, να επικρίνει, να κατακρίνει…
Ευάγγελος Ασημακόπουλος
(7 Ιανουαρίου 2011)