ΤΟ AΡΓΕΝΤΙΝΙΚΟ TΑΝΓΚΟ ΩΣ MΕΣΟ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΈΚΦΡΑΣΗΣ
«Αν ισχυριστεί κανείς ότι μπορεί να πεθάνει το τάνγκο, είναι σαν να δηλώνει ότι θα εξαφανιζόταν το τελευταίο συλλογικό όργανο» (Ηοracio A.Ferrer)
Πρόκειται για έναν χορό ενδοσκοπικό, παθιασμένο, μα συνάμα κοινωνικό. Αποτελεί το μέσο της συλλογικής έκφρασης της μουσικής και της κουλτούρας της Αργεντινής. Το τάνγκο όμως δεν είναι απλά ένας χορός. Θα ήταν σφάλμα αν περιοριζόμασταν στον παραπάνω χαρακτηρισμό. Είναι τρόπος ζωής, είναι η ανάγκη για ζωή. Είναι ένα αίσθημα που χορεύεται. Βγαίνει από τα έγκατα της ψυχής των ανθρώπων, εκφράζει τον πόνο τους, αγγίζει την καρδιά τους. Το τάνγκο δεν είναι ποτέ το ίδιο, μα και ποτέ διαφορετικό. Είναι η καθημερινότητα των ανθρώπων που έχουν πονέσει. Είναι η ίδια τους η ζωή κι όπως η ζωή είναι μελαγχολική και προσωπική, έτσι και το τάνγκο...είναι μελαγχολικό και πολύ προσωπικό.
Πριν αναφερθώ στην άκρως ενδιαφέρουσα ιστορία του εν λόγω χορού, θα ήθελα να ξεκινήσω με την ετυμολογία της λέξης «tango». 'Εχουν διατυπωθεί ποικίλες θεωρίες σχετικά με την προέλευση και την ετυμολογία της λέξης αυτής. Σύμφωνα με γλωσσολόγους, η ετυμολογική προέλευση της λέξης συνδέεται με το εμπόριο σκλάβων (1600μ.Χ). Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η λέξη «tango» προέρχεται από έναν αφρικανικό όρο, ο οποίος αναφερόταν στο μέρος όπου επανενώθηκαν οι σκλάβοι προκειμένου να σταλούν στην Αμερική. Επιπροσθέτως, οι Πορτογάλοι υιοθέτησαν τον όρο «tangomao» για να αναφερθούν στο άτομο που διακινούσε σκλάβους. Στην Αμερική η λέξη «tango» χρησιμοποιήθηκε για την ονομασία εκείνων των μερών όπου οι σκλάβοι συγκεντρώνονταν για να χορέψουν και να τραγουδήσουν. Μία ακόμη θεωρία είναι αυτή που υποστηρίζει ότι το tango είναι μία λέξη με αφρικανικές ρίζες. Σε πολλές αφρικανικές γλώσσες, η λέξη tango δηλώνει τον εσωτερικό χώρο, τον κλειστό χώρο που χρησιμοποιήθηκε για χορό. Μία άλλη ερμηνεία υποστηρίζει ότι το tango προέρχεται από την πορτογαλική λέξη tangere που σημαίνει «αγγίζω», «ακουμπάω». Σύμφωνα επίσης, με το λεξικό της Ισπανικής Βασιλικής Ακαδημίας Γραμμάτων, το tango συνδέεται με τον όρο «tangir», ο οποίος αναφερόταν σε αφρικανικούς χορούς (έκδοση 1803).
Υπό το φως των ανωτέρω, γίνεται αντιληπτό ότι πολλοί μελετητές έχουν προσπαθήσει να εξηγήσουν την ετυμολογική προέλευση της λέξης «tango», όμως ουδείς γνωρίζει ποια απ'όλες είναι η πιο ακριβής κι αυτό διότι πρόκειται για ένα είδος χορού, το οποίο κληρονόμησε επιρροές από διαφορετικούς πολιτισμούς, οι οποίοι συνέβαλαν στη δημιουργία του.
To τάνγκο ως χορός αποτελεί ένα υβρίδιο, καθώς προήλθε από τη συνένωση, ευρωπαϊκών, νοτιοαμερικανικών και αφρικανικών στοιχείων. Βασίστηκε στη «milonga» της ανατολικής αργεντίνικης υπαίθρου, στους ισπανοκουβανέζικους ρυθμούς, καθώς επίσης και στον νέγρικο χορό ονόματι «catombe». Η γέννησή του τοποθετείται τον 19ο αιώνα στην Αργεντινή, όπου συνέρρεαν χιλιάδες μετανάστες για να αναζητήσουν μία καλύτερη τύχη. Η μετανάστευση και η αστικοποίηση αναμφισβήτητα συνδέονται με τη δημιουργία του τάνγκο. Το 1810, οι κάτοικοι της Αργεντινής ήταν 400.000, ενώ το 1869 φτάνουν το 1.800.000. Το 1895 φτάνουν τα 4.000.000 και το 1914 τα 8.000.000. Αντιστοίχως, το Μπουένος Άιρες από τους 177.000 κατοίκους το 1869, φτάνει στις 663.000 το 1895 και το 1.500.000 το 1914. Η ραγδαία αυτή αύξηση που διαπιστώνεται τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα οφείλεται στη μετανάστευση, η οποία κορυφώνεται στο β' μισό του 19ου-αρχές 20ου αιώνα. Το αμάγαλμα εθνικοτήτων που προέκυψε από τα μεγάλα μεταναστευτικά κύματα εμφανίστηκε στις πόλεις του Rio de la Plata και αποτελείτο κυρίως από Ισπανούς, Ιταλούς και Κρεολούς. Επιπροσθέτως, ένα ακόμη φαινόμενο ήταν η εσωτερική μετανάστευση, η οποία προκάλεσε μία χαοτική εικόνα. Συγκεκριμένα, το Μπουένος Άιρες χωρίστηκε σε δύο πόλεις, οι οποίες επικοινωνούσαν μέσω τις αγοράς. Το τάνγκο επομένως-όπως προαναφέρθηκε- συνδέεται άμεσα με το φαινόμενο της μετανάστευσης, καθώς αποτελούσε μέσο έκφρασης των φτωχών και υποβαθμισμένων συνοικιών. Εκεί γεννήθηκε. Στις φτωχές, στις υποβαθμισμένες λαϊκές συνοικίες του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο. H Christine Denniston-καθηγήτρια χορού και σημαντική εκπρόσωπος του τάνγκο- στο βιβλίο της «Τhe Meaning of Tango» (2007), αναφέρει ότι ο χορός αυτός γεννήθηκε στα κτιριακά συγκροτήματα όπου ζούσαν οι φτωχοί. Εκεί μαζεύονταν για να παίξουν τα δημοφιλή τραγούδια της εποχής, να χορέψουν και να δώσουν μία νότα χαράς στην σκληρή και μοναχική τους ζωή. Υπάρχουν ωστόσο, σύμφωνα με τον ιστορικό Χ. Λούκο (1998), άλλες δύο θεωρίες σχετικά με τις απαρχές του χορού αυτού. Συγκεκριμένα, την εποχή εκείνη σχηματίζονταν ουρές πελατών έξω από τα πορνεία, τα οποία αφενός για τους άνδρες αποτελούσαν σημαντικό χώρο διασκέδασης, αφετέρου για τις γυναίκες σημαντική πηγή εισοδήματος. Όσοι ώρα οι άνδρες περίμεναν, υπήρχαν μουσικοί που αναλάμβαναν τη διασκέδασή τους, ενώ επίσης έχει παρατηρηθεί ότι οι αναμένοντες τη σειρά τους άνδρες, χόρευαν μεταξύ τους για διασκέδαση. Σύμφωνα με την δεύτερη θεωρία, το τάνγκο χορεύτηκε για πρώτη φορά στις υποβαθμισμένες συνοικίες και μάλιστα αρχικά χορευόταν από άνδρες, ονόματι «cοmpadritos», διότι τα πρώτα χρόνια, ο χορός αυτός θεωρούνταν πολύ προκλητικός και όσες γυναίκες δεν εργάζονταν στους οίκους ανοχής, απαγορευόταν να έχουν τόσο κοντινή επαφή με άνδρα, τον οποίο δεν έχουν παντρευτεί.
Δεν δυνάμεθα να γνωρίζουμε τι πραγματικά ισχύει και πώς ακριβώς ξεκίνησε ο περίφημος αυτός χορός. Το σίγουρο είναι ότι το τάνγκο αποτελεί αποτέλεσμα πρόσμιξης ανθρώπων, εμπειριών και πολιτισμών. Αποτέλεσε το γνήσιο χορό του δρόμου κι επινοήθηκε από άτομα που μιλούσαν την ίδια γλώσσα κι αναζητούσαν από κοινού μια στιγμή ευτυχίας και ουσιαστικής επικοινωνίας μέσα στην άχαρη και δύσκολη ζωή τους.
Στο ξεκίνημά του ήταν ένας παθιασμένος χορός με έντονες αισθησιακές κινήσεις. Ωστόσο, για να αφομοιωθεί και από τις λαϊκές, όσο και από τις αστικές τάξεις έπρεπε να γίνει λιγότερο προκλητικός. Η μεγαλοαστική τάξη μάλιστα, τον υποτιμούσε θεωρώντας τον καθαρά ως προϊόν πορνείας. Ωστόσο, στις αρχές του 20ου αιώνα αρχίζει η διάδοσή του. Συγκεκριμένα, το 1917 η αστική τάξη αρχίζει να αναζητά στον χορό αυτό στοιχεία της ταυτότητάς της. Στις παραμονές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου το τάνγκο εισβάλλει και διαδίδεται στο Παρίσι. Στο διάστημα 1912-1914 μάλιστα, παρατηρείται μεγάλη απήχηση του τάνγκο σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, όπως στο Λονδίνο, την Πράγα, τη Ν. Υόρκη, τη Ρώμη, το Βερολίνο, αλλά και σε πολλές άλλες. Μετά το πέρας του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η στάση της αστικής τάξης απέναντι στον χορό αυτό διαφοροποιήθηκε και το τάνγκο γνώρισε μεγάλη δόξα στα αριστοκρατικά στρώματα της Ευρώπης. Έχοντας επομένως αποκτήσει διεθνή φήμη, ο ιδιαίτερος αυτός χορός επιστρέφει στη γενέτειρά του, το Μπουένος Άιρες, όπου πλέον χορεύεται και από τις ανώτερες κοινωνικά τάξεις.
Το τάνγκο διακρίνεται σε δύο μεγάλες περιόδους. Η πρώτη ονομάζεται «Παλαιά Φρουρά» και καλύπτει χρονολογικά την περίοδο που ξεκινά από το 1880 και τελειώνει το 1920. Στην περίοδο αυτή εξελίσσονται τα στοιχεία εκείνα που θα καθορίσουν την μετέπειτα πορεία του τάνγκο (Ferrer 2014). Παρατηρείται συγκεκριμένα, η δημιουργία ενός είδους που προκύπτει από ένα αμάγαλμα άλλων λαϊκών ειδών. Εκείνη την περίοδο οριστικοποιείται το ηχόχρωμα μέσα από τους συνδυασμούς μουσικών οργάνων. Καθιερώνεται εν πρώτοις, ένα μουσικό σχήμα που περιλαμβάνει άρπα, βιολί και φλάουτο. Κατόπιν, έχουμε φλάουτο, βιολί και κιθάρα, ενώ μετά τις αρχές του 20ου αιώνα παρατηρείται πιάνο, βιολί και μπαντονεόν (αερόφωνο πληκτροφόρο μουσικό όργανο, ιδιαίτερα διαδεδομένο στην Αργεντινή). Κύρια χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής είναι η γρήγορη και χαρούμενη μουσική, ο έντονος και αισθησιακός χορός καθώς και η χρήση της αργκό στα τραγούδια. Αξίζει να σημειωθεί ότι η χρήση του μπαντονεόν άλλαξε ριζικά τη φυσιογνωμία του τάνγκο. Χάνει τον παιχνιδιάρικο, χαρωπό χαρακτήρα του και γίνεται πιο σοβαρό, πιο αυστηρό και ρυθμικό. Λίγο μετά το 1910 παρατηρείται διεθνής άνθηση του τάνγκο, γεγονός που καθόρισε και την μεγάλη αποδοχή του.
Η δεύτερη περίοδος του τάνγκο ονομάζεται «Νέα Φρουρά» και καλύπτει χρονολογικά την περίοδο από το 1920 έως το 1960. Πρόκειται για την λεγόμενη «χρυσή περίοδο» του τάνγκο. Στο στάδιο αυτό το τάνγκο αποκτά πλέον σταθερές μουσικές φόρμες. Τα έργα δομούνται πάνω σε δύο ή τρία δεκαεξάμετρα μέρη και διαιρούνται στα ακόλουθα τρία είδη, ανάλογα με τα μουσικά τους θέματα: τάνγκο-μιλόνγκα, τάνγκο-ρομάντζα και τάνγκο-τραγούδι. Σε αυτή την περίοδο της «Νέας Φρουράς» οριστικοποιείται επίσης η χαρακτηριστική σύνθεση της ορχήστρας του τάνγκο, η οποία ονομάζεται «Orquesta Tipica», η οποία συνήθως αποτελούνταν από μία ομάδα εγχόρδων (βιολί, βιόλα, τσέλο) από μία ομάδα μπαντονεόν (τρία και περισσότερα) και από ένα πιάνο κι ένα κοντραμπάσο, των οποίων ο ρόλος ήταν καθοριστικός, εφόσον κρατούσαν τον ρυθμό. Ένα στοιχείο, το οποίο διαφοροποιεί την πρώτη από την δεύτερη περίοδο, είναι ότι μόνο στη «Νέα Φρουρά» εντοπίζουμε την ύπαρξη ερμηνευτικών τρόπων μουσικής εκτέλεσης, κάτι που στην «Παλαιά Φρουρά» ήταν αδύνατον να αναγνωρίσουμε.
Το τάνγκο λοιπόν της δεύτερης περιόδου, που είχε ως θεματολογία τη μοναξιά, την αποτυχημένη αγάπη, τις αναμνήσεις των χρόνων που δεν γυρίζουν πια, την απογοήτευση, τους φίλους που χάθηκαν, τις οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες, γνώρισε μεγάλη ανταπόκριση και έγινε το κατεξοχήν σύμβολο της αργεντίνικης ταυτότητας. Η αναγνωρισιμότητα αυτή του τάνγκο όπως ήταν φυσικό, κέντρισε την προσοχή της βιομηχανίας, η οποία καθιστά την λαϊκή δημιουργία πηγή εσόδων. Αυτή η εμπορική εκπροσώπηση των καλλιτεχνών, η καθιέρωση των πνευματικών δικαιωμάτων και ως απόρροια αυτών, ο ανταγωνισμός που προκλήθηκε ανάμεσα στο τάνγκο και στα υπόλοιπα μουσικά είδη, αποτελούν επίσης χαρακτηριστικά της «Νέας Φρουράς».
Ο δημοφιλής αυτός χορός μετά την αξιοσημείωτη αναγνωρισιμότητα και διάδοσή του στην Ευρώπη και ιδίως στο Παρίσι, επιστρέφει στο Μπουένος Άιρες και ακόμη κι εκείνοι που προηγουμένως το καταδίωκαν, τώρα όχι μόνο το αποδέχονται, αλλά και το επευφημούν. Ο χορός αυτός πλέον είναι πιο εξευγενισμένος, οι στίχοι πιο συγκρατημένοι και εφεξής χορεύεται και από τις ανώτερες κοινωνικά τάξεις. Με αυτόν τον τρόπο, το τάνγκο από τις υποβαθμισμένες και περιθωριοποιημένες συνοικίες του Μπουένος Άιρες, κατάφερε να γίνει στοιχείο ταυτότητας και της αστικής τάξης.
Με τη διεθνοποίηση του τάνγκο, ξεχάστηκε η προέλευση από τις παραγκουπόλεις και ο αυστηρά κωδικοποιημένος χορός εξήχθη με σαφώς καθορισμένους ρόλους μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας. Στις παραδοσιακές milongas—οι χώροι στην Αργεντινή, όπου οι άνθρωποι πηγαίνουν για να χορέψουν τάνγκο—οι γυναίκες γενικά κάθονται στη μία πλευρά της πίστας για να δείξουν στους πιθανούς εταίρους τους ότι ήταν διαθέσιμες. Ο άντρας προσκαλεί τη γυναίκα για χορό με μια κίνηση της κεφαλής και οι γυναίκες αποδέχονται ή απορρίπτουν την πρόταση. Έτσι αρχίζει ένας χορός, στον οποίο ο άντρας οδηγεί και η γυναίκα ακολουθεί με συγκεκριμένα βήματα ομορφαίνοντας το χορό με διάφορες φιγούρες.
Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη και διεθνοποίηση του τάνγκο κατείχε ο συνθέτης και κορυφαίος βιρτουόζος του μπαντονεόν Astor Piazzolla (1921-1992), καθώς και ο εξαίρετος ερμηνευτής του τάνγκο Carlos Gardel1 (1890-1935). H συνεισφορά και των δύο είναι αξιοσημείωτη, καθώς με το πάθος τους και το ταλέντο τους, κατάφεραν να βάλουν το τάνγκο στις μεγάλες αίθουσες συναυλιών και να το κάνουν παγκοσμίως γνωστό και αγαπητό.
Astor Piazzolla |
Carlos Gardel |
Με τα όσα εξέθεσα παραπάνω, ελπίζω να γίνεται κατανοητό ότι όταν αναφερόμαστε στο τάνγκο, δεν αναφερόμαστε απλά σε έναν χορό, αλλά σε ένα συλλογικό μέσο έκφρασης, σε έναν τρόπο ζωής. Το τάνγκο δεν είναι κάτι απλό και μονοδιάστατο, αλλά αποτυπώνει τις εκάστοτε αντιθέσεις των ομάδων του Μπουένος Άιρες. Είναι μία αυθεντική μορφή, ικανή να εκφράσει ποικίλες ταυτότητες. Το τάνγκο είναι η μουσική που συγκινεί και που γεννά ανησυχίες. Είναι η ίδια η ζωή. Ο χορός δεν είναι μόνο βήματα, αλλά προϋποθέτει τη συμμετοχή του νου και της καρδιάς. Είναι συναίσθημα. Το τάνγκο «γεννιέται από το πνεύμα και την υπαρξιακή διάθεση του ανθρώπου. Είναι ένα ερώτημα που γεννιέται, πεθαίνει, ξαναγεννιέται στο στόμα κάθε ανθρώπου, γι' αυτό μάλλον ριζώνει και συγκινεί τόσο πολύ την ψυχή των ανθρώπων όλης της υφηλίου» (Ferrer 2014).
Γιώτα Ευταξία
(Νοέμβριος 2020)
gteftaxia@gmail.com
Μουσικός & Μουσικολόγος (ΕΚΠΑ)
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου)
Βιβλιογραφία
Denniston, Ch. (2007). The Meaning of Tango: The story of the Argentinian Dance. Λονδίνο: Pavilion Books.
Ferrer, H.A. (2014). To Τάνγκο. Η ιστορία και η εξέλιξή του. Αθήνα: Κοντύλι.
Λούκος, Χ. (1998). «Κοινωνική Ιστορία του Τάνγκο: Από τις υποβαθμισμένες συνοικίες του Buenos Aires στα σαλόνια της Ευρώπης». Μνήμων, 1998 (20) : 251-270.
1Για τον κορυφαίο ερμηνευτή Carlos Gardel μπορείτε να διαβάσετε επίσης το άρθρο μου http://www.tar.gr/content/content.php?id=5663