Το καλάμι
Όσο κι αν προσπάθησα μέσα από εγκυκλοπαίδειες και λεξικά να βρω κάποια άκρη, ομολογώ πως τελικά δεν κατάφερα να ανακαλύψω μια αξιόπιστη πηγή που να περιγράφει αλλά και να εξηγεί την προέλευση της έκφρασης ‘καβαλημένο καλάμι’.
Φαίνεται ωστόσο, πως η φράση πρωτακούστηκε αρκετούς αιώνες πριν και υπήρξε τόσο πετυχημένη, ώστε ακόμα και σήμερα να παραμένει μοναδική και αναντικατάστατη στην απεικόνιση του υπερόπτη, του υπερφίαλου, του επηρμένου, του φαντασμένου, του αλαζόνα, του ξιπασμένου.
Είναι μάλιστα τόσο πολύ διαδεδομένη, που απορεί κανείς τι ήταν αυτό που την έκανε να καθιερωθεί, έτσι ώστε να μην υπάρχει κάποια αντίστοιχη που να δίνει τόσο πιστά και ανάγλυφα την εικόνα του ατόμου που απέκτησε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
Από την άλλη πάλι απορώ πως ή γιατί η λαϊκή σοφία έχει συσχετίσει το αθώο καλαμάκι με τον αντιπαθητικό στην κοινωνία χαρακτήρα του ανθρώπου που συνήθως συμπεριφέρεται έτσι μετά από κάποια επιτυχία. Και γιατί να μιλάει για καλάμι και όχι ας πούμε για σανίδα ή σκούπα ή στυλιάρι ή ραβδί ή δεν ξέρω τι άλλο? Μήπως επειδή το στέλεχος του φυτού είναι κούφιο? Μήπως επειδή δεν επιδέχεται κανένα βάρος? Ή άραγε επειδή ο αναβάτης του καλαμιού έτσι κι αλλιώς γίνεται περίγελος στους γύρω?
Το πώς τελικά έχει προκύψει η λέξη ‘καλάμι’ ή με τι άλλους συνειρμούς έχει συνδυαστεί δεν έχει βέβαια και τόση σημασία, όση σημασία έχει το γεγονός ότι ειδικά στο χώρο της καλλιτεχνίας το ‘καβαλημένο καλάμι’ ευδοκιμεί περισσότερο από οπουδήποτε αλλού. Όπως δηλαδή είναι δεδομένο ότι τα μαρούλια ή οι ντομάτες ευδοκιμούν σε ορισμένο έδαφος και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, έτσι είναι διαπιστωμένο πως και για την ανάπτυξη του ‘καλαμιού ’ ο ιδανικός χώρος ως επί το πλείστον είναι το παλκοσένικο.
Εδώ ωστόσο θέλω να κάνω ένα διαχωρισμό και να προσδιορίσω δυο κατηγορίες ‘καλαμιών’ που κυκλοφορούν στους καλλιτεχνικούς χώρους. Την πρώτη κατηγορία θα την ονόμαζα ‘γραφικό καλάμι’ και τη δεύτερη ‘αντιπαθητικό’.
Στα ‘γραφικά καλάμια’ ανήκουν οι αφελείς εκείνοι τύποι που ουσιαστικά δεν ενοχλούν κανένα. Ζώντας σ’ έναν κόσμο εντελώς εξωπραγματικό, έχουν χάσει απόλυτα την αίσθηση του τι συμβαίνει γύρω τους, οραματίζονται δόξες και μεγαλεία, ενώ φαντασιώνονται τη μεγάλη στιγμή που θα τους αποθεώνουν οι εκατοντάδες θαυμαστές στη ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα.
Έχουν οικοδομήσει τον δικό τους κύκλο, ενίοτε από αμαθείς ή ημιμαθείς περί τα καλλιτεχνικά, ένα κύκλο που ενημερώνουν και πληροφορούν σύμφωνα πάντοτε με τα δικά τους κριτήρια. Παραμένουν γελαστοί, άκακοι, ευγενείς και καλοσυνάτοι, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς, οι επονομαζόμενοι και ‘ψώνια’, είναι μάλλον θύματα της τέχνης τους, γι’ αυτό και δεν θα ήθελα να τους σχολιάσω περισσότερο.
Η δεύτερη ωστόσο κατηγορία, η κατηγορία των ‘αντιπαθών’, προκαλεί και εκνευρίζει με την επιθετικότητα, την υπεροψία και την αλαζονεία. Αντίθετα με την πρώτη, δεν κουβαλάει ευγένεια και καλοσύνη αλλά στάζει χολή και δηλητήριο.
Είναι τα ‘καβαλημένα καλάμια’ που δεν θα πουν μια καλή κουβέντα για τον άλλον, που μονίμως βγάζουν μια πίκρα και ένα παράπονο, που το ξινό τους πρόσωπο απεικονίζει μια ανικανοποίητη φιλοδοξία. Είναι τα αγέλαστα πρόσωπα, η σοβαροφάνεια, το σηκωμένο φρύδι, το επιτηδευμένο ύφος, η πόζα. Είναι τα βαριάς μορφής συμπλεγματικά άτομα.
Θυμάμαι από τα πρώτα χρόνια των σπουδών μου στο Ωδείο,την εντύπωση που μου έκαναν οι ατέλειωτες κορώνες των υποψήφιων τενόρων και σοπράνο στις αίθουσες και τους διαδρόμους, αλλά και η δυσκολία που είχες να τους αποσπάσεις μια καλημέρα. Θυμάμαι το μεγαλοπρεπές ύφος στο πρόσωπό τους και τις βαριές, μετρημένες κινήσεις στο βάδισμά τους. Σε στιλ Φιόντορ Σαλιάπιν και Μαρίας Κάλας όλες και όλοι εν δυνάμει υποψήφιοι της Σκάλας του Μιλάνου, ζούσαν το υπέροχο όνειρό τους απαξιώνοντας κάποια προσέγγιση με άλλους σπουδαστές.
Αλλά και από τις άλλες τάξεις του πιάνου, του τσέλου, της κιθάρας ή του βιολιού, πρόσεχα πως συχνά όλο και κάποιο ‘καλάμι’ θα ξεπηδούσε μετά από μια επιτυχημένη εμφάνιση σε μαθητική συναυλία. Τα δυο-τρία κομμάτια στα οποία έπαιρναν μέρος, πλαισιωμένα από το ζεστό χειροκρότημα και τα θερμά συγχαρητήρια των γύρω, αποτελούσαν το έναυσμα του αποπροσανατολισμού τους, της απαρχής των ονείρων και των γενναίων αποφάσεων.
Την μεταστροφή του χαρακτήρα τους και την βαθμιαία αλλαγή της συμπεριφοράς τους μέσα σε ένα κλίμα αχαλίνωτης φαντασίωσης, επέτειναν τα αθρόα ‘Άριστα’ από την ‘επιτροπή’ του Ωδείου στις ετήσιες εξετάσεις, σε συνδυασμό βέβαια πάντοτε με τον καταιγισμό επαίνων που εισέπρατταν από τον δάσκαλό τους σε κάθε τους βήμα.
Αργότερα, επαγγελματίες πια, με ασήμαντη ή ελάχιστη προσφορά στη καλλιτεχνική τους διαδρομή, συντηρούν μια αρρωστημένη διάθεση απέναντι στους επιτυχημένους. Κλεισμένα στο δικό τους κόσμο, τα ‘καβαλημένα καλάμια’ εξαπολύουν μύδρους για άλλους συναδέλφους, στάζοντας το δηλητήριο της μικροψυχίας, της μιζέριας και του χαμηλού τους αναστήματος. Γαντζωμένοι επάνω στο ‘καλάμι’ τους και αδυνατώντας να το αποχωρισθούν, νοιώθουν αδικημένοι από την έλλειψη αναγνώρισης του ‘ταλέντου’ τους.
Μοιραία έρχονται συνεχώς σε σύγκρουση με την κοινωνία που τους τοποθετεί ακριβώς εκεί που ανήκουν και τους δίνει αυτό που δικαιούνται. Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες να επιπλεύσουν με όσα θεμιτά ή αθέμιτα μέσα διαθέτουν, είναι και πάλι η ίδια η ζωή που τους αναγκάζει να προσαρμοστούν στην σκληρή πραγματικότητα.
Το ‘καβαλημένο καλάμι’ δεν έχει το θάρρος να δει μέσα του, να παραδεχθεί τα ελαττώματά του, να συμφιλιωθεί με τις αδυναμίες του. Δεν έχει το σθένος να αναγνωρίσει σε άλλους το κάτι περισσότερο, το κάτι παραπάνω από το ίδιο. Το ‘καβαλημένο καλάμι’ αποδίδει την αποτυχία του στην έλλειψη των γνωριμιών, των σχέσεων, των μέσων, των διασυνδέσεων που έχουν κάποιοι άλλοι.
Με τα χρόνια και τη συνεχή τριβή με την καθημερινότητα, κάποια από τα ‘καβαλημένα καλάμια’ αρχίζουν και ξεζεύουν!
Χαλαρώνουν και ηρεμούν. Αντιλαμβάνονται, έστω κι αργά, πως η υπεροψία, η επιθετικότητα και η αλαζονεία που σκόρπισαν στο περιβάλλον τους προκάλεσαν μόνον την αντιπάθεια και την αποστροφή. Και πως ο τίτλος ‘καβαλημένο καλάμι’ που κουβαλούσαν όλα αυτά τα χρόνια μόνο γέλιο προκαλούσε…
Ευάγγελος Ασημακόπουλος
(29 Οκτωβρίου 2013)