ΤΟ ΠΡΙΝ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ…
(Ένα φλας μπακ διαδρομής)
Όντως, αυτή η διαδικτυακή πειρατεία είναι πολύ χειρότερη από τις παλαιότερες κασετοπειρατείες και πάσης φύσεως μορφές κλοπής που αφθονούν στον πολύχρωμο χώρο της δημιουργικής δισκογραφίας, γιατί τώρα γίνεται μέσα στο σπίτι σου, με άνεση, εντός του ιδιωτικού χώρου, με τη σιγουριά πως ο κάθε "πειρατής" δεν φοβάται, δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο, (δεν τον απασχολεί καν) πως κάποιος έλεγχος θα τον εμποδίσει να "κατεβάζει" ό, τι του αρέσει, ό, τι του γουστάρει. Που σημαίνει ασυδοσία από την κεφαλή του κράτους και των θεσμών, που αδιαφορούν γι αυτό το σύστημα, που με μαθηματική ακρίβεια θα ακυρώνει τους δημιουργούς σε κάθε τους ενέργεια, καθιστώντας τους έως και ανύπαρκτους στη δημιουργική συμμετοχή, στη σημερινή εποχή των άφθονων πολιτιστικών αγαθών- προϊόντων, της πολυπολιτισμικής μας παγκόσμιας κοινωνίας.
Νομίζω πως είναι η μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του δισκογραφικού προϊόντος που μας βρίσκει όλους εμάς που έχουμε αφιερωθεί σε δημιουργικούς ρόλους, αποδυναμωμένους, δίχως σοβαρά Σωματεία για διαπραγματεύσεις και αγώνες απέναντι σε όλους όσοι εμπλέκονται στους νόμους και στις ρυθμίσεις για τόσο σοβαρές και αναγκαίες αποφάσεις. Αποφάσεις που θα παρθούν όχι από εμάς ή τα ανύπαρκτα Σωματεία μας, αλλά από τους τεχνοκράτες, σε αγαστή συνεργασία με ψυχρούς γραφειοκράτες, που με τη σειρά τους θα έχουν τις πλάτες σε πολιτικά λόμπι που αγνοούν παντελώς τη θέση των δημιουργών της μουσικής και του ελληνικού τραγουδιού.
Όταν υπάρχει μέλι μαζεύονται πάντα οι μύγες και ετούτος ο χορός της ηλεκτρονικής πειρατείας έχει ΠΟΛΥ χρήμα, ΖΕΣΤΟ χρήμα!
Φλας μπακ.
Θα ήταν ανιστόρητη μια θέση που θα ξεκινούσε να βλέπει το πρόβλημα από μηδενική βάση. Δηλαδή από τώρα που –όπως λέει και το τραγούδι- παίρνονται αποφάσεις «για μένα, χωρίς εμένα»… Ας μην εθελοτυφλούμε. Το σινάφι μας γνωρίζει καλά πως αυτό που λέμε «κρίση» και που άνοιξε πόρτες (δίχως σκυλιά) για να μπουν ΟΛΟΙ, δεν ξεκινάει βεβαίως από την σημερινή εποχή της διαδικτυακής πειρατείας, αλλά προ πολλού, από την ιδεολογική αποσάθρωση των άγραφων κανόνων μιας ισορροπίας μεταξύ εμπορικού προϊόντος και καθαρά πνευματικού αγαθού. Ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ’70, όταν η τραγουδιστική αγορά άνοιγε και διογκωνόταν μετά από τη φίμωση της επτάχρονης δικτατορίας ακόμα και των πιο πνευματικών τραγουδιών, λειτούργησε στα τυφλά ένα τραγουδιστικό εμπόριο που στόχευε στο τυφλό κέρδος που –τις περισσότερες φορές- σάρωνε οποιαδήποτε ποιότητα, προσφέροντας στον πολίτη αποκλειστικά διασκέδαση, εκτόνωση, χαβαλέ, με μοναδικό γνώμονα την «ιδεολογία» της γαρδένιας, της οφθαλμολαγνείας και του σπασμένου πιάτου.
Αφιερώσαμε τουλάχιστον τρεις δεκαετίες τέτοιας εύκολης εκτόνωσης, γυρίζοντας τις πλάτες στην εξέλιξη της διαδικασίας των παράλληλων ενδιαφερόντων γύρω από την αγορά και την υγειά διακίνηση του τραγουδιού. Αποτέλεσμα, η συνεχόμενη «υποταγή» μεγάλου τμήματος Ελλήνων συνθετών και τραγουδιστών στις δισκογραφικές δυναστείες, που κατακυρίευσαν (και κατηύθυναν) την αγορά, επιβάλλοντας δικούς τους νόμους, διαπλέκοντας και τις υψηλές κρατικές θεσμικές πυραμίδες με την καιροσκοπία μιας σκοτεινής διαδρομής για κέρδη με θύμα το διακύβευμα του τραγουδιού.
ηγεμονίες…
Η εποχή εκείνη (που σημάδια της έχουμε ακόμα και σήμερα) έπαιξε μεγάλο ρόλο στην μετέπειτα εξέλιξη των κανόνων διακίνησης του τραγουδιού, αφού κατέστησε κάποιες από τις εταιρείες αυτές «άγριους εκμεταλλευτές» στο άνισο παιχνίδι της ηγεμονίας των κανόνων της αγοράς. Είναι και η εποχή (δες σύμπτωση) που σιγά-σιγά αποδυναμώνεται κάθε έννοια εργασιακής αλληλεγγύης και συνδικαλιστικής κατοχύρωσης δικαιωμάτων. Όλα τα σωματεία περί του τραγουδιού και της Μουσικής, έχασαν τον προσδιορισμό τους και έπαψαν να παίζουν οποιονδήποτε ρόλο σε αιτήματα και παραμορφώσεις του κλάδου, καθιστώντας τους μουσικούς (τους συνθέτες, τους ερμηνευτές) άβουλα πλάσματα ενός κοινωνικού ιστού που θα έπρεπε να συμπεριφέρεται εντελώς διαφορετικά. Μη ξεχνάμε πως το τραγούδι, εκτός από εμπορικό-καταναλωτικό προϊόν, είναι και πνευματικό δημιούργημα. Ο μικρόκοσμος των συνθετών-ερμηνευτών του τραγουδιού εξελίχθηκε όπως (για παράδειγμα) εκείνος των δημοσιογράφων, που μερικοί απ’ αυτούς κατέχουν τα σκήπτρα μια εξουσιαστικής ισχύος, πλουτίζοντας και αδιαφορώντας για τους υπόλοιπους πένητες…
στην πραγματικότητα.
Έτσι κι εμείς. Κάποιοι απόλαυσαν (βεβαίως- βεβαίως) τα προνόμια της εποχής και της συγκυρίας, αδιαφορώντας για το τι μέλει γενέσθαι και τώρα το βρίσκουμε μπροστά μας (ως κλάδος) που αφυπνίστηκε (!!!) και ψάχνεται πλέον να δει πού θα πατά και πού θα βαδίζει… Τώρα, που η διαδικτυακή παγκόσμια ισχύς έχει τα χαρακτηριστικά μιας παγκόσμιας δικτατορίας επί του πλανήτη, που δύσκολα πλέον μπορεί να ανατραπεί από τους χρήστες των ιντερνετικών προϊόντων, αφού έχει ήδη διαμορφωθεί ένα τεράστιο κοινό που θεωρεί πως τα πνευματικά προϊόντα δεν αγοράζονται αλλά χαρίζονται ελεύθερα, πατώντας με ένα κλικ!
Σε αυτή πλέον την εποχή της απόλυτης κλοπής των πάντων, φοβάμαι πως μπαίνει το ερώτημα:
Να σώσουμε τα διαφυγόντα κέρδη μας από την πειρατεία τώρα που το ελληνικό τραγούδι έχει χάσει την ψυχή του ή να σώσουμε (αν γίνεται) και τα δύο μαζί;
Δεν έχω απάντηση ομολογώ…
το μέλλον.
Η ΑΕΠΙ, απ την πλευρά της προσπαθεί να κάνει για τους συνθέτες και τους στιχουργούς ό, τι θα έκανε ένα γερό και σοβαρό Σωματείο, ένα σοβαρό και ανεξάρτητο συνδικαλιστικό όργανο που θα διεκδικήσει την αξία του πνευματικού προϊόντος και -συνεπώς- την αξιοπρέπεια των δημιουργών.
Είναι καθαρό πλέον στον ορίζοντα πως, εκτός από τις απαγορεύσεις προς τα κέντρα παράνομης παραγωγής (τα γνωρίζουμε μάλλον αφού έχουν διεύθυνση και τηλέφωνο) που ίσως παίξει κάποιον ρόλο, η πρόταση για την επιβολή πρόσθετου τέλους από τους παρόχους σε συνδυασμό με μια επαρκή νομοθετική ρύθμιση , έχει μια κάποια λογική. Πάντως, το πιο πιθανό είναι να αλλάξουμε επάγγελμα όσοι θέλουμε να ζήσουμε από τα δικαιώματά μας γύρω από τα τραγούδια. Ίσως να σωθούν (οικονομικά) όσοι από εμάς παίζουμε ένα μουσικό όργανο, ώστε να βγούμε στο μεροκάματο (!!!!!) σε μια κακομαθημένη αγορά της νύχτας που κι αυτή έχει τα προβλήματά της. Ποιος είναι διατεθειμένος;
Τα ερωτήματα, οι απορίες, οι προβληματισμοί, είναι γνωστοί μια που παλεύουμε πλέον οι περισσότεροι γι αυτά τα θέματα καθημερινά.
Το άμεσο μέλλον είναι θολό και αδιέξοδο με την πρώτη περίοδο του διαδικτύου που συνεχώς θα διογκώνεται αφού κανείς δεν είχε διανοηθεί πως θα μας ξεπερνούσε με τη χαοτική ταχύτητά του. Έτσι, εμείς, στις πολυθρόνες μας αραχτοί και ανέμελοι, επαναπαυόμασταν στην εγωπάθεια και στα σουξεδάκια, στο άμεσο κέρδος, δίχως να υποπτευόμαστε πως «θα μας φάει η μαρμάγκα» και το άγριο θηρίο που λέγεται ηλεκτρονικό μέσον.
Φιλικά προς όλους,
Νότης Μαυρουδής
mavroudis@tar.gr
(8/11/2009)