ΤΟ Ρ/Ε ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Ακούγεται περίεργο, ίσως, ό,τι χρησιμοποιούμε όρους χρηματιστηριακής αποτίμησης δίπλα από ένα καθολικό κοινωνικό αγαθό όπως είναι ο πολιτισμός.
Για την ακρίβεια, ο λόγος του P/E (τιμή αγοράς έναντι κέρδους) αφορά τα επιμέρους πολιτιστικά προϊόντα ή υπηρεσίες τα οποία καταναλώνονται από μια κοινωνία. Το P/E είναι ένας από τους βασικούς δείκτες που δείχνουν αν αξίζει να επενδύσεις σε μια μετοχή. Είναι, όμως, όταν μιλάμε για πολιτισμό και πολιτισμικά αγαθά; Στην περίπτωση αυτή, το P αντιστοιχεί στο κόστος παραγωγής ενός καλλιτεχνικού έργου, όπως μιας θεατρικής παράστασης, αλλά και στο κόστος λειτουργίας του διοργανωτή φορέα. Υπάρχουν φορείς που πιστεύουμε πως πρέπει να υπάρχουν. Κανείς δεν διαφωνεί με την ύπαρξη, π.χ., του Εθνικού Θεάτρου ή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Το E (earning) πώς αποτιμάται όταν μιλάμε για πολιτιστικά αγαθά; Υπάρχουν τρεις περιπτώσεις αποτίμησης:
Α: Αυστηρά με όρους οικονομικής απόδοσης και απόσβεσης του κόστους παραγωγής.
Β: Με όρους ποιότητας του παραγόμενου έργου από κάποιους επαΐοντες.
Γ: Με βάση την αποδοχή του κοινού. Σε αυτή την περίπτωση ενδέχεται και το οικονομικό αποτέλεσμα να είναι θετικό.
Ένα παράδειγμα καλού P/E είναι ο κόσμος των νυχτερινών κέντρων όπου λειτουργούν οι νόμοι της ελεύθερης αγοράς έστω κι αν υπάρχει μεγάλη φοροδιαφυγή. Τα πάντα κοστολογούνται. Ο καταναλωτής-πελάτης πληρώνει βάσει της φίρμας. Δεν υπάρχουν ούτε κρατικές παρεμβάσεις ούτε επιδοτήσεις.
Τα πρώτα ονόματα απαιτούν υψηλότερη αμοιβή, αφού πουλάνε ακριβά τη βεβαιότητα ότι το μαγαζί θα γεμίσει. Ο τελευταίος, με τη σειρά του, πρέπει να τιμολογήσει σωστά το τελικά προσφερόμενο προϊόν, δηλαδή τη διασκέδαση, ώστε να βγάλει ένα καλό κέρδος που να του επιτρέπει να καλύπτει και τα αφανή έξοδα, όπως είναι ενδεχομένως η «προστασία». Δεν επενδύονται λεφτά αν δεν πρόκειται να έλθουν πίσω με κέρδος. Στην περίπτωση αυτή, ικανοποιείται και η πρόταση Α και η πρόταση Γ.
Οι κρατικές δαπάνες για τον πολιτισμό, όμως, ανήκουν στη δεύτερη περίπτωση. Επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα να αποσβεστούν με οικονομικούς όρους ορισμένα πολιτιστικά αγαθά, το κράτος εμπλέκεται επιχορηγώντας, έστω και αν η αποδοχή τους από το κοινό είναι μεγάλη. Εδώ υπεισέρχονται το κόστος λειτουργίας των φορέων παραγωγής και η συνετή διαχείριση των πόρων.
Το ζήτημα είναι αν ελέγχονται και αξιολογούνται οι επιχορηγούμενοι φορείς, ιδίως οι εποπτευόμενοι, όπως το Εθνικό Θέατρο, που το 2012 έλαβε 4,4 εκατ. ευρώ, το Κρατικό Βορείου Ελλάδος που έλαβε 4,6 εκατ. ευρώ ή η Εθνική Λυρική Σκηνή, που έλαβε 9,6 εκατ. ευρώ. Είναι ενδιαφέρον ότι αυτές οι σημαντικές θεατρικές δομές μετετράπησαν το 1994 από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σε ιδιωτικού, προφανώς προσβλέποντας στην οικονομική και οργανωτική χειραφέτησή τους και στο άνοιγμά τους στον χώρο της ιδιωτικής χορηγίας. Για το δράμα των χορηγιών, όμως, γράψαμε στο προηγούμενο σημείωμά μας.
Ειδικά, όμως, για τους εποτευόμενους φορείς του υπ. Πολιτισμού θα πρέπει να τονίσουμε πως οι οικονομίες κλίμακος και η αποτελεσματική διαχείριση μειώνουν το P και, στο τέλος, λειτουργούν υπέρ του E, αφού δικαιολογούν την επιλογή της στήριξης από την Πολιτεία μιας πολιτιστικής δράσης, ενός φορέα ή ενός θεσμού (π.χ., φεστιβάλ) με χρήματα των φορολογουμένων.
Το κράτος παρεμβαίνει στον χώρο του θεάτρου και έμμεσα, στηρίζοντας με άλλους τρόπους, όπως είναι η διάθεση των δωρεάν εισιτηρίων ή δελτίων θεαμάτων, τα οποία αποτελούν μια μικρή ενίσχυση για τις θεατρικές επιχειρήσεις, αυξάνοντας το κοινό τους, ενώ, ταυτόχρονα, είναι ένα δώρο για τους εργαζομένους, που βλέπουν τα οικονομικά τους να συρρικνώνονται.
Η σχετική δαπάνη για τη διάθεση των εισιτηρίων μόνο για τον ΟΓΑ για το 2012-2013 ήταν 1.700.000 ευρώ. Πού πάνε τα εισιτήρια αυτά είναι άγνωστο, αφού ποτέ δεν είδαμε κάποια κατάσταση για να μάθουμε αν τα χρήματα που πληρώνει το κράτος καταλήγουν και στα ταμεία του Ελληνικού Φεστιβάλ ή μόνο στα Δελφινάρια.
Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι μικροί ανεξάρτητοι θίασοι που δίνουν έναν σκληρό αγώνα επιβίωσης. Ένας πρωτοποριακός θίασος μάλλον θα δυσκολευτεί να επιβιώσει, ενώ ένα επιθεωρησιακό σχήμα που παίζει έργα του τύπου «Αχ και βαχ, βρε Ράιχενμπαχ» μάλλον δεν θα έχει πρόβλημα.
Το κράτος, λοιπόν, παρεμβαίνει και στηρίζει, δίνοντας οικονομικές ενισχύσεις και σε θεατρικά σχήματα λόγιου θεάτρου, αναγνωρίζοντας την υποχρεώσή του να επενδύει στη βελτίωση του μορφωτικού (παιδεία) και πολιτιστικού επιπέδου του λαού. Το ύψος μιας επιχορήγησης και το πού δίδεται μπορεί να αξιολογηθούν ανάλογα. Οι επιχορηγήσεις του 2012 σε θεατρικά σχήματα ήταν συνολικά 2.015.000 ευρώ σε 67 σχήματα, εκ των οποίων τα 365.000 δόθηκαν σε 15 σχήματα με ζωή από 1 έως 5 χρόνια (μέση επιχορήγηση τα 25.000 ευρώ). Ψίχουλα, θα πουν κάποιοι.
Οι γκρίνιες πολλές. Ιστορικοί θεατρικοί οργανισμοί διαμαρτυρήθηκαν, ζητώντας τη μερίδα του λέοντος. Άλλα, εξίσου ή λιγότερο γνωστά αλλά ποιοτικά, έκλεισαν. H κλασική και εύκολη κατηγορία, η έλλειψη αντικειμενικότητας, δηλαδή, της μη αναγνώρισης της ποιότητας του διαμαρτυρομένου. Πώς, λοιπόν, και από ποιον καθορίζεται το Ε; Είναι υπόθεση μιας επιτροπής σοφών που λαμβάνει υπόψη και την αντίδραση του κοινού; Και, αν ναι, με ποιον τρόπο και κριτήρια; Το Ε είναι, λοιπόν, σε μεγάλο βαθμό άυλο. Αυτό το γνωρίζουν οι εκάστοτε υπουργοί Πολιτισμού.
Ο πολιτισμός είναι όσο ευαίσθητος και το δημοκρατικό πολίτευμα. Και τα δύο κινδυνεύουν από τον δήθεν πολιτιστικό εκλεκτικισμό και τον πολιτικό αυταρχισμό από τη μια και από την άλλη απ΄ την πολιτιστική ευτέλεια και τον πολιτικό λαϊκισμό. Όμως, και στις δύο περιπτώσεις στοιχίζουν στον φορολογούμενο.
Παρ΄ όλα αυτά, δεν γίνεται να χρησιμοποιεί ο κ. Τζαβάρας ένα σόφισμα λέγοντας ότι οι επιχορηγήσεις δεν είναι νομική δέσμευση του κράτους, προσπαθώντας να δικαιολογήσει την αδυναμία καταβολής των υπεσχημένων επιχορηγήσεων. Όσο κι αν το άυλο Ε είναι δύσκολο να προσδιοριστεί.
Γιώργος Λιγνός (Μαικήνας)
http://lignostar.wordpress.com/
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Κεφάλαιο στις 23 Φεβρουαρίου 2013.