Η Δόμνα του αέναου χρόνου…
- Ανάμεσα σε μνημόνια, διαπλοκές, διαφθορές και χαοτικές καταστάσεις οικονομίας, που έχουν φέρει τη χώρα σε δεινή κατάσταση, έφυγε και η Δόμνα Σαμίου!
- Εννοώ πως χάσαμε μια παρουσία που προσέφερε οξυγόνο, αφού ήταν εκείνη που μας έδινε ευκαιρίες σύνδεσής μας με τα πολύτιμα και τα ουσιώδη.
- Ο Γιώργος Λιγνός, εδώ στο TaR, καταφέρνει πάντα και καταγράφει καίρια ζητήματα της μουσικής και πολιτιστικής ζωής και τώρα, το αφιέρωμά του στη Σαμίου είναι γενναιόδωρο και απόλυτα πληροφοριακό, μαζί με ντοκουμέντα που χρειάζονται να καταχωρούνται σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.
- Διαβάστε παρακάτω την αναφορά του στη Δόμνα κάντε ένα διάλειμμα από την φορτισμένη (και φορτωμένη) καθημερινότητά σας. Η Σαμίου πάντοτε μας άνοιγε πόρτες της μνήμης, με τα μουσικά ιδιώματα που τείνουμε ως κοινωνία να ξεχάσουμε, τυλιγμένοι στο πέπλο της νιρβάνας της εποχής μας, όπου μια ομιχλώδης παγκοσμιοποιημένη μουσική διανομή, θαρρείς και μας προτείνει να αλλοιώσουμε μνήμες και παρακαταθήκες μιας παρελθούσας ζωής που όμως, υπό ειδικές συνθήκες ζωντανεύει και δηλώνει με τον δικό της τρόπο, παρούσα…
- Είχα την πρόθεση να κάνω ευρεία αναφορά στη Δόμνα Σαμίου και να καταθέσω τις δικές μου μαρτυρίες από τη γνωριμία μας, αλλά η αναφορά του Γιώργου Λιγνού ήρθε να συμπληρώσει τα ουσιώδη.
- Την Τρίτη και 13, του Μαρτίου, στο κοιμητήριο της Νέας Σμύρνης, το χώμα σκέπασε το άψυχο σώμα των ογδόντα τεσσάρων χρόνων (12/10/1928-10/3/2012) και τη συνόδεψαν τα τραγούδια των φίλων και θαυμαστών της που δημιούργησαν τις δικές τους αυτοσχέδιες χορωδίες για να την ξεπροβοδίσουν και να της στείλουν τον δικό τους θρήνο…
- Ας μην μας σαρώσει η εποχή. Ο θάνατος μιας τέτοιας γυναίκας, μιας μάνας και αδελφής, που συνέδεσε την παρουσία της με τις μνήμες και τις καταβολές ενός ολόκληρου λαού, ας μας κάνει να κατανοήσουμε πως μαζί με τ’ άλλα, όταν χάνουμε τέτοιες παρουσίες, η χώρα φτωχαίνει ολοκληρωτικά και χάνει από το πνευματικό της οξυγόνο…
- Η επιμονή και ο στόχος της για την παράδοση και την διατήρησή της μέσα στο χρόνο, ωφέλησε όλους μας και είναι η αιτία που, πολλοί από εμάς, στρέψαμε το βλέμμα προς ένα τέτοιο τραγούδι, ατόφια λαϊκό, γήινο και υπερήφανο, που εξέθρεψε γενιές και γενιές Ελλήνων της ενδοχώρας και της διασποράς.
- Θα είναι δύσκολο να ξεχαστεί, ίσως γιατί ο τόπος μας, με έναν μεταφυσικό τρόπο, κρατιέται από τις μνήμες του που σε δύσκολες στιγμές έρχονται στην επιφάνεια με τον πιο παράδοξο τρόπο.
- Η Δόμνα Σαμίου θα είναι η δική μας «σύντροφος» και θα μας είναι πάντα μύστης με μελωδίες, χορούς, ρυθμούς, ηθών, μαζί με το αεράκι του βουνού, της θάλασσας, του κάμπου και του αέναου χρόνου…
Νότης Μαυρουδής
ΤΟΤΕ ΠΟΥ Η ΔΟΜΝΑ ΣΑΜΙΟΥ ΔΙΕΣΩΣΕ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΑΣΥΡΜΟ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ
Αν κάποιος μας έδειξε πως το Δημοτικό τραγούδι δεν ήταν εχθρός της νεωτερικότητας, παρά σύμμαχος στο χτίσιμο μιας στέρεης βάσης, που πάνω της μπορούμε να πατήσουμε και να πάμε παρακάτω, αυτός ήταν η Δόμνα Σαμίου.
>Πολλοί, μέσα σε αυτούς και εγώ, άκουσαν δημοτικά και είδαν την αγοραία εκδοχή τους, όταν ήλθε η Χούντα. Η εικόνα του Πατακού και του Ζωϊτάκη να χορεύουν δημοτικούς χορούς σαν ένδειξη λεβεντιάς, τρομάρα τους, έχει ξεθωριάσει, αλλά η ψυχική ποιότητά της , η φρίκη που την συνόδευε, είναι ακομα ζωντανή. Όχι μόνο για την πολιτική της διάσταση, αλλά και για την αισθητική της.>
Ε, λοιπόν, η φωνή της Δόμνας, η αξιοπρέπεια της, η καθαρότητα του ήχου της, η μαγεία της πάνω απ όλα, μας άνοιξε τα μάτια και την ψυχή.>
Απο εκεί και πέρα όλα πήραν το δρόμο τους. >
Κι αν σήμερα εν μέσω μνημονίου, την ώρα που αναρωτιόμαστε τι έφταιξε και τι τελικά χάσαμε πραγματικά, μπορούμε και ψελλίζουμε “έχουμε ακόμα τη ψυχή μας” (την ψυχή του λαού μας , volk seele) , αυτό το χρωστάμε και σε εκείνη. >
Γιατί δεν φοβήθηκε την πρόκληση που σήμαινε για αυτήν η μαθητεία κοντά στον Σίμωνα Καρά, δεν λύγισε απο τη φτώχεια τα δύσκολα χρόνια, δεν βολεύτηκε στην θέση του κληρονόμου και διαχειριστή του δασκάλου, τον αρνήθηκε αλλά και τον σεβάστηκε, δεν αγνόησε και δεν φοβήθηκε τους φοιτητές, δεν δίστασε να συναντήσει την ευρωπαϊκή μουσική όχι από άγνοια ή ελληνική υπεροψία, παρά μονάχα επειδή ήξερε από πούθ' έρχεται και που πηγαίνει. (Τα παρακάτω τα αποσπάσματα της ιδίας επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές).>
Η ιστορία της είναι μια διαρκής συνομιλία μεταξύ αντίρροπων δυνάμεων. Είναι όμως και μια διαρκής συνάντηση με το πεπρωμένο και τη τιθάσευσή του.>
Μνήμες ενός λαού διασώθηκαν χάρις τη θέληση τούτης της μικροκαμωμένης γυναίκας, που συμμετείχε στην ιστορία, διέσωζε την ιστορία και έγραψε το δικό της κεφάλαιο στην ιστορία.>
Θα μας λείψει.
Αποσπάσματα την ιστοσελίδα της Δόμνας Σαμίου www.domansamiou.gr .>
Ενότητα: ”Η Δόμνα μιλάει για τη Δόμνα” >
“Η Δόμνα μεγαλώνει. Η οικογένεια Ζάννου και ο Σίμων Καράς”>
“Τα χρόνια περνούσανε, έβγαλα το δημοτικό σχολείο αλλά δεν μ’ άρεσαν πολύ τα γράμματα. Έβλεπα την οικονομική στενοχώρια του σπιτιού και η επιθυμία μου ήτανε μόλις τελειώσω το σχολείο να πάω να δουλέψω για να φέρω και γω στο σπίτι μου κάτι, να προσφέρω.>
Αμέσως λοιπόν μόλις τέλειωσα το δημοτικό σχολείο, το καλοκαίρι του ’40, έπιασα δουλειά σε ένα ραφτάδικο. Με στέλναν εδώ, με στέλναν εκεί σε δουλειές και έπαιρνα δέκα δραχμές την ημέρα. Το πρώτο βδομαδιάτικο που πήρα, εξήντα δραχμές τότε, η πρώτη μου δουλειά ήταν να πάω να πάρω ένα ψωμί κι ένα καρπούζι και να πάω στο σπίτι μου φορτωμένη, ότι κι εγώ βοηθάω και συνεισφέρω. Αλλά μετά από λίγο αρχίζει ο πόλεμος, παίρνουν το αφεντικό μου στρατιώτη και σταματώ πια να δουλεύω. Μετά έρχεται η Κατοχή, επιστρέφει αυτός από το μέτωπο, ανοίγει πάλι το μαγαζί αλλά δεν πήγαιναν καλά οι δουλειές και σταμάτησα να δουλεύω πια εκεί. >
Η μητέρα μου η καημένη για να βοηθήσει τον πατέρα μου ήταν αναγκασμένη να δουλεύει σε διάφορα πλούσια σπίτια, μπουγάδες να βάζει, να κάνει παρκέτα, να καθαρίζει… Και ευτυχώς είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε μια πολύ καλή οικογένεια, όπου μόλις τελείωσα εγώ να δουλεύω στο ραφτάδικο, η κυρία Ζάννου, -ο Θεός να της δίνει χρόνια αυτής της γυναίκας-, είχε και τρία παιδιά, με πήρε στο σπίτι της στο Κολωνάκι. Γιατί αρχίζει η Κατοχή, όπως είπαμε, πείνα τρομερή, πεθαίνει ο πατέρας μου το ’41 από πείνα και με παίρνει στο σπίτι της να τρώγω ένα πιάτο φαΐ για να μην πεθάνω κι εγώ, και βεβαίως να βοηθάω μέσα στο σπίτι.>
Ενώ εγώ δούλευα και ή σκούπιζα ή ξεσκόνιζα ή έστρωνα τα κρεβάτια, τραγουδούσα κι έψελνα, γιατί εμένα η αγάπη μου ήταν αυτού του είδους η μουσική -θυμάμαι έβλεπα στον ύπνο μου ότι είμαι στο ψαλτήρι και ψέλνω.
Με άκουγε λοιπόν η κυρία Ζάννου που τραγουδούσα και, άλλη τύχη αγαθή, είχε γαμπρό τον κύριο Ανδρέα Βουρλούμη το ζωγράφο, που είχε μεγάλη φιλία με τον Σίμωνα τον Καρά. Κι εδώ είναι ένας σταθμός στη ζωή μου. Του λέει η κυρία Ζάννου, «βρε Αντρέα μου, αυτό το παιδί κοιμάται, σηκώνεται, δουλεύει και τραγουδάει και ψέλνει -ήξερε ότι ο Καράς είχε το Σύλλογο και τη χορωδία- να το πάμε το παιδί αυτό εκεί πέρα».>
Όπου μου ανακοίνωσαν μια μέρα ότι «θα πας σ’ έναν κύριο, τον κύριο Καρά, και θα τραγουδάς και θα ψέλνεις». Για μένα ήτανε σαν ν’ άνοιξε ο ουρανός! Και τι ήμουνα, δεκατριών χρονών ήμουνα. Και όντως με πήρε ο κύριος Βουρλούμης, με πήγε στον δάσκαλό μου τον Καρά, στην οδό Λέκκα 26 ήταν το σχολείο του. Αυτός ακριβώς ήθελε νέα παιδιά μέσα στην χορωδία του και μ’ έβαλε να τραγουδήσω, με ρωτούσε «τι ξέρεις να μου πεις;» Εγώ μούγκα, ντρεπόμουνα. «Πες μου, παιδί μου, τι ξέρεις;» Εγώ τίποτα. Και τι βρήκα να του πω του ανθρώπου;« Ένα ταγκό». Σε ποιον; Στο Σίμωνα Καρά! Μετά, αργότερα, όταν κατάλαβα τι εστί Σίμων Καράς… τα φράγκικα, για τον Καρά αυτά είναι φράγκικα! «Ε, άντε μου λέει, πες το ταγκό». Ε, του είπα μια φράση εκεί, ήθελε ο άνθρωπος να δει αν είμαι σωστή ή όχι. «Αύριο, μου λέει, θα έρθεις εδώ ν’ αρχίσεις μάθημα». Δεν άφησε να περάσει ούτε μία μέρα.>
Εγώ πια να πετώ στον ουρανό από τη χαρά μου και την επόμενη πάω στον Καρά και μου αρχίζει ο άνθρωπος νι πα βου γα δι κε ζο νι, αυτές είναι οι νότες της βυζαντινής μουσικής. Εγώ δεν είχα ιδέα, πού να ξέρω από βυζαντινή μουσική, σαν να μου μίλαγε άλλη γλώσσα. Μου λέει λοιπόν ο Καράς, «παιδί μου, δεν φτάνουν τα γράμματα του δημοτικού σχολείου που έκανες, θα πρέπει να πας τώρα και γυμνάσιο». Κεραμίδα! Να πάω στο σχολειό, δεν μου άρεσε. «Θα πας σχολείο, μου λέει, χωρίς γράμματα δεν μπορείς να κάνεις μουσική». Έτσι λοιπόν το πρωί δούλευα, το απόγευμα πήγαινα στον Καρά και μάθαινα μουσική και το βράδυ πήγαινα νυκτερινό γυμνάσιο. Καταλαβαίνετε λοιπόν τι ζωή έκανα, αλλά δεν μετανιώνω για τίποτα από όλα αυτά. “>
Το Ροντέο του Σαββόπουλου. Ξεπερνώντας την ντροπή για το Δημοτικό τραγούδι.>
Ώσπου πια το ’71, ένας άλλος σταθμός στη ζωή μου είναι η γνωριμία μου με τον Διονύση Σαββόπουλο που με καλεί να τραγουδήσω στο Ροντέο. Πρέπει να πω ότι μέχρι τότε ούτε καν είχε περάσει απ’ το μυαλό μου η ιδέα να τραγουδήσω μπροστά σε κοινό. Ό,τι έκανα μέχρι τότε το έκανα από καθαρή αγάπη προς το δημοτικό τραγούδι, ποτέ δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι μπορεί να τραγουδήσω. Όταν λοιπόν για πρώτη φορά με κάλεσε ο Διονύσης να τραγουδήσω, εγώ δεν τολμούσα να πάω γιατί εκεί πήγαιναν όλοι οι φοιτητές και ήξερα ότι η νεολαία δεν ενδιαφέρεται για το δημοτικό τραγούδι. Ο Διονύσης σαν ξύπνιος που είναι, κατάλαβε ότι είναι ευκαιρία, το ’71, χούντα, και τελικά με έπεισε να πάω.
>
Θυμάμαι κλαρίνο είχα τον Τάσο τον Χαλκιά, σαντούρι τον Αριστείδη τον Μόσχο, φλογέρα τον Αριστείδη τον Βασιλάρη, κανονάκι τον Νίκο τον Στεφανίδη, τουμπελέκι τον Μαθιό τον Μπαλαμπάνη, τραγούδι είχα τον Χρόνη τον Αηδονίδη. Και τελικά αποτολμούμε και πάμε ένα βράδυ να τραγουδήσουμε στο Ροντέο. Για να καθηλώσω το κοινό έβαλα τον Χαλκιά να παίξει ηπειρώτικο μοιρολόι και μετά τραγούδησα εγώ ένα άλλο τραγούδι ακριτικό, τον Κωσταντά. Αυτό είναι παλιό τραγούδι και λέγεται ότι αναφέρεται στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Μετά από αυτά τα τραγούδια το κοινό ξέσπασε και πήγε η καρδιά μου στη θέση της. Ξαναπήγαμε την άλλη βδομάδα, πήγαμε τρεις φορές και τραγουδήσαμε αλλά σταματήσαμε γιατί έπρεπε να φύγω τότε και να πάω στο Λονδίνο, αν είναι δυνατόν!>
Παράλληλα με το Ροντέο ήταν εδώ η κυρία Λίνα Λαλάντη η οποία είχε ιδρύσει το Αγγλικό Φεστιβάλ Μπαχ στο Λονδίνο. Είχε έρθει λοιπόν εδώ, κάλεσε τον Καρά να λάβει μέρος, δεν ήθελε εκείνος γιατί τότε, θυμάμαι, ήταν τα εκατόν πενήντα χρόνια που γιορτάζονταν η Ελληνική Επανάσταση του ’21. Δεν μπορούσε να πάει ο Καράς και απευθύνθηκε σε μένα η κυρία Λαλάντη, μου λέει «να ’ρθεις στο Λονδίνο να τραγουδήσεις ηρωϊκά τραγούδια». Εγώ στο Λονδίνο, από πού κι ως πού, φοβόμουνα να πάω, ντρεπόμουνα. Μ’ έπεισε λοιπόν και κείνη, φτιάχνω ένα συγκρότημα και πάμε τον Απρίλιο στο Λονδίνο, όπου ήτανε κι αυτό μια αρχή. Διότι τον επόμενο χρόνο ξανακαλεί η κυρία Λαλάντη να πάμε στο Λονδίνο με μεγαλύτερο συγκρότημα κι από τότε πήγα τέσσερις πέντε φορές στο Φεστιβάλ Μπαχ.>
Έτσι λοιπόν ήταν η πρώτη φορά που τραγουδώ μπροστά σε κοινό, με τον Διονύση Σαββόπουλο στο Ροντέο. Οι νέοι λοιπόν, οι φοιτητές ακούσαν το δημοτικό τραγούδι, άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι κάτι γίνεται, μέχρι τότε δεν είχαν ιδέα τι θα πει δημοτικό τραγούδι και από τότε όταν έκαναν στο Πανεπιστήμιο διάφορες εκδηλώσεις με καλούσαν να τραγουδήσω και δειλά δειλά τα παιδιά σηκωνόντουσαν να χορέψουν, άλλος από την Πελοπόννησο, άλλος από τη Θεσσαλία, άλλος από τη Μακεδονία, άλλος από την Κρήτη. Περνούσε λοιπόν η ντροπή που είχαν για το δημοτικό τραγούδι.>
Γιώργος Λιγνός (Μαικήνας)
Μάρτιος 2012
georgealignos@yahoo.gr
Blog: Έν χορδαίς καί οργάνοις
http://lignostar.wordpress.com/